Σάββατο 28 Ιουνίου 2014

Κοινά μυητικά και ιεραρχικά στοιχεία – Επισκόπησις του Τελετουργικού της εισδοχής

 

Η μύησις εις τας μυστικάς εταιρίας ή Θιάσους της αρχαιότητος, καθώς και αι τελετουργικαί των διαδικασίαι, εμφανίζουν ωρισμένα σαφή κοινά χαρακτηριστικά στοιχεία. Έν λοιπόν βασικόν χαρακτηριστικόν γνώρισμα, το οποίον απετέλει και κοινήν πρακτικήν κατά την αρχαιότητα, ήσαν οι «εναγισμοί» κατά τα αρχέγονα έθη εις το όνομα των προγόνων της φρατρίας (αδελφότητος) οι οποίοι ηγούντο αυτής ή εις το όνομα άλλης τινός Προσωπικότητος, μυθικής ή θρυλουμένης, εις την οποίαν η εταιρία ανήγε την καταγωγήν της. Επίσης, συμφώνως προς τας μαρτυρίας του Πλάτωνος, του Θέωνος του Σμυρναίου (μαθηματικού και λογίου του 2ου μ.Χ. αι.), του Πορφυρίου και του Ιαμβλίχου, η όλη διαδικασία της εισδοχής εξειλίσσετο εις πέντε φάσεις ήτοι : α)τον Καθαρμόν (εστιαζόμενον εις την προηγουμένην διαγωγήν του υποψηφίου νέου μέλους και δή εις τυχόν επιλήψιμα γεγονότα της ζωής του, δια δε τας περιπτώσεις φόνων, ήδη προανεφέρθη ότι τον ειδικόν καθαρμόν επετέλει ο Κόης, κατά τα πρωτοϊστορικά πρότυπα τα διασωζόμενα υπό των αρχαίων τραγικών ποιητών, (όπως π.χ. ο καθαρμός του Ορέστου εις Τροιζήνα εκ του μιάσματος της μητροκτονίας), εν συνεχεία β) την Παράδοσιν της Τελετής, γ) την Εποπτείαν, δ) την Ανάθεσιν στεφάνων και ε) την Τελειοποίησιν.


Ακολούθως, κατά την διάρκειαν της περαιτέρω διαδικασίας της Τελετής και περί το κέντρον αυτής, κυρίαρχον στοιχείον απετέλει η πράξις της εν-θρονώσεως ή «θρονισμού» και κατά τον χρόνον της Εποπτείας και της τοποθετήσεως (Αναθέσεως) επί της κεφαλής του νεομύστου στεφάνου εξ ελαίας. Τέλος ο εγκύκλιος χορός των τελεστών περί τον θρόνον, ο ρυθμός του οποίου δεν διασώζεται , πιθανόν εξ αιτίας του ότι όλοι οι σχετικοί συγγραφείς αποφεύγουν να τον αναφέρουν , ή τον παραλείπουν,  ως πασίγνωστον , ως π.χ. η Πυρρίχη (Πλάτωνος «Ευθύδημος»), συνίστα το πέρας της τελεστικής καθιερώσεως. Εις την φάσιν της Εποπτείας επίσης οι τελεσταί επετέλουν την ανάδεσιν, περί τον στέρνον ή  την οσφύν του μύστου, της πορφυράς ζώνης ή περιζώματος, προστατευτικού εξ όλων των κινδύνων, ο δε νεομύστης εμάνθανε τα σημεία

αναγνωρίσεως και την απαγγελίαν, εις κανονικόν τόνον, μιάς σειράς ονομάτων (ιερών) εκ της γενεαλογίας του συστήματος , τα οποία έπρεπε να επικαλήται ως σωτήρια, ευρισκόμενος εις κατάστασιν κινδύνου, και τα οποία δια τους αμυήτους ήσαν ακατανόητα, όπως τονίζει ο

Φερεκύδης. Ο Παυσανίας λ.χ. διασώζει την ονομασίαν Τελόνδας δι’ ένα Κάβειρον της Βοιωτίας, όνομα το οποίον ανήκεν εις την γενεαλογίαν των Καβείρων, απάξ και ο Βοιωτικός Ορχομενός ιστορείται ως αρχική κοιτίς και του πρωτοΕλλαδικού πολιτισμού των Μινυών, επομένως δε, ως μαρτυρείται εκ των έργων των, υφίστατο ήδη σχέσις μεταξύ Μινυακής τεχνολογίας και Καβειρίου τοιαύτης.

Ο Καβείριος δεσμός.
Αναπαράστασις του τρόπου επιδέσεως της πορφυράς ζώνης των Καβείρων

       Τελικώς, μετά την ολοκλήρωσιν της διαδικασίας της Αναθέσεως στεφάνων, του ιερού χορού και της περιζώσεως, είχομεν την Τελειοποίησιν , κατά την οποίαν το  νέον μέλος εγίνετο πανηγυρικώς αποδεκτόν πρό του «Ιθυφαλλικού Ερμού» των Καβείρων, αποκτών και το δικαίωμα να εισάγη εις την εταιρίαν νέα μέλη, είχε δηλ. πλέον το δικαίωμα «μεταφοράς του Ιερού». Ωσαύτως  σημαντική δραστηριότης μετά τας τελετάς  ήτο η διοργάνωσις συγκεντρώσεων με συνεστιακόν – συμποτικόν χαρακτήρα , όπου είς εκ των βασικών στόχων συνίστατο εις την εκπαίδευσιν των νέων κυρίως μελών, ώστε να αποκτήσουν την κατάλληλον παιδείαν δια την αποτελεσματικήν εμπλοκήν των εις τα συντεχνειακά , αλλά και τα πολιτικοκοινωνικά δρώμενα, γενικώτερα.

Κάβειροι και Διονυσιακοί τεχνουργοί-αρχιτέκτονες.

 1.   Κατά τα προηγουμένως παρατεθέντα οι Κάβειροι συνίστων την εταιρίαν, η οποία είχεν επηρεάσει καθοριστικώς, ως προς το τελετουργικόν και τας μυητικάς διαδικασίας της, όλας τας μεταγενέστερας εταιρείας και Θιάσους, με αποτέλεσμα να έχουν υιοθετηθή τα ανωτέρω χαρακτηριστικά γνωρίσματα και με κάποιας, έστω, παραλλαγάς από όλας σχεδόν τας μυστικάς εταιρίας – αδελφότητας και Τάγματα, όπως και τας παρομοίας από τον 14ον μ.Χ. αι. και εφεξής. Εν τούτοις πολλά σημεία των Τυπικών των τελετών των  εμφανίζονται εσφαλμένως ως συγγενεύοντα πρός τα Ορφικά, Ελευσίνια ή Αιγυπτιακά μυστήρια, εξ αιτίας του ότι δεν έχουν περισωθή ακριβείς καταγραφαί των σχετικών κειμένων των. Η πιθανή αυτή  σκόπιμος σύγχυσις απορρέει μάλλον εκ του γεγονότος ότι, λόγω των παγιωμένων επί αιώνας πλέον Χριστιανικών αντιλήψεων εις Ευρώπην, ήτο  ευχερεστέρα η αποδοχή των μυητικών τελετών των διαφόρων Αδελφοτήτων και Ταγμάτων υπό των μελών των, χάρις εις την επιφανειακήν των συνάφειαν και προς Χριστιανικάς εκκλησιαστικάς τελετουργίας.

Χαρακτηριστικόν επίσης είναι ότι, όσον αφορά στην διαδικασίαν της Μυήσεως, από των μέσων προς τα τέλη  του 18ου μ.Χ. αι. εκπορεύονται από ελευθεροτεκτονικούς κυρίως ή παρατεκτονικούς - αποκρυφιστικούς κύκλους συγκεκριμέναι απόψεις και πληροφορίαι δια τας μυητικάς τελετάς τας αποδιδομένας εις τους Καβείρους εν συσχετισμώ προς τας Τεκτονικάς «μυήσεις», με κυριωτέρους εκπροσώπους των τους: David Mackay (Masonic Encyclopaedia, 1982), Malcolm C. Duncan (Duncan’s Ritual of Masonry, 1936), Manly P. Hall (Masonic Orders of Fraternity, 1962), Ο. Wirth κ.ά., των οποίων όμως το ανεπηρέαστον και την εγκυρότητα πολλοί αμφισβητούν, μεταξύ δε τούτων και ο γράφων.

2.   Συναφώς προς τα ήδη αναφερθέντα και  παρακολουθούντες την ιστορικήν μετεξέλιξιν των Θιάσων – Συντεχνειών, καταλήγομεν εις τους «Διονυσιακούς Αρχιτέκτονας – τεχνουργούς», οι οποίοι συνεκρότουν τον Θίασον – Συντεχνείαν με Πάτρωνα θεόν τον Διόνυσον – Ίακχον (Βάκχον), αδελφόν του Φοίβου – Απόλλωνος (Ηλίου) και συμπάτρωνα του Δελφικού Ιερού. Οι ανωτέρω, συνάγεται εμμέσως, ότι είχον συνάφειαν και συνεργασίαν μετά των Καβείρων, άπαξ και το έργον των ήτο η σχεδίασις και οικοδόμησις Ναών, Μνημείων και Δημοσίων Κτιρίων, ως και η κατοχή γνώσεων και τεχνικών όχι μόνον περί την «ενεργόν τεκτονικήν» δηλ. αρχιτεκτόνησιν και εφηρμοσμένην οικοδομικήν, αλλά και άλλων γνωσιολογικών τομέων και σπανίας εγκυρότητος πληροφοριών. Συγκεκριμένως τα μέλη, ως ειδικευμένοι εμπειροτέχναι, αλλά και οι επικεφαλής αυτών «Μήστορες» αρχιτέκτονες και τεχνουργοί, η παρουσία και δραστηριότης των οποίων ανάγεται, κατά την Παράδοσιν, εις την αρχήν της ιστορίας του γνωστού μέχρι σήμερον Πολιτισμού, δηλ. προ 5.000 π.Χ. τουλάχιστον ετών, προκύπτει εκ των έργων των ότι ήσαν κάτοχοι πολλών επί μέρους επιστημονικών στοιχείων και μυστικών γνώσεων παναρχαίας προλεύσεως.

Ερείπια της Θόλου των Δελφών

Μεταξύ άλλων ήσαν γνώσται της «Ιεράς Γεωτοπογραφίας», ήτοι των μυστικών των γεωστατικών δομών, των γραμμών Ley (των Μεσημβρινών του πλανήτου) και των γεωδαιτικών κόμβων, ως τόπων ιδιαιτέρου ενεργειακού δυναμικού, δηλ. συγκεντρώσεως εντόνου ηλεκτρομαγνητικής ενεργείας, συναρτήσει και του γνωστού εις αυτούς φαινομένου της Βαρύτητος (π.χ. με τοποθέτησιν των «ομφαλίων λίθων» από μέρους των), ως και της επιδράσεως των «τελλουρικών» ή υπογείων γεωμαγνητικών ρευμάτων, παραλλήλως προς την ενημερότητά τους διά την έκτασιν και το περιεχόμενον των κοιτασμάτων του υδροφόρου ορίζοντος εκάστης περιοχής˙ ως εκ τούτου έχουν διασωθη τοποθεσίαι όπου υπήρχον εις τους περιβόλλους μεγάλων κτιρίων φυσικοί υδατοπίδακες (συντριβάνια) αρίστης τεχνικής και ωραιότητος. Ωσαύτως αποδεικνύεται ότι διέθετον ακριβή γνώσιν του αστρονομικού χρόνου, του καταλλήλου δι’εκάστην επί μέρους οικοδομικήν δραστηριότητα, συναρτήσει όχι μόνον της εποχής, αλλά και της κινήσεως ή φάσεων της Σελήνης 10α , των τεχνικών της επεμβατικότητος εις το Περιβάλλον, οσάκις οικοδόμουν κοινωφελή κτήρια, π.χ. Ναούς, Στάδια, Γυμνάσια, Λουτρά, Θέατρα κ.ά., παράλληλον δε αρίστην γνώσιν των κανόνων του φυσικού φωτισμού, της ακουστικής και του κλιματισμού επί τη βάσει των αλλαγών των  εποχών κατά την διάρκειαν του φυσικού έτους. Φαίνεται ακόμη ότι εγνώριζον τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα όπως και άγνωστα δια τους πολλούς συστατικά και ιδιότητας των υλών, αι οποίαι εχρησίμευον προς οικοδομήν, μεταξύ των οποίων βεβαίως και τα πέραν του αργύρου και του χρυσού, μέταλλα Χαλκός, Κασσίτερος, Ορείχαλκος και Σίδηρος. Ο όγκος και το περιεχόμενον της όλης αυτής γνώσεως και των αναλόγων τεχνικών διερέετο προς τους «εκτός» υπό την παραλλαγήν ότι τα μέλη της Συντεχνείας – Θιάσου κατείχαν απλώς γνώσεις «Ιεράς Γεωμετρίας» και «Ιεροτελεστικής Τεχνογνωσίας», τας αφορώσας τον τρόπον και την εφαρμογήν της οικοδομικής κυρίως των διαφόρων Ιερών, αλλά και των λοιπών κτηρίων.

Μεταξύ αυτών επισημαίνονται αι γνώσεις περί της παραμέτρου της αρμονικής συμμετρίας της Φύσεως, δηλ. του λεγομένου «χρυσού αριθμού 11»  Φ = 1,6180, εκ της χρυσής τομής ενός ευθυγράμμου τμήματος «εις μέσον και άκρον λόγον», ως και του π = 3,1416 και του συνδυασμού των εφαρμογών αυτών εις την οικοδομικήν τέχνην ομού μετ’ άλλων «εφηρμοσμένων Μαθηματικών» δια τας μετρήσεις της οικοδομής, αλλά και τας άλλας γνώσεις π.χ. περί τα «μυστικά» όσον αφορά την περιεκτικότητα της αναλογικής προσμείξεως της κονίας, όλα δε αυτά απετέλουν επιμελώς φυλασσόμενα μυστικά. Λόγω δε της παναρχαίας Ελληνικής προελεύσεως των ανωτέρω ήσαν και γνωστοί όχι μόνον ως «Διονυσιακοί» ή «Γύβλιοι» τεχνουργοί, αλλά και ως « Ίωνες 12» (πιθανή και η ονομασία της νήσου Ιόνα της Σκοτίας, εξ αυτού του λόγου), διεθέτοντες και άλλην ονομαστήν έδραν, την πόλιν της Περγάμου (όπου και έν άλλον εκ των  επτά Θαυμάτων του αρχαίου κόσμου, δηλ. ο Βωμός του Διός, υπάτου των θεών του Ολυμπιακού πανθέου). Οι «Ίωνες» αυτοί τεχνουργοί – οικοδόμοι με την πανάρχαιον καταγωγήν, συνάγεται ότι ενεφανίσθησαν και εις τας Αθήνας του 5ου π.Χ. αι. ως η Συντεχνεία των Ναοδόμων περί τους ονομαστούς τεχνουργούς και αρχιτέκτονας του Τελεστηρίου της Ελευσίνος και των διαιωνίου κάλλους έργων του Παρθενώνος και των λοιπών της Ακροπόλεως των Αθηνών, υπό τους ονομαστούς τεχνουργούς – αρχιτέκτονας Ικτίνον, Καλλικράτην, Μνησικλήν και τον κατ’ εξοχήν αρχιτέκτονα και γλύπτην Φειδίαν. Εις τον τελευταίον τούτον οφείλεται και η οικοδόμησις και του Ναού προς τιμήν του Ολυμπίου Διός εις Ήλιδα. Οι ανωτέρω λοιπόν «Ίωνες», ως προκύπτει εκ των ιστορικών ιχνών, μετακινούμενοι και εργαζόμενοι, εγκατέστησαν σχέσεις αμοιβαιότητος και μετ’ άλλων ομολόγων των αδελφοτήτων – εταιριών, όπως π.χ. της Ρώμης ως και άλλων πολιτιστικών κέντρων της Μεσογείου.

Ο Παρθενών της Ακροπόλεως των Αθηνών

Εσωτερικώς φαίνεται ότι περιελάμβαναν τάξεις ή επίπεδα 2 ή 3 βαθμών, ώς και οι Κάβειροι, ήτοι των λιθοξόων, των λιθοδόμων και κονιατών, ως και των εργατών του μετάλλου, ή υπό την παραδοσιακήν Πυθαγόρειον ορολογίαν, την διατηρηθείσαν και μετέπειτα, υπό την ονομασίαν των «Μαθηματικών», «Γεωμετρών» και των «Γνωστικών», όπως εχαρακτηρίζοντο οι μαθητευόμενοι και οι ειδικευμένοι εργάται αντιστοίχως, έχοντες δε επί κεφαλής τους Φύλακας και τους Μήστορας Διδασκάλους τών επί μέρους ειδικοτήτων και της όλης Επιστήμης και Τέχνης της Συντεχνείας. Η συγκεκριμένη αυτή δομή φαίνεται να ίσχυσεν ως βάσις και εις τας μετέπειτα διαμορφωθείσας «Στοάς» της «ενεργού τεκτονικής» ως και τού εν συνεχεία θεωρητικού  «Ελευθεροτεκτονισμού», των «αποδεκτών» Τεκτόνων, υπ’ άλλην όμως εννοιολογικήν θεώρησιν και λειτουργικότητα. (Μαθητευόμενος, Εργάτης της Τέχνης, διακεκριμένος Τέκτων του σήματος επί του θολίτου λίθου ή «Κλειδολίθου», υπέροχος Διδάσκαλος Τέκτων και Σεβάσμιος Διδάσκαλος της Στοάς).

Υπό Δρος Εμμανουήλ Κορκιδάκη
Καθηγητού (CH) της Κοινωνικής Ψυχολογίας και Βιοηθικής
του Πανεπιστημίου ALPINE εις Ζυρίχην και Βρυξέλλας

_____________________________________

10α «Στη σύγχρονη Βιομηχανία είναι πολύ καλά γνωστή η επίδραση της Σελήνης στη μεταλλουργία, την υλοτομία, αλλά και η επίδρασή της στον ψυχισμό όχι μόνον των ασθενών (σεληνιασμός, ερεθιστικότητα, εγκληματικότητα κατά την Πανσέληνο), αλλά και των μέσου τύπου «φυσιολογικών» ατόμων. Ένα από τα καλύτερα (κληρονομημένα) μυστικά των μεταλλουργών λ.χ. ήταν οι αστρονομικές εκείνες περίοδοι που έπρεπε να χύνουν τα μέταλλα για να επιτύχουν εξαιρετική ποιότητα, όπως επίσης, χωρίς την γνώση της επίδρασης των φάσεων της Σελήνης στην υλοτομία, η ποιότητα του ξύλου έχει διαπιστωθεί ότι υστερεί»,όπως αναφέρει  ο Καθηγητής Φυσικής των ΤΕΙ Αθηνών Δρ. Παν. Παππάς εις σχετικόν άρθρον του.

11 Ο ανωτέρω αριθμός, ως «σταθερά» της Δημιουργίας, φέρεται ως «ριζική» εγγραφή περιέχουσα το ανάλογον νόημα και μήνυμα εντός της Βίβλου της παμμήτορος Φύσεως και εκφράζουσα την αρμονικήν συμμετρίαν των πάντων εντός των κόλπων  αυτής. Εις αυτήν λοιπόν την θαυμαστήν Βίβλον οι αρχαίοι Μήστορες ενέκυπτον «μελετώντες την Φύσιν, παρατηρούντες και κατανοούντες τα φαινόμενα, παραλλήλως δε διεισδύοντες εις το βάθος της συνειδήσεώς των και επιδιώκοντες να εναρμονίσουν τους εαυτούς των προς τον παγκόσμιον ρυθμόν», με αποτέλεσμα να καθίστανται οι δημιουργοί των θαυμαστών αρχιτεκτονικών, οικοδομικών και γενικώς καλλιτεχνικών διαιωνίου κύρους επιτευγμάτων, (π.χ. του Παρθενώνος και των λοιπών οικοδομημάτων της Ακροπόλεως των Αθηνών, ως και των υπολοίπων γνωστών «7 Θαυμάτων» του αρχαίου κόσμου και όχι μόνον) αποδεικνύοντες δι’ αυτών την αλήθειαν της ρήσεως «αεί ο Θεός ο Μέγας γεωμετρεί» και η Μεγάλη Μήτηρ Φύσις καλλιτεχνεί.

12 Ιστορική πληροφορία εκ μέρους του ερευνητού – συγγραφέως κ. Ελευθερίου Διαμαντάρα, αναφέρει ότι κατά τας αρχάς του 14ου μ.Χ. αι. δηλ. του περιφήμου Quattro cento ως εναρκτηρίου εποχής της Ευρωπαϊκής Αναγεννήσεως, ομάς «Ιώνων» κονιατών – οικοδόμων εκ της  περιοχής της Ελληνικής Ιωνίας (Μ. Ασίας) πλησίον δε της Βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως, μετανάστευσαν εις την περιοχήν του Como (εκ της Ελλ. λ. κώμη, ιδρυθείσης επί Ιουλίου Καίσαρος το 50 π.Χ. με ΄Ιωνας αποίκους) της Β. Ιταλίας, όπου και η  σχετική λίμνη. Αυτοί έφεραν μαζί τους και ελαιόφυτα, τα οποία ευδοκίμησαν εις την περί την λίμνην περιοχήν, εξ αιτίας του ότι η θερμοκρασία αυτής είναι ηυξημένη κατά 6ο C.  περίπου, από την ύπαρξίν του εκεί υπολειτουργούντος ηφαιστείου, πιθανώς δε οι μετέπειτα αναφερόμενοι ως «Comacini Maestri (= Μήστορες)» να προέρχωνται εξ αυτής της ομάδος.