Ἔργον δ' οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ' ὄνειδος. (Ἔργα καὶ Ἡμέραι)
H ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ στον ΗΣΙΟΔΟ
Η Δικαιοσύνη είναι αδήριτη ανάγκη σε όλες τις εποχές και γι'αυτήν ακριβώς κάνει λόγο ο πατέρας του ΔιΔΑΚΤΙΚΟΥ ΕΠΟΥΣ Ησίοδος (8αιπ.Χ), όταν με λύπη διαπιστώνει ότι οι άρχοντες , οι εντεταλμένοι να υπηρετούν το δίκιο, ρέπουν προς τη δωροδοκία.
Αφηγούμενος ο ποιητής μας για τα πέντη γένη του ανθρώπου, καταλήγει, αν θυμάσθε, σε μια προφητική περιγραφή του 5ου γένους, του σιδερένιου, από το οποίο προέρχεται η δική του γενιά και εμείς όλοι οι σημερινοί.
Ο ποιητής δείχνει την αποστροφή του για τα ήθη της εποχής του, όταν φθάνει στην ηθική περιγραφή της 5ης γενιάς:
“Ω! Μακάρι να μη γεννιόμουνα στο πέμπτο γένος εγώ!” , αναφωνεί.
Είναι το γένος που έχει καταπατήσει κάθε ηθική αξία και κινείται πάνω στο άδικο και στη δύναμη.
“Τον λόγο του όποιος κρατά εκτίμηση δεν θα ’χει
μήτε ο δίκαιος κι ο καλός. Αλλ’ όμως τον κακούργο,
τον υβριστή θα τον τιμούν. Και θα ’ναι το μόνο δίκιο
η δύναμη. Ο αδιάντροπος, τιμές μεγάλες θα ’χει.
Και θα συντρίβει ο δειλός τον άντρα το γενναίο
λόγια με δόλο πλέκοντας, κι όρκο γι’ αυτά θα παίρνει.
Κι ο φθόνος ο πανάθλιος παντού θα περιτρέχει
με διγλωσσία, πονηριά και δόλο και απάτη.
Και καθώς κλείνει την αφήγηση για το σιδερένιο γένος, αφηγείται μια παραβολή, έναν μύθο,
στον οποίο συνομιλούν δύο πουλιά, ο ΓΕΡΑΚΑΣ και το ΑΗΔΟΝΙ:
Και τώρα ένα μύθο εγώ θα πω για τους αρχόντους
μ’ όλο που έχουνε κι αυτοί τη γνώση τη δική τους.
Αυτά είπε ο γέρακας στο πλουμιστό αηδόνι
όταν το σήκωσε ψηλά, στα σύννεφα, πιασμένο
στα φοβερά τα νύχια του. Σπαραχτικά εκείνο
μύρονταν, καθώς ήτανε στα νύχια κρεμασμένο.
Κ’ είπε, ως δυνατότερος, ο γέρακας μιλώντας:
«Μικρέ, τι μου λαλείς εκεί; Αυτός που σε κρατάει
πιο δυνατός είν’ από σε. Εκεί που εγώ πηγαίνω,
κι ας είσαι και τραγουδιστής, εκεί και σένα φέρνω.
Κι όπως μου κάνει όρεξη, σ’ αφήνω ή σε τρώω.
Άμυαλος όποιος τα ’βαλε με δυνατότερο του.
Χάνει τη νίκη αλλά μαζί, έχει για να τραβήξει
ντροπές και βάσανα». Αυτά, το γρήγορο γεράκι
με τα φτερά τα δυνατά, έλεγε στ’ αηδονάκι.
ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ αυτή από το “Έργα και Ημέραι”, την απευθύνει στον αδελφό του, ονόματι ΠΕΡΣΗ, χαρακτήρα οκνηρό, που κατέφευγε στη δωροδοκία των αρχόντων, για να οικειοποιείται αγαθά άλλων.
Τα δυο αδέλφια, είναι αλήθεια, βρέθηκαν μπροστά σε δικαστικούς άρχοντες να διευθετήσουν κληρονομικές διαφορές.
Τη δίκη κερδίζει ο Πέρσης με δωροδοκία και ο ποιητής απογοητευμένος από την αδικία γράφει το ποίημα “ΈΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΑΙ”, για να καταγγείλει τη διεφθαρμένη δικαιοσύνη.
Ο Πέρσης, που συνεχώς υποκινούσε δίκες για τα οικονομικά του συμφέροντα, εξαντλημένος οικονομικά από τις δωροδοκίες, καταφεύγει τελικά χωρίς ντροπή στον Ησίοδο.
Ο σοφός, γέροντας πια, ποιητής αρνείται κάθε βοήθεια στον άρπαγα αδελφό του, για να τον εξαναγκάσει να δουλέψει.
Τότε γράφει το 'Έργα και Ημέραι” για να μιλήσει γενικά για τη Δικαιοσύνη και την εργασία, προτρέποντας τους ανθρώπους στην αγάπη και για το δίκαιο και για τον εργασιακό κόπο, που είναι οι μόνες καλές πυξίδες στο ταξίδι μας στη ζωή.
Να πώς ο Ησίοδος συνιστά την αναγκαιότητα μιας δίκαιας κοινωνίας:
“Μα, ω Πέρση, άκουε εσύ τη Δικαιοσύνη και μη συνδαυλίζεις την αδικία'
γιατί η αδικία είναι ολέθρια για τους μικρούς ανθρώπους' ακόμα κι οι μεγάλοι
δυσκολεύονται να την σηκώσουνε και κάτω από το βάρος της λυγούν,
τη μέρα π' αναπάντεχες καταστροφές συντύχουν.................................
Η δικαιοσύνη, όταν έρθει η ώρα της, αμέσως βρίσκεται επί τόπου
ο Όρκος, τρέχοντας στ'αχνάρια των άδικων κρίσεων,
ενώ το κλάμα υψώνεται της Δικαιοσύνης, που εδώ κι εκεί σέρνεται,
όπου την οδηγούν εκείνοι που καταβροχθίζουν τα δώρα
και λύνουν τα διάφορα με τις κρισοδικιές τις άδικες.
Και τριγυρνάει κλαίγοντας αυτή εκεί που μένουν οι λαοί
και φέρνει συμφορές σ' αυτούς που τηνε διώχνουν
και το μέτρο το σωστό της απαρνούνται.
Μα αυτοί που για τους ξένους και τους εδικούς βγάνουν την κρίση
τη σωστή και στο τίποτα δεν βγαίνουν απ' το δρόμο του δίκιου,
αυτοί θωρούν να ευτυχάει η πόλη τους και μες στα κάστρα τους να λουλουδίζει ο λαός της.
Στη χώρα τους ακμάζει η Ειρήνη, η τροφός των νέων και ποτέ, ποτέ γι' αυτούς
τον φοβερό τον πόλεμο δεν σχεδιάζει ο Δίας ο παντεπόπτης.
Ποτέ μές στους ανθρώπους που αγαπούν την ίσια Δικαιοσύνη η σιτοδεία δεν έρχεται
και μήτε συμφορά καμμία' μα χαίρονται μες στους καρπούς των κάμπων που φροντίζουν.
Γι' αυτούς η γη αναδίνει άφθονο βιος' απάνω στα βουνά οι βαλανιδιές
τους φέρνουν τα βαλανίδια στην κορφή, στη μέση τα μελίσσια'
και τα βαθύμαλλα τ' αρνιά απ' το μαλλί βαραίνουνε'
και οι γυναίκες κάνουνε παιδιά που μοιάζουν των γονιών τους'
κι ευδαιμονούνε μέσα στ' αγαθά τους δίχως τέλος' και τα καράβια
διόλου δεν ζυγώνουνε, μια κι η γόνιμή τους γη βιος αναδίνει”.
Όπως καταλάβατε, φίλοι μου, ο ποιητής ταυτίζει τη ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ με την ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΙΡΗΝΗ και επισημαίνει ότι, όταν αυτές οι ηθικές αξίες κυριαρχούν, ο άνθρωπος ζει ευτυχισμένος εσαεί, σε πλήρη ΑΥΤΑΡΚΕΙΑ, όπως συνέβαινε στη ΧΡΥΣΗ ΓΕΝΙΑ, πριν αρχίσει η πτώση του ανθρώπου.
Αν όμως η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ εκλείψει, τότε αποκαλύπτει ο ποιητής:
¨......... Ο Δίας, του Κρόνου ο γιος, την τιμωρία του σχεδιάζει ο παντεπόπτης.
Πολλές φορές ολόκληρη μια πολιτεία την έπαθε εξαιτίας ενός κακού ανθρώπου,
όπου κριμάτισε και μηχανεύτηκε άδικα έργα.
Πάνω σ' αυτούς μεγάλη ο γιος του Κρόνου κατεβάζει συμφορά απ' τους ουρανούς,
μαζί και πείνα και θανατικό. Οι άνθρωποι πεθαίνουνε,
παύουνε οι γυναίκες να γεννούν, τα σπίτια καταστρέφονται.....”
Ο ποιητής γνωρίζοντας τους μύθους για την καταστροφή των προηγούμενων γενών, πολύ φοβάται ότι η έκλυση των ηθών και κυρίως η παράβαση του δικαίου θα προκαλέσει ένα νέο καταποντισμό του σιδερένιου γένους.
Στη συνέχεια απευθύνεται στους άδικους άρχοντες, που κρατούν τα σκήπτρα της ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ:
“Και εσείς επίσης, βασηλιάδες, στοχασθήτε
τούτη τη δικαιοσύνη! Γιατί πολύ κοντά σας
οι αθάνατοι βρίσκονται εκεί, παραφυλάγοντας
αυτούς που με στρεψοδικίες καταδυναστεύουν τον έναν με τον άλλον,
μη λογαριάζοντας το φόβο του θεού”.
Στον αδελφό του ΠΕΡΣΗ, απευθύνοντας το λόγο, λέγει:
“Κι όσο για σένα, Πέρση, βάλ' τα αυτά καλά στο νου σου,
πρόσεχε τη δικαιοσύνη και παράτησε τη βία ολότελα.
Γιατί στους ανθρώπους όρισε ο γιος του Κρόνου αυτόν τον νόμο:
από τη μια τα ψάρια και τα θεριά και τα πουλιά τα πετούμενα
να τρώνε το ένα τ' άλλο, επειδή ανάμεσά τους δεν υπάρχει καμμιά δικαιοσύνη'
μα στους ανθρώπους έδωσε τη δικαιοσύνη, πούναι απ' όλα τα αγαθά το μεγαλύτερο.
Σ' αυτόν που με τη συνείδησή του διαλαλεί τα σύμφωνα με τη δικαιοσύνη
ο Δίας ο παντεπόπτης δίνει την ευδαιμονία”.
Στη συνέχεια συμβουλεύει στον Πέρση να εργαστεί, γιατί έτσι ο πλούτος θα τον επισκεφθεί.
ΠΕΡΙ ΕΡΓΑΣΙΑΣ στον οκνηρό ΠΕΡΣΗ
“ΤΟΙΣΙ ΦΕΡΕΙ ΜΕΝ ΓΑΙΑ ΠΟΛΥΝ ΒΙΟΝ, ΟΥΡΕΣΙ ΔΕ ΔΡΥΣ
ΑΚΡΗ ΜΕΝ ΤΕ ΦΕΡΕΙ ΒΑΛΑΝΟΥΣ, ΜΕΣΣΗ ΔΕ ΜΕΛΙΣΣΑΣ”. “Έργα και Ημέραι”
“Κι εγώ θα σου μιλήσω, Πέρση, που σταλιά μυαλό δεν έχεις,
σαν άνθρωπος που θέλει το καλό σου.
Την κακομοιριά τη βρίσκει κανείς με το σωρό
και πολύ εύκολα' ίσιος είναι ο δρόμος που πάει σ' αυτή
κι η ίδια πολύ κοντά στον άνθρωπο μένει.
Αλλά μπροστά στην αρετή του ανθρώπου ιδρώτα έβαλαν οι θεοί
οι αθάνατοι' μακρός και ορθός ο ανήφορος που αδηγάει σ' αυτήν,
και τραχύς στην αρχή' μα όταν φθάσεις στην άκρη του,
εύκολη τότε φαίνεται, όσο και να' ναι πολύ δύσκολη.
.......εσύ ν' αγαπάς την τίμια δουλειά και να την κάνεις,
κι έτσι να πλημμυρά τ' αμπάρια σου το στάρι σου στην εποχή του.
Είν' από τη δουλειά μόνο που βρίσκονται οι άνθρωποι
με πλούτη και πολλά κοπάδια
και τους εργαζόμενους πλιότερο αγαπούν οι θεοί.
Δεν είναι καμμιά ντροπή η δουλειά' η αναδουλειά είναι ντροπή .
Αν εργάζεσαι, γρήγορα θα σε ζηλέψει ο άνεργος
που θα πλουταίνεις' ο πλούτος συντροφεύεται κι απ' την αξία κι' απ' την τιμή”.
Η ΗΘΙΚΗ είναι πλούτος και μέσα στα αγαθά της περιλαμβάνει τη ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ και την ΕΡΓΑΣΙΑ.
Ο δρόμος της Αρετής και της Κακίας επανέρχεται από το μύθο του ΗΡΑΚΛΗ στη διδακτική ποίηση του ΗΣΙΟΔΟΥ.
Η ΑΕΡΓΙΑ, η αποχή από την εργασία είναι αξιόπεμπτη, η εργασία φέρνει τον πλούτο και διώχνει τη διαφθορά και την ραθυμία.
Στο σιδερένιο γένος της εποχής του Ησίοδου η εργασία είναι κοινωνικό αγαθό, που γεμίζει τ' αμπάρια των σπιτικών με σίτο, ώστε η σιτοδεία να θεωρείται ξένη.
Στο σημερινό σιδερένιο γένος η Α(Ν)ΕΡΓΙΑ δεν είναι παράγωγο της οκνηρίας, παρά παράγωγο της άσκησης εξουσίας από τους σημερινούς “βασιλιάδες”, που έχουν αδικήσει μια ολόκληρη κοινωνία από ιδιοτέλεια προσωπική, από φιλαρχία και άτολμη άσκηση εξουσίας, κάνοντας ξένο τον ίδιο λαό μέσα στον τόπο του, “στερώντας” του το κοινωνικό δικαίωμα στην εργασία.
ΠΗΓΗ: Ησίοδος: “ΈΡΓΑ και ΗΜΕΡΑΙ” Μετ. Παναγή Λεκατσά.