Τετάρτη 4 Μαρτίου 2015

Οι δρόμοι της γνώσης.

 

Αναμφισβήτητα κομβικό σημείο στην αρχαία ελληνική σκέψη υπήρξε η εμφάνιση του Σωκράτη, καθώς για πρώτη φορά ο στοχασμός του ελληνικού πνεύματος στράφηκε από την παρατήρηση της φύσης στον εσωτερικό κόσμο του εξατομικευμένου ανθρώπου. Έκτοτε τρεις αλληλοεξαρτώμενοι δρόμοι προσφέρονται για την προσέγγιση της γνώσης, και την συγκρότηση ενός πολιτισμικού ρεύματος. Ο Πρώτος βασίζεται στην «εσωτερική φιλοσοφία» ή «μεταφυσική», ο δεύτερος στην επιστημονική θεωρία, και ο τρίτος στην «κοινωνική φιλοσοφία».

Ως «εσωτερική φιλοσοφία» ή «μεταφυσική», ορίζεται το σύνολο των αναπόδεικτων στις περισσότερες περιπτώσεις πεποιθήσεων (που οφείλεται ενίοτε και στην «μυστικιστική υπερβατική ενόραση», κάποιων ιδιαίτερα «πνευματικών» ανθρώπων), μιας κοινωνίας, για την φύση του ανθρώπου και του κόσμου, οι οποίες φαίνονται στα πλαίσια αυτής της κοινωνίας να είναι ορθές. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, υπάρχει η εξωτερική γνώση, που προσλαμβάνει ο άνθρωπος με τις αισθήσεις και τη λογική του, αλλά υπάρχει και η εσωτερική γνώση που δίνεται στον άνθρωπο με την «μύηση», όταν ωριμάζει ηθικά και νοητικά.

Ο άνθρωπος αποκτά την εσωτερική γνώση πολύ πιο δύσκολα, διότι για την κατάκτησή της, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η σταθερή ενατένιση της εσωτερικής ζωής, η υπέρβαση των αισθήσεων και ο απόλυτος έλεγχος του νου. Συνεπώς, σοφός είναι αυτός που έχει υπερβεί τον κόσμο των αισθήσεων και των επιθυμιών, επειδή γι’αυτόν ανασηκώθηκε το πέπλο της πλάνης και της λήθης, και αντίκρισε την αιώνια Αλήθεια.

Είναι αυτός που κατέκτησε την γνώση που αφορά στις εσωτερικές αιτίες των φαινομένων, στους παγκόσμιους νόμους, και στις εφαρμογές αυτών των νόμων, ως αιώνιες Σταθερές στη Φύση. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Πλάτωνας (πολιτεία , 518 b-d):

«Στο εσωτερικό της ψυχής του, καθένας έχει την ικανότητα να μαθαίνει και το όργανο που του επιτρέπει να αποκτά την μόρφωση είναι η ψυχή. Και, καθώς δεν μπορούμε να στρέψουμε το μάτι μας από το σκοτάδι στο φως, χωρίς να γυρίσουμε ταυτόχρονα όλο μας το σώμα, έτσι ακριβώς πρέπει με ολόκληρη την ψυχή να πραγματοποιηθεί η στροφή αυτού του οργάνου, ως τη στιγμή που θα είναι ικανό, στραμμένο προς το πραγματικό να σηκώσει το βάρος της ενατένισης εκείνου, που είναι το πιο φωτεινό μέσα στο πραγματικό. Εκείνου, που ονομάζομε

Αγαθό.»

Σύμφωνα με την Helena Blavatsky (Μυστική Δοξασία II 49), η εσωτερική παράδοση αναγνωρίζει ως κύριους μυσταγωγούς που διαμόρφωσαν τον αρχαίο προκατακλυσμιαίο πολιτισμό, στην Δύση τον Eρμή τον Τρισμέγιστο, και στην Aνατολή τον Πες-Xουν Nάραντα, τον αρχαίο Pίσι των Bέντα, και τον Aτλάντειο Aσουραμάγια. Στον Πες-Xουν Nάραντα, αποδίδεται το βιβλίο «Kαθρέφτης του Mέλλοντος», στο οποίο καταγράφονται όλοι οι Kάλπα (χρονικοί κύκλοι) του άπειρου Xρόνου, δίνοντας την δυνατότητα της μέτρησης των επερχόμενων κύκλων.

Στον Aτλάντειο Aσουραμάγια, τον καταπληκτικό αστρονόμο, στηρίζεται το Zωδιακό αρχείο της Iνδίας, και λέγεται ότι μπορούσε να υπολογίσει όλες τις περασμένες γεωλογικές και κοσμικές περιόδους, καθώς και όσες πρόκειται να έλθουν.

Tην εποχή που καταγράφει η σύγχρονη ιστορία, μόλις 3.500 ετών, μία σειρά μυστών εμφανίστηκε σε Aνατολή και Δύση, δημιουργώντας και συντηρόντας «μυητικές εστίες». Κάποιοι από αυτούς ήταν ο Oρφέας, ο Πυθαγόρας, ο Hράκλειτος, ο Πλάτωνας, ο Πλωτίνος, ο Απολλώνιος Τυανέυς, ο Πλήθων ο Γεμιστός, ο Παράκελσος, o Giordano Bruno (Τ. Μπρούνο), και άλλοι τόσοι στην Aνατολή, οι οποίοι κράτησαν τον πυρσό της πνευματικότητας αναμμένο πάνω στον πλανήτη.

Ο δεύτερος δρόμος, είναι η επιστημονική κοσμοθεωρία, θεμελιωτής της οποίας υπήρξε ο Aριστοτέλης (384 π.χ - 322 π.χ ), και η οποία αποτελεί το κομμάτι των πεποιθήσεων, οι οποίες ερμηνεύονται βάση λογικά ελεγμένων και αντικειμενικών γνώσεων, στηριζόμενες στην παρατήρηση, το πείραμα και τον συσχετισμό των γνώσεων.

Ο τρίτος δρόμος η «κοινωνική φιλοσοφία», βασίζεται στον συνδυασμό των δύο παραπάνω, βάση των οποίων, δημιουργείται ένα σύστημα αξιών και ιδεολογιών, που χαρακτηρίζει την κοινωνία στο σύνολο της και μορφοποιεί το πολιτισμικό της πρότυπο.

Στην αρχαία Ελλάδα η «μεταφυσική», «μυστικιστική» υπερβατική εμπειρία, βρήκε διέξοδο δια μέσω της ανάπτυξης των «μυστηρίων», όπου ο υποψήφιος μύστης, θα κατανοήσει την «μυστικιστική κατάσταση», ως μια εξαιρετικά έκτακτη κατάσταση, που αποτελεί την κορυφαία στιγμή της ζωής του ανθρώπου σε αυτή την ζωή, (όχι στην μετά θάνατον), κατά την οποία επιτυγχάνεται δια μέσου των εκστατικών τελετών, λατρείας και μυήσεων, η ένωση της ανθρώπινης ψυχής με τον Θεό. (Θέωση).

Τον 5ο προς 6ο π.Χ. αιώνα, με την εμφάνιση του Διονύσου και του Ορφέα, για πρώτη φορά κάνει την εμφάνιση της και στον Ελληνικό χώρο μία «μεταφυσική υπόσχεση» , για μετά θάνατον ζωή, και ένωσης της ψυχής του μύστη με το Θείο, στα Ηλύσια πεδία.

Κατά την Αλεξανδρινή εποχή, αλλά και αργότερα με την εμφάνιση του Χριστιανισμού, η ελληνική σκέψη και θρησκευτικότητα ήρθε σε επαφή με πολλά ξένα στοιχεία.

Με τον Νεοπλατωνισμό και κυρίως με τον Πλωτίνο αναπτύσσεται εκ νέου μια νέα «Πλατωνική μεταφυσική θεώρηση», και ένας νέος μυστικισμός που έχει σχέση κυρίως με την «εις εαυτόν διείσδυση» , για την επίτευξη της ένωσης με το Θείο, ο οποίος είχε τεράστια επίδραση και επί του χριστιανικού μυστικισμού αργότερα. Για τον Πλωτίνο, ο άνθρωπος μέρος ομοούσιο της φύσης, όφειλε να αναζητήσει την οδό της επιστροφής και της ομοίωσης με το Εν - Θεό. Από άρρητο Εν πηγάζει ο Νούς, από τον οποίο απορρέει η ψυχή του κόσμου, που με την σειρά της γεννά την φύση.

Η κοσμογονική διαδικασία θα παριστάνεται πλέον ως μια πορεία φθίνουσας απόρροιας του υπέρτατου Εν, στο οποίο συμμετέχουν όλα τα δημιουργήματα.

Με την επικράτηση του Χριστιανισμού και τo κλείσιμο των φιλοσοφικών σχολών κυριαρχεί μια νέα κοσμοθεωρία, τόσο στον Ελληνικό χώρο, όσο και στον Δυτικό πολιτισμό, έως τις ημέρες μας. Σύμφωνα με την Γένεση, το σύμπαν αλλά και ο άνθρωπος δημιουργήθηκαν από τον Θεό:

«Και είπεν ο Θεός: Ας κάμωμεν άνθρωπον κατ' εικόνα ημών και καθ' ομοίωσιν ημών... Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον κατ' εικόνα εαυτού. Κατ' εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν.» (1/α΄ 26,27)

Τα αποτελέσματα τής τελειότητας τού ανθρώπου, έχουν αντίκτυπο σε ολόκληρη την κτίση, η οποία θα υποστεί αλλαγή, για να ολοκληρωθεί ο σκοπός και η δημιουργία τού Θεού. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, ο Θεός έδωσε την εξουσία στον άνθρωπο να «διαχειριστεί» την γη.

«Αυξάνεστε και πληθύνεστε, και γεμίσατε τη γη, και κυριεύσατε αυτή, και εξουσιάστε πάνω στα ψάρια της θάλασσας, και στα πτηνά του ουρανού, και σε όλα τα ζώα πάνω στη γη»(Γέννηση 1:28).

Και σε άλλο σημείο: «Ας κάνουμε άνθρωπο κατ’ εικόνα ημών και ας εξουσιάζει σε όλη τη γη» (1:26). Συγχρόνως όμως έδωσε και μια εντολή: «Μην μολύνετε τη γη» (Αριθμοί 35:34).

Η γη λοιπόν φτιάχτηκε από τον Θεό, για τον άνθρωπο. Ο Θεός την έφτιαξε, την συντηρεί, και την ελέγχει, ενώ στον άνθρωπο ανέθεσε ο Θεός να διαχειρίζεται υπεύθυνα και με σοφία την δημιουργία του !!!. Είναι γεγονός πως η παλαιά διαθήκη κατά την συγγραφή της, απευθυνόταν σε ανθρώπους ενός άλλου πολιτισμικού επιπέδου, δεν παύει όμως να αποτελεί μία ανθρωποκεντρική θεώρηση του ανθρώπου έναντι της φύσης, καθώς ολόκληρη η κτίση αποτελεί ένα δευτερεύων σχέδιο για την ευημερία του ανθρώπου.

Η υπέρτατη αλαζονεία αυτής της άποψης υπογραμίζεται από τον Francis Bacon (Φ. Μπέικον) : «... Αν αναζητούμε τις τελικές αιτίες ο άνθρωπος θα πρέπει να θεωρηθεί το κέντρο του κόσμου, σε τέτοιο σημείο που αν απομακρύνουμε τον άνθρωπο, ο υπόλοιπος κόσμος θα χαθεί ...»

Η θέση αυτή του Χριστιανισμού έρχεται σε αντίθεση με την αρχαιοελληνική αντίληψη όπου επικρατούσε η ιδέα της αδιάσπαστης ενότητας του μακρόκοσμου και του μικρόκοσμου, μια αντίληψη, που ξεκίνησε με τους προσωκρατικούς, συνεχίστηκε με τους Στωικούς φιλόσοφους, και που στην συνέχεια υιοθέτησαν και ύστεροι δυτικοευρωπαίοι φιλόσοφοι, όπως ο Spinoza (Σπινόζα), ο Παράκελσος, ο Giordano Bruno (Τ. Μπρούνο), και άλλοι.

O αρχαίος Ελληνικός κόσμος αποτελείται από ένα εν-τάξη σύμπαν του οποίου η υπέρβαση θα επιφέρει αταξία και κυρώσεις. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ηράκλειτος: «ο Ήλιος δεν θα υπερβεί τα όρια του, ειδάλλως, οι Ερινύες που επικουρούν τη Δίκη, θα τον ανακαλύψουν».

Σύμφωνα με την αρχαία Ελληνική φιλοσοφία και επιστήμη, ο κόσμος δημιουργήθηκε κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η ίδια του η δομή, περιείχε το μυστικό μιας ιερής και αιώνιας τάξης, που αποκαλύπτεται ως κοσμική και πλανητική αρμονία, και εν τέλη εξατομικεύεται στην ανθρώπινη ύπαρξη.

Ο Κέλσος αναφέρει στον «Αληθή λόγο» , την περί φύσεως, άποψη των Ελλήνων, που βρίσκεται σε αντίθεση με αυτή των Χριστιανών, που είχαν αρχίσει να επικρατούν:

« .. Ας μην νομίσει κανείς πως ο ορατός κόσμος, έχει διευθετηθεί προς χάρη του ανθρώπου. Τα κάθε τι γεννιέται και πεθαίνει για χάρη της διαφύλαξης του όλου – σύμφωνα με την αέναη διαδικασία αλλαγής, όπου το κάθε τι μετατρέπεται σε κάτι άλλο…(..).. Οι Χριστιανοί ισχυρίζονται πως τα πάντα δημιουργήθηκαν από τον θεό για χάρη του ανθρώπου, ενώ εμείς υποστηρίζουμε ότι δεν έγιναν και δεν γίνονται , ούτε για χάρη του ανθρώπου ούτε για χάρη των ζώων…(…)…Ο κόσμος δημιουργήθηκε από τον Θεό κατά τρόπο ώστε όλα τα μέρη του να συμβάλουν στην ολοκλήρωση και την τελειότητα του. Τα πάντα έχουν υπολογιστεί ώστε να εξυπηρετούν, όχι το ένα το άλλο, αλλά το όλον, και ο θεός για αυτό ενδιαφέρεται, και έτσι το όλον δεν το εγκαταλείπει η πρόνοια και δεν εξελίσσεται προς το χειρότερο, ούτε ο Θεός αποφασίζει ύστερα από κάποια περίοδο απραξίας να το τρέψει προς τον εαυτό του, ούτε και εξοργίζεται με τους ανθρώπους , όπως δεν εξοργίζεται με τους πιθήκους και τα ποντίκια. Ούτε απειλές εκτοξεύει εναντίων τους, γιατί το κάθε τι στον κόσμο κατέχει την θέση που του αναλογεί».

Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν θεοποιήσει την φύση, τα πάντα ήταν πλήρη θεών, συνεπώς το θείο ενυπήρχε σε όλα τα φυσικά φαινόμενα, από τις πηγές, τα ποτάμια και την θάλασσα, έως τα δένδρα, τους σεισμούς και τις αστραπές. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο η προστασία του περιβάλλοντος έπαιζε πρωταρχικό ρόλο στις ανθρώπινες δραστηριότητες. Πολλά άλση για παράδειγμα ήταν ιερά, καθώς πολλά από αυτά ήταν αφιερωμένα σε θεούς. Είχαν μάλιστα θεσπιστεί νόμοι που προστάτευαν την κοπή δένδρων, καθώς αυτό αποτελούσε ύβρη τόσο για τον θεό στον οποίο ήταν αφιερωμένο το άλσος, όσο και για τις Νύμφες Δρυάδες που κατοικούσαν στα δάση, και για τις νύμφες Αμαδρυάδες που ζούσαν στα δένδρα.

Οι νύμφες δεν ήταν αθάνατες καθώς η ζωή τους συνδεόταν με το δένδρο στο οποίο κατοικούσαν, και πέθαιναν μαζί με αυτό, για αυτό και κάθε δένδρο θεωρείτο ιερό και προστατευόταν, ενώ επιβαλλόταν η συστηματική αντικατάσταση των νεκρών δέντρων. Οι Νύμφες γενικά αντιπροσώπευαν την αρμονία και την χαρά της ζωής. Ανάλογα με τον τόπο κατοικίας τους , χωρίζονταν σε Ναιάδες οι οποίες προστάτευαν τα νερά, σε Ορεστιάδες οι οποίες προστάτευαν τα όρη, σε Αγρονόμους, οι οποίες προστάτευαν τους αγρούς, και Αγχιρρόες, οι οποίες προστάτευαν τα ρέοντα ύδατα.

Από το βιβλίο του  ΧΛΕΤΣΟΥ ΒΑΣΙΛΗΣ  '' Άνθρωπος και Γαία", εκδόσεις Γεωργιάδη