Σύμφωνα με έναν ορισμό, τον οποίο δίνει το Τυπικό της Αμίλλης, Τεκτονική είναι «ιδιόμορφον σύστημα ηθικής (σ.σ. όχι θρησκείας ή θεοσοφίας) καλυπτόμενον δι’ αλληγοριών και καταδεικνύμενον διά συμβόλων». Πρόκειται για μια αδελφότητα ανδρών συνδεδεμένων μεταξύ τους με δεσμούς ισχυράς όσο και αγνής φιλίας. Ταυτόχρονα όμως η πορεία της αναζήτησης μέσω της Τεκτονικής είναι μοναχική, καθώς ο κάθε αδελφός εξάγει τα δικά του συμπεράσματα και η διδασκαλία που λαμβάνει δεν έχει χαρακτήρα αποφατικό ή δογματικό, αλλά απολύτως ηθικό. Μέσω δρωμένων, τα οποία εμφανίζονται αρχαίας προέλευσης, επιχειρείται να μεταδοθεί στον κάθε αδελφό το ερέθισμα της σκέψεως και του προβληματισμού, ή απλώς και μόνον ένα βαθύ ηθικό μήνυμα, για την αποκωδικοποίηση του οποίου φέρει μόνος ο ίδιος την απόλυτο ευθύνη. Αυτός είναι ο λόγος που εκ των βασικών προαπαιτούμενων χαρακτηριστικών ενός υποψηφίου Τέκτονος είναι να τυγχάνει «ανήρ ελεύθερος». Ελεύθερος και τύποις, δηλαδή να μην έχει γεννηθεί σε κατάσταση δουλείας, αλλά και ουσία, δηλαδή να μην τον κυριεύουν τα πάθη του ή να μην παρασύρεται από τους τρεις διαχρονικούς «εχθρούς» της Τεκτονικής και του Λόγου εν γένει, δηλαδή την Τυραννία, την Άγνοια και τον Φανατισμό.
Αυτό λοιπόν το τόσο αρχαίο, τόσο σπουδαίο και τόσο πολυσυζητημένο σύστημα, η Τεκτονική Τέχνη, ολοκληρώνεται κατά τρόπο τέλειο σε τρία στάδια, ή τρεις βαθμούς. Η κατηγοριοποίηση έρχεται απευθείας από τις συντεχνίες των λιθοξόων του μεσαίωνα αλλά και των νεώτερων χρόνων. Είναι γνωστό ότι ακόμη και τα μπουλούκια των Ηπειρωτών τεχνιτών της πέτρας, που ξεκινώντας από τα γιαννιώτικα Μαστοροχώρια έχτισαν σχεδόν όλη την ελληνική ύπαιθρο, διοικούνταν κατά τρόπο αυστηρό από τον πρωτομάστορα, ο οποίος είχε και την γενική ευθύνη χάραξης και σχεδιασμού του έργου και ο οποίος επέβλεπε την εργασία των μαστόρων του, οι οποίοι με τη σειρά τους στηρίζονταν στους
καλφάδες και τα τσιράκια τους (μαθητευόμενα παιδιά).
Η διαδικασία η οποία ακολουθείται για το άνοιγμα και το κλείσιμο των εργασιών, όπως και για την πορεία των διαφόρων μυήσεων, ονομάζεται Τυπικό. Ανά τον Κόσμο οι Στοές εργάζονται σε διάφορα Τυπικά, χωρίς όμως το κεντρικό νόημα και το δίδαγμα του κάθε βαθμού να αλλοιώνονται έστω και κατ’ελάχιστον. Έτσι μερικά από τα γνωστότερα Τυπικά είναι της Αμίλλης, το Σκωτικό, το Γαλλικό, το Σρέντερ, το Τουρκικό, το Ελληνικό (τα δύο τελευταία παραλλαγέ του Γαλλοσκωτικού).
Όταν ο Διδάσκαλος Τέκτων συνειδητοποιήσει το μέγεθος των βαθμών που έχει λάβει και το πλάτος των νοημάτων και των διδασκαλιών, αρχίζει να εκφράζει ένα πλήθος αποριών για πολλά από τα όσα είδε και βλέπει εξακολουθητικά εντός της Στοάς του. Τότε είναι που έχει επιστεί ο καιρός να γνωρίσει Τεκτονικά Σώματα «πέραν της Συντεχνίας». Τέτοια υπάρχουν πολλά και επισήμως αγνοούνται από τον αρχαίο Τεκτονισμό, ο οποίος αποτελείται από μόνον τρεις βαθμούς. Όλα τα πέραν της Συντεχνίας σώματα δέχονται ως μέλη τους μόνον όσους αδελφούς έχουν λάβει τουλάχιστον τον τρίτο βαθμό του Διδασκάλου Τέκτονος. Οι δύο γνωστότερες ομάδες επιγενόμενων ή παράπλευρων σωμάτων Παγκοσμίως είναι το Ύπατο Συμβούλιο του 33ου και το σύστημα της Υόρκης.
Το Ύπατο Συμβούλιο του 33ου διοικεί τα υπ’αυτό εργαστήρια τα οποία χωρίζονται σε: Στοές Τελειοποιήσεως, οι οποίες αποδίδουν τους βαθμούς 4-16, όπου επεξηγείται ο Τεκτονικός Μύθος στον οποίον ήδη αναφερθήκαμε, Ύπατα Περιστύλια, τα οποία αποδίδουν τους βαθμούς 17-18, όπου δίδεται φιλοσοφικότερη διάσταση στην τεκτονική διδασκαλία, Αρείους Πάγους, όπου αποδίδονται οι βαθμοί 19-30, και το Ύπατο Συμβούλιο που αποδίδει τους υπόλοιπους βαθμούς, οι οποίοι είναι εν πολλοίς διοικητικής φύσεως.
Αντίστοιχα το σύστημα της Υόρκης δεν έχει ενιαία διοίκηση. Όμως θεωρητικά ανήκουν σε αυτό οι Στοές Μάρκ και Ναυτίλου, στις οποίες δίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα στην σημασία του τεχνίτη λιθοξόου και στην παράδοση του Κατακλυσμού, τα εργαστήρια των Κρυπτικών, όπου επεξηγείται περαιτέρω ο Τεκτονικός Μύθος. Από πολλές Μεγάλες Στοές εκτός των τριών πρώτων βαθμών αναγνωρίζεται ως επέκταση και επεξήγηση του τρίτου βαθμού το Περιστύλιο της Ιεράς Βασιλικής Αψίδος. Άρα το σύστημα της Υόρκης δεν διακρίνεται για την εσωτερική συνοχή του και την κοινή διοίκηση, όπως το σύστημα του 33ου ή Σκωτικός Τύπος. Εδώ πρόκειται για ξεχωριστά σώματα τα οποία αντιμετωπίζονται ως σύνολο μόνο στον βαθμό που αποτελούν τεκτονική παράδοση στις αγγλοσαξονικού τύπου Στοές.
Αρκετοί Τέκτονες επιλέγουν να αρκεστούν στους τρεις πρώτους βαθμούς θεωρώντας πως εκεί έχουν ολοκληρώσει την αναζήτησή τους. Άλλοι πάλι επιλέγουν τον Τύπο της Υόρκης ή τον Σκωτικό Τύπο και άλλοι επιλέγουν και τις δύο διαδρομές κρατώντας ό,τι τους εκφράζει και τους ικανοποιεί περισσότερο στο τέλος της πορείας τους αυτής. Συνήθως όμως τίποτε δεν εμποδίζει την όποια επιλογή των αδελφών και σίγουρα κανείς δεν επιβάλλει καμία πορεία σε κανέναν.
Aδ. Χ.Κ