Ο Ελευθεροτεκτονισμός, όπως γίνεται παγκόσμια αποδεκτό, έχει διπλή καταγωγή αφ' ενός μεν από τις συντεχνίες των οικοδόμων του Μεσαίωνα, οι οποίες ανάγονται γενεαλογικώς στα κολλέγια των Ρωμαίων, και αφ' ετέρου από φιλοσοφικές, μυστικές, θρησκευτικές οργανώσεις, οι οποίες παρ' όλους τους διωγμούς της Εκκλησίας, διετήρησαν κατά τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση τις αρχαίες παραδόσεις, κυρίως της Ανατολής.
Από την συνάφεια αυτών των δύο παραπάνω παραγόντων γεννήθηκε στην Αγγλία στις αρχές του 18ου αιώνα ο Θεωρητικός Ελευθεροτεκτονισμός με τους γνωστούς τρεις συμβολικούς βαθμούς ως οργανωμένος Θεσμός.
Οι συντεχνίες συνέβαλαν στην μορφή του νέου Τάγματος ενώ οι θεωρητικοί Τέκτονες στο πνεύμα του. Το Ελευθεροτεκτονικό Τάγμα προσέλαβε τον παγκόσμιο χαρακτήρα του με την κατά το έτος 1717 ίδρυση της Μεγάλης Στοάς της Αγγλίας.
Η Μεγάλη αυτή Στοά όχι μόνο κατήργησε κάθε επαγγελματικό περιορισμό αλλά ανακήρυξε ότι ο δεσμός της τεκτονικής αλληλεγγύης έπρεπε να τεθεί πάνω από κάθε πολιτική ή θρησκευτική διαίρεση.
Το 1723 τέθηκαν σε ισχύ το Σύνταγμα και το Τυπικό της Μεγάλης Στοάς της Αγγλίας, που συντάχθηκαν από τους αδελφούς Desaguliers και Anderson και έτσι ο Ελευθεροτεκτονισμός προσδιορίστηκε ως Παγκόσμιος Θεσμός στηριζόμενος α) στα Αρχαία Καθήκοντα (Old Charges), β) στα Οροθέσια (Landmarks), γ) στο Σύνταγμα του 1723 και δ) στα Τυπικά των Συμβολικών Στοών.
Κατά την πρώτη περίοδο διαμορφώσεως σε σύστημα και οργανώσεως του Ελευθεροτεκτονικού Τάγματος οι μυστικές εταιρείες, οι οποίες ισχυρίζονταν ότι ήσαν διάδοχοι μερικών ιπποτικών Ταγμάτων, συγχωνεύθηκαν με Τεκτονικές Στοές.
Όταν κατά το έτος 1733 δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά ο κατάλογος των Στοών των Διδασκάλων Τεκτόνων βρέθηκε να αναγράφονται σε αυτόν μεταξύ των άλλων Στοά Σκώτων Τεκτόνων και η Γαλλική Στοά του Λονδίνου με Σεβάσμιο Άγγλο Ευγενή και στην συνέχεια τον Μαρκήσιο De Grasse – Tilly, μετέπειτα Μ. Διδ. της Μ. Ανατολής της Γαλλίας.
Από το έτος 1733 και εντεύθεν το Σκωτικό Σύστημα στην αρχική εμβρυακή του μορφή κατακτά έδαφος στην ηπειρωτική Ευρώπη και κυρίως στην Γαλλία και την Γερμανία (Πιθανώς κατά μία άποψη κατάλοιπα του Τάγματος των Ιπποτών της Μάλτας, που έδρασαν στην Σκωτία και μετά την υποταγή της στο Ηνωμένο Βασίλειο στην Σκωτική Φρουρά του Γάλλου Βασιλιά).
Πριν από το 1762 ασκούνται οι Τεκτονικοί Τύποι του Τάγματος των Ροδοσταύρων, του Τάγματος της Τελειοποιήσεως και του Τάγματος της Αυστηράς Τηρήσεως.
Το 1762 δημοσιεύονται τα Συντάγματα του Μπορντώ με διαμορφωμένους 25 βαθμούς συμβολικού και φιλοσοφικού Τεκτονισμού. Το σύστημα αυτό των 25 βαθμών, ο ουσιαστικός πλέον πρόδρομος του σημερινού Αρχαίου και Αποδεδεγμένου Σκωτικού Τύπου, ασκείται μέχρι και το 1786, οπότε δημοσιεύονται τα Μεγάλα Συντάγματα και ο Γενικός Κανονισμός, καλούμενα Συντάγματα του Φρειδερίκου του Μεγάλου της Πρωσίας ή του Βερολίνου, με ένα σύστημα 33 συνολικά βαθμών του συμβολικού και φιλοσοφικού Τεκτονισμού, όπως ισχύουν μέχρι και σήμερα. (Μεγάλα Συντάγματα του 1786 και Γενικός Κανονισμός του Υπάτου Συμβουλίου του 33ου βαθμού της Ελλάδος, έκδοση 1958, προοίμιο, σελ. 7-12).
Τα Συντάγματα του Αρχαίου και Αποδεδεγμένου Σκωτικού Τύπου τέθηκαν για πρώτη φορά σε ισχύ το 1802 από το Υ.Σ. της Νότιας Δικαιοδοσίας των Η.Π.Α., που ιδρύθηκε ως πρώτο Ύπατο Συμβούλιο της Υφηλίου το 1801. Της ίδρυσης αυτού του Υπάτου Συμβουλίου είχε προηγηθεί η ίδρυση Φιλοσοφικών Εργαστηρίων στις χώρες της Καραϊβικής από τον Γάλλο αδελφό Ετιέν Μωρέν, που προερχόταν από τις Στοές Τελειοποιήσεως του Μπορντώ, από τις οποίες έλαβε και την σχετική εντολή. Το 1804 οι Γάλλοι αδελφοί που πολέμησαν κάτω από τις διαταγές του μαρκήσιου De Grasse – Tilly στο πλευρό των Αμερικανών Επαναστατών επέστρεψαν στην πατρίδα τους και ίδρυσαν το Υ.Σ. της Γαλλίας και πρώτο Ύπατο Συμβούλιο της Ευρώπης (Διασώθηκαν μέχρι τις ημέρες μας το χειρόγραφο των 25 βαθμών του αδ. Μωρέν, ως και χειρόγραφο αντίστοιχο αγνώστου αντιγραφέα αδ., που ονομάστηκε «χειρόγραφο του Αγ. Δομίνικου», του οποίου αντίτυπο κατέχει και το Υ.Σ. της Ελλάδος).
Με όλες τις παραπάνω εξελίξεις διαμορφώθηκε απολύτως ο Αρχαίος και Αποδεδεγμένος Σκωτικός Τύπος.
Αυτός ο Τύπος, εκ του γεγονότος ότι ο Ελληνικός Τεκτονισμός πρωτοεμφανίστηκε στα Ιόνια Νησιά κατά την περίοδο της Ενετικής και Γαλλικής κυριαρχίας και ασκήθηκε κυρίως από Ιταλούς και Γάλλους αδελφούς, καθιερώθηκε αποκλειστικά όχι μόνο εκεί αλλά και στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο μετά την απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό. Οι Ελληνικές Τεκτονικές Στοές, μετά την ανεξαρτησία της χώρας, διοικήθηκαν από Τριμελές Διοικητήριο και υπάγονταν στην Δικαιοδοσία της Γαληνοτάτης Μεγάλης Ανατολής της Ιταλίας, που ασκούσε τον Αρχαίο και Αποδεδεγμένο Σκωτικό Τύπο, ο οποίος επισημοποιήθηκε ως ο αποκλειστικά ασκούμενος Τύπος στον Ελληνικό Ελευθεροτεκτονισμό με την ανακήρυξη της Ανεξαρτησίας της Μεγάλης Ανατολής και μετέπειτα Μεγάλης Στοάς της Ελλάδος το 1868.
Ο Αρχαίος και Αποδεδεγμένος Σκωτικός Τύπος διακρίνεται εξαιρετικά έναντι των άλλων Τύπων ή Δογμάτων (Αμίλλης, Ελευθέρων και Αποδεκτών Τεκτόνων, Μισραχίμ κλπ.) από τρία στοιχεία:
α) από την διαίρεσή του σε 33 βαθμούς, που υποδιαιρούνται σε Συμβολικές Στοές 1 έως 3, σε Στοές Τελειοποιήσεως 4 έως 14, σε Υπέρτατα Περιστύλια 15 έως 18, σε Αρείους Πάγους 19 έως 30, σε Συνόδους του 32 και στα Ύπατα Συμβούλια του 33ου βαθμού,
β) από τα Τυπικά του, όπου παρατηρούνται διαφορές από τα άλλα στις διαδικασίες ανοίγματος και κλεισίματος εργασιών, στη μύηση σε κάθε βαθμό, στη Διδασκαλία και στην ονοματοδοσία και διάρθρωση του Συμβουλίου των Αξιωματικών και
γ) στις Θεμελιώδεις Αρχές του.
Το Υ.Σ. της Ελλάδος ιδρύθηκε το 1872, έχει αποδεχθεί συνεπώς άνευ άλλου τινός τα Μεγάλα Συντάγματα του 1762 και 1786 και συνέταξε τον τελευταίο του Γενικό Κανονισμό το 1958, που εξακολουθεί να ισχύει ως έχει και μέχρι σήμερα. Τα άρθρα αυτού του Γενικού Κανονισμού 1 έως και 3 περιέχουν τις Θεμελιώδεις Αρχές του, που είναι αυτές καθ' εαυτές οι Θεμελιώδεις Αρχές του Αρχαίου και Αποδεδεγμένου Σκωτικού Τύπου, πράγμα που σημαίνει ότι όποιο Τεκτονικό Σώμα, που εν τω μεταξύ τις έχει αποδεχθεί, αποφασίσει να τις παραβιάσει τίθεται αυτομάτως εκτός του συστήματος του Αρχαίου και Αποδεδεγμένου Σκωτικού Τύπου και ασκεί από εκεί και πέρα άλλο Τύπο της επιλογής του. Γι' αυτό το λόγο και η Μεγάλη Στοά της Ελλάδος του ΑΑΣΤ, συνέχεια της Μεγάλης Στοάς της Ελλάδος του 1868, έχει και σήμερα σε ισχύ το Σύνταγμα του 1972, στο άρθρο 1 του οποίου αναφέρονται οι δέκα Θεμελιώδεις Αρχές του, που αποτελούν αντιγραφή των 10 Θεμελιωδών Αρχών του Αρχαίου και Αποδεδεγμένου Σκωτικού Τύπου, όπως προηγουμένως αναφέρθηκαν.
Συγκεκριμένα οι Θεμελιώδεις Αρχές του Αρχαίου και Αποδεδεγμένου Σκωτικού Τύπου είναι οι εξής:
Άρθρον 1ον του Γενικού Κανονισμού
Το Υ.Σ. του 33ου και τελευταίου βαθμού της Ελλάδος ακολουθεί πιστώς τας αρχάς του Αρχαίου και Αποδεδεγμένου Σκωτικού Τύπου, τας καθιερωθείσας υπό των Μεγάλων Συνταγμάτων του 1786 αποδεχόμενον τα κάτωθι:
I. Ο Ελευθεροτεκτονισμός διακηρύσσει, ως διεκήρυξεν από της γενέσεώς του την ύπαρξιν του Μεγάλου Αρχιτέκτονος του Σύμπαντος και την Αθανασίαν της Ψυχής.
II. Ο Ελευθεροτεκτονισμός σκοπεί εις την συνένωσιν πάντων των δεδοκιμασμένης αρετής ανθρώπων προς έρευναν της αληθείας, μελέτην της ηθικής, άσκησιν της αρετής και αλληλεγγύης, εργαζόμενος υπέρ της πνευματικής και ηθικής βελτιώσεως του ανθρώπου και πρεσβεύει την αμοιβαίαν ανοχήν, την απόλυτον της συνειδήσεως ελευθερίαν και τον προς την ανθρωπίνην αξία σεβασμόν.
ΙΙΙ. Ο Ελευθεροτεκτονισμός σκοπεί προσέτι εις την καταπολέμισιν της αμαθείας υφ' όλας τας μορφάς και ομοιούται προς σχολείον αμοιβαίας διδασκαλίας συνοψιζομένης ούτω: Υπακούειν εις τους Νόμους του Κράτους, Ζειν εντίμως, Πράττειν το Δίκαιον, Αγαπάν τον πλησίον και Εργάζεσθαι αδιαλείπτως υπέρ της βελτιώσεως εαυτού και των άλλων ανθρώπων και υπέρ της ευημερίας της Κοινωνίας και της όλης Ανθρωπότητος. (βλ. και σχετικές διατάξεις του Μανιφέστου της Λωζάννης).
IV. Ο Ελευθεροτεκτονισμός, αποκλείων εκ των τάξεων του τους αθέους, προσδέχεται ως μέλη αυτού άνδρας πάσης εθνικότητος, πάσης φυλής και πάσης πίστεως, χωρίς να εξετάζει τας θρησκευτικάς εκάστου δοξασίας αλλά και μόνον το ελεύθερον και την χρηστοήθειαν αυτών.
V. Ο Ελευθεροτεκτονισμός ουδένα επιβάλλει περιορισμόν εις την έρευναν της αληθείας και εις εγγύησιν της ελευθερίας ταύτης αξιοί παρά πάντων των μελών του την ανοχήν (βλ. και διατάξεις του Μανιφέστου της Λωζάννης). Εν τω πνεύματι δε τούτω ο Ελευθεροτεκτονισμός απαγορεύει εν τοις εργαστηρίοις αυτού πάσαν πολιτικήν και θρησκευτικήν συζήτησιν.
VI. Ο Ελευθεροτεκτονισμός θεωρεί την εργασίαν ως το ουσιωδέστερον καθήκον του ανθρώπου και δια τούτο αποκλείει εκ των τάξεών του τους αέργους, τιμά δε εξ ίσου πάσαν έντιμον εργασίαν πνευματικήν ή σωματικήν. (βλέπε αντιστοιχίαν των ανωτέρω προς τας Θεμελιώδεις Αρχάς του 1ου άρθρου του Συντάγματος της ΜΣΤΕ του Α και ΑΣΤ).
Άρθρον 2ον του Γενικού Κανονισμού
Οι Ελευθεροτέκτονες οφείλουσιν αμοιβαίαν βοήθειαν εις πάσαν περίστασιν του βίου. Πρώτον τούτων καθήκον ομολογείται πίστις προς την Πατρίδα, προς δε σεβασμός και υπακοή στα Μεγάλα Συντάγματα του 1762 και 1786 και εις θεσπίσματα και τας αποφάσεις του Υπάτου Συμβουλίου του 33ου της Ελλάδος.
Άρθρον 3ον του Γενικού Κανονισμού
Τα ανεγνωρισμένα και συντεταγμένα εργαστήρια του Αρχαίου και Αποδεδεγμένου Σκωτικού Τύπου καλούνται Στοαί, Στοαί Τελειοποιήσεως, Υπέρτατα Περιστύλια, Άρειοι Πάγοι, Δικαστήρια, Σύνοδοι και Ύπατον Συμβούλιον. (Γενικός Κανονισμός, Έκδοση 1958, σελ. 43 – 45).
Το Ύπατο Συμβούλιο συγκροτείται από εννέα Μεγάλους Αξιωματικούς με επικεφαλής τον Κραταιότατο Ύπατο Μεγάλο Ταξιάρχη.
Τα Ύπατα Συμβούλια, που ιδρύθηκαν από το 1801 μέχρι και το 1874 είχαν το χαρακτηριστικό να διοικούν τα Τάγματα που ακολουθούσαν τον ΑΑΣΤ ενιαίως από τον 1ο μέχρι και τον 33ο βαθμό και έτσι ο Υ.Μ.Τ. να είναι τότε ταυτόχρονα και Μ. Διδ. των Συμβολικών Στοών.
Στις 22 Σεπτεμβρίου 1875 συνήλθε το Παγκόσμιο Συνέδριο των Υπάτων Συμβουλίων στη Λωζάννη και έγινε αποδεκτό το Μανιφέστο, που είναι γνωστό ως Συνθήκη της Λωζάννης του 1875. Αυτό το Παγκόσμιο Συνέδριο απεφάσισε δύο σημαντικά πράγματα:
α) ότι τα Τεκτονικά Σώματα που ασκούν τον ΑΑΣΤ χωρίζονται σε δύο ανεξάρτητα απ' αλλήλων διοικητικά, δηλαδή σε Μεγάλες Συμβολικές Στοές του ΑΑΣΤ, που διοικούνται από Μεγάλο Διδάσκαλο και σε Ύπατα Συμβούλια, με επικεφαλής Ύπατο Μέγα Ταξιάρχη, που διοικούν τα λεγόμενα Φιλοσοφικά Εργαστήρια από 4 έως και 33 και
β) προέβη στην περίφημη Διακήρυξη Αρχών της οποίας το περιεχόμενο έχει ως εξής:
Ο Ελευθεροτεκτονισμός διακηρύσσει, όπως άλλωστε διεκήρυξε ευθύς εξ αρχής από της εμφανίσεώς του, την ύπαρξη μιας Δημιουργού Αρχής υπό το όνομα «ΜΑΤΣ» (προσδιορισμός της έννοιας του Θεού).
Ουδέν θέτει όριο στην αναζήτηση της Αλήθειας και προς εξασφάλιση αυτής της ελευθερίας απαιτεί από όλους την ανοχή (προσδιορισμός της έννοιας της ανοχής).
Ο Ελευθεροτεκτονισμός είναι συνεπώς ανοικτός σε κάθε εθνικότητας, φυλής και πίστης.
Απαγορεύει μέσα στις Στοές κάθε συζήτηση πολιτικού και θρησκευτικού περιεχομένου. Δέχεται κάθε άνδρα οιεσδήποτε και αν είναι οι πολιτικές και θρησκευτικές του πεποιθήσεις, στις οποίες ο Ελευθεροτεκτονισμός δεν υπεισέρχεται αρκεί ο ζητών την εισδοχή του να είναι ελεύθερος και χρηστοήθης.
Ο Ελευθεροτεκτονισμός έχει ως σκοπό τον αγώνα κατά της άγνοιας σε όλες της τις μορφές και αποτελεί σχολή της οποίας το πρόγραμμα συμπυκνώνεται ως εξής: α) υπακοή στους νόμους της πατρίδας, β) έντιμη ζωή, γ) άσκηση της δικαιοσύνης, δ) αγάπη των ομοίων, ε) εργασία ως πρώτιστο καθήκον για την ευτυχία της ανθρωπότητας και στ) χειραφέτηση προοδευτική και ειρηνική.
Περαιτέρω, μετά 54 χρόνια, από 29 Απριλίου έως και 4 Μαϊου 1929 στο Παρίσι πραγματοποιήθηκε η Διάσκεψη των Υπάτων Συμβουλίων του 33ου βαθμού, στην οποία συμμετείχαν μόνο τα Ύπατα Συμβούλια, που αποδέχθηκαν τις αποφάσεις της Λωζάννης (και ήσαν βέβαια η συντριπτική πλειοψηφία), καθ' όσον ορισμένα Υ.Σ. συνέχισαν να λειτουργούν κατά το ενιαίο σύστημα.
Μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης, που αποτελεί για τα Ύπατα Συμβούλια που την αποδέχθηκαν το τρίτο Συνταγματικό κείμενο του Αρχαίου και Αποδεδεγμένου Σκωτικού Τύπου, το Συνέδριο των Παρισίων του 1929 προέβη στην Διακήρυξη των παρακάτω 5 Αρχών, που είναι στην πραγματικότητα επεξηγήσεις ή διευκρινήσεις, που κρίθηκαν αναγκαίες επάνω στα τρία προαναφερθέντα συνταγματικά κείμενα:
Τα Ύπατα Συμβούλια διαβεβαιώνουν ότι οι όρκοι που ζητούν κατά τις διαδοχικές μυήσεις είναι αποκλειστικώς και μόνον φύσεως διοικητικής και μυητικής και συνεπώς κανένας από αυτούς τους όρκους δεν περιορίζει την ελευθερία, την πολιτική ή θρησκευτική του Τέκτονα που τους δίνει, που έτσι αυτός διατηρεί όλα τα απαράγραπτα και απαραβίαστα δικαιώματά του, του ελεύθερου πολίτη (Σύνταγμα – Διεθνείς Συνθήκες – Συνθήκη Ρώμης).
Από την παραπάνω διαβεβαίωση προκύπτει ότι και αν ακόμη ο Τέκτων οφείλει να σέβεται και να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τα Συντάγματα και τον Γενικό Κανονισμό του Υπάτου Συμβουλίου στο οποίο ανήκει, δεν αναγνωρίζει κανέναν αρχηγό Τεκτονικού Τάγματος σε επίπεδο κοινωνικό, πολιτικό ή θρησκευτικό.
Και αν ακόμη τα Ύπατα Συμβούλια σε Παγκόσμια Συνέδρια επιφέρουν βελτιώσεις ομοιομορφίας στα κείμενα, τα μυητικά ή διοικητικά, που χρησιμοποιούν προκειμένου να βελτιώνουν τις μυητικές μεθόδους με σκοπό την πνευματική και ηθική τελειοποίηση των μελών τους, εν τούτοις όμως ως Ύπατα Συμβούλια του ΑΑΣΤ οφείλουν να καθιερώσουν το κάθε ένα από αυτά οργάνωση διακριτή και κυρίαρχη.
Όπου υφίσταται οργάνωση Συμβολικών Στοών τα Ύπατα Συμβούλια απέχουν από οποιαδήποτε νομοθετική, οργανωτική ή διοικητική παρέμβαση σε αυτές, όμως οι Τέκτονες που ανήκουν σε Φιλοσοφικά Εργαστήρια 4 έως και 33 πρέπει να είναι οπωσδήποτε κανονικά μέλη Συμβολικών Στοών (αποβολή από την Συμβολική Στοά και συνέπειες). Μια από τις πλέον σημαντικές αποστολές των μελών των φιλοσοφικών εργαστηρίων είναι η υπεράσπιση, διατήρηση και εξάπλωση του εσωτερισμού στον Ελευθεροτεκτονισμό (προσδιορισμός της υπεράσπισης των Αρχαίων Παραδόσεων του Τάγματος).
Ακολουθώντας την ανθρωπιστική τους αποστολή και μέσα στα πλαίσια της νομιμότητας της συντεταγμένης πολιτείας τα Ύπατα Συμβούλια έχουν υποχρέωση να χρησιμοποιήσουν την ηθική επιρροή τους και να κάνουν κάθε δυνατή προσπάθεια να εξασφαλίσουν την παγκόσμια ειρήνη και να εγκαθιδρύσουν στις καρδιές και στη ζωή των ανθρώπων όλου του κόσμου την κυριαρχία της αδελφικής αγάπης.
Μετά από 67 συναπτά έτη και έναν ακόμη παγκόσμιο πόλεμο, ένα ψυχρό πόλεμο, που διαίρεσε την ανθρωπότητα σε δύο στρατόπεδα και τεράστιες αντιθέσεις στο οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο μεταξύ των περισσότερων λαών της γης, που είχαν την αυτονόητη επίδρασή τους στην σκέψη και λειτουργία των τεκτονικών σωμάτων ανά τον κόσμο, το Υ.Σ. της Γαλλίας προκάλεσε το Διεθνές Συνέδριο των Παρισίων του Σεπτεμβρίου του 1996, προκειμένου να επαναπροσδιοριστούν εκ νέου οι Αρχές και τα κριτήρια Κανονικότητος, που προσδιορίζουν την ιδιαιτερότητα του Αρχαίου και Αποδεδεγμένου Σκωτικού Τύπου. Το Συνέδριο αυτό ομοφώνως εψήφισε και υιοθέτησε Αρχές και Κριτήρια ως εξής:
Επίκληση «Εις Δόξαν του Μεγάλου Αρχιτέκτονος του Σύμπαντος».
Παρουσία ανοικτού επί του Βωμού των Όρκων του Τόμου του Ιερού Νόμου. Ως τόμος εδώ εννοείται σε αναφορά με τα Τυπικά του ΑΑΣΤ η Βίβλος.
Η αναφορά στα Ιδρυτικά Κείμενα (Συντάγματα και Κανονισμοί του 1762 και Μεγάλα Συντάγματα του 1786).
Η χρήση των εμβλημάτων «Η τάξις εκ του χάους» και «Ο Θεός και το Δίκαιόν μου».
Ο σεβασμός της μυητικής προόδου. Τέλος
Το ιδανικό της ενότητας του ΑΑΣΤ δεν καταργεί τον σεβασμό της ανεξαρτησίας, της κυριαρχίας και της εθνικής ευαισθησίας κάθε Δικαιοδοσίας.
Η συνάντηση των Υπάτων Συμβουλίων πραγματοποιήθηκε για δεύτερη φορά κατά μήνα Σεπτέμβριο 1998 στη Γάνδη και στα πλαίσια των αποφάσεων της Συνάντησης των Παρισίων του 1996 και σε συνέχεια του περιεχομένου εκείνων αποδέχθηκε ομόφωνα τα παρακάτω:
Η μυητική πρόοδος είναι μια πνευματική αναζήτηση, που στηρίζεται στην επίκληση μιας Ανωτάτης Αρχής υπό το όνομα ΜΑΤΣ. (Επαναπροσδιορισμός της έννοιας του ΜΑΤΣ).
Η αναζήτηση της αλήθειας δεν υπόκειται σε φραγμούς ή δογματικές θέσεις, πράγμα που θέτει το δικαίωμα και την υποχρέωση της ερμηνείας της έννοιας του ΜΑΤΣ και των συμβόλων κατά συνείδηση.
Η μυητική πρόοδος εκλαμβάνεται και ασκείται μέσα στα πλαίσια του σταθερού σεβασμού των αξιών της καθαρής και αυθεντικής Παραδόσεως του Τύπου. Κάθε μυητικό στάδιο πρέπει να επιτρέπει την ανακάλυψη της πατρότητας της Παραδόσεως μέσα από τη
ερμηνεία των μύθων και των συμβόλων.
Καμμία μυητική πρόοδος και καμμία μύηση διακεκριμένως δεν είναι έγκυρη και ισχυρή εάν δεν εκτελείται από Κανονική Τεκτονική Αρχή υποκείμενη σε Κανονικό Υ.Σ..
Ο σεβασμός της μυητικής προόδου επιβάλλει αναγκαίως α) να επαγρυπνούμε για την διαφύλαξη και διατήρηση των Τυπικών, που βασίζονται στις Θεμελιώδεις Αρχές και στις αυθεντικές πηγές του Τύπου, στο σεβασμό των παραδόσεών του και των εξουσιών του κυρίαρχου Υπάτου Συμβουλίου έτσι ώστε η ενότητα του Τύπου να μη συγχέεται με την ομοιομορφία, β) να εκτελούνται κατά τρόπο πλήρη και τέλειο τα Τυπικά, που αποτελούν το συμβολικό και μυθολογικό όχημα και προσφέρουν στην μύηση την πνευματική της αξία, γ) να συμμετέχει ο υπό μύηση ενεργά στην διαδικασία κατά το Τυπικό, προκειμένου να βιώσει προσωπικά και απολύτως κάθε στάδιο αυτής της προόδου.
Η μυητική πρόοδος είναι μία αργή πορεία προσωπικής και συλλογικής οικοδόμησης του Τέκτονα μέσα από την σταδιακή αφομοίωση της Διδασκαλίας κάθε βαθμού.
Η μυητική πρόοδος οφείλει συνεπώς να οργανώνεται με τρόπο προοδευτικό και ένα ρυθμό κατάλληλο για την επίτευξη της πνευματικής και ηθικής εξέλιξης του Τέκτονα ανάλογης με την ικανότητά του αφομοίωσης, προκειμένου να γίνει δεκτός στον ανώτερο βαθμό.
Αυτή η πρόοδος σηματοδοτείται από αναγκαία διαδοχικά στάδια που είναι άνευ άλλου τινός : οι βαθμοί τελειοποιήσεως, οι περιστυλιακοί βαθμοί, οι αρεοπαγιτικοί βαθμοί και κάθε ένας από τους τρείς τελευταίους βαθμούς. Τα παραπάνω στάδια περιέχουν υποχρεωτικά μία τουλάχιστον μύηση για κάθε ένα από αυτά.
Η συμμετοχή του Τέκτονος σε αυτή τη μυητική προοδευτική διαδικασία επιβάλλει κανόνες υπακοής και πίστης στο Τάγμα, όπως επίσης και τον σεβασμό στους όρκους.
Η μυητική πρόοδος δεν υπάρχει μόνον για τον Τέκτονα ή για το Τάγμα. Η μυητική πρόοδος οδηγεί τον Τέκτονα να δρα μέσα στην κοινωνία, να ασκεί το καλό εν γένει και την δικαιοσύνη και να εργάζεται χωρίς όρια για την πρόοδο και την ευτυχία της ανθρωπότητας.
Τα Ύπατα Συμβούλια επιβεβαιώνουν ακόμη μια φορά τον αποκλεισμό των πολιτικών και θρησκευτικών διενέξεων.
Τέλος η συνάντηση των Υπάτων Συμβουλίων, που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο του 2001, υπό την αιγίδα του Υπάτου Συμβουλίου της Ελλάδος, σε συνέχεια των αποφάσεων του Παρισιού και της Γάνδης, εξήγαγε τα παρακάτω συμπεράσματα:
Α. Τα Ύπατα Συμβούλια αφού έλαβαν υπ' όψη τους:
Ότι όλες οι προσπάθειες εξωτερίκευσης του Τύπου απέτυχαν, δημιούργησαν αντιδράσεις εχθρότητας και κατέστησαν ευάλωτη την γαλήνη του Τύπου.
Ότι ο ΑΑΣΤ συνιστά σταθερό σημείο αναφοράς σε ένα σύγχρονο κόσμο ακραίων αντιθέσεων. Η Παράδοση δεν μπορεί να υποκύψει μπροστά στην μόδα και τον μοντερνισμό και πρέπει να είναι επιφυλακτική σε τάσεις καταστρεπτικές ή αποσταθεροποιητικές των ψευδοπροφητών του σύγχρονου κόσμου.
Ότι οι συνάνθρωποί μας σήμερα απορροφώνται κάθε μέρα και περισσότερο από υλιστικές ενασχολήσεις χάνοντας έτσι ισοβίως τις ουσιώδεις αξίες. Ο ΑΑΣΤ μέσα από την πνευματική του διάσταση προσφέρει σε άνδρες που το επιζητούν μια αρμονική ανάπτυξη που θα επιτρέπει να ακτινοβολούν στον βέβηλο κόσμο και την ανθρώπινη κοινωνία. Οι νέοι, που έχουν την επιθυμία της δημιουργίας κατά την διάρκεια της ζωής τους θα βρουν κοντά σε αυτούς τους άνδρες μια απάντηση στα ερωτήματά τους.
Κατά συνέπεια όλων αυτών υπενθυμίζουν ότι έργο του ΑΑΣΤ είναι να ενδυναμώνει τους χαρακτήρες, να σταθεροποιεί προσωπικότητες και να διεγείρει συνειδήσεις.
Β. Τα Ύπατα Συμβούλια αφού έλαβαν υπ' όψη τους την Διακήρυξη του Παρισιού του 1996 και καθορίζοντας πλήρως τα Κριτήρια Κανονικότητας του Τύπου προσθέτουν ομοφώνως ως έκτο Θεμελιώδες Κριτήριο του Τύπου την υποχρέωση του αμιγούς του Τάγματος υπό την έννοια ότι οι γυναίκες δεν γίνονται δεκτές στις κανονικές Τεκτονικές Εργασίες εν Στοά.
Γ. Τέλος καθώρισε την έννοια του ΜΑΤΣ διαζευτικά σε «Ανώτατη ή Δημιουργό Αρχή».
Κατά το έτος 2003 πραγματοποιήθηκε στο Βελιγράδι της Σερβίας η τέταρτη συνάντηση των Υπάτων Συμβουλίων, κατά την οποία με ομόφωνη απόφαση των Συνέδρων ορίστηκε ως έβδομο κριτήριο της Κανονικότητας Υπάτων Συμβουλίων και Μεγάλων Στοών του Αρχαίου και Αποδεδεγμένου Σκωτικού Τύπου «ο ανοικτός και αδογματικός χαρακτήρας της πνευματικότητας του Τύπου», ενώ επαναπροσδιορίστηκε η έννοια του ΜΑΤΣ μοναδικά ως «Δημιουργού Αρχής».
Η πέμπτη συνάντηση, που πραγματοποιήθηκε το 2006 στην Libreville της Gabon, προέβη σε ανασκόπηση των πεπραγμένων της δεκαετίας 1996 – 2006, ενώ τέλος η έκτη συνάντηση, που πραγματοποιήθηκε το 2008 στο Σάο-Πάολο της Βραζιλίας κατέληξε στην ανάγκη μιας κοινής πορείας προς ομογενοποίηση της μυητικής πρακτικής μέσω της αποδοχής κοινών τυπικών σε όλους τους βαθμούς απ' όλα τα Ύπατα Συμβούλια.