Τετάρτη 18 Ιουνίου 2014

Karl G. Jung…ΤΟ ΕΛΕΥΣΙΝΙΑΚΟ ΠΑΡΑΔΟΞΟ

   

Οι εμπειρίες των μυημένων στην Ελευσίνα είχαν ένα πλούσιο μυθολογικό περιεχόμενο που εκφραζόταν, για παράδειγμα, με την εκθαμβωτική και αισθησιακή εικόνα της Αναδυόμενης που έβγαινε μέσα από τα κύματα. Από την άλλη, αυτό μπορούσε να εκφραστεί με σαφέστερο και απλούστερο τρόπο. Από τα ιερά αρχεία του Βουδισμού, από μια θρησκεία με εντελώς διαφορετικό ύφος, μαθαίνουμε πως ο ιδρυτής της απηύθηνε στους μαθητές του μια «ιερή ομιλία».
Μια μέρα ο Βούδας κράτησε σιωπηλά μπροστά στους συγκεντρωμένους μαθητές του ένα λουλούδι. Αυτό ήταν το περίφημο «Λουλούδι του Κηρύγματος». Και στην Ελευσίνα γινόταν σχεδόν το ίδιο όταν επιδεικνυόταν σιωπηλά ένα θερισμένο στάχυ. Ακόμη και αν είναι λαθεμένη η ερμηνεία που δίνουμε σε αυτό το σύμβολο, το γεγονός παραμένει: ένα θερισμένο στάχυ που το παρουσίαζαν κατά την πορεία των μυστηρίων αποτελούσε το «κήρυγμα χωρίς λόγια» και ήταν η μόνη μορφή καθοδήγησης στην Ελευσίνα. Πρόκειται για ένα γεγονός που έχει πολλές πιθανότητες να είναι αληθινό.
Η διαφορά ανάμεσα στα δυο «κηρύγματα» είναι πιο χαρακτηριστική από την ομοιότητα τους. Ο Βούδας είχε ασχοληθεί με το άτομο και το μοναδικό δρόμο του μέσα από τον οποίο μπορούσε να φτάσει στην προσωπική λύτρωση. Είχε ανακαλύψει την αλήθεια μέσα σε μια αναλαμπή αποκάλυψης. Όλοι οι άνθρωποι διακατέχονται αρχικά από τη σοφία, την αρετή και τη μορφή του Ενός Που Είναι. Όλοι οι άνθρωποι είναι σαν το Βούδα, το ίδιο και όλα τα πράγματα -τα φυτά, τα δέντρα, ολόκληρη η γη. Πάνω σε αυτή τη βάση κήρυξε ο Βούδας την αλήθεια για σαρανταπέντε χρόνια. Τελικά στο «Λουλούδι του Κηρύγματος» τα λόγια ήταν ολοκάθαρα. Με τη σιωπή του εννοούσε τη βαθύτερη αποκάλυψη της αλήθειας, γιατί η σιωπή του αγκάλιαζε τα πάντα και ήταν η πηγή ολόκληρης της διδασκαλίας του. Είναι αρκετά χαρακτηριστικό το γεγονός πως το «Λουλούδι του Κηρύγματος» δεν το κατάλαβε κανείς από τους μαθητές του, εκτός από έναν.
Από την άλλη πλευρά, στην Ελευσίνα ενδιαφέρονταν -από όσο μπορούμε να γνωρίζουμε-για μια κοινή άποψη μέσα από την οποία οι κοινωνοί θα αποχτούσαν ξαφνικά κατανόηση -χάρη στον έντονο οραματισμό και την ενόραση. Δε γνωρίζουμε αν τα λόγια έπαιζαν κάποιο σημαντικό ρόλο στις μυητικές τελετές της Ελευσίνας, και της Αγρας. Είναι μάλλον απίθανο να γινόταν κάποιο είδος κηρύγματος. Οπωσδήποτε υπήρχαν λειτουργικές

εκφωνήσεις, αλλά δεν αποτελούσαν κάποιο είδος «ομιλίας» που να διατηρείται στα αρχεία.
Ουσιαστικά ήταν μια μύηση χωρίς λόγια, που οδηγούσε σε μια γνώση η οποία δεν ήταν αναγκαίο ούτε δυνατό να ντυθεί με λόγια. Πρέπει να υποθέσουμε πως στην ιστορία των Ελευσίνιων Μυστηρίων και κατά τη διάρκεια της τέλεσης τους υπήρχε μια ορισμένη χρονική περίοδος αφιερωμένη στην αποκάλυψη του νοήματος του σταχιού στους κατηχούμενους. Πρέπει να θεωρήσουμε σαν αξίωμα το γεγονός πως ένα τέτοιο ολοκάθαρο νόημα συνυπήρχε στην εμπειρία και τον εορτασμό της μυστηριακή γιορτής. Είναι αδιανόητο άνθρωποι να μην έβρισκαν ποτέ κάποιο νόημα στη γεμάτη σεβασμό συμμετοχή τους στα μυστήρια. Για αυτούς ήταν αυταπόδεικτο από τη στιγμή που είχαν έστω και για μια φορά υιοθετήσει την κοινή άποψη της μύησης χωρίς λόγια.
Υπάρχει μια επιπλέον διαφορά που μπορεί να μας διαφωτίσει. Το λουλούδι που κράτησε ο Βούδας και το έδειξε στους μαθητές του σαν κήρυγμα, ήταν ο πιο αποκαλυπτικός υπαινιγμός πως όλα τα πράγματα είναι σαν το Βούδα και έτσι μπορούν να αποκαλύψουν σιωπηλά την αλήθεια, όπως και ο ίδιος. Πρόκειται για μια πολύ διδακτική αλλά και αινιγματική χειρονομία, που μπορεί να γίνει κατανοητή και με άλλους τρόπους. Το στάχυ στην Ελευσίνα ανακεφαλαιώνει μια ορισμένη όψη του κόσμου, τη δημητριακή όψη. Οι δύο θεές και η μοίρα τους αποτελούν παραλλαγές αυτού του σύμβολου, μόνο που είναι πιο έντεχνες, πιο ανεπτυγμένες και καλύτερα σχηματισμένες πνευματικά.
Επίσης, η γέννηση σαν θεϊκό συμβάν αποτελεί ένα άλλο είδος σύνοψης. Ο Βούδας θα μπορούσε να είχε δείξει το ίδιο καλά κάτι άλλο αντί για το λουλούδι -μια πέτρα ή ένα κομμάτι ξύλο, χωρίς φυσικά να αλλάζει το νόημα. Στην Ελευσίνα, όμως, οι θεές μέσα στην τελειότητα τους σχηματίζουν μια μοναδική, απαράμιλλη και αδιάρρηκτη ομάδα. Διαχωρίζονται η μία από την άλλη και ταυτόχρονα συγχωνεύονται. Εκείνο που τις ενώνει σε μια κοινή ρίζα είναι το ίδιο θετικό. Μέσα από όλα αυτά, μέσα από το σπόρο του σταριού και τη Θεά Μητέρα-Θυγατέρα ξανοίγεται το ίδιο όραμα, το όραμα μέσα στην «άβυσσο του πυρήνα». Κάθε στάχυ και κάθε θυγατέρα περιέχει όλους τους απογόνους του και όλους τους απογόνους της -μια ατέλειωτη ζωή -όσο βέβαια μια τέτοια διάρκεια σημαίνει πραγματικά «ενδελέχεια».
Τα δύο πρώτα στοιχεία αυτού του παράδοξου δεν είναι στην πραγματικότητα αντιφατικά ως προς εκείνη την άφωνη γνώση και ύπαρξη, όταν έχει κανείς για μοίρα του μια υπερατομική μοίρα και για ύπαρξη του ολόκληρη την ύπαρξη. Πραγματικά, σαν οργανικά όντα διαθέτουμε και τα δύο.
Μόνο το τρίτο στοιχείο φαίνεται να βρίσκεται σε σύγκρουση με την πραγματικότητα: η πεποίθηση του ανθρώπου πως η πλήρης και ευτυχής κατοχή ολόκληρης της ύπαρξης περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο σε εκείνους που έχουν «δει» στην Ελευσίνα και «γνωρίζουν».
Η εξάρτηση της ύπαρξης από τη γνώση είναι κάτι που ξεπερνά τον ελληνικό συνδυασμό αυτών των δύο. Μια τέτοια πεποίθηση έχει έναν παγκόσμια ανθρώπινο χαρακτήρα, όσον άφορα την πίστη στη συνεχιζόμενη ύπαρξη. Πάνω σε αυτό ακριβώς βασίζονται οι οδηγίες στα ορφικά «διαπιστευτήρια» των νεκρών αυτός που πέθανε θα διαλέξει την πηγή της Μνημοσύνης και όχι την πηγή της Λήθης. Για να χρησιμοποιήσουμε ένα παράδειγμα από το Βουδισμό, ολόκληρη η θιβετανική Βίβλος των Νεκρών στηρίζεται πάνω σε αυτή την ιδέα.
Μήπως αυτό δεν είναι παρά μια ανόητη προσκόλληση των θνητών ανθρώπων στη συνείδηση; Μήπως το άνοιγμα προς την άφωνη γνώση αποτελεί πραγματικά το αποκορύφωμα όλης της ύπαρξης μας, που αποκόβει με ένα τόσο θεμελιώδες «όραμα» τους συμμετέχοντες από τους μη συμμετέχοντες και διαχωρίζει τις φύσεις τους για πάντα;
Σε αυτή τη μελέτη δε σκοπεύαμε να αναλύσουμε και να φανερώσουμε τις λογικές αντιφάσεις που υπάρχουν μέσα στις μυθολογικές εμπειρίες και τις «σπερματικές» ιδέες. Για μας, όπως και για το Σέλινγκ, η μυθολογία παραμένει «ένα φαινόμενο που σε βάθος, διάρκεια και παγκοσμιότητα συγκρίνεται μόνο με τη φύση».
Για να συνοψίσουμε την ουσία των λόγων του Σέλινγκ, επιθυμούμε η ερμηνεία μας «να είναι δίκαιη, να μην υποβαθμίζει, να μην απλοποιεί και να μη διαστρέφει το θέμα για να το κάνει ευκολονόητο».
Δε ρωτήσαμε "ποια άποψη του φαινόμενου πρέπει να γίνει αποδεκτή για να δωσουμε μια κατάλληλη ερμηνεία με κάποια φιλοσοφία", αλλά αντίθετα ποια φιλοσοφία απαιτείται για να ταυτιστούμε με το θέμα μας. Δεν συζητήσαμε πως πρέπει να αντιμετωπιστεί ή να διαστρεβλωθεί το φαινόμενο για να εμφανίζεται με κάθε θυσία ερμηνεύσιμο -με την βοήθεια φυσικά των αρχών που είμαστε αποφασισμένοι να μην υπερβούμε.
Το ερώτημα είναι σε ποια κατεύθυνση πρέπει να στρέψουμε τις σκέψεις μας για να είμαστε αντάξιοι του φαινομένου. Οποιοσδήποτε και για οποιονδήποτε λόγο δεν αισθάνεται άνετα με μια τέτοια διεύρυνση της σκέψης του, θα έπρεπε τουλάχιστον να είναι αρκετά τίμιος ώστε να ομολογήσει ότι δεν κατανοεί το φαινόμενο, αντί να το υποβαθμίζει στα δικά του επίπεδα αντίληψης και να το μεταμορφώνει σε κάτι κοινό.
Και αν δεν είναι άξιος να φανεί επαρκής για αυτά τα φαινόμενα, τότε ας προσέχει τουλάχιστον να μην ξεστομίσει κάτι εντελώς ανόητο".

Karl G. Jung