Πέμπτη 26 Ιουνίου 2014

Ηράκλειτος ο «αινιγματοπλόκος»

 

Τίποτα σχεδόν δεν γνωρίζουμε για τη ζωή του Ηράκλειτου ούτε και μπο­ρούμε να προσδιορίσουμε με ακρίβεια τις κυριότερες χρονολογίες της. Αυ­τό, όμως, που μπορούμε ίσως να κάνουμε, είναι να δεχτούμε όσα μας λέει ο Απολλόδωρος, ότι δηλαδή ο Ηράκλειτος βρισκόταν στην ακμή του κα­τά την LXIX Ολυμπιάδα, το 500, με άλλα λόγια, περίπου π.Χ., όταν βασι­λιάς των Περσών ήταν ο Δαρείος ο 1ος.
Ο Ηράκλειτος ανήκε σε μια εξαιρετικά διακεκριμένη αριστοκρατική οικογένεια της Εφέσου· φαίνεται, μάλιστα, πως σε όλη του τη ζωή διατή­ρησε κάποιο αίσθημα περιφρόνησης έναντι των ανθρώπων, λεπτομέρεια έκδηλη σε ορισμένα αποσπάσματα του, όπου στηλιτεύει τα πολιτικά ήθη των συμπολιτών του.
Κάποια παράδοση τον θέλει μελαγχολικό χαρακτήρα ενώ ορισμένοι χριστιανοί, άρα αρκετά μεταγενέστεροι, συγγραφείς ισχυ­ρίζονται πως διώχθηκε για αθεϊσμό. Για τους δασκάλους του δεν γνωρίζουμε και πολλά πράγματα· από ορι­σμένους μάλιστα θεωρήθηκε μαθητής του
Ξενοφάνη: το πιθανότερο, όμως, είναι πως ο τελευταίος είχε ήδη εγκαταλείψει την Ιωνία όταν γεννήθηκε ο Ηράκλειτος.
Εν πάση περιπτώσει, όμως, ο Ηράκλειτος θα πρέπει να είχε διαβάσει το ποίημα του και να γνώριζε τις κοσμολογίες των
Μιλησίων, εφόσον μας λέει (απ. 38) πως ο Θαλής υπήρξε ο πρώτος αστρονό­μος. Μνημονεύει ακόμα τονΠυθαγόρα (απ. 81) και τον Εκαταίο. Είναι πιθανόν, τέλος, ο Παρμενίδης να γνώριζε το έργο του Ηράκλειτου, που πρέπει να ήταν είκοσι πέντε χρόνια μικρότερος του.
Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα τον τίτλο του έργου του Ηράκλειτου· σύμ­φωνα με τον Διογένη Λαέρτιο, που απαριθμεί μάλιστα περισσότερους, το βιβλίο αυτό θα πρέπει να διαιρείτο σε τρία μέρη: το πρώτο πραγματευό­ταν το σύμπαν, το δεύτερο την πολιτική και το τελευταίο θεολογικά ζητή­ματα.

Ο Διογένης Λαέρτιος μας μεταφέρει διάφορες, δίχως ιδιαίτερο ενδια­φέρον, μυθικές εκδοχές του θανάτου του Ηράκλειτου, γεγονός που χρο­νολογείται γύρω στα 70 π.Χ.
Το έργο του Ηράκλειτου δεν μας είναι γνωστό παρά μέσω βραχύλογων αποσπασμάτων από πολύ νωρίς ήδη, ο φιλόσοφος περιβλήθηκε τη φήμη του εξαιρετικά δυσνόητου, σε σημείο που να επονομαστεί τελικά Σκοτεινός. Η ασάφεια αυτή οφείλεται ίσως στο γεγονός πως το βιβλίο του γρά­φτηκε στην ιωνική διάλεκτο, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται, όπως το είχε επισημάνει ήδη ο
Αριστοτέλης, πολυάριθμα γραμματικά ζητήμα­τα. Πολλοί είναι, ωστόσο, αυτοί που ισχυρίζονται πως το σκοτεινό ύφος του Ηράκλειτου ήταν ηθελημένο, καθώς κι ότι ο Εφέσιος πρέπει να κατέ φύγε στον ερμητισμό, ώστε να είναι καταληπτός μόνο από έναν περιορι­σμένο αριθμό μυημένων ο ίδιος ο Σωκράτης άλλωστε ομολογούσε πως, για να διαβάσει τέτοιο βιβλίο δίχως να πνιγεί μέσα του, θα χρειαζόταν τη βοήθεια ενός δεινού «Δηλίου κολυμβητή».
Ο Ηράκλειτος λοιπόν κατα­γράφηκε στην ιστορία ως «αινιγματοπλόκος»· ίσως, όμως, αυτό να συνέ­βη κατά κάποιο τρόπο παρά τη θέληση του. Στη πραγματικότητα, εμφα­νίζεται ως άγγελος ενός Λόγου που τον υπερβαίνει και του οποίου ο ίδιος δεν είναι παρά το σκεύος· έτσι λοιπόν η φωνή του, σαν της Σίβυλλας, για την οποία, άλλωστε, κάνει κι ο ίδιος λόγο, διέσχισε τους αιώνες, για να φθάσει ως εμάς και να μας προσφέρει πολύ περισσότερα από απλά ευσύ­νοπτα φθέγματα, εξαντλούμενα σ’ ένα και μοναδικό νόημα και κατανοούμενα μια για πάντα.
Τα αποσπάσματα του Ηράκλειτου μιλούν, θα μπο­ρούσαμε να πούμε, ατελεύτητα και ποτέ δεν θα πάψουν να μας μεταδί­δουν νόημα: καμιά ερμηνευτική απόπειρα δεν θα μπορούσε να τα εξαντλήσει, να τα διασαφηνίσει και να θέσει ένα οριστικό τέλος στο πρό­βλημα της ερμηνείας τους· αυτός ο ίδιος ο βραχυλογικός τους χαρακτή­ρας πηγάζει από τον αγώνα της έκφρασης να κατακτήσει μια θέση μετα­ξύ του «μηδενός» και του «όλου».
Αποδεσμεύτηκε από τη σιωπή, αλλά μη μπορώντας να τα πει όλα, συνδέθηκε μ’ ένα νόημα, ανεξάντλητο καθε­αυτό, μέσα στις λέξεις του. Αυτός είναι ο λόγος που τα αποσπάσματα του Ηράκλειτου δεν παύουν να μας μιλούν: είναι τα τεκμήρια της ίδιας της χρονικότητας, που δεν θα πάψουν συνεπώς ποτέ να αναπηδούν μέσα στον δικό μας χρόνο.

Ι. Ο Λόγος

Ο Λόγος, που επικαλείται ο Ηράκλειτος, είναι ένα υπερβατικό ρήμα, το οποίο ο φιλόσοφος καλείται να ερμηνεύσει. Ο Λόγος που απευθύνεται στον Ηράκλειτο είναι ακριβώς το νόημα που κατέρχεται ως αυτόν εν είδει ενός μηνύματος προς μετάδοση: «Όχι εμένα αλλά το λόγο αφού ακούσετε, εί­ναι σοφό να ομολογήσετε ότι Ένα τα πάντα…» (απ. 50).
Ο Λόγος είναι αυτός που «τα πάντα γίνονται σύμφωνα μ’ αυτόν» (απ. 1), αυτός «που τα κυβερνάει όλα» (απ. 72) κι ακόμα αυτός που κρύβεται μέσα στη ψυχή (απ. 45). Τα βάθη όμως από τα οποία προέρχεται μας τον κάνουν σχεδόν απρόσιτο: «Στον πηγαιμό σου δεν θα βρεις τα πέρατα της ψυχής, απ’ όλους τους δρόμους κι αν περάσεις· τόσο βαθύ λόγο περιέχει» (απ. 45). Μοιάζει με τη Σίβυλλα που, με μανιασμένο στόμα, λέει λόγια αγέ­λαστα, ακαλλώπιστα κι αφτιασίδωτα, «με τη φωνή της διασχίζει χιλιά­δες χρόνια, με τη βοήθεια του θεού» (απ. 92). Όπως ακριβώς η προφητεία μας μιλά χωρίς να μας λέει συγκεκριμένα το ένα ή το άλλο, έτσι και ο Λό­γος μας μεταδίδει ένα νόημα που σε μας απόκειται να αποκρυπτογραφή σουμε, στο μέτρο πάντα των δυνατοτήτων μας.
Γνωρίζουμε πως «ο άρχο­ντας, που δικό του είναι το μαντείο στους Δελφούς, ούτε λέει ούτε κρύβει αλλά σημαίνει» (απ. 93)· τα λόγια του εξακολουθούν να είναι μυστηριώδη για τον άνθρωπο, παρ’ ότι σ’ αυτόν απευθύνονται. Το ίδιο συμβαίνει και στις σχέσεις των ανθρώπων με το Λόγο: «Παρ’ ότι τον λόγο, αυτόν που όλα τα κυβερνά, τον συναναστρέφονται αδιάκοπα, έχουν διαφορές μ’ αυτόν, κι όσα συναντούν κάθε μέρα τους φαίνονται ξένα» (απ. 72). Αν και πα­ρόντες, οι άνθρωποι είναι σα να απουσιάζουν, μοιάζουν με κουφούς (απ. 34)· γι’ αυτό και ο Ηράκλειτος μας λέει:
Αν κι ο λόγος αυτός είναι αιώνιος, οι άνθρωποι γίνονται ασύνετοι, και πριν τον ακούσουν κι αφού τον ακούσουν για πρώτη φορά’ γιατί ενώ τα πάντα γίνονται σύμφωνα μ’ αυτόν το λόγο, οι άνθρωποι μοιά­ζουν άπειροι ακόμα κι όταν καταπιάνονται και με λόγια και με έργα τέτοια σαν αυτά που εγώ διηγούμαι, διαιρώντας το καθένα κατά τη φύση του και λέγοντας το όπως έχει· οι άλλοι όμως άνθρωποι ξα­στοχούν όσα κάνουν ξύπνιοι, όπως λησμονούν όσα κάνουν στον ύπνο τους (απ. 1).
Το δράμα της ανθρώπινης συνθήκης οφείλεται στο ότι «ενώ ο λόγος εί­ναι κοινός, οι πολλοί ζουν σαν να είχαν μια δικιά τους φρόνηση» (απ. 2). Υπάρχει, λοιπόν, ταυτόχρονα, μια παρουσία αλλά και μια απόσταση αυ­τού, δια μέσου του οποίου ο άνθρωπος είναι σε θέση να υπερβεί τον εαυτό του και να φθάσει στην αυτοσυνείδηση. Γιατί «το ανθρώπινο ον δεν έχει σοφίες, το θείο όμως έχει» (απ. 78).
Μπορούμε λοιπόν να πούμε πως υπάρχει ένα μυστικό του ανθρώπου, και με τις δύο σημασίες που εγκλείει ο ονοματικός προσδιορισμός: υπάρ­χει ένα μυστικό που ανήκει στον άνθρωπο, αλλά όμως το μυστικό αυτό είναι και το μυστικό που τον αφορά. Οι άνθρωποι δυστυχώς «δεν ξέρουν ούτε να ακούνε ούτε να μιλούν» (απ. 19), ζουν μέσα στο επιφαινόμενο (απ. 17) και τρέφονται απ’ αυτό: «εξαιτίας της απιστίας / τα πιο πολλά από τα θεία πράγματα / τους διαφεύγουν και δεν γίνονται γνωστά» (απ. 86): ωστόσο «η φρόνηση είναι σ’ όλους κοινή» (απ. 113) και «όλοι οι άνθρωποι έχουν μερίδιο στην αυτογνωσία και τη σωφροσύνη» (απ. 116). Το ουσιώ­δες λοιπόν είναι «η πειθαρχία στη βούληση Ενός» (απ. 33) και το ότι «αν­τλούμε δύναμη απ’ αυτό που είναι σε όλους κοινό» (απ. 114). Ο Ηράκλει­τος όμως το λέει ξεκάθαρα: «Αν δεν ελπίζεις, δεν θα βρεις το ανέλπιστο, γιατί είναι ανεξερεύνητο κι αδιάβατο» (απ. 18).
Ο Λόγος λοιπόν είναι ταυτόχρονα, και κατά έναν παράδοξο τρόπο, ένα υπερβατικό νόημα και μια σημασία εμμενής στον άνθρωπο. Ο Λόγος εγ­καθίσταται στη καρδιά του σχίσματος, που διαμελίζει τον άνθρωπο σε απολιπόν Είναι και ύπαρξη που τον συγκροτεί· η συνθήκη του άρα δεν μπο­ρεί να ‘ναι άλλο από τραγική.

ΙΙ. Ο πόλεμος και η αρμονία των αντιθέτων

Τραγικός στοχαστής εμφανίζεται κατ’ εξοχήν ο Ηράκλειτος στη θεωρία του για τον πόλεμο και τη σύγκρουση, που αποτελεί μια από τις σημαντι­κότερες θεματικές του κοσμολογικού οράματος του. Κατά τον Ηράκλει­το, η φύση αγαπά τις αντιθέσεις και ξέρει να χειρίζεται τη σύνθεση τους για να παράγει την αρμονία. Αυτή όμως, η κερδισμένη μ’ αντίτιμο τη σύγ­κρουση, ενότητα διατηρείται ως ένταση μεταξύ αντίρροπων στοιχείων, που τείνουν συνεχώς να αποχωρισθούν το ένα από το άλλο ή να αλληλοκαταστραφούν. Σ’ ένα σύγγραμμα, που στο παρελθόν είχε αποδοθεί εσφαλ­μένα στον Αριστοτέλη, το Περί κόσμου, βρίσκουμε το ακόλουθο, ηρα­κλείτειας, αναμφίβολα, έμπνευσης, χωρίο, που κλείνει άλλωστε με πα­ράθεση του Εφέσιου:
Αγαπάει και η φύση τα αντίθετα, και μ’ αυτά, όχι με τα όμοια, δη­μιουργεί τη συμφωνία’ έτσι γίνεται και ενώνει, λόγου χάρη, το αρσε­νικό με το θηλυκό, όχι όμως και το κάθε ον με το όμοιο του, και πραγ­ματώνει την πρώτη ομόνοια με την ένωση των αντιθέτων κι όχι των ομοίων. Φαίνεται πως και η τέχνη κάνει το ίδιο, με το να μιμείται τη φύση. Η ζωγραφική, αναμειγνύοντας τα άσπρα και τα μαύρα χρώ­ματα, τα κίτρινα και τα κόκκινα, πετυχαίνει να συμφωνούν οι εικό­νες με το μοντέλο. Η μουσική, συνδυάζοντας τους ψηλούς ήχους με τους χαμηλούς, τους μείζονες και τους ελάσσονες, με διαφορετι­κές φωνές, δημιουργεί μια μοναδική αρμονία. Η γραμματική με τη μείξη των φωνηέντων και των συμφώνων χτίζει όλη της την τέχνη. Αυτό υποστήριξε και ο Ηράκλειτος, ο επονομαζόμενος Σκοτεινός: «Οι συνδέσεις γίνονται από όλα κι από τα όχι όλα, ομόνοια-διχόνοια, συμφωνία-ασυμφωνία: απ’ όλα γεννιέται το Ένα και από το Ένα όλα» (απ. 10). Έτσι «τα αντίθετα ταιριάζουν, απ’ τις διαφορές γεννιέται η ωραία αρμονία. Τα πάντα γίνονται με την πάλη»  (απ. 8).
Θα πρέπει λοιπόν να διακηρύξουμε μαζί του πως «ο πόλεμος είναι ο πα­τέρας όλων» (απ. 53): ο πόλεμος είναι συμπαντικός, η ίδια η δικαιοσύνη, στο μέτρο που τείνει να εναρμονίζει τα αντίθετα δεν είναι παρά πάλη. Τα πάντα γεννώνται μέσα από τη σύγκρουση και την αναγκαιότητα (απ. 80). Αυτή η πάλη των αντιθέτων, κατά βάθος, δεν είναι άλλο από αυτή την ίδια την τραγωδία, που αντιπαραθέτει το Ένα στην πολλαπλότητα και τα πολ­λά στο Ένα. Πράγματι, εφόσον τα πάντα γεννώνται από το Ένα και το Ένα από τα πάντα, κατά τη διάρκεια μιας σύγκρουσης είναι, λοιπόν, που η πολλαπλότητα ξεπηδά από το Ένα, που την γενννά και το οποίο αυτή αποχωρίζεται· κι είναι, ακριβώς, μέσα από μια άλλη σύγκρουση που η πολ­λαπλότητα τείνει να αρνηθεί τον εαυτό της και να ανακαλύψει και πάλι το αντίθετο της που, παρ’ ότι γεννημένη μέσα του, κάποτε εγκατέλειψε.
Συνεπώς «ο δρόμος που ανεβαίνει κι αυτός που κατεβαίνει είναι ένας και αυτός» (απ. 60), η Ταυτότητα διατρέχει τη Διαφορά και Διαφορά εγ­καθίσταται στην ίδια την καρδιά της Ταυτότητας. Εξού και η ιδέα πως και «μέσα μας είναι το ίδιο: ζωντανό και νεκρό, ξύπνιο και κοιμισμένο, νέο και γηραιό· γιατί αυτά, όταν μεταβάλλονται, γίνονται εκείνα εκεί κι εκείνα, όταν με τη σειρά τους μεταβάλλονται, γίνονται αυτά» (απ. 88).
Η ενότητα άρα συγκροτείται από αντίρροπες τάσεις και ο βρυχηθμός των αντιθέτων στοιχειώνει την καρδιά της αρμονίας: «Δεν καταλαβαί­νουν πως αυτό που αντιτίθεται στον εαυτό του βρίσκεται ταυτόχρονα σε αρμονία με τον εαυτό του, ακριβώς όπως οι αντίθετες εντάσεις του τόξου και της λύρας» (απ. 51). Η ηρακλείτεια φιλοσοφία του Λόγου, τραγική ήδη στην ουσία της, προεκτείνεται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, σε μια φιλοσο­φία του σπαραγμού που, αν επιμένει στη λανθάνουσα αρμονία και την ει­ρήνη του βάθους, υπογραμμίζει ωστόσο έντονα τις χίλιες και μια όψεις του πολέμου, που τα αντίθετα, πράγματα ή όντα, διεξάγουν στην επιφάνεια.

III. Το γίγνεσθαι

Ο ηρακλειτισμός υποβιβάζεται συνήθως σε μια φιλοσοφία του γίγνεσθαι, που αντιπαρατίθεται μ’ έναν λίγο πολύ σχηματικό τρόπο στην ελεατική φιλοσοφία του Είναι και τις διάφορες στατικές οντολογίες. Γνωρίζουμε βέβαια πως ο Χέγκελ και ο Νίτσε, από εντελώς διαφορετική οπτική σκο­πιά, θα διεκδικήσουν τον Ηράκλειτο ως δικό τους πρόδρομο, καθώς κι οι δυο τους αντικρίζουν στο πρόσωπο του τελευταίου αυτόν που διακήρυ­ξε με τον πλέον σαφή τρόπο πως δεν υπάρχει Είναι παρά χάριν του γίγνε­σθαι. Όταν όμως γίνεται λόγος για το γίγνεσθαι στον Ηράκλειτο, δεν θα πρέπει ποτέ να ξεχνάμε όσα έγραψε για το Λόγο, διότι κινδυνεύουμε να διαστρέψουμε το νόημα και την εμβέλεια αυτού που πραγματικά θέλησε να πει.
Είναι αλήθεια πως η φιλοσοφία του Ηράκλειτου δεν έχει τίποτα το κοι­νό με μια στατική οντολογία, που θα αρκεί το να διακηρύσσει, όπως θα το κάνει ο
Παρμενίδης, πως το Είναι είναι και το Μη Είναι δεν είναι· αλλά όμως το γίγνεσθαι, για το οποίο μας μιλά ο Ηράκλειτος, απέχει πολύ κι από το να είναι απλώς μια κινησιοκρατία (mobilisme), που μας βεβαιώνει ότι δεν υπάρχει παρά μόνο κίνηση και τίποτε άλλο.
Είναι γνωστή η περίφημη εικόνα: «Δεν μπορούμε να μπούμε δυο φορές στο ίδιο ποτάμι» (απ. 91). Ένας μαθητής του, μάλιστα, υπερθεμάτιζε λέ­γοντας πως ποτέ δεν μπαίνουμε μόνο μια φορά. Έτσι τα πάντα ρέουν και τίποτα δεν μένει, «στα ίδια ποτάμια μπαίνουν συνεχώς άλλα κι άλλα νε­ρά» (απ. 12). Μια κοσμοθεωρία, όμως, αυτού του είδους στηρίζεται στην ακατάπαυστη μεταμόρφωση των πραγμάτων, που περνούν και φεύγουν, και των όντων που πεθαίνουν, γιατί το γίγνεσθαι συνίσταται στην αέναη μεταλλαγή των ουσιών που φθείρονται και αναπλάθονται: Δεν μπορούμε να αγγίξουμε δύο φορές μια φθαρτή ουσία που να βρίσκεται στην ίδια κατάσταση, γιατί αποσυντίθεται και ανασυντίθεται μέσα από την ταχύτητα της ίδιας της αλλαγής, ή, μάλλον, δεν αλλάζει και πάλι ούτε μετά, αλλά, την ίδια στιγμή που εμφανίζεται, εξαφανίζεται (απ. 91).
Εντός του γίγνεσθαι ανευρίσκουμε το πεδίο της σύγκρουσης των αντι­θέτων: «Το ψυχρό θερμαίνεται, το θερμό ψύχεται, το υγρό ξεραίνεται, το ξερό νοτίζει» (απ. 126). Υπάρχει, κατά συνέπεια, μέσα στο γίγνεσθαι μια σύνθεση κατάφασης και άρνησης, γι’ αυτό και μπορούμε να αποφανθού­με πως: «Στα ίδια ποτάμια μπαίνουμε και δεν μπαίνουμε, είμαστε και δεν είμαστε» (απ. 49α).
Το γίγνεσθαι όμως, για το οποίο μας μιλά ο Ηράκλειτος, δεν είναι ένα απλό γραμμικό γίγνεσθαι, που θα συνιστούσε την απόλυτη άρνηση του Είναι εκτυλίσσεται, αντίθετα, στο εσωτερικό ενός κύκλου. Αυτό επαλη­θεύεται, ήδη, από τα ίδια τα φυσικά στοιχεία:
Η ζωή της φωτιάς γεννιέται από το θάνατο της γης, του αέρα από το θάνατο της φωτιάς, του νερού από το θάνατο του αέρα και η γη γεννιέται από το θάνατο του νερού. Ο θάνατος της φωτιάς γεννά τον αέρα και ο θάνατος του αέρα γεννά το νερό. Ο θάνατος της γης φέρ­νει στον κόσμο το νερό, ο θάνατος του νερού γεννά τον αέρα, ο θά­νατος του αέρα γεννά τη φωτιά κι αντιθέτως   (απ. 76). Το γίγνεσθαι άρα συγκροτεί έναν κύκλο κι ο κύκλος αυτός είναι ο ίδιος αρμονία, στο μέτρο ακριβώς που πραγματοποιεί την σύμπτωση των αντι­θέτων πράγματι, «στην περιφέρεια του κύκλου αρχή και πέρας συμπί­πτουν» (απ. 103).
Η εμφάνιση ενός στοιχείου, λοιπόν, μέσα από τους κόλπους ενός κα­θαρού κι απόλυτου γίγνεσθαι δεν είναι το παν, εφόσον αφ’ ενός εξακολου­θεί ο κυβερνών τα πάντα Λόγος, αφ’ ετέρου το γίγνεσθαι αυτό εκτυλίσσε­ται στο εσωτερικό ενός κύκλου, συνεχόμενο από ισχυρούς δεσμούς. Αν αδυνατούμε να αντιληφθούμε με την πρώτη ματιά αυτόν τον κύκλο, αυτό συμβαίνει κατ’ αρχή ν γιατί «η φύση αγαπά να κρύβεται» (απ. 123) κι έπει­τα γιατί, το ‘πάμε ήδη, είμαστε ανίκανοι να δούμε πραγματικά ό,τι εμφα­νίζεται ενώπιον μας. Ας μην το ξεχνάμε, αν «ο ωραιότερος πίθηκος είναι άσχημος, όταν παραβάλλεται με το γένος των ανθρώπων» (απ. 82), «ο σοφότερος άνθρωπος, όταν συγκρίνεται με τον θεό, φαίνεται πίθηκος και στη σοφία και στην ομορφιά και σ’ όλα τα άλλα» (απ. 83).
Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε πως η φιλοσοφία του Ηράκλειτου εί­ναι μάλλον μια φιλοσοφία του επανέρχεσθαι (revenir) παρά του γίγνεσθαι (devenir) με την κλασική έννοια του όρου: το περί ου ο λόγος γίγνεσθαι δεν αποτελεί σε τελική ανάλυση ένα γίγνεσθαι του Είναι αλλά ένα γίγνε σθαι εντός του Είναι. Δεν είναι παρά στο εσωτερικό του ίδιου που επέρ­χονται οι μεταβολές:
Μέσα μας είναι πάντα τα ίδια: ζωντανό και νεκρό, ξύπνιο και κοι­μισμένο, νέο και γηραιό’ γιατί αυτά όταν μεταβάλλονται είναι εκεί­να, κι εκείνα, όταν με τη σειρά τους μεταβάλλονται, είναι αυτά (απ. 88).
Συναντάμε λοιπόν και πάλι, με μια ελάχιστη μετατόπιση, μια ιδέα που βρήκαμε και προηγουμένως: τα πάντα γεννώνται από το Εν και το Ένα από τα πάντα. Ο Ηράκλειτος μας λέει πως «ο θεός είναι νύχτα και μέρα, χειμώνας και καλοκαίρι, πόλεμος και ειρήνη, κορεσμός και λιμός· αλ­λοιώνεται, όπως η φωτιά που, όταν αναμειχθεί με αρώματα, ονομάζεται με το όνομα της μυρωδιάς του καθενός». Δεν θα υπερβούμε λοιπόν ποτέ τα όρια του Ενός, που δεν είναι άλλα από αυτά που έχει θέσει ο κυβερνών Λόγος, όπως ακριβώς κι ο ήλιος που δεν μπορεί να υπερβεί τα όρια του, ειδεμή θα τον βρουν οι Ερινύες, φύλακες της Δικαιοσύνης (απ. 94).
Αν ο ηρακλειτισμός δεν ήταν παρά η φιλοσοφία ενός απλού γίγνεσθαι, αν διευθετούσε το παν ως μια απλή συνδυαστική, ένα παιχνίδι σχέσεων, δεν θα ετίθετο καν το πρόβλημα του νοήματος του γίγνεσθαι· όλες οι κινησιοκρατίες, οι ηροστρατισμοί και οι μηδενισμοί που, ούτε λίγο ούτε πο­λύ, επικαλούνται κάποια νιτσεϊκή προέλευση τους, αφήνουν αναπάντητο το ερώτημα πού μας οδηγεί τελικά ο δρόμος, κι αυτό ακόμα και στις περι­πτώσεις εκείνες που δεν απορρίπτουν απευθείας το ερώτημα ως στερού­μενο νοήματος. Βέβαια, ο ίδιος ο Ηράκλειτος δεν παραλείπει κάποιες συ­στάσεις:
Να θυμόμαστε κι εκείνον που ξεχνά πού πηγαίνει ο δρόμος» (απ. 71) για να προσθέσει πιο συγκεκριμένα πως «ένα πράγμα είναιη σο­φία: το να γνωρίζεις τη σκέψη που μέσα απ’ όλα κυβερνά τα πάντα (απ. 41).
Ωστόσο, όμως, αυτή η σοφία είναι απ’ όλα χωρισμένη, πράγμα που δεν καταφέρνουν να κατανοήσουν όλοι αυτοί που ‘χουν συνήθεια να μιλούν (απ. 108). Ένα γίγνεσθαι, δίχως αναφορά σ’ ό,τι το θεμελιώνει και σ’ ό,τι το περιέχει, θα βρισκόταν σε ευθεία αντίθεση με όσα μας υποβάλλουν τα αποσπάσματα του Ηράκλειτου σχετικά με τον Λόγο: αν οι άνθρωποι αρ­κούνται συχνά στον μομπιλισμό, είτε πάλι τον αναγορεύουν σε κοσμοθε­ωρία, είναι διότι, ας μην το ξεχνάμε, «το ανθρώπινο ον δεν κρύβει σοφίες, το θείο όμως έχει» (απ. 78).

IV. Η φωτιά

Είδαμε ήδη πως μεταξύ των Ιώνων φιλοσόφων ο Θαλής ο Μιλήσιος ήταν αυτός που θεωρούσε το νερό αρχή των πάντων, ενώ ο Αναξιμένης δεχό ταν τον αέρα. Ο Ηράκλειτος, πάλι, αντικρίζει το προνομιακό μέσο, για την εξήγηση των ποικίλων φαινομένων του σύμπαντος, στη φωτιά. Κάτι τέτοιο όμως θα συνιστούσε αν όχι υπερβολική απλούστευση του ηρακλειτισμού, τουλάχιστον την ανάγνωση του μέσα από παραμορφωτικούς φα­κούς, οφειλόμενους στην ανάπτυξη της σύγχρονης χημείας· θα απέκλειε, πάντως, την αντιμετώπιση της φωτιάς ως απλούστατου στοιχείου μιας σύνθεσης, με αφετηρία το οποίο δημιουργήθηκαν οι διάφοροι συνδυασμοί και αποσυνθέσεις πραγμάτων και όντων. Πράγματι, στον Ηράκλειτο, η φωτιά αποτελεί ένα, κατά κάποιο τρόπο, φυσικό στοιχείο: «Μετατροπές της φωτιάς: πρώτα θάλασσα και το μισό της θάλασσας γη, το άλλο μισό σίφουνας». Η φωτιά, υπό την επιρροή του θείου Λόγου που τα πάντα κυ­βερνά, μεταμορφώνεται, δια μέσου του αέρα, σε υγρασία-σπέρμα της όλης συμπαντικής τάξης, την οποία αποκαλεί θάλασσα. Από αυτή γεννώνται και πάλι η γη, ο ουρανός και τα περιεχόμενα σ’ αυτά πράγματα και όντα. Το πώς ο κόσμος επιστρέφει πίσω στην αρχική του κατάσταση, καταβροχθιζόμενος από τη φωτιά, ο Ηράκλειτος μας το εξηγεί ως εξής: «(…) Δια­χέεται στεριά σε θάλασσα και η μάζα της διατηρείται στο ίδιο μέτρο της αναλογίας που ίσχυε πριν γίνει γη» (απ. 31).
Η φωτιά, άρα, είναι η πηγή αλλά και η απόληξη του παντός· εξού και η εικόνα του Ηράκλειτου: «Τα πάντα ανταλλάσσονται με τη φωτιά και με τα πάντα η φωτιά ανταλλάσσεται, όπως ακριβώς τα πράγματα με το χρυσάφι και το χρυσάφι με τα εμπορεύματα» (απ. 90).
Η φωτιά, όμως, είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια πρωταρχική ου­σία ή το θεμελιώδες φυσικό στοιχείο. Πράγματι, όπως τόνισε ορθά και ο Κιρκ (O.S. Kirk1), υφίσταται μια εξαιρετικά στενή σχέση που συνδέει τα στοιχεία λόγος, αρμονίη, πόλεμος, έρις, θεός, Εν, πυρ και σοφόν. Όλοι αυτοί οι όροι είναι, αν όχι εναλλάξιμα συνώνυμα, πάντως έννοιες συνυποδηλούσες την αυτή κεντρική ενόραση. Η φωτιά, για την οποία μας μιλά ο Ηράκλειτος, δεν είναι, στην πραγματικότητα, τόσο μια ορθολογική εξηγητική αρχή, όσο η υποστασιοποίηση του Λόγου. «Όλα τα κυβερνά ο Κε­ραυνός», μας λέει (απ. 64), γιατί, ακριβώς, δεν είναι άλλος από αυτόν τον αποστράπτοντα Λόγο, που φωτίζει και κυβερνά τον κόσμο. Ο κεραυνός, άλλωστε, δεν πυρπολεί ό,τι εγγίζει και δεν μετατρέπει άραγε σε φωτιά αυ­τό στο οποίο πέφτει; Γι’ αυτό και μπορούμε να πούμε ότι ο κόσμος φλέγε­ται με τη διπλή σημασία του όρου: φλέγεται γιατί είναι φτιαγμένος από αυτή την πρωταρχική πυρά, που διατρέχει απ’ άκρη σ’ άκρη όλο τον κύ­κλο των στοιχείων, αλλά και γιατί καίει κι είναι κι ο ίδιος ένα είδος φλό­γας: «Αυτόν τον κόσμο, που ‘ναι για όλους ίδιος, ούτε κανείς θεός τον έκα­νε, αλλά ήταν από πάντα και είναι και θα είναι αιώνια φωτιά, που ανάβει και σβήνει με μέτρο» (απ. 30). Το κοσμικό γίγνεσθαι, λοιπόν, είναι φωτιά που ξεπηδά, χάνεται και ξαναζωντανεύει αν μας λέει ότι η φωτιά «συνί­σταται στην αλλαγή» (απ. 84α), είναι γιατί τα πράγματα επιζητούν μια πληρότητα που διαρκώς τους διαφεύγει, και οι διαδοχικές τους απόπει­ρες συνιστούν ακριβώς αυτό το γίγνεσθαι, που εκδιπλώνεται μέσα στην ίδια την καρδιά του Είναι. Αργότερα, ο
Πλάτων, στον Τίμαιο, θα μας δώ­σει έναν ωραίο ορισμό του χρόνου, παρουσιάζοντας τον σαν την «κινού­μενη εικόνα της αιωνιότητας». Θα μπορούσαμε κι εμείς, δίχως να βιά­ζουμε τη σκέψη του Ηράκλειτου, να δούμε στη φωτιά, για την οποία κάνει λόγο, την κινούμενη εικόνα του Λόγου που φωτίζει, καθώς κι αυτήν του Ενός, απ’ όπου προήλθαν και όπου επιστρέφουν τα πάντα.
Ο κόσμος του Ηράκλειτου, όμως, φλέγεται και για έναν άλλο λόγο. Στην πραγματικότητα, ο κόσμος προορίζεται σ’ ένα τελικό παρανάλωμα (εκπύρωσις), σε έναν συμπαντικό αναβρασμό που θα σημάνει τον θάνατο του, όχι, όμως, για να καταποντισθεί οριστικά στο τίποτα, αλλά για να ανεύρει, μέσα ακριβώς σ’ αυτή τη γιγαντιαία πυρκαγιά, την αρχή μιας αναζω­ογόνησης, μιας αναγέννησης. Όπως ο Φοίνικας, έτσι κι ο κόσμος είναι προορισμένος να αναγεννάται δίχως σταμάτημα μέσα από τις ίδιες του τις στάχτες. Ξαναβρίσκουμε λοιπόν εδώ την εικόνα της ανακύκλησης αλ­λά και της περιφέρειας του κύκλου, όπου αρχή και τέλος συναντώνται.
Αναλίσκοντας τα πάντα, η φωτιά τα επαναφέρει στην αρχή τους, γι’ αυτό και ο Ηράκλειτος μας λέει: «Τα πάντα, ορμώντας πάνω τους, θα τα δικά­σει και θα τα συλλάβει η φωτιά» (απ. 66). Αλλά όμως η κοσμική αυτή πυρκαγιά2δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως ανεπανόρθωτη, εφόσον γνωρίζουμε πως το ίδιο το σύμπαν είναι ζων πυρ που ανάβει και σβήνει με μέτρο.

Στο επίκεντρο της αντίληψης αυτής βρίσκεται η ιδέα της αέναης επι­στροφής αυτού που γεννιέται κι αυτού που χάνεται. Πρόκειται για μια πα­λιά ελληνική αντίληψη που δεν ανήκει αποκλειστικά στον Ηράκλειτο και την οποία ξαναβρίσκουμε αργότερα στον Πλάτωνα και τους Στωικούς. Σήμερα, αναπαριστούμε με ευλογοφάνεια το χρόνο σαν μια ευθεία γραμ­μή που έρχεται από το παρελθόν και κατευθύνεται προς το μέλλον η μη μεταστρεψιμότητα του χρόνου διαθέτει μια τέτοια προφάνεια που γίνεται δεκτή ως κάτι το απόλυτα δεδομένο. Στην Ανατολή όμως και στην Ελλά­δα, η σύλληψη του χρόνου είχε χαρακτηριστικά κυκλικότητας. Η κανο­νικότητα της εναλλαγής μέρας και νύχτας ο κύκλος των εποχών καθώς και της θέσης των πλανητών και των άστρων φαίνεται να υπέβαλαν έν­τονα την εικόνα του χρόνου ως ανακύκλησης: εξού και οι τόσο γνωστές παραστάσεις του Ζωδιακού Κύκλου ή του Τροχού των Υπάρξεων. Το Με­γάλο Έτος σήμαινε την χρονική εκείνη περίοδο, με το πέρας της οποίας θα έπρεπε να επαναληφθούν τα ίδια γεγονότα. Οι προτεινόμενοι υπολογι­σμοί της σε κοινά έτη ποικίλλουν κατά συγγραφείς, σύμφωνα με μια πα­ράδοση, όμως, ο Ηράκλειτος το είχε υπολογίσει στα 10.800 περίπου ηλια­κά έτη. Ο αριθμός αυτός προήλθε πιθανότατα από τον πολλαπλασιασμό του 360 με το 30. Εν πάση όμως περιπτώσει, παριστά το χρονικό διάστημα που παρέρχεται μεταξύ γέννησης του κόσμου και φθοράς του μέσα στη φωτιά, προμήνυμα μιας νέας γέννησης του.
Έτσι λοιπόν, εφόσον αρχή και τέλος του Μεγάλου Έτους συμπίπτουν σ’ αυτό το κοσμικό παρανάλωμα πυρός, που εξαγνίζει και παλινορθώνει, η συμπαντική αναταραχή δεν είναι απλά μια καταστροφή με διαστάσεις αποκάλυψης αλλά και μια αποθέωση, αφού μέσα από αυτή ξεπηδά κάθε φορά ένας νέος κόσμος. Έτσι, για άλλη μια φορά, επαληθεύεται πως «ο δρόμος που ανεβαίνει κι ο δρόμος που κατεβαίνει είναι ο ίδιος κι ο αυτός».
Οφείλουμε λοιπόν να υπογραμμίσουμε την ιδιαίτερη σημασία του αποσπά­σματος 66, όπου μας λέει ο Ηράκλειτος ότι «η φωτιά είναι και κορεσμός και χρεία. Η χρεία είναι η οργάνωση του κόσμου (διακόσμησις) σύμφωνα με το νόμο του αλλά η ανάφλεξη (εκπύρωσις) του κόσμου είναι κορεσμός». Είναι αλήθεια, προσθέτει ο Ιππόλυτος που μας μεταφέρει το εν λόγω κεί­μενο, πως κατά τον Ηράκλειτο «όταν επέμβει η φωτιά, θα κρίνει όλα τα πράγματα και θα τα κατακυριεύσει» (απ. 66). Αξίζει να επιμείνει κανείς στο γεγονός πως ο Ηράκλειτος παρομοιάζει την τάξη του κόσμου με χρεία, έλλειψη, ενώ αντικρίζει στην εκπύρωση του διατεταγμένου κόσμου ένα είδος πληρότητας και αφθονίας. Θα φανεί ίσως παράδοξο να ορίζεται η τάξη ως έλλειψη και η καταστροφή ως πληρότητα. Αυτό όμως το γενικό παρανάλωμα είναι μια εξύψωση τρεφόμενη με ερείπια. Μέσα στην πυρά συναντώνται και συγχωνεύονται αρχική χρεία και τελικός κορεσμός, γιατί από εκεί τα πάντα ξεκινούν κι εκεί καταλήγουν. Έτσι, η καταστροφή εί­ναι μια εκπλήρωση, εκπλήρωση του ρυθμού της Αέναης Επιστροφής και εκπλήρωση εντός της οποίας η γέννηση του αύριο προκύπτει μέσα από το θάνατο του σήμερα.
Ένα τέτοιο όραμα του κόσμου θα μπορούσε κάλλιστα να εκθρέψει τα θεωρησιακά σχήματα των ηροστρατισμών, που καλλιεργούν εξ επαγγέλ­ματος τον έρωτα της καταστροφής και βλέπουν σ’ αυτή την τελευταία την υψηλότερη έκφραση της δημιουργίας· ο Μπακούνιν, άλλωστε, δεν ήταν αυτός που δήλωνε: «Η χαρά της καταστροφής είναι ταυτόχρονα και χα­ρά της δημιουργίας»; Η φιλοσοφία όμως του Ηράκλειτου απέχει πολύ από το να είναι μια πρόσκληση σε περιπέτειες εν μέσω ναυαγίων, γιατί παρα­μένει, ακριβώς, μια φιλοσοφία του Λόγου, που μας υποβάλλει όχι την απο­λογία της καταστροφής, αλλά τον αναστοχασμό του νοήματος, που εδρεύ­ει στην ενότητα του πολλαπλού. Η συμπαντική ανάλωση μέσα στις φλό­γες, για την οποία μας μιλά ο Εφέσιος, είναι μια επάνοδος στην απαρχή απ’ όπου και πάλι ξεκινούν όλα τα όντα, αυτοί οι προσκηνότες του απέ­ραντου κυκλώματος της ύπαρξης.

V. O άνθρωπος και η σοφία

Συνηθίζεται παραδοσιακά να παρουσιάζεται ο Ηράκλειτος αν όχι ως αρι­στοκράτης με την κοινωνική έννοια του όρου, πάντως ως άνθρωπος που περιφρονούσε το πλήθος και δεν δίσταζε να το πει: «Για μένα, ένας αξίζει όσο μύριοι όταν είναι άριστος» (απ. 49). Γι’ αυτόν, πράγματι, «παιχνίδια παιδιών είναι οι ανθρώπινες δοξασίες» (απ. 70) κι αν οι ευγενείς άνθρωποι προτιμούν περισσότερο απ’ οτιδήποτε φθαρτό την αιώνια δόξα, «οι πολ­λοί χορταίνουν σαν κτήνη» (απ. 29). Βάλλει με ειρωνεία τόσο κατ’ αυτών που έχαναν το μυαλό τους μέσα στις προλήψεις όσο και κατ’ αυτών που χειρίζονταν παράλογα τα ζητήματα της πόλης. Έλεγε για τους πρώτους:
Καθαρίζονται μιαινόμενοι με άλλο αίμα, όπως αν κάποιος που έχει χωθεί στη λάσπη, ξεπλενόταν με λάσπη: αν κάποιος άνθρωπος τον έβλεπε να κάνει κάτι τέτοιο, θα τον έπαιρνε για ασυνάρτητο. Και προσεύχονται μπροστά σ’ αυτά τ’ αγάλματα, όπως θα φλυαρούσε κανείς μέσα στο σπίτι του, μη γνωρίζοντας ποιοι είναι θεοί και ποιοι ήρωες (απ. 5). Για τους δεύτερους, πάλι, βεβαίωνε:
Καλά θα έκαναν όλοι οι ενήλικες Εφέσιοι να κρεμαστούν και να αφήσουν την πόλη στα παιδιά, γιατί εκείνοι εξόρισαν τον Ερμόδωρο, τον πιο άξιο άντρα, λέγοντας: Μεταξύ μας κανείς ας μην είναι ο πιο άξιος, ειδεμή ας πάει αλλού και μ’ άλλους» (απ. 121). «Γιατί ποιος είναι ο νους τους ή η φρόνηση τους; Πείθονται από τους λαϊ­κούς τραγουδιστές και δάσκαλος τους είναι ο όχλος: δεν ξέρουν ότι πολλοί είναι οι κακοί και οι καλοί λίγοι» (απ. 104). Γι’ αυτό κι έριχνε στα κεφάλια των συμπολιτών του την εξής ευχή: «Πο­τέ να μην σας λείψει, Εφέσιοι, ο πλούτος, για να βγαίνει στο φως η πονη­ριά σας» (απ. 125α). Άλλωστε ο Ηράκλειτος δεν θέλησε να διαδεχτεί τον πατέρα του στο δημόσιο αξίωμα που κατείχε κι αρνήθηκε να νομοθετήσει στην πόλη της Εφέσου, με τη δικαιολογία πως οι κάτοικοι της είχαν πια τόσο διαφθαρεί που το πράγμα δεν έπαιρνε καμιά γιατριά. Ωστόσο, όμως, ο Ηράκλειτος δεν εγκατέλειψε ποτέ την πόλη του: όταν τον προσκάλε­σαν στην Αθήνα αρνήθηκε να πάει, όπως άλλωστε αποποιήθηκε τις τιμές που του επεφύλασσε ο Δαρείος στην Αυλή της Περσίας.
Ο Ηράκλειτος όμως περιφρονούσε και αρκετούς από τους παλαιότε­ρους του στοχαστές: «Ο Όμηρος αξίζει να τον διώχνουν από τους αγώνες και να τον ραπίζουν, το ίδιο κι ο Αρχίλοχος» (απ. 42). «Ο
Πυθαγόρας», έλεγε, «είναι αρχηγός στους αγύρτες» (απ. 81). «Η πολυμάθεια δεν διδά­σκει να σκέφτεσαι: αν ήταν έτσι, θα είχε διδάξει τον Ησίοδο και τον Πυ­θαγόρα, ακόμα και τον Ξενοφάνη και τον Εκαταίο» (απ. 40). Αν όμως ο Ηράκλειτος δεν έχανε ευκαιρία να εκδηλώνει την απαίσιο δοξία του για όλους αυτούς που καθημερινά συναναστρεφόταν, σε βαθμό μάλιστα που να επονομαστεί οχλολοίδορος, για τον άνθρωπο ωστόσο εί­χε μια αντίληψη στενότατα συνδεόμενη με τις ιδέες του που συναντήσαμε ως τώρα. Γι’ αυτόν λοιπόν η ψυχή του ανθρώπου είναι φλόγα και πρέπει να παραμένει πάντα ξηρή: με τη μέθη υγραίνεται, πέφτει στην τρέλα και τελικά πεθαίνει. Σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο, στα τέλη της ζωής του ο Ηράκλειτος προσβλήθηκε από υδρωπικία και ρωτούσε τους γιατρούς τι θα ‘πρεπε να κάνει για να μετατρέψει τη βροχή σε ξηρασία. Καθώς αυ­τοί δεν καταλάβαιναν αυτά τα αινιγματικά λόγια, απογοητευμένος ο Ηρά­κλειτος κλείστηκε σ’ έναν στάβλο με την ελπίδα ότι η θέρμη της κοπριάς θα έδιωχνε το νερό που τον ταλάνιζε.
Το ότι η ανθρώπινη ψυχή είναι φωτιά και φλογερή εκπνοή θα μπορούσε να εκληφθεί ως απόφανση εγκλείουσα μια στοιχειώδη ψυχοφυσιολογία: αυτή η ιδέα όμως μπορεί επίσης να συνδεθεί με τη συμβολική εκείνη της φωτιάς, που ανευρίσκουμε πίσω από εκφράσεις όπως η «θέρμη της ζω­ής», «η φλόγα του πάθους», είτε πάλι ο «πυρετός του έρωτα που μας καίει». Θα π ρέπει όμως ακόμα -και κυρίως- να συσχετισθεί με όσα είπε ο Ηρά­κλειτος για τη φωτιά και το Λόγο.
Οι σχετικές με την ανθρώπινη ψυχή αντιλήψεις του Ηράκλειτου μας φέρ­νουν συχνά ενώπιον μεγάλων ερμηνευτικών δυσχερειών, κι αυτό διότι τα αποσπάσματα που διαθέτουμε σχετικά συγκαταλέγονται μεταξύ των πλέ­ον σκοτεινών. Ο Ηράκλειτος μας βεβαιώνει πράγματι πως είναι ηδονή για τις ψυχές να πέφτουν στη ζωή αλλά προσθέτει πως «ζούμε από το θάνατο των ψυχών κι αυτές ζουν από το θάνατο μας» (απ. 77). Δεν θα έπρεπε, ίσως, και πάλι να θυμηθούμε εδώ τα λόγια του Αναξίμανδρου και να συμ­φωνήσουμε πως η ηδονή της ζωής είναι μια ένοχη ηδονή, που η ψυχή εξα­γοράζει μ’ ένα είδος θανάτου; Η ζωή των ατόμων άραγε δεν είναι ένα εί­δος εξορίας μακριά από την πρωταρχική τους πηγή κι αυτή ακόμα η ίδια η ατομικότητα τους δεν είναι η ρίζα της δυστυχίας της συνείδησης; Αλλά κι από την άλλη πλευρά, αν η ζωή των ψυχών ξεπηδά από τον δικό μας θάνατο, δεν είναι άραγε γιατί ανοίγονται σ’ ένα υπερπέραν, όπου ξανα­βρίσκουν τον χαμένο γενέθλιο τους τόπο που είχαν εγκαταλείψει;
Μ’ αυτή την ίδια ιδέα δεν μπορεί άλλωστε να συνδεθεί και το απόσπα­σμα 62 που, παρ’ όλ’ αυτά, παραμένει σιβυλλικό; «Οι αθάνατοι θνητοί και οι θνητοί αθάνατοι: οι μεν ζουν από το θάνατο των δε και οι δε από το θά­νατο των μεν». Ο Κλεμάνς Ραμνού (Clémence Ramnoux) θέλει την ιδέα αυτή ως προμήνυμα της νιτσεϊκής θεματικής περί θανάτου του Θεού3. Ίσως θα έπρεπε να το κατανοήσουμε ως εξής: αν ο Θεός ζει από το θάνα­το των ανθρώπων κι ο άνθρωπος πεθαίνει από τη ζωή του Θεού, αυτό συμ­βαίνει γιατί η ύπαρξη υφίσταται αποκλειστικά μέσα στην τραγικότητα του ορίου. Ο αθάνατος ζει από το θάνατο των θνητών, που επιστρέφουν στους κόλπους του, και οι θνητοί πεθαίνουν επειδή δεν είναι αθάνατοι. Έτσι οι αθάνατοι είναι θνητοί όταν πέφτουν στη ζωή, κι οι θνητοί αθάνατοι όταν, με το θάνατο, ανοίγονται στην άλλη φάση του κύκλου.
Με το ίδιο πνεύμα θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε κι ένα άλλο μυστη­ριώδες απόσπασμα:
Γιατί αν δεν έκαναν πομπή για τον Διόνυσο και δεν υμνούσαν με άσμα τα αιδοία, όσα κάνουν θα ήταν αναιδέστατα: είναι το ίδιο πράγ­μα ο Άδης κι ο Διόνυσος, που στ’ όνομα του μαίνονται και βακχεύουν (απ. 15).
Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, επιχειρώντας μια χριστιανική ανάγνωση αυ­τού του κειμένου, θεωρούσε πως σήμαινε ότι όσοι υμνούν τον Διόνυσο και επιδίδονται σε ακολασίες θα καταλήξουν στην Κόλαση όπου θα τους κρί­νει ο Άδης. Ο Ντελάτ (A. Delatte) πάλι μας προτρέπει4 να συσχετίσουμε το εν λόγω απόσπασμα με το 68, όπου γίνεται λόγος για «τα ίδια γιατρικά / που / προορίζονται και να γιατρέψουν τις δυστυχίες και να λυτρώσουν τις ψυχές από τα κακά που βγαίνουν από τη γέννηση»: το κείμενο γίνεται έτσι πολύ λιγότερο παράδοξο απ’ ό,τι αρχικά φαινόταν. Πράγματι, ο Άδης είναι βέβαια ο θεός του θανάτου, ο θάνατος όμως είναι ταυτόχρονα και μια απολύτρωση της ψυχής: όπως λοιπόν υπογραμμίζει και ο Ντελάτ, ο Άδης δεν είναι παρά το σύμβολο μιας ζωής κρυμμένης πίσω από το επι­φαινόμενο του θανάτου κι ο οδηγός σε μια αναγέννηση της ψυχής, ενώ ο Διόνυσος συμβολίζει τη μέθη της ζωής. Λέγοντας λοιπόν πως ο Άδης είναι ο ίδιος με τον Διόνυσο, δεν κάνουμε άλλο από το να επαναλαμβά­νουμε πως ο δρόμος που ανεβαίνει κι αυτός που κατεβαίνει είναι ένας κι ο αυτός. Όπως λέει κι ο Ντελάτ:
Ζωή και θάνατος, λοιπόν, εναλλάσσονται συνεχώς στον Ηράκλει­το, όπως ακριβώς η νιότη και τα γηρατειά, η εγρήγορση κι ο ύπνος, ακόμα κι αν παραβλέψουμε πως καμιά από τις καταστάσεις αυτές δεν είναι καθαρή από προσμείξεις (…). Είμαστε λοιπόν σε θέση να κατανοήσουμε καλύτερα τι σημαίνει Άδης για τον Ηράκλειτο. Εί­ναι το σύμβολο μιας ζωής κρυμμένης πίσω από το επιφαινόμενο του θανάτου, είναι ο θεός που δεσπόζει στην αναγέννηση της ψυχής (…). Κι ο Διόνυσος; Χάριν ακριβώς των πλέον αντίθετων, κατά την αντί­ληψη του αδαούς, προς τον Άδη χαρακτηριστικών του, μπορεί να θεωρηθεί ως ο θεός της έξαρσης της ζωής, το σύμβολο του θρησκευ­τικού ενθουσιασμού.
Ο άνθρωπος λοιπόν είναι ένα ον κατ’ εξοχήν έκθετο: είναι έκθετος κατ’ αρχήν διότι αποτελεί ακριβώς μια παρουσία που ξεπήδησε από την εγκα­τάλειψη του Ενός, αλλά είναι έκθετος και στο μέτρο που είναι τραγική η συνθήκη του. Ο Ηράκλειτος μας λέει: «Είναι δύσκολο να πολεμήσει κα­νείς ενάντια στην καρδιά του, γιατί καθετί που ποθεί, το αγοράζει δίνοντας γι’ αντάλλαγμα την ψυχή του» (απ. 85). Θα πρέπει άραγε να καταλά­βουμε απ’ αυτό απλά πως το πάθος είναι ο χαμός της ψυχής μας, πράγμα που θα ήταν μια κοινοτοπία, ή μήπως ότι η επιθυμία που πλημμυρίζει την καρδιά μας είναι να ξεφύγουμε από αυτήν την ατομικότητα, όπου δεσπό­ζει, δεμένη όμως σαν σ’ αραξοβόλι η ψυχή μας;

VI. Η φύση

Το έργο του Ηράκλειτου λέγεται ότι είχε για τίτλο Περί Φύσεως, τίτλο που συχνότατα χρησιμοποιούσαν οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι για τα έργα τους ή τουλάχιστον απέδιδαν ο μεταγενέστεροι τους στα τελευταία. Είναι βέβαια πιθανόν να θέλησε κι ο Ηράκλειτος, όπως κι οι προηγούμενοι από αυτόν φιλόσοφοι, να προσφέρει έναν πίνακα που να εξηγεί τα ποικίλα φαι­νόμενα που παρατηρούνται στο σύμπαν. Ό,τι μας απομένει όμως από το έργο του Ηράκλειτου σχετικά θέτει το πρόβλημα αν θα πρέπει τελικά να λαμβάνουμε τις εξηγήσεις του κατά γράμμα, υπογραμμίζοντας, όπως το κάνει ο Κόρνφορντ (P.M. Cornford), τον προλογικό και προεπιστημονικό τους χαρακτήρα.
Εφόσον μας λέγεται πως «η φύση αγαπά να κρύβεται» (απ. 123) και γνω­ρίζουμε μάλιστα πως το σκοτεινό του λόγου του Ηράκλειτου ήταν ηθελη­μένο, βρισκόμαστε συνεπώς ενώπιον ενός δυσνόητου στοχασμού, πραγματευόμενου μια θεματική που και η ίδια είναι σφραγισμένη. Είναι άρα αναγκαία μια ερμηνευτική προσέγγιση, χωρίς μάλιστα να μπορούμε να γνωρίζουμε από ποιο σημείο και μετά θ’ αρχίσει να απομακρύνεται από το αντικείμενο όπου εφαρμόζεται. Η κεντρική ιδέα της φυσικής του είναι αυτή του κύκλου και της αρμονίας των αντιθέτων. Καθοδική κίνηση είναι αυτή της φωτιάς που τίκτει τη θάλασσα, από την οποία πάλι γεννώνται από τη μια η γη κι από την άλλη οι στρόβιλοι του ανέμου. Γιατί είναι αλή­θεια, όταν πέφτει ο κεραυνός, η βροχή γίνεται βίαια και θυελλώδης, και, όσον αφορά τη θάλασσα πάλι, ο Ηράκλειτος θα πρέπει να είχε ζήσει από πρώτο χέρι την αργή πρόσχωση του λιμανιού της Εφέσου, που έδιωχνε τη θάλασσα μακριά του. Η αντίθετη, ανοδική κίνηση επαναφέρει τη γη στο νερό και το νερό στη φωτιά μέσω των ξηρών εκπνοών που τρέφουν τα άστρα κι ιδιαίτερα τον ήλιο: γιατί οι εκπνοές αυτές συνιστούν την κατ’ εξοχήν ασώματη αρχή, από την οποία τα πάντα απορρέουν κι η οποία βρί­σκεται σε αέναη ροή. Ανευρίσκουμε λοιπόν και πάλι μέσα σε αυτή τη φυ­σική εξήγηση των ατμοσφαιρικών φαινομένων όχι μόνο ίο θέμα της ανα­κύκλησης και της ενότητας των αντιθέτων αλλά και αυτό του επιμερισμού του Ενός σε πολλά και της επιστροφής του πολλαπλού στο πρωταρχικό Εν.
Στο πεδίο της αστρονομίας τώρα, φαίνεται πως ο Ηράκλειτος γνώριζε την πορεία της Σελήνης και του Ηλίου καθώς και των πλανητών, έχοντας μελετήσει τις τροχιές τους, των οποίων μάλιστα ίσως είχε υπολογίσει την κλίση. Αν κατά παράδοξο τρόπο μας βεβαιώνει πως μέρα και νύχτα είναι ένα και το αυτό, συμβαίνει γιατί καθεμιά τους δίνει ζωή στην άλλη με τον ημερολογιακό ρυθμό, ρυθμό που δίνει υπόσταση στη θεματική της αρμο­νίας των αντιθέτων και της ανακύκλησης.
Σε τελική ανάλυση, όμως, η ουσία της σκέψης του Ηράκλειτου δεν βρί­σκεται στις εξηγήσεις που δίνει για τα φυσικά φαινόμενα, κι οι οποίες προ­φανώς ανήκουν στις παραγεγραμμένες ιδέες της προϊστορίας της επιστή­μης: η ουσία έγκειται στις ιδέες που κατευθύνουν αυτές τις εξηγήσεις και οι οποίες γεννώνται από το τραγικό όραμα του κόσμου, που επιβάλλει η αντίληψη του για τον Λόγο, το γίγνεσθαι και την αρμονία των αντιθέτων.
Ο Ηράκλειτος βαδίζει προς την εποχή μας μεταφέροντας ένα μήνυμα που μας επανασυνδέει με τη δική του πηγή, ένα μήνυμα που οι ερμηνείες ποτέ δεν θα κατορθώσουν να εξαντλήσουν.

VI. Η μοίρα του ηρακλειτισμού

Η σοφιστική του Πρωταγόρα θα συγκρατήσει από τον Ηράκλειτο την ακατάπαυστη ροή της αισθητηριακής μαρτυρίας, για να συναγάγει ως συμπέρασμα ότι, εφόσον τα πάντα αλλάζουν κι οι αισθήσεις μας αποτελούν το μοναδικό γνωστικό μέσο, οφείλουμε να περιοριστούμε σε μια κινησιοκρατία κι έναν αγνωστικιστικό υποκειμενισμό, μετατρέποντας τον εξα­τομικευμένο άνθρωπο σε μέτρο του παντός, μέτρο στιγμιαίο, που αγνοεί// την ταυτότητα του εγώ του.
Ο
Πλάτων πάλι, δια μέσου ίσως του Κρατύλου, συγκράτησε από τον Εφέσιο την ιδέα πως τα πάντα συμπαρασύρονται με το γίγνεσθαι προς τη φθορά και τον θάνατο. Για τον Πλάτωνα, όμως, το γίγνεσθαι αυτό κυριαρ­χεί αποκλειστικά στον αισθητό κόσμο, καθιστώντας έτσι απαραίτητη την, προσφυγή στις αιώνιες ιδέες, που παραμένουν το αμετακίνητο μέτρο αυτού που ρέει και παρέρχεται.
Από τους αρχαίους, θα πρέπει ακόμα να αναφέρουμε τον Ηρόστρατο, που κατόρθωσε να διαιωνίσει το όνομα του πυρπολώντας το ναό της Εφέ­σου, ώστε το έργο του να παραμείνει χαραγμένο στη μνήμη των ανθρώ­πων. Από τότε, θεωρείται η ενσάρκωση του ενστίκτου της περιπέτειας και της καταστροφής, είτε στον ιδιωτικό είτε στον πολιτικό βίο.
Ο Μαρξ κι ο Λένιν αναγνώριζαν στον Ηράκλειτο τον πατέρα του διαλε­κτικού υλισμού. Αν όμως οφείλουμε να αναφέρουμε κάποιους, αυτοί θα ήταν κατ’ εξοχήν ο Χέγκελ κι ο Νίτσε5. Ο Χέγκελ διεκδικεί τον Ηράκλει­το ως πρόδρομο του, πράγμα βέβαια αδικαιολόγητο. Ο εγελιανισμός στην πραγματικότητα είναι μια φιλοσοφία της ιστορίας, έννοια απόλυτα ξένη προς τον Ηράκλειτο. Άλλωστε, καθώς αποδεικνύεται από την θεωρία της Αιώνιας Επιστροφής, το ηρακλείτειο γίγνεσθαι δεν είναι ένα γίγνεσθαι του Είναι αλλά, αντίθετα, ένα γίγνεσθαι εντός του Είναι, ένα κατ’ εξοχήν κυκλικό γίγνεσθαι, ώστε η έννοια της Aufhebung (υπέρβασης) να μην του είναι παρά απολύτως ξένη.
Ακόμα λιγότερο μπορούμε να συσχετίσουμε τον Ηράκλειτο με όλες αυ­τές τις διαλεκτικές αντιλήψεις, οι οποίες αναγορεύουν τον άνθρωπο σε ον δημιουργό νοήματος, που ανανεώνεται διαρκώς στην πορεία της ιστο­ρίας. Ο Ηράκλειτος, δεν θα πρέπει να το ξεχνάμε, ήταν ο φιλόσοφος όχι μόνο του γίγνεσθαι αλλά και του Λόγου.
Ο Νίτσε, από την πλευρά του, επιχείρησε να δει στο πρόσωπο του Ηρά­κλειτου τον φιλόσοφο που διεκήρυσσε την «αθωότητα του γίγνεσθαι»· χρη­σιμοποιώντας μάλιστα το ρητορικό τέχνασμα της προσωποποιίας, μας τον παρουσιάζει να λέει τα εξής: «Δεν βλέπω τίποτε άλλο, μόνο γίγνεσθαι. Μη γελαστείτε. Αν νομίζετε ότι βλέπετε κάποιο στέρεο έδαφος μέ­σα στη θάλασσα του γίγνεσθαι και της φθοράς, αιτία δεν είναι η ουσία των πραγμάτων αλλά η κοντοφθαλμία σας. Δίνετε στα πράγματα ονόματα, λες κι αυτά έχουν κάποια διάρκεια σταθερή, ακόμα και το ποτάμι όμως που μπαίνετε για δεύτερη φορά δεν είναι αυτό που ήταν»6. Κατά τον Νί­τσε λοιπόν, ο Ηράκλειτος ήταν ο φιλόσοφος εκείνος που, πριν ακόμη από τον Πλάτωνα, αλλά και μια για πάντα, ανέτρεψε κάθε πλατωνισμό, βε­βαιώνοντας μας πως δεν υπάρχει ούτε αντίγραφο ούτε πρότυπο αλλά μό­νον γίγνεσθαι, που μέσα του ο σοφός θα πρέπει ν’ αφεθεί. Το κοσμικό παι­χνίδι προσφέρει λοιπόν στην ύπαρξη τη μέθη ενός άλματος προς τα μπρος αλλά και μιαν αέναη αναγέννηση πέραν του καλού και του κακού. Αυτός όμως ο μηδενιστικός αισθητισμός τοποθετείται στους αντίποδες των όσων είπε ο Ηράκλειτος. Γιατί αυτός διόλου δεν αρνείται το πρότυπο, εφόσον γράφει πως «ο σοφότερος άνθρωπος, όταν συγκρίνεται με τον θεό, φαίνε­ται πίθηκος και στη σοφία και στην ομορφιά και σ’ όλα τ’ άλλα» (απ. 83). Στον Ηράκλειτο δεν υπάρχει χώρος για μια έκσταση εντός και δια του γίγνεσθαι, αλλά μόνο νόημα που δεσπόζει πάνω σε ό,τι ρέει.
Ο Καρλ Γιάσπερς, μιλώντας για τον Ηράκλειτο, γράφει: «Όντας ο Λό­γος το Εν-κλείον, είναι ταυτόχρονα και απροσδιόριστος και απείρως προσδιορίσιμος»7· το ίδιο ισχύει και για το στοχασμό του Ηράκλειτου· απο­καλύπτεται κρυπτόμενος.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλ. O.S. Kirk,Heraclitus, the cosmic fragments, νέα έκδ. Cambridge, 1964, και το άρθρο του ίδιου συγγραφέα: «Λόγος, άρμονίη, πάλη, θεός και φωτιά», στο /ïevue philosophique, 1957, σ. 289· βλ. επίσης σχετικά με το θέμα αυτό Heidegger, Δοκί­μια και διαλέξεις, γαλ. μτφ. André Préau, Paris, 1958, σ. 333.
2. Ορισμένοι σχολιαστές πιστεύουν πως αυτή η θεωρία της συμπαντικής εκπύρωσης δεν θα πρέπει να αποδίδεται στον Ηράκλειτο, αλλά μόνον στους Στωικούς· κατ’ αυτούς, η ιδέα αυτή περιλήφθηκε μεταγενέστερα στην παράδοση του ηρακλειτισμού, ενώ τα αποσπάσματα που αναφέρονται σ’ αυτήν πρέπει να οφείλον­ται σε ύστερες παραδόσεις. Σχετικά με το θέμα αυτό βλ. O.S. Kirk, όπ.π., σ. 335 επ.
3. Clémence Ramnoux, Ηράκλειτος ή ο άνθρωπος μεταξύ λέξεων και πραγμά­των, Paris, 1959, σ. 70.
4. A. Delatte, Η αντίληψη του ενθουσιασμού στις προσωκρατικές φιλοσοφίες, Paris, 1934.
5. Για μια συνοπτική παρουσίαση της επιρροής της ηρακλείτειας σκέψης, βλ. Kostas Axelos, Ο Ηράκλειτος και η φιλοσοφία, σ. 215.
6. Η γέννηση της φιλοσοφίας, γαλ. μτφ. G. Bianquis, σ. 55.
7.  Κ. Jaspers, Οι μεγάλοι φιλόσοφοι, γαλ. μτφ. Paris, 1963, σ. 618.

Νίκος Μύραλης