Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

Ο μύθος του Χιράμ ή ο μεγάλος μύθος της οικοδομήσεως του Ναού του Σολομώντα

 

Ο θάνατος του Χιράμ Αμπίφ είναι σημαντικό και
αναπόφευκτο στοιχείο στο εσωτερικό της παράδοσης,
του μυστικού, και των Τεκτονικών τυπικών. Μοιάζει ότι
ένας τέτοιος θάνατος είναι κρυπτογραφημένος, με
γλώσσα και αλληγορίες, σε χρόνους συγκριτικά
επίκαιρους. O μύθος του Χιράμ αποδίδεται στον John
T. Desagulliers, Αγγλο δικηγόρο του 1700, συνιδρυτή
της Μεγάλης Στοάς του Σκωτικού Τύπου.
Μετά από τον θάνατο του βασιλιά Δαβίδ ο βασιλιάς Σολομών ζήτησε από τον Χιράμ, που ήταν βασιλιάς της Τύρου, να του στείλει έναν άνδρα, ονομαζόμενο Χιράμ Άμπίφ επιδέξιο
τεχνίτη, γιό μιας γυναίκας της φυλής Νεφθαλίμ και του Ισραηλίτη Ουρία.
Ο βασιλιάς Σολομών είπε στον βασιλιά Χιράμ:
«Γνωρίζετε, ότι ήταν επιθυμία του πατέρα μου να κτίσει ένα Ναό για τον Θεό, ότι εμποδίστηκε να πραγματοποιήσει την οικοδόμηση του από τους αδιάκοπους πολέμους και
από τις αναταραχές πού είχε. Διότι δεν εύρισκε ησυχία προτού νικήσει τους εχθρούς του ή πριν τους αναγκάσει να του παραδώσουν τα αγαθά τους. Οσο για μένα ευχαριστώ τον Θεό
για την ειρήνη πού έχω. Ετσι μπορώ, σύμφωνα με την επιθυμία μου, να οικοδομήσω ένα Ναό για τον Θεό. Γιατί όπως είχε προφητευτεί στον πατέρα μου, ο οίκος αυτός θα κτιζόταν υπό την κυριαρχία μου. Γι' αυτό τον λόγο στείλτε, σας παρακαλώ, στο δάσος του Λιβάνου
μερικούς από τους πιο ικανούς άνδρες σας, μαζί με τους υπηρέτες μου, για να κόψουν δένδρα, επειδή οι Μακεδόνες είναι περισσότερο εξασκημένοι στην υλοτομία και στην κατεργασία του ξύλου, απ' όσο είναι οι δικοί μου άνθρωποι και θα πληρώσω τους ξυλοκόπους καλά και σύμφωνα πάντα με τις οδηγίες σας».
Ο Χιράμ απάντησε στον Σολομώντα:
«Έχετε λόγο να ευχαρισθείτε τον Θεό, αφού αυτός έδωσε στα χέρια σας το βασίλειο του
πατέρα σας. Σας το λέω, γιατί είσθε άνδρας σοφός, γεμάτος με αρετές. Επειδή καμία είδηση
ή υπηρεσία έρωτος δεν μού είναι πιο ευχάριστη από αυτήν, θα κάνω όλα όσα μού ζητάτε.
Αφού κόψουν μια μεγάλη ποσότητα κέδρων και κυπαρίσσων θα τους δώσω τα κατάλληλα
φορτηγά πλοία και θα σάς τους στείλω, με την εντολή να τα παραδώσουν σε όποιο μέρος
του βασιλείου σας επιθυμείτε, ώστε οι υπήκοοι σας να τα μεταφέρουν ύστερα στην
'Ιερουσαλήμ. Θα πρέπει να φροντίσετε να μας προμηθεύσετε σιτάρι, πού το χρειαζόμαστε

γιατί ζούμε σ' ένα νησί».
Ο βασιλιάς της Τύρου Χιράμ, πού ήταν ανέκαθεν φίλος με τον βασιλιά Δαβίδ, έστειλε τους υπηρέτες του στον Σολομώντα στέλνοτνάς του επίσης ξυλεία και εργάτες, ώστε να μπορέσει
να προχωρήσει ή οικοδόμηση του Ναού. Του έστειλε επίσης έναν άνδρα, πού ονομαζόταν Χιράμ Άμπίφ και ήταν γιός μιας χήρας από την φυλή Νεφθαλίμ. Ήταν Διδάσκαλος της γεωμετρίας και όλων των λιθοξόων, των χαλκουργών και των άλλων μεταλλοτεχνιτών, πού
χρειάζονταν για την οικοδόμηση του Ναού.
Οταν ή φήμη της σοφίας και των οικοδομημάτων του Σολομώντα έφθασε παντού, ήρθε στην Ιερουσαλήμ και η βασίλισσα του Σαββά Βαλκίς για να χαιρετήσει τον σοφό, όπως αποκαλούσε τον Σολομώντα, να του φέρει δώρα και να του θέσει τρεις γρίφους, με τους όποιους ήθελε να δοκιμάσει την σοφία του. Ο Σολομών όμως, δωροδοκώντας από πριν τους αρχιερείς του Σαββά, έμαθε τους γρίφους αυτούς, τους έδωσε στον αρχιερέα του Ζαδόκ, ο
όποιος βρήκε τις απαντήσεις, τις έδωσε στον Σολομώντα, κι έτσι αυτός μπόρεσε να αποδείξει την σοφία του στην βασίλισσα.
Ο Σολομών έδειξε στην βασίλισσα την κυριαρχία του και τον Ναό, τον όποιο ανοικοδομούσε προς τιμή του Ιεχωβά. 'Αλλά η βασίλισσα συνοδευόταν, όπου κι αν πήγαινε, από ένα μικρό πουλί, έναν τσαλαπετεινό, τον Γιούντ-Γιούντ .
Μόλις λοιπόν έφθασαν στα θεμέλια του Ναού είδαν μια αμπελίδα να είναι ξεριζωμένη και
ριγμένη στην άκρη. Τότε άρχισε να κράζει το πουλί πένθιμα και η Βασίλισσα του Σαββά
Βαλκίς κατάλαβε αμέσως τί σήμαινε ή ξεριζωμένη αμπελίδα, στή θέση της οποίας ήθελε ο
Σολομών να κτίσει έναν εντυπωσιακό Βωμό θυσιών. Και είπε στον Σολομώντα: «Οικο-
δόμησες την φήμη σου πάνω στα μνήματα των πατέρων σου. Μάθε λοιπόν ότι ο τελευταίος
βασιλιάς της φυλής σου θα οδηγηθεί, σαν τον χειρότερο εγκληματία, πάνω σ' αυτό το ξύλο,
πού για σένα θάπρεπε να είναι ιερό».
Τα μάτια της βασίλισσας από τον Νότο άναψαν την αγάπη στην καρδιά του Σολομώντα.
Θέλησε λοιπόν να την κερδίσει και εκείνη δέχθηκε να γίνει βασίλισσα στο Ισραήλ. Όμως όταν
την οδήγησε και πάλι στον Ναό και της έδειξε τις νέες εργασίες, τις λαξευμένες στήλες, τα
έτοιμα χαλκουργήματα, τον Βωμό και τις προετοιμασίες για το χύσιμο της «χάλκινης
θάλασσας» και έμαθε ότι όλα αυτά είναι έργο ενός περίεργου άνδρα πού αποφεύγει τους
ανθρώπους και που ονομάζεται Χιράμ, πού τον έστειλε στον Σολομώντα ο βασιλιάς της
Τύρου, τότε η βασίλισσα περίεργη, θέλησε να τον γνωρίσει.
Κανείς θνητός δεν γνώριζε για τον Χιράμ, ούτε την πατρίδα του, ούτε την φυλή του, ούτε
την γενιά του. Και όταν ο μυστηριώδης και σκυθρωπός αυτός άνδρας εβάδιζε μόνος του,
ανάμεσα σε άλλους άνθρώπους, δικαίως τους ύποτιμούσε. Διότι αυτός, ο οποίος κατοικούσε
εκεί κάτω με τα παιδιά του 'Αδάμ, δεν προερχόταν από άνθρώπους. Βέβαια μητέρα του ήταν
η μητέρα των δύο πρωτογεννημενων αδελφών, του Αβελ και του Κάϊν, ή Εύα. Αλλά πατέρας
του δεν ήταν ο Αδάμ. Πατέρας του ήταν ο Αγγελος του Φωτος ο Έβλίς ο οποίος ανέφλεξε το
κάλλος της Εύας, πού δεν μπόρεσε να του αντισταθεί. Η ψυχή του Κάϊν ήταν λοιπόν ένας
σπινθήρας της ψυχής του Εωσφόρου και για τον λόγο αύτο ήταν απείρως άνώτερη από την
ψυχή του Αβελ.
Οι δύο αδελφοί Κάϊν και Αβελ είχαν μια Αδελφή, την ακλίνια, που αισθανόταν πιο πολύ
ενωμένη με τον Κάϊν, πού όμως ο Θεός την όρισε γυναίκα του Αβελ. Ο από πηλό
δημιουργημένος Αδάμ είχε μια υποδουλωμενη ψυχή, όπως και ο Αβελ, ο πραγματικός γιός
του. Αλλά του Κάϊν η ψυχή, που ήταν ένας σπινθήρας του Εωσφόρου, ήταν ελεύθερη.
Σύμφωνα με την απόκρυφη παράδοση, όταν οι πρωτόπλαστοι Αδάμ και Εύα ήταν στην Εδέμ,
ο Ελβίς, Αγγελος του Φωτός ερωτεύθηκε την Εύα η οποία ανταποκρίθηκε στον έρωτα του
Ελβίς, ο οποίος την μύησε στο μυστήριο της ζωής. Καρπός του έρωτα αυτού ήταν ο Κάϊν και
οι απόγονοί του είναι τέκνα του φωτός, ενώ οι απόγονοι του Αδάμ είναι τέκνα της ιλύος. Ετσι
ο Κάϊν ήταν ο γενάρχης των φωτισμένων ανθρώπων που δημιούργησαν τις τέχνες και τις
επιστήμες. Αντίθετα ο Αβελ, ως γυιός του Αδάμ και της Εύας ήταν γενάρχης των ανθρώπων
της ιλύος που δεν είναι ικανοί να γίνουν πνευματικοί άνθρωποι.
Ο ευγενής γιός του Εωσφόρου (του φέροντος το φως) αφιερώθηκε στην υπηρεσία των
τέκνων του Αδάμ. Τους δίδασκε την γεωργία. Ο γιός του Ενώχ τους μύησε στα μυστικά της
κοινής ζωής. Ο απόγονός του Μαθουσάλας τους δίδαξε την γραφή. Ο Λάμεχ τους έδειξε την
πολυγαμία και ο γιός του Τουμπαλκάϊν τους δίδαξε τις εργασίες με τον χαλκό και τον σίδηρο.
Η αδελφή του Τουμπαλκάϊν, η Μαεμά, που ήταν και γυναίκα του, τους έμαθε να γνέθουν και
να υφαίνουν. Απ' αυτόν τον γάμο μεταξύ των αδελφών γεννήθηκε ο Βουλκάν (Vulkan,
Ηφαιστος) ο σιδηρουργός, πού όταν ήλθε ή πλημμύρα εισήλθε στα έγκατα της γής και
σώθηκε σε ένα βάραθρο της Αίτνας. Αργότερα κοιμήθηκε με την γυναίκα του Χάμ, ενός των
τριών γιών του Νώε και ο γιός απ' αυτή την ένωση ο Χούς, γέννησε τον Νεμρώδ, τον μεγάλο
κυνηγό που ήταν ο πρόγονος του Χιράμ.
Ο Χιράμ, λοιπόν, ο απόγονος του πνεύματος του πυρός, ζούσε σκοτεινός και μονήρης
ανάμεσα στα τέκνα του Αδάμ, χωρίς ποτέ να προδώσει το μυστικό της ανώτερής του
προέλευσης, προξενώντας σε όλους φόβο. Αλλά στην βασίλισσα του Σαββά, σαν βρέθηκε
μπροστά της, ξύπνησε την αγάπη της, και γεμάτη θαυμασμό για τα έργα του πνεύματος του
ζήτησε να δει το πλήθος των εργατών του.
Ο Σολομών, γεμάτος ζήλεια, εξήγησε ότι αυτό ήταν αδύνατο. Ο Χιράμ όμως τράβηξε μόνο
μια οριζόντια γραμμή και από το μεσον της μία κάθετη, δηλαδή ένα μυστικό «Τ», και αμέσως
παρουσιάσθηκαν όλοι οι Διδάσκαλοι, οι Εταίροι και οι Μαθητές, όσο μακρυά κι άν
βρισκόντουσαν, όποια γλώσσα κι άν μιλούσαν, απ’όποια φυλή κι άν προέρχονταν. Πάνω από
100.000 άνδρες παρουσιάσθηκαν και παρατάχθηκαν στις γραμμές τους. Την δεξιά πτέρυγα
αποτελούσαν οι μαραγκοί και οι ξυλουργοί, την αριστερή οι μεταλλωρύχοι, οι σιδηρουργοί
και οι χύτες και το μέσον το αποτελούσαν οι Τέκτονες και οι λιθοξόοι. Και όλο αυτό το
πλήθος υπάκουε μόνο σε ένα νεύμα του Χιράμ.
Η Βασίλισσα του Σαββά Βαλκίς τότε, κατάλαβε πως ο Χιράμ ήταν κάτι περισσότερο από
άνθρωπος και μετάνοιωσε για την υπόσχεση γάμου πού είχε δώσει στον Σολομώντα, ο
οποίος έβλεπε με πολύ ζήλεια τις ματιές της βασίλισσας προς τον Χιράμ.
Οσο μεγάλος όμως, και ισχυρός κι αν ήταν ο Χιράμ, επέδρασαν εναντίον του εχθρικά πεπρω-
μένα και σκίασαν την δόξα του στα μάτια της ερωτευμένης βασίλισσας. Αιτία γι' αυτό ήταν
μερικοί αχάριστοι εργάτες, οι οποίοι ξεσηκώθηκαν έναντίον του άνθρώπου πού τους
συντηρούσε. Οι χιλιάδες των εργατών του Ναού ήταν χωρισμένοι σε Μαθητές, Εταίρους και
Διδασκάλους, και έπαιρναν εβδομαδιαίως την αμοιβή τους στις καθορισμένες θέσεις τους. Οι
Μαθητές στην στήλη Μποάζ, οι Εταίροι στην στήλη Ζακίν και οι Διδάσκαλοι στο Μέσο Δώμα,
όπου ο καθένας έλεγε, κατά την είσοδό του, την λέξη του βαθμού του, αφού δεν υπήρχε
άλλη δυνατότητα ελέγχου. Ανάμεσά τους όμως βρίσκονταν και τρεις εργάτες, πού ήταν
δυσαρεστημένοι με την θέση τους ως Εταίροι και ζητούσαν περισσότερα. Ηταν ο Σύριος
λιθοξόος Φανόρ, ο Φοίνικας ξυλουργός Αμρού και ένας Ιουδαίος από την φυλή Ρουμπέν, ο
σιδηρουργός Μετουζαέλ (κατά μία άλλη εκδοχή ήταν τρεις λιθοξόοι με τα εξής ονόματα, ο
πρώτος: Παμπάλ, ή Γιούμπελα ή Αμπιράμ, ο δεύτερος: Γιουμπέλο ή Μιφιμποσήτ και ο τρίτος
Γιούμελουμ). Αυτοί οι τρεις απαίτησαν την αύξησή τους στον βαθμό του Διδασκάλου και
συνεπώς και την γνωστοποίηση της Λέξεως του Διδασκάλου.
Επειδή όμως, ο Χιράμ τους το αρνήθηκε, τον εκδικήθηκαν κατά το χύσιμο της «χάλκινης
θάλασσας» αναμιγνύοντας, ο Φανόρ, σαν κτίστης, άσβεστο στο υλικό κατασκευής των
τούβλων, ο Αμρού, σαν ξυλουργός, κάνοντας τα δοκάρια μακρύτερα ώστε κατά το χύσιμο να
πιάσουν φωτιά και ο Μετουζαέλ, σαν σιδηρουργός, αναμειγνύοντας στο ρευστό, θείον από
την δηλητηριασμένη θάλασσα της Γκόμορρα.
Ενας νεαρός εργάτης ονόματι Μπενόνη πού αγαπούσε τον Χιράμ, έμαθε την προδοσία αυτή.
Αμέσως έτρεξε στον Σολομώντα και τον παρακάλεσε να μην επιτρέψει να πραγματοποιηθεί
το χύσιμο. Ο Σολομών όμως χάρηκε μόλις το έμαθε, γιατί έτσι θα μπορούσε να διασύρει τον
αντίπαλό του μπροστά στην βασίλισσα του Σαββά και διέταξε την εκτέλεση του χυσίματος. Η
από τους προδότες Εταίρους λανθασμένη κατασκευή, ράγισε κάτω από την πίεση του
ρευστού χαλκού και από τις ρωγμές έβγαινε υγρό πύρ.
Αναστατωμένος ο Χιράμ από το φαινόμενο αυτό, διέταξε να ρίξουν νερό στο
υποστήριγμα. Όμως έξ αιτίας του πυρός μετετράπη το ύδωρ σε ατμό και άρχισε να
διασκορπίζει τον ρευστό χαλκό προς όλες τις κατευθύνσεις, σκορπίζοντας τον θάνατο και την
καταστροφή μεσα στο πλήθος του λαού πού είχε προσέλθει. Ο Μπενόνη, προσπαθώντας να
αποτρέψει το ατύχημα, βρήκε τον θάνατο. Ο μέγας Διδάσκαλος βρέθηκε μπροστά στην
βασίλισσα ντροπιασμένος και λυπημένος.
Ξαφνικά ακούει μέσα από το βάθος του μαίνοντος πυρός να φωνάζουν μυστηριωδώς
τρεις φορές το όνομά του. Ενα πνεύμα του πυρός τον φωνάζει και ο Χιράμ, υπό την
προστασία του πνεύματος αυτού, εισέρχεται στο καταστρεπτικό στοιχείο, πού δεν του
προξενεί κανένα κακό και τον οδηγεί στην άρρητη μακαριότητά του στο κέντρο της γής,
στην Ψυχή του Κόσμου, στο βασίλειο του Κάϊν, όπου κυριαρχεί η Ελευθερία. «Εδώ είναι το
βασίλειο των πατέρων σου», του λέει η φωνή. «Ποιός είσαι;» ρωτά ο Χιράμ. «Είμαι ο
Πατέρας των πατέρων σου, είμαι ο γιός του Λάμεχ, ο έγγονός του Κάϊν, είμαι ο
Τουμπαλκάϊν». Στο ιερό του Πυρός ο Τουμπαλκάϊν αποκαλύπτει στον Χιράμ το μυστικό του
Πυρός. Στο τέλος ακούει ο Χιράμ την φωνή του Βουλκάν να του προφητεύει ένα ένδοξο
μέλλον για την γενιά του. «Θα αποκτήσεις ένα γιό, τον όποιο όμως δεν θα δεις ποτέ, πού θα
κάνει πολλούς απογόνους και η γενιά σου θα είναι κατά πολύ υψηλότερη από την γενιά του
Αδάμ. Παρ' όλα αυτά όμως, η δική του θα υποτάξει τη δική σου. Πολλούς αιώνες θα δώσει
το ευγενές γένος σου την δύναμή του και το πνεύμα του για το άλλο, το αχάριστο γένος.
Αλλά θα έλθει η μέρα, που οι καλύτεροι θα είναι οι ισχυρότεροι και θα αποκαταστήσουν την
πίστη στον Ηγέτη του Πυρός. Τα τέκνα σου, ενωμένα κάτω από το όνομά σου, θα
θρυμματίσουν την δύναμη των βασιλέων της γης σαν ένα πήλινο δοχείο. Πήγαινε λοιπόν
στον προορισμό σου, γιέ μου. Τα πνεύματα του Πυρός θα είναι πάντα μαζί σου».
Ο Χιράμ οδηγήθηκε από το ιερό του Πυρός πάλι πίσω στην γή και για λίγο επέστρεψε μαζί
του και ο Τουμπαλκάϊν. Κατά τον χωρισμό τους ο Τουμπαλκάϊν έδωσε στον Χιράμ την σφύρα
του, με την οποία παλιότερα είχε ανοίξει το βάραθρο στην Αΐτνα. Η σφύρα θα ζωογονούσε
και πάλι τις δυναμεις του και θα τον βοηθούσε στην τελειοποίηση της «χάλκινης θάλασσας».
Με την σφύρα αυτή ο Χιράμ τελειοποίησε αμέσως όλο το έργο του και έτσι το επόμενο πρωΐ
μπόρεσαν να το δούν ο λαός και η βασίλισσα από τον Νότο, και η έκπληξή τους ήταν
τεράστια.
Η Βασίλισσα του Σαββά τότε Βαλκίς, μαζί με τις γυναίκες της ακολουθίας της, πήγε μπροστά
στα τείχη της Ιερουσαλήμ. Ωθούμενος από μια προαίσθηση και αναζητώντας την μοναξιά,
επειδή δεν του άρεσαν οι επευφημίες των τέκνων του Αδάμ, πήγε και ο Χιράμ προς τα εκεί.
Συναντήθηκαν και ομολόγησαν την αγάπη τους. Τότε έκανε ο Χιράμ το σημείο του μυστικού
«Τ» στον αέρα και αμέσως παρουσιάσθηκε το μικρό πτηνό Γιούντ-Γιούντ, ο απεσταλμένος
του πνεύματος του Πυρός. Φτερούγισε γύρω από τον Χιράμ και κάθησε γεμάτο χαρά στο
χέρι του. Τότε η τροφός της Βαλκίδος αναγνώρισε στο πουλί αυτό τον Ζαραχήλ και είπε προς
την βασίλισσα: «Η προφητεία του Μαντείου πραγματοποιήθηκε: ο Γιούντ-Γιούντ αναγνώρισε
τον σύζυγο, που σου όρισαν τα πνεύματα του Πυρός. Μόνο μ' αυτόν επιτρέπεται να ενωθείς
χωρίς να παραβείς τον Νόμο».
Ετσι, χωρίς ενδοιασμούς, ενώθηκαν η Βαλκίς και ο Χιράμ. Ομως πώς θα ξέφευγαν από την
ζήλεια του Σολομώντα; Πώς θα αθετούσαν την υπόσχεση που είχε πάρει ο Σολομών; Απο-
φάσισαν λοιπόν, ο Χιράμ να εγκαταλείψει πρώτος την Ιερουσαλήμ και να τον ακολουθήσει
μετά η Βαλκίς ώστε να ανήκουν για πάντα ο ένας στον άλλο. Αλλά οι έχθροί αγρυπνούσαν.
Ο Φανόρ, ο Αμρού και ο Μετουζαέλ ενημέρωσαν τον βασιλιά για την σχέση του Χιράμ με
την Βαλκίδα. Τότε ο Σολομών κάλεσε τον αρχιερέα Ζαδόκ και συσκέφθηκε μαζί του. Οταν το
άλλο πρωΐ πήγε ο Χιράμ στον βασιλιά και τον παρακάλεσε να τον αφήσει να επιστρέψει στην
πατρίδα του, στον καλό βασιλιά Χιράμ, αφού τελείωσε η ανοικοδόμηση του Ναού, ο
Σολομών του είπε ότι θα εκτελέσει την επιθυμία του και του εγγυήθηκε γι' αυτό. Μετά όμως
φώναξε τους τρεις εταίρους και τους είπε:
«Ο Χιράμ μας εγκαταλείπει. Σήμερα θα δώσει για τελευταία φορά στους εργάτες την αμοιβή τους. Ομως πέθαναν πολλοί Διδάσκαλοι και πρέπει να αναπληρωθούν. Πηγαίνετε λοιπόν σήμερα το βράδυ στον Χιράμ και αξιώστε απ' αυτόν να σας μυήσει στον βαθμό του Διδασκάλου. Αν σας μυήσει, τότε θα έχετε και την δική μου εμπιστοσύνη. Αν όμως δεν σας μυήσει,
τοτε ελάτε αύριο σε μένα κι εγώ θα τον δικάσω, αν μέχρι τότε δεν τον έχει εγκαταλείψει ο Θεός και δεν τον έχει σημαδέψει με το σημάδι της αποχωρήσεώς του».
Στο μεταξύ η Βαλκίς, αφού αποχαιρέτησε τον αγαπημένο της, πήγε στην εορτή που είχε ετοιμάσει γι' αυτήν ο Σολομών. Κατά την διάρκεια της εορτής ο Σολομών έπινε πολύ και γινόταν όλο και πιο ενοχλητικός για την Βαλκίδα. Αυτή τον παρότρυνε να πίνει όλο και πιο πολύ και μόλις μέθυσε τελείως, έβγαλε από το δάκτυλο του το δακτυλίδι, με το όποιο τον είχε αρραβωνιασθεί. Ετσι απαλλάχθηκε από την υπόσχεσή της. Και ένα γρήγορο αραβικό
άλογο την έφερε πίσω στο βασίλειό της, στο Σαββά.
Κατά την διάρκεια αυτών των γεγονότων, ο Χιράμ είχε τελειώσει την πληρωμή της αμοιβής
των εργατών και ήθελε να εξέλθει από τον Ναό, κατά τους μεν από την δυτική, κατά τους δε
από την νότια θύρα.
Εκεί τον συνάντησε ο Μετουζαέλ και του ζήτησε την λέξη των Διδασκάλων, σκεπτόμενος
έτσι να καταχρασθεί αμοιβές.
Και είπε : «Εδώ και πολύ χρόνο εργάζομαι σε μία κατώτερη βαθμίδα και αξιώνω από σένα
την αύξησή μου».
Ο Χιράμ απάντησε: «Γνωρίζεις, πως δεν μπορώ μόνος μου να αποφασίσω γι' αυτό. Αν
θεωρείς τον εαυτό σου άξιο της αυξήσεως, τότε παρουσιάσου στην συγκέντρωση των
Διδασκάλων, οι οποίοι θα αποφασίσουν για σένα σύμφωνα με το Δίκαιο και με τον Νόμο».
«Εγώ όμως δεν θέλω να περιμένω άλλο και δεν θα σε αφήσω να φύγεις πριν μου πεις την
λέξη των Διδασκάλων», ήταν η απόκριση του Μετουζαέλ.
Και ο Χιράμ είπε: «Ω δύστυχε, μ' αυτόν τον τρόπο δεν επιτρέπεται να απαιτείς την λέξη.
Εργάσου και η αμοιβή θα σου δοθεί».
Τότε ο Εταίρος κτύπησε με τον πήχυ προς τον λαιμό του Χιράμ, αλλά αστόχησε και βρήκε
τον ώμο του.
Ο Χιράμ στράφηκε προς την θύρα του Νότου. Εδώ του έφραξε τον δρόμο ο δεύτερος
Εταίρος.
«Δώσε μου την λέξη των Διδασκάλων και το Ιερό σημείο αναγνωρίσεως», απαίτησε κι αυτός.
Και όταν ο Διδάσκαλος του τα αρνήθηκε, τον κτύπησε με τον γνώμονα στην καρδιά.
Ο Χιράμ, βαρειά τραυματισμένος, στράφηκε προς την θύρα της Ανατολής. Κατά την
διαδρομή του έρριξε το ιερό χρυσό τρίγωνο στο πηγάδι, για να μην πέσει στα χέρια των
αμυήτων.
Στην Ανατολική θύρα τον περίμενε ο Αμρού με τις ίδιες απαιτήσεις. Ο Διδάσκαλός του τις
αρνήθηκε και του είπε: «Καλύτερα να πεθάνω παρά να προδώσω την λέξη των Διδασκάλων».
Τότε ο Αμρού τον κτύπησε θανάσιμα με την σφύρα στο μέτωπο (σύμφωνα με μία άλλη
εκδοχή τον κτύπησε ο Μετουζαέλ με την σφύρα, ο Φανόρ με το σκέπαρνο και ο Αμρού τον
τρύπησε με τον διαβήτη).
Αμέσως τους κυρίευσε μεγάλος φόβος. Πήραν το πτώμα του Χιράμ, το μετέφεραν έξω από
την πόλη και το έθαψαν. Προκειμένου δε, να μπορούν να ξαναβρούν την θέση της ταφής,
έμπηξαν ένα κλαδί ακακίας στο μαλακό χώμα (κατά μία άλλη εκδοχή ετοποθέτησαν οι
αναζητητές Διδάσκαλοι το κλαδί).
Το άλλο πρωΐ, όταν ο βασιλιάς Σολομών ξύπνησε και κατάλαβε την απάτη και την φυγή της
βασίλισσας του Σαββά, καταράσθηκε τον Ιερέα του Ζαδόκ. Τότε όμως παρουσιάσθηκε
μπροστά του ο προφήτης Αχιά από την Σιλό και σταμάτησε τις φωνές του λέγοντας:
«Γνώρισε βασιλιά πώς έχει γραφεί: Οποιος κτυπήσει τον Κάϊν θα βρωμίσει (σημ.: θα πεθάνει)
επτά φορές, αλλά όποιος κτυπήσει τον Λάμεχ θα βρωμίσει επτά και εβδομήκοντα φορές.
Οποιος όμως τολμήσει να χύσει το αίμα του Κάϊν και του Λάμεχ στο άτομο του Χιράμ, θα
τιμωρηθεί επτακόσιες και επτά φορές».
Για να μήν υποστεί λοιπόν μια τέτοια ποινή αποφάσισε ο Σολομών να βάλει να βρούν το
πτώμα του Χιράμ. Τρεις φορές τρεις από τους πιο παλιούς Διδασκάλους (κατ' άλλους δέκα)
βγήκαν να ψάξουν για τον νεκρό.
Ακολουθώντας μία εσωτερική φωνή ανέβηκαν σ' ένα ύψωμα για να ξεκουρασθούν. Οταν
ένας είδε το φρεσκοσκαμμένο χώμα και έπιασε το κλαδί της ακακίας κατάλαβε ότι δεν είχε
ρίζες. Ετσι βρήκαν τον τάφο του Διδασκάλου και έκαναν το «σημείο της φρίκης».
Ο βασιλιάς Σολομών και οι Διδάσκαλοι πίστευαν, πως οι δολοφόνοι του Χιράμ του είχαν
πάρει την λέξη των Διδασκάλων και πώς αυτή η λέξη - Jehova - ήταν ήδη γνωστή σε
πολλούς. Γι' αυτό συμφώνησαν, η πρώτη λέξη, που θα προφέρει ένας από τους Διδασκάλους
αθελώς κατά την εκταφή του πτώματος, να ισχύει σαν νέα λέξη των Διδασκάλων.
Ο βασιλιάς Σολομών μεταβίβασε την λέξη της εκταφής, της ανυψώσεως εκ του τάφου και
της τιμητικής συνοδείας, σε είκοσι επτά Διδασκάλους. Κατά τα μεσάνυχτα πήγαν προς το
ύψωμα που είχαν βρει τον τάφο του Χιράμ. Δέκα οκτώ φύλαγαν σκοπιά στους πρόποδες του
λόφου, έξι στον δρόμο προς τα πάνω και τρεις άρχισαν να σκάβουν στο μέρος που
βρισκόταν ό κλάδος της ακακίας. Αν και η νύχτα ήταν χωρίς φεγγάρι και αστέρια, τους
φώτιζε στην εργασία τους ένα μυστηριώδες φώς. Μόλις κατάλαβαν ότι το μέρος αυτό ήταν
το σωστό, φώναξαν κοντά τους και τους ενδιάμεσους σκοπούς και συνέχισαν την εκσκαφή.
Ετσι έφθασαν στο πτώμα.
Ο πρώτος Διδάσκαλος προσπάθησε να πιάσει το δεξί χέρι του νεκροί από το μικρό δάκτυλο,
αλλά είδε πως η επιδερμίδα αποχωριζόταν από την σάρκα. Ο δεύτερος έπιασε όλο το χέρι,
αλλά η σάρκα αποχωριζόταν από τα οστά. Γεμάτος φρίκη το εξεστόμισε στα εβραϊκά, και η
λέξη αυτή έγινε η νέα λέξη των Διδασκάλων. Αλλά όμως όταν είδαν οι Διδάσκαλοι πώς ήταν
η κατάσταση του Χιράμ τέθηκαν στο σημείο του πένθους. Αμέσως τότε ο τρίτος Διδάσκαλος,
με την νέα λέξη των Διδασκάλων και με την λαβή του Λέοντος, τον σηκώνει από τον
τάφο.
Οι Διδάσκαλοι τύλιξαν το σώμα του άτυχου πατέρα στα περιζώματά τους και το έφεραν στον
Ναό. Μόνο οι είκοσι επτά Διδάσκαλοι και ο Σολομών πήραν μέρος στην ταφή.
Ο Χιράμ ετάφη κάτω από ένα «τριπλό πυρ», κάτω από τον Βωμό του Ναού. Οι εννέα
Διδάσκαλοι που προφύλαξαν το πτώμα του Χιράμ, τιμήθηκαν από τον Σολομώντα ιδιαιτέρως.
Στον καθ' ένα απ' αυτούς δώρισε μία ασημένια νεκροκεφαλή, η οποία «σαν απόδειξη της
αθωότητας τους» φερόταν στον λαιμό σε μία μέλαινα ταινία με τρεις λευκές λωρίδες.
Αφού έγιναν στον Χιράμ οι τελευταίες τιμές έστειλε ο Σολομών είκοσι επτά Διδασκάλους για
να βρουν τους δολοφόνους (κατά μία άλλη άποψη 12 Εταίρους). Χωρίσθηκαν σε τρεις
ομάδες και πήγαν προς όλες τις κατευθύνσεις.
Η ομάδα που πήρε την δυτική κατεύθυνση έφθασε στην πόλιν Γιόππα όπου ρώτησαν έναν
ναυτικό αν πέρασαν από εκεί ξένοι. Αυτός τους απάντησε καταφατικά και τους είπε, ότι τρεις
άνδρες, εργάτες του Ναού (σύμφωνα με τα σημεία τους, επειδή φόραγαν λευκά γάντια και
περιζώματα) έψαχναν να βρουν ένα πλοίο που να πηγαίνει στην Αιθιοπία. Επειδή όμως ο
βασιλιάς Σολομών είχε απαγορεύσει την έξοδο από την χώρα χωρίς έγγραφη άδεια,
αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στο εσωτερικό της χώρας.
Ο βασιλιάς Σολομών αφού άκουσε την είδηση πού του έφερε η ομάδα αυτή, την έστειλε
πάλι να βρει τους τρεις και να εκδικηθούν τον φόνο.
Ο Μετουζαέλ (Γιούμπιλα) βρέθηκε σε μια σπηλιά. Δίπλα του έκαιγε μια λάμπα και μπροστά από τα πόδια του κυλούσε ένα ρυάκι. Για την άμυνα του βρισκόταν δίπλα του ένα στιλέτο. Ο Διδάσκαλος που εισήλθε στην σπηλιά αναγνώρισε τον δολοφόνο, πήρε το στιλέτο και τον κτύπησε κραυγάζοντας, «Νεκάμ».
Τον αποκεφάλισε και προσκόμισε την κεφαλή στον Σολομώντα, ο οποίος ταράχθηκε στην θέα αυτή και είπε στον φονιά του δολοφόνου: «Ατυχε, δεν γνωρίζεις πως κράταγα για τον εαυτό μου το δικαίωμα της τιμωρίας;» Αμέσως έπεσαν όλοι οι Διδάσκαλοι στα γόνατα και παρακάλεσαν να δοθεί χάρη σ' αυτόν, που υπερέβαλλε στον ζήλο του.
Ο δεύτερος δολοφόνος προδόθηκε από έναν άνδρα, που του είχε δώσει άσυλο. Βρισκόταν πίσω από έναν βράχο, σ' ένα φλεγόμενο δάσος πάνω από το όποιο άστραφτε ένα ουράνιο
τόξο. Δίπλα του καθόταν ένας σκύλος.
Οι Διδάσκαλοι ξεγέλασαν τον σκύλο και έπιασαν τον ένοχο, που μέσα στον φόβο του κραύγαζε: «Ω, που η καρδιά μου θα εκριζωθεί από το στήθος μου και θα την πάνε στην κοιλάδα Ιωσαφάτ για να σαπίσει εκεί, επειδή βοήθησα στον φόνο του Αδωνιράμ».
Τον έδεσαν και τον έφεραν στην Ιερουσαλήμ. Εκεί τιμωρήθηκε ο Φανόρ (Γιούμπιλο) έτσι
όπως μόνος του προέβλεψε.
Ο τρίτος των δολοφόνων, ο Αμρού (Γιούμπελουμ) βάδιζε χαμένος μέσα στην έρημο. Μόλις
άρχισε να κραυγάζει, «Ω, ας διαχωριζόταν το σώμα μου στα τέσσερα γιατί είμαι ο χειρότερος
των χειροτέρων», του επιτέθηκε ένα λεοντάρι και τον ξέσκισε σε τέσσερα κομμάτια (κατά
άλλους ανακαλύφθηκε από τους Διδασκάλους, αμύνθηκε με το σκέπαρνο, τελικά όμως τον
έπιασαν και τον οδήγησαν στον Σολομώντα, που διέταξε και τον τεμάχισαν στα τέσσερα).

www.misraimmemphis.org