Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

Θρησκεία, πίστη και αναζήτηση της ύπαρξης Θεού του Ιμμάνουελ Καντ

 

Αν ο Ιμμάνουελ Καντ αναγνωρίζεται ως η πιο εμβληματική φυσιογνωμία της φιλοσοφίας των Νέων Χρόνων, τούτο πρωτίστως οφείλεται στο γεγονός ότι μέσα στο έργο του πραγματώνονται δυο θεμελιώδη ιδανικά του νεωτερικού πνεύματος: η καινοτομία και η σύνθεση. Ο Καντ ανατρέπει την φιλοσοφική παράδοση, την ίδια στιγμή όμως καταφέρνει να αναζωογονήσει τις πιο ουσιαστικές της φιλοδοξίες. Τούτα τα χαρακτηριστικά είναι κατ’ εξοχήν παρόντα στην καντιανή φιλοσοφία της θρησκείας.

Συχνά λησμονείται πως κεντρικός στόχος του Καντ στην Κριτική του Καθαρού Λόγου είναι η κριτική της μεταφυσικής. Μόνη πηγή γνώσης για ένα πεπερασμένο έλλογο ον σαν τον άνθρωπο είναι η εμπειρία. Η εμπειρία όμως δεν είναι παθητική “παρατήρηση”, αλλά μια ενεργός δραστηριότητα. Μέσα απ’ αυτή την δραστηριότητα, που ο Καντ ονομάζει “σύνθεση”, το άμορφο δεδομένο των αισθήσεων αποχτά μορφή και εμφανίζεται ως αντικείμενο. Η σύνθεση του αντικειμένου προϋποθέτει έτσι ένα δεδομένο, προερχόμενο από την αίσθηση, καθώς και έναν κανόνα σύνθεσης, προερχόμενο από τη νόηση. Ο Καντ, μεθερμηνεύοντας ριζοσπαστικά τον Αριστοτέλη, χρησιμοποιεί τον όρο “κατηγορίες” για να υποδηλώσει αυτούς τους κανόνες σύνθεσης των αντικειμένων της εμπειρίας. Οι κατηγορίες όχι μόνο καθιστούν δυνατή την εμπειρία, αλλά συγχρόνως της προσδίδουν αναγκαιότητα και καθολικότητα, δηλαδή αντικειμενικότητα. Δίχως αυτή την αντικειμενικότητα, καμία επιστήμη δεν θα ήταν δυνατή.

Ενώ οι κατηγορίες έχουν νόημα μονάχα εντός του πεδίου της εμπειρίας, ως κανόνες σύνθεσης των αντικειμένων της, η μεταφυσική επιχειρεί να τις χρησιμοποιήσει έξω απ’ αυτό το πεδίο, στην προσπάθειά της να φτάσει στο απόλυτο. Το απόλυτο είναι το σημείο όπου λύνονται όλες οι απορίες ή, όπως λέει ο Καντ, “η απάντηση σε όλα τα γιατί”. Ο Καντ παρατηρεί ότι η μεταφυσική δεν είναι μια θεωρία, αλλά μια ανεκρίζωτη ανάγκη, καταδικασμένη όμως να αποτύχει, διότι θεμελιώνεται στην ψευδαίσθηση ότι οι κανόνες σύνθεσης της εμπειρίας μπορούν να εφαρμοστούν σε αυτό που εξ ορισμού βρίσκεται πέρα από κάθε εμπειρία. Πουθενά δεν είναι τόσο ισχυρή τούτη η ψευδαίσθηση, όσο στις διάφορες αποδείξεις της φιλοσοφικής παράδοσης για την ύπαρξη του θεού. Ο Καντ πρώτα δείχνει ότι όλες οι φιλοσοφικές αποδείξεις της ύπαρξης του θεού μπορούν να αναχθούν σε μία, σε αυτήν που ονομάζει οντολογική απόδειξη, κι έπειτα δείχνει ότι η απόδειξη αυτή είναι άκυρη. Είναι αδύνατο για τον άνθρωπο να αποδείξει θεωρητικά την ύπαρξη του Θεού, διότι είναι αδύνατο να συναγάγει την ύπαρξη γενικώς ξεκινώντας από ιδέες και όχι από την εμπειρία. Όμως, αν ο άνθρωπος αδυνατεί να γνωρίσει θεωρητικά την ύπαρξη του θεού, άλλο τόσο αδυνατεί να αποδείξει την ανυπαρξία του. Για τον Καντ, τούτος ο περιορισμός της γνώσης ήταν απαραίτητος, προκειμένου “να αφήσει χώρο στην πίστη”.

Ωστόσο, η φιλοσοφία της θρησκείας του Καντ διαφέρει από τον απλό φιντεϊσμό. Το περί θεού ερώτημα επανεμφανίζεται με μεγαλύτερη ένταση στην ηθική του φιλοσοφία. Ο κόσμος όπως είναι, υποστηρίζει ο Καντ προλαμβάνοντας ολόκληρο τον μετέπειτα μηδενισμό, δεν έχει από μόνος του καμία αξία. Είναι ο άνθρωπος αυτός που αποδίδει αξία στα πράγματα, κάνοντάς τα αντικείμενα της θέλησής του. Όμως ο άνθρωπος, λέει ο Καντ, βρίσκεται αντιμέτωπος με μια απαίτηση προερχόμενη από τον ίδιο του τον εαυτό και η οποία του ζητά να υπερβεί αυτό που έχει αξία μονάχα για τον ίδιο. Εδώ βρίσκεται το μυστήριο της περίφημης κατηγορικής προσταγής. Η κατηγορική προσταγή είναι ένας νόμος που απευθύνει ο ανθρώπινος λόγος στην ανθρώπινη θέληση και ο οποίος ζητά από αυτήν να επιθυμεί αυτό που έχει καθολική αξία ή, όπως το θέτει ο Καντ, αυτό που μπορεί να ισχύσει σαν νόμος για όλα τα έλλογα όντα. Μονάχα η θέληση που επιθυμεί με βάση αυτό το πρόσταγμα είναι μια καλή θέληση. Ολόκληρη η ηθική του Καντ μπορεί να συνοψιστεί στην πρόταση πως τίποτα δεν είναι από μόνο του καλό παρά μόνο μια καλή θέληση.

Η κατηγορική προσταγή αποκαλύπτει στον άνθρωπο την ελευθερία του. Όμως ο άνθρωπος είναι ένα ελεύθερο αλλά πεπερασμένο ον και η θέλησή του δεν καθορίζεται μονάχα από τον λόγο αλλά κι από το αίσθημα. Ο άνθρωπος από τη φύση του αναζητά την ηδονή και σχηματίζει την ιδέα μιας ευτυχίας. Όμως, ο νόμος που ο ίδιος θέτει στον εαυτό του ζητά απ’ αυτόν να αδιαφορήσει για τα κελεύσματα του αισθήματος και να πράξει μονάχα από καθήκον. Ο Καντ αφού δείξει ότι η αρετή και η ευτυχία είναι δυο εντελώς ετερογενή πράγματα θέτει το ερώτημα αν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η ευτυχία φέρνει την αρετή ή η αρετή την ευτυχία. Το πρώτο, λέει, είναι απολύτως αδύνατο. Μόνο η θέληση για το αγαθό φέρνει την αρετή, για την ακρίβεια είναι η ίδια η αρετή. Αλλά ούτε και το δεύτερο ισχύει. Ολόκληρη η ιστορία της ανθρωπότητας συνηγορεί για το αντίθετο.

Σε αυτό το σημείο ο Καντ επανέρχεται στο περί θεού ερώτημα. Ο θεός εμφανίζεται σαν εγγυητής της σύνδεσης της αρετής με την ευτυχία. Για τον Καντ ο άνθρωπος δεν γνωρίζει την ύπαρξη του θεού, την θέλει. Είναι ο ίδιος ο ηθικός νόμος που ζητά να θεωρήσει την ευτυχία σαν προϊόν της αρετής και που απαιτεί την ύπαρξη ενός θεού ο οποίος θα κατανείμει την ευτυχία σε αναλογία με την αρετή. Την πιο αυστηρή κριτική στην ηθική θεολογία του Καντ την απηύθηνε ο γερμανικός ιδεαλισμός. Ο Σέλινγκ επιτίθεται στην απαίτηση ενός θεού εγγυητή της ευτυχίας. Η ηθική πράξη, λέει ο Σέλινγκ, δεν απαιτεί διόλου την ύπαρξη ενός θεού. Ο άνθρωπος οφείλει να πράξει το καθήκον του δίχως οποιαδήποτε ελπίδα για το μέλλον. Μέσα από μια ανάλυση της ελληνικής τραγωδίας, ο Σέλινγκ υποστηρίζει πως το μεγαλείο του προορισμού του ανθρώπου αναδεικνύεται μέσα στην τραγικότητα, στο ηθικό σθένος που ανθίσταται μες στην απόγνωση.

Η Θρησκεία εντός των ορίων του λόγου και μόνο είναι ένα αριστούργημα απ’ όλες τις απόψεις. Ο καλύτερος τρόπος να δει κανείς τη θεωρία του Καντ για το ριζικό κακό είναι σαν μια σαρωτική κριτική του ηθικού πλατωνισμού. Η ρίζα της κακίας στην ανθρώπινη θέληση δεν βρίσκεται στην αισθητή, σαρκική φύση του ανθρώπου. Για την κακία της θέλησής του είναι ο ίδιος ο άνθρωπος υπεύθυνος κατά την χρήση της ελευθερίας του. Η ρίζα του κακού βρίσκεται σε ένα ψέμα που λέει ο άνθρωπος στον εαυτό του, με το οποίο πείθεται ότι δικαιούται να εξαιρεθεί, αυτός μόνο, από τον ηθικό νόμο. Η θρησκευτική δεισιδαιμονία συνιστά το απόγειο της ανθρώπινης φιλαυτίας. Το μόνο που δικαιούται να ζητήσει απ’ το θεό ο άνθρωπος, υποστηρίζει ο Καντ, είναι τη δύναμη για μια μεταστροφή της καρδιάς του. Όμως ο Καντ, αποστασιοποιούμενος από την λουθηρανική θέση, υποστηρίζει πως είναι η θέληση για την αρετή που μπορεί να φέρει τη χάρη, κι όχι το ανάποδο.

Πηγή: Κώστας Ανδρουλιδάκης Καθημερινή