Το λεγόμενο «ομηρικό ζήτημα» προέκυψε για πρώτη φορά τον 3ο και τον 2ο π.Χ. αιώνα και αφορούσε το ερώτημα αν ο ίδιος ποιητής έγραψε και την Ιλιάδα και την Οδύσσεια ή αν τα δύο έπη έχουν διαφορετικούς δημιουργούς.
Οι πρώτοι «χωρίζοντες» (που υποστηρίζουν, δηλαδή, ότι δυο διαφορετικοί ποιητές έγραψαν την Ιλιάδα και την Οδύσσεια) ήταν ο Ελλάνικος και ο Ξένωνας.
Πολύ αργότερα, τον 17ο μ.Χ. αιώνα, ξεσπά (αρχικά στην Ιταλία, στη συνέχεια στη Γαλλία και στην Αγγλία) η περίφημη «μάχη των βιβλίων», που αφορά το ερώτημα «αν οι νεότεροι συγγραφείς είναι ανώτεροι από τους αρχαίους» και συγκλονίζει την Ευρώπη μέχρι και τα τέλη του 18ου αιώνα.
Στα πλαίσια αυτής της «μάχης» ξανατίθεται και το «ομηρικό ζήτημα». Το 1795 ο φιλόλογος και πανεπιστημιακός δάσκαλος Friedrich August Wolf δημοσιεύει μια μελέτη του με τον τίτλο «Προλεγόμενα στον Όμηρο», η οποία δίνει την αφορμή για μια επιστημονική διαμάχη που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.
Οι φιλόλογοι που ασχολούνται με τον Όμηρο χωρίζονται από τότε σε δύο μεγάλες κατηγορίες: στους αναλυτικούς και στους ενωτικούς.
Οι αναλυτικοί υποστηρίζουν ότι τα ομηρικά έπη δεν συντέθηκαν έτσι όπως τα ξέρουμε από την αρχή, αλλά είτε αποτελούν συρραφή πολλών μικρότερων επών είτε προήλθαν από απανωτές προσθήκες σε έναν αρχικό επικό πυρήνα.
Έτσι, αναλύουν τα δύο έπη, προσπαθώντας να βρουν όχι μόνο την αρχική τους μορφή, αλλά και τις προσθήκες που έγιναν κατά το πέρασμα των χρόνων.
Οι αναλυτικοί προσπαθούν να αποδείξουν την άποψή τους προβάλλοντας τα εξής επιχειρήματα:
α) Την εποχή της σύνθεσης των δύο επών οι Έλληνες δεν γνωρίζουν τη γραφή. Η πρώτη καταγραφή της Ιλιάδας και της Οδύσσειας γίνεται αργότερα από τον Πεισίστρατο.
β) Σ' έναν προφορικό πολιτισμό, δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν άνθρωποι που να μπορούν να απομνημονεύσουν 12.000 στίχους. Μόνο μικρά ποιήματα μπορούν να συντεθούν από μνήμης.
γ) Οι ανωμαλίες και οι αντιφάσεις που παρατηρούμε στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια αποδεικνύουν ότι τα δύο έπη προέκυψαν από την ένωση πολλών μικρότερων ποιημάτων, τα οποία συνέθεσαν πολλοί (ή τουλάχιστον δύο) διαφορετικοί ποιητές και σε διαφορετικές
εποχές.
δ) Το όνομα Όμηρος δεν αντιστοιχεί σε ένα πραγματικό πρόσωπο, αλλά χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει συνοπτικά όλους τους ποιητές που συνέθεσαν τα μικρά ποιήματα, από την ένωση των οποίων προήλθαν τα δύο έπη.
Στον 20ό αιώνα, τόσο τα αρχαιολογικά ευρήματα (που απέδειξαν την ύπαρξη γραφής πολύ νωρίτερα από την εποχή της σύνθεσης των ομηρικών επών) και οι λαογραφικές έρευνες (που απέδειξαν την ύπαρξη σύγχρονων αγράμματων ραψωδών, οι οποίοι είναι σε θέση να απομνημονεύσουν πάνω από 10.000 στίχους) καταρρίπτουν τα δύο πρώτα επιχειρήματα των «αναλυτικών».
Όσον αφορά το τέταρτο επιχείρημα, όλες οι αρχαίες μαρτυρίες οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο Όμηρος υπήρξε στ’ αλήθεια, άσχετα αν ήταν αυτός που συνέθεσε και τα δύο έπη. Στο τρίτο, τέλος, επιχείρημα των «αναλυτικών» έδωσαν απάντηση οι αντίπαλοί τους, οι «ενωτικοί».
Οι ενωτικοί πιστεύουν στην ύπαρξη του Ομήρου και στην ενότητα των επών του. Δέχονται ότι υπάρχουν κάποιες ανωμαλίες και «αντιφάσεις» στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια, αλλά υποστηρίζουν ότι αυτές είναι σκόπιμες και εξυπηρετούν κάποιες μεταγενέστερες προσθήκες στίχων ή ολόκληρων αποσπασμάτων, αλλά ισχυρίζονται ότι αυτές οι προσθήκες δεν βλάπτουν την ενότητα των δύο επών.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, εμφανίστηκε και μια τρίτη κατηγορία ομηριστών, που ονομάστηκαν «νεοαναλυτικοί». Τα πρώτα δείγματα της «νεοαναλυτικής» θεωρίας δίνονται, βέβαια, πολύ νωρίτερα, στις αρχές του 20ού αιώνα, αλλά σαν σχολή οι νεοαναλυτικοί εμφανίζονται μετά το 1945.
Με σημαντικότερους εκπροσώπους τον W. Schadewaldt και τον Ι. Κακριδή, οι νεοαναλυτικοί υποστηρίζουν ότι:
α) Η ενότητα των δύο επών είναι αναμφισβήτητη.
β) Ο Όμηρος ολοκληρώνει μια μακραίωνη παράδοση και ταυτόχρονα εγκαινιάζει μια νέα εποχή.
γ) Κατά τη σύνθεση των ποιημάτων του, ο Όμηρος χρησιμοποιεί παλιότερες πηγές, τις οποίες προσπαθεί να αφομοιώσει δημιουργικά, αλλά προσθέτει και πολλούς δικούς του νεοτερισμούς. Γι’ αυτό και το έργο του είναι ταυτόχρονα παραδοσιακό και πρωτότυπο.
Τέλος, πρέπει να σημειώσουμε ότι στις μέρες μας οι περισσότεροι φιλόλογοι α) θεωρούν την Οδύσσεια μεταγενέστερη από την Ιλιάδα. Τοποθετούν τη σύνθεση της Ιλιάδας κοντά στο δεύτερο μισό του 8ου π.Χ. αιώνα και τη σύνθεση της Οδύσσειας στον 7ο π.Χ. αιώνα·
β) δέχονται την πιθανότητα να συνέθεσε ο Όμηρος την Ιλιάδα κι ένας άλλος ποιητής την Οδύσσεια·
γ) δεν αμφισβητούν την ενότητα των ομηρικών επών·
δ) δέχονται ότι ο Όμηρος χρησιμοποίησε κάποιες παραδοσιακές πηγές και προσπαθούν να τις ανιχνεύσουν.