«Σεις είσθε αληθώς οι άνθρωποι και με σας θέλει τελευτήσει η σοφία».
ΙΩΒ ΧΙΙ, 2
«Και εδικαιώθη η σοφία από των τέκνων αυτής».
ΜΑΤΘΑΙΟΣ ΧΙ, 19
Είναι προνόμιο – αλλά και κατάρα ενίοτε – των εκδοτών να λαμβάνουν πολλά συμβουλευτικά γράμματα και οι επί κεφαλής του «Λούσιφερ» δεν ξέφυγαν από την κοινή μοίρα. Μεγαλωμένοι μέσα στους παμπάλαιους αφορισμούς γνωρίζουν πως «όποιος δέχεται συμβουλές είναι ανώτερος από αυτόν που τις δίνει» και, επομένως, είναι έτοιμοι να δεχτούν με ευγνωμοσύνη όποια βάσιμη και πρακτική υπόδειξη προσφέρουν οι φίλοι.
Η πιο πρόσφατη επιστολή που λάβαμε, όμως, δεν πληροί αυτή την προϋπόθεση. Όχι η δική του σοφία, αλλά η σοφία της εποχής στην οποία ζούμε επιβεβαιώνεται από τον αλληλογράφο-σύμβουλό μας, που τόσο ουσιαστικά διακινδυνεύει τη φήμη του, ως οξυδερκούς παρατηρητού, με τόσο ευλαβικές πράξεις στον βωμό των σύγχρονων απαιτήσεων.
Αναλάβαμε, λοιπόν, το καθήκον να υπερασπιστούμε ακριβώς αυτή τη «σοφία» του αιώνα μας και, αντ’ αυτού, μας κατηγορούν ότι «προτιμάμε τη βάρβαρη αρχαιότητα από τον σύγχρονο πολιτισμό και τα ανεκτίμητα οφέλη του», ότι ξεχνάμε πως «η σύγχρονη σοφία μας, συγκρινόμενη με τα αφυπνιστικά ένστικτα του Παρελθόντος, δεν είναι καθόλου υποδεέστερη σε φιλοσοφική σοφία ακόμα και της εποχής του Πλάτωνα». Εντέλει, μας λένε ότι εμείς, οι Θεόσοφοι, «λατρεύουμε το θολό χθες και υποτιμάμε το ένδοξο (;) παρόν, τη φωτεινή μεσημβρία του ύψιστου πολιτισμού και της ύψιστης καλλιέργειας»!
Ε, λοιπόν, αυτό είναι θέμα γούστου. Καλοδεχόμαστε τον αλληλογράφο με τις ιδέες του αλλά καλοδεχόμαστε και τις δικές μας ιδέες. Ας υποβιβάζει, αν θέλει, τις Πυραμίδες της Γκίζας μπροστά στον πύργο του Άιφελ ή τους κρεμαστούς κήπους της Βαβυλώνας που έκτισε η Σεμίραμις μπροστά στο Κρύσταλ Πάλας. Εάν, όμως, μας «προκαλεί» σοβαρά να δείξουμε «σε ποιόν τομέα η εποχή μας της συνεχούς προόδου και της γιγάντιας σκέψης» - μιας προόδου που την έχουν αμαυρώσει τόσο οι σύγχρονοι Χάξλεϋ, όπως καταγγέλλουν οι Χειρούργοι μας, όσο και το «κατεστημένο» των Πανεπιστημίων, σε όλα τα επίπεδα – είναι κατώτερη ως προς την εποχή του π.χ. «από τη γυναίκα του καταπιεσμένου Σωκράτη και του καθισμένου οκλαδόν Βούδα», τότε θα του απαντήσουμε, δίνοντάς του, βεβαίως, την προσωπική μας γνώμη.
Λέμε πως η εποχή μας είναι κατώτερη πάσης άλλης σε Σοφία, γιατί διακηρύσσει, κάθε μέρα και πιο καθαρά, περιφρόνηση για την αλήθεια και τη δικαιοσύνη, χωρίς τις οποίες δεν μπορεί να υπάρχει Σοφία. Γιατί ο πολιτισμός μας, βασισμένος στην προσποίηση και τα προσχήματα μοιάζει, στην καλύτερη περίπτωση, με ωραίο καταπράσινο βάλτο, ένα έλος που σκεπάζει ένα ολέθριο τέλμα.
Γιατί αυτός ο αιώνας πολιτισμού και λατρείας της ύλης, ενώ προσφέρει βραβεία και δώρα για οτιδήποτε θεωρείται «καλύτερο» κάτω από τον ήλιο, από το μεγαλύτερο μωρό και τη μεγαλύτερη ορχιδέα μέχρι τον πιο δυνατό πυγμάχο και τον πιο παχύ χοίρο, δεν ενθαρρύνει την κατάκτηση της αρετής. Δεν παρέχει καμιά επιβράβευση για την αρετή. Διότι διαθέτει οργανώσεις για την προστασία των ζώων αλλά όχι και για την αποφυγή ηθικής βίας στους
ανθρώπους. Διότι ενθαρρύνει, και νομικά και σιωπηρά, τη φαυλότητα, υπό οιαδήποτε μορφή, από την πώληση του ουίσκι μέχρι την αναγκαστική πορνεία και την κλοπή, που είναι παρεπόμενα των αμοιβών πείνας, των επαχθών φόρων, των μισθωμάτων και των άλλων ανέσεων της πολιτισμένης εποχής μας. Διότι, τελικά, αυτή είναι η εποχή που, αν και έχει αναγορευθεί σε εποχή φυσικής και ηθικής ελευθερίας, είναι στην πραγματικότητα η εποχή της πιο σκληρής ηθικής και πνευματικής σκλαβιάς, που όμοιά της δεν υπήρξε ποτέ στο παρελθόν.
Η σκλαβιά στο Κράτος και στους ανθρώπους έχει εξαφανιστεί μόνο για να παραχωρήσει έδαφος στην σκλαβιά στα πράγματα και στο Εγώ, στις φαυλότητες του ανθρώπου και στις ανόητες κοινωνικές συνήθειες και συμπεριφορές. Ο ταχύς πολιτισμός, προσαρμοσμένος στις ανάγκες της ανώτερης και μεσαίας τάξης, έχει αντιθέτως καταδικάσει τις λιμοκτονούσες μάζες σε μεγαλύτερη αθλιότητα. Έχοντας εξισώσει τις δύο πρώτες τις έχει κάνει όλο και περισσότερο να αδιαφορούν για την ουσία προς όφελος της μορφής και της εξωτερικής εμφάνισης, αναγκάζοντας έτσι τον σύγχρονο άνθρωπο σε χυδαία φυλάκιση, σε μια δουλική εξάρτηση από άψυχα πράγματα, όπου το πρωταρχικό καθήκον κάθε καλλιεργημένουανθρώπου είναι να τα χρησιμοποιεί και να τα υπηρετεί.
Πού, λοιπόν, βρίσκεται η Σοφία της εποχής μας;
Πράγματι, δεν χρειάζονται παρά λίγες γραμμές για να δείξει κανείς γιατί υποκλινόμαστε μπροστά στην αρχαία Σοφία, ενώ αρνούμαστε να εντοπίσουμε οποιαδήποτε σοφία στον σύγχρονο πολιτισμό. Κατ’ αρχήν, όμως, τί ακριβώς εννοεί ο κριτικός μας με τη λέξη «σοφία»;
Αν και ποτέ δεν θαυμάσαμε χωρίς λόγο τον Λακτάντιους, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι κι αυτός ο Εκκλησιαστικός Πατέρας παρόλα τα δηκτικά σχόλιά του περί το ηλιοκεντρικό σύστημα, προσδιόρισε τον όρο πολύ σωστά λέγοντας ότι «το πρώτο σημάδι της Σοφίας είναι το να διακρίνει κανείς αυτό που είναι ψεύτικο, και το δεύτερο, το να γνωρίσει το αληθινό». Εάν ισχύει αυτό, τί πιθανότητα έχει ο αιώνας μας της διαστρέβλωσης, από τα αναθεωρημένα κείμενα της Βίβλου μέχρι το φυσικό βούτυρο για να αποδείξει ότι διεκδικεί τη «Σοφία»; Προτού, όμως, διασταυρώσουμε τα ξίφη μας γι’ αυτό το ζήτημα, ίσως είναι καλύτερα να προσδιορίσουμε τον όρο εμείς οι ίδιοι.
Ας θεωρήσουμε δεδομένο ότι η Σοφία, στην καλύτερη περίπτωση, είναι μια ελαστική λέξη – όπως, τουλάχιστον, χρησιμοποιείται στις Ευρωπαϊκές γλώσσες. Πως δεν δίνει καθαρή έννοια του νοήματος της, εκτός και συνοδεύεται από έναν επιθετικό προσδιορισμό. Πράγματι, στη Βίβλο, η Εβραϊκή αντίστοιχη λέξη Χοκμάχ (στα Ελληνικά, Σοφία) χρησιμοποιείται για τα πιο ανόμοιες σημασίες αφηρημένες και συγκεκριμένες. Έτσι, βρίσκουμε τη λέξη «Σοφία» ως χαρακτηριστικό και της θείας έμπνευσης αλλά και της γήινης πανουργίας. Την βρίσκουμε να εννοεί και τη Μυστική Γνώση των Εσωτερικών Επιστημών αλλά και την τυφλή πίστη. Τον «φόβο του Κυρίου» αλλά και τους μάγους των Φαραώ. Χρησιμοποιείται αδιακρίτως για τον Χριστό και τη μαγγανεία, αφού και η μάγισσα Σεντέκλα χαρακτηρίζεται «σοφή γυναίκα του Εν-Ντορ». Από την πρωτοχριστιανική εποχή, αρχίζοντας με τον Άγιο Ιάκωβο (ΙΙΙ,13-17) μέχρι τον τελευταίο Καλβινιστή ιεροκήρυκα, που βλέπει στην κόλαση και την αιώνια τιμωρία μια απόδειξη της «σοφίας του Παντοδύναμου», ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί με τις πιο διαφορετικές σημασίες.
Ο Άγιος Ιάκωβος, όμως, μας διδάσκει δύο είδη σοφίας, μια διδασκαλία που μας βρίσκει απολύτως σύμφωνους. Θέτει μια σαφή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη θεία ή νοητική«Σοφία» - την άνωθεν Σοφία – και τη γήινη, ψυχιστική και σατανική σοφία (ΙΙΙ,15).
Για τον γνήσιο Θεόσοφο υπάρχει μόνον η πρώτη. Ο Θεόσοφος θα δηλώσει μαζί με τον Απόστολο Παύλο πως επικοινωνεί μέσω αυτής της σοφίας μόνο με εκείνους «που είναι τέλειοι», δηλ. αυτούς που έχουν μυηθεί στα μυστήριά της ή που τουλάχιστον γνωρίζουν τα βασικά στοιχεία των ιερών επιστημών. Όσο, όμως, κι αν ήταν μεγάλο το λάθος του, όσο κι αν ήταν πρώιμη η απόπειρά του να σπείρει τους σπόρους της αληθινής και αιώνιας γνώσης σε ακαλλιέργητο έδαφος, εντούτοις τα κίνητρά του ήταν ευγενικά και η πρόθεσή του ανιδιοτελής, γι’ αυτό και λιθοβολήθηκε.
Γιατί αν είχε απλώς αποπειραθεί να κηρύξει κάποιο κατασκεύασμα της φαντασίας του ή είχε αποκομίσει κέρδος, ποιός θα τον είχε ποτέ ξεχωρίσει ή θα είχε προσπαθήσει να τον συντρίψει, ανάμεσα στις εκατοντάδες των άλλων αιρέσεων, καθημερινών «συναθροίσεων» και παράλογων «κοινωνιών»; Η περίπτωσή του, όμως, ήταν διαφορετική. Αν και επιφυλακτικά, μιλούσε «όχι για τη σοφία αυτού του κόσμου» αλλά για την αλήθεια ή «την αποκεκρυμμένην σοφίαν…..την οποίαν ουδείς των αρχόντων του αιώνος τούτου εγνώρισεν» (Ι, Κορινθ.ΙΙ) ακόμα λιγότερο οι άρχοντες της σύγχρονης επιστήμης.
Ως προς την «ψυχιστική» σοφία, όμως, που ο Ιάκωβος προσδιορίζει ως γήινη και σατανική, έχει υπάρξει σε όλες τις εποχές μέχρι σήμερα, από την εποχή του Πυθαγόρα και του Πλάτωνα, οπότε σε έναν φιλόσοφο αντιστοιχούσαν εννέα σοφιστές. Ο αιώνας μας καλωσορίζει τέτοια σοφία και, πράγματι, δικαιούται απολύτως να την διεκδικεί. Επιπλέον, είναι ένα ένδυμα που εύκολα φοριέται. Ποτέ δεν υπήρξε περίοδος που τα κοράκια αρνούνταν να στολιστούν με φτερά παγωνιού, εάν δινόταν η ευκαιρία.
Τώρα, όμως, όπως και τότε, έχουμε δικαίωμα να αναλύουμε τους χρησιμοποιούμενους όρους και να ερευνάμε τους λόγους του Ιώβ, αυτή την υπαινικτική αλληγορία Καρμικής κάθαρσης και μυσταγωγίας : «Αλλά η σοφία πόθεν θέλει ευρεθή; Και πού είναι ο τόπος της συνέσεως;» και να απαντήσουμε πάλι με τα λόγια του : «Η σοφία είναι μετά των γερόντων, και η σύνεσις εν τη μακαριότητι των ημερών» (Ιώβ, XXVIII, 12 και XII, 12).
Εδώ πρέπει για άλλη μια φορά να προσδιορίσουμε έναν ασαφή όρο, δηλ. τη λέξη «αρχαίος-γέροντας» και να την εξηγήσουμε. Ερμηνευμένη από τις ορθόδοξες εκκλησίες έχει στον λόγο του Ιώβ μια συγκεκριμένη σημασία. Οι Καμπαλιστές, όμως, αποδίδουν μια τελείως διαφορετική σημασία. Ενώ, στη Γνώση των Αποκρυφιστών και των Θεόσοφων έχει μια τρίτη έννοια, αναμφισβήτητα την ίδια που είχε στον αρχικό κείμενο του Ιώβ, ένα έργο προ Μωυσή, μια αναγνωρισμένη ερμηνεία για τη Μύηση.
Έτσι, ο Καμπαλιστής χρησιμοποιεί το επίθετο «αρχαίος» για την Εκδηλωμένη Λέξη ή Λόγο (Νταμπάρ) της εσαεί αόρατης και άγνωστης θεότητας. Σε ένα από τα οράματά του και ο Δανιήλ το χρησιμοποιεί μιλώντας για τον Γιαχβέ – τον ανδρόγυνο Αδάμ Κάδμο. Ο Εκκλησιαστής το συνδέει με τον ανθρωπομορφικό του Ιεχωβά, τον «Κύριο Θεό» τηςμεταφρασμένης Βίβλου. Αλλά ο Ανατολικός Αποκρυφιστής χρησιμοποιεί τον μυστικιστικό όρο μόνο όταν αναφέρεται στο επανενσαρκωμένο ανώτερο Εγώ. Γιατί η θεία Σοφία έχει διαχυθεί μέσα στο άπειρο Σύμπαν, του οποίου ο ΑΝΩΤΕΡΟΣ ΕΑΥΤΟΣ μας είναι ακέραιο τμήμα, και το ατμικό φως του μπορεί να επικεντρωθεί μόνο σε αυτό που αν και αιώνιο είναι, μολοντούτο, εξατομικευμένο – δηλ. τη νοητική Αρχή, τον εκδηλωμένο Θεό που ενυπάρχει σε κάθε λογικό ον ή το Ανώτερο Μάνας μας μαζί με το Μπούντι. Αυτό ακριβώς το συλλογικό φως είναι «η άνωθεν Σοφία» που όταν κατέρχεται στο προσωπικό Εγώ διαπιστώνεται ότι είναι «αγνή, ειρηνική, ευγενής».
Εξ ου και ο Ιώβ λέει : «η σοφία είναι μετά των γερόντων» ή στο Μπούντι – Μάνας. Γιατί μόνο το Θείο Πνευματικό «Εγώ» είναι αιώνιο και το ίδιο μέσα από όλες τις γεννήσεις. Ενώ οι «προσωπικότητες» (5), λέει ακολούθως, είναι εφήμερες και αλλάζουν σαν τις σκιές μιας καλειδοσκοπικής σειράς μορφών ενός μαγικού φανού. Είναι το «Αρχαίο» γιατί είτε ονομάζεται Σοφία, Κρίσνα, Μπούντι – Μάνας ή Χριστός, είναι πάντα το «πρωτότοκο» του Αλάγια –Μάχατ, η Παγκόσμια Ψυχή και η Διάνοια του Σύμπαντος.
Επομένως, από Εσωτερικής απόψεως, η ρήση του Ιώβ σημαίνει : «στον Αρχαίο ενυπάρχει η Σοφία ( στον Ανώτερο Εαυτό του ανθρώπου ) και μακρόχρονα (ή με τις αλλεπάλληλες επανενσαρκώσεις) έρχεται η κατανόηση». Κανείς δεν μπορεί να μάθει την αληθινή και τελική Σοφία με μία γέννηση. Και κάθε νέα γέννηση, είτε επανενσαρκωνόμαστε για ευτυχία είτε για δυστυχία, είναι ένα ακόμη μάθημα που παίρνουμε στα χέρια του αυστηρού αλλά πάντα δίκαιου δασκάλου – της ΚΑΡΜΙΚΗΣ ΖΩΗΣ.
Όμως, ο κόσμος – τουλάχιστον ο Δυτικός – δεν γνωρίζει τίποτα από αυτά, αρνείται δε και να μάθει. Γι’ αυτόν κάθε ιδέα του Θείου Εγώ ή το πλήθος των γεννήσεών του είναι «ειδωλολατρική ανοησία». Ο Δυτικός κόσμος απορρίπτει αυτές τις αλήθειες και δεν θέλει να αναγνωρίσει σοφούς ανθρώπους εκτός από εκείνους που ο ίδιος κατασκεύασε, που δημιούργησε κατ’ εικόνα του, που γέννησε μέσα στη Χριστιανική περίοδο και τη Χριστιανική διδασκαλία.
Η μόνη «σοφία» που καταλαβαίνει και εφαρμόζει είναι η ψυχιστική, η «γήινη και σατανική» σοφία για την οποία μιλάει ο Ιάκωβος, ακυρώνοντας έτσι την αληθινή Σοφία και υποβαθμίζοντάς την. Εντούτοις, χωρίς να λαμβάνουμε υπ’ όψη μας τις ποικίλες διαφοροποιήσεις της υπάρχουν δύο είδη ακόμα και της «γήινης» σοφίας στον λασπώδη πλανήτη μας – η αληθινή και η φαινομενική. Ανάμεσα στις δύο υπάρχει, ακόμα και για τον επιπόλαιο παρατηρητή αυτού του πολυθόρυβου, ελλιπούς κόσμου, ένα ευρύ χάσμα. Κι όμως, πόσο λίγοι άνθρωποι θα δέχονταν να το δουν! Ο λόγος είναι πολύ φυσικός. Τόσο ισχυρός είναι ο ανθρώπινος εγωισμός, ώστε, όπου διακυβεύεται και το ελάχιστο προσωπικό συμφέρον, οι άνθρωποι γίνονται, πράγματι, κουφοί και τυφλοί, συνειδητά ή ασυνείδητα. Ούτε και μπορούν πολλοί να αναγνωρίσουν, όσο έγκαιρα χρειάζεται, την διαφορά ανάμεσα σε ανθρώπους που είναι σοφοί και σε εκείνους που μοιάζουν σοφοί, ενώ, πρακτικά, είναι απλώς έξυπνοι στο να αυτοδιαφημίζονται. Αυτά, λοιπόν, σε ό,τι αφορά τη «σοφία» για τους αμύητους.
Η κατάσταση, όμως, είναι χειρότερη στον κόσμο των σπουδαστών της απόκρυφης γνώσης. Τα πράγματα έχουν αλλάξει από την αρχαιότητα, όπου οι γνήσιοι σοφοί θεωρούσαν πρωταρχικό τους καθήκον να αποκρύπτουν τη γνώση τους θεωρώντας ότι ήταν εξαιρετικά ιερή ακόμα και για να αναφέρονται σε αυτήν μπροστά στους «πολλούς». Ενώ ο μεσαιωνικός Ροζκρουά, αληθινός φιλόσοφος, έχοντας τον Σωκράτη κατά νου, επανελάμβανε καθημερινά ότι το μόνο που γνώριζε ήταν ότι δεν γνώριζε τίποτα, ο σύγχρονος αυτοαποκαλούμενος διάδοχός του ανακοινώνει μέσω του τύπου και δημοσίως ότι εκείνα τα μυστήρια της Φύσης και οι Απόκρυφοι Νόμοι της για τα οποία δεν γνωρίζει τίποτα, ποτέ δεν υπήρξαν. Υπήρξε, όμως, μια εποχή κατά την οποίαν η απόκτηση της Θείας Σοφίας (λατ.: σαπιέντια) απαιτούσε θυσία και αφοσίωση ολόκληρης της ανθρώπινης ζωής. Εξαρτιόταν από κίνητρα όπως η αγνότητα του υποψήφιου, η τόλμη του και η ανεξαρτησία του πνεύματος. Τώρα, όμως, για να θεωρηθεί κάποιος σοφός και γνώστης απαιτείται μόνο αναίδεια και θρασύτητα. Η πιστοποίηση της θείας σοφίας είναι τώρα θεσπισμένη και χορηγείται στον αυτοαποκαλούμενο «ειδήμονα» από μια κοινή πλειοψηφία αμύητων και ευκολόπιαστων γλάρων , ενώ ένα σωρό κίσσες διωγμένες από τη στέγη του Ναού της Επιστήμης θα διαλαλήσουν το γεγονός σε κάθε αγορά και πανηγύρι.
Πείτε στον κόσμο πως τώρα, όπως και παλιά, ο γνήσιος και ειλικρινής παρατηρητής της ζωής και των βασικών φαινομένων της, ο ευφυής συνεργάτης της φύσης, μπορεί, μαθαίνοντας καλά τα μυστικά της, να γίνει «σοφός» με την γήινη έννοια της λέξης, αλλά ότι ένας υλιστής ποτέ δεν θα αποσπάσει κάποιο μυστικό από ανώτερο επίπεδο – και θα γελάσουν περιφρονητικά μαζί σας.
Πείτε, ακόμα, πως καμία «άνωθεν σοφία» δεν κατέρχεται εκτός υπό τον ων ουκ άνευ όρο να εγκαταλειφθεί στο κατώφλι του Αποκρυφισμού κάθε ίχνος εγωισμού ή ιδιοτέλειας και σύντομα το ακροατήριό σας θα σας στείλει στον ψυχίατρο.
Κι όμως, αυτή είναι μια παλιά, πολύ παλιά κοινοτοπία. Η Φύση εγκαταλείπει τα μύχια μυστικά της και μοιράζεται την πραγματική σοφία μόνο με εκείνον που ψάχνει αυτή καθεαυτή την αλήθεια και που λαχταρά για τη γνώση με σκοπό να ευεργετήσει τους άλλους κι όχι την ασήμαντη προσωπικότητά του. Επειδή, δε, σχεδόν κάθε τέτοιος υποψήφιος επιδιώκει τοπροσωπικό του όφελος και είναι πολύ λίγοι αυτοί που συγκατατίθενται στο να μάθουν με τόσο βαρύ τίμημα και με τόσο μικρό όφελος για τον εαυτό τους, οι γνήσιοι σοφοί Αποκρυφιστές λιγοστεύουν και σπανίζουν με την πάροδο των αιώνων. Πόσοι είναι, αλήθεια, που δεν θα προτιμούσαν τη χίμαιρα ακόμα και της περαστικής φήμης από το σταθερό και άφθαρτο φως της αιώνιας, θείας γνώσης, αν αυτή η γνώση πρέπει να παραμείνει για τους άλλους – ένα φως «υπό το μόδιον»; (δηλ. χωρίς αυτοπροβολή).
Το ίδιο ισχύει και στον κόσμο των υλιστικών επιστημών, όπου βλέπουμε μεγάλη έλλειψη πραγματικά μορφωμένων ανθρώπων και πολλούς επιπόλαιους επιστήμονες που θέλουν να θεωρούνται «Αρχιμήδης» και «Νεύτωνας». Όπως επάνω, έτσι και κάτω. Οι διανοούμενοι που επιζητούν τη γνώση για χάρη της αλήθειας και του γεγονότος και την μεταδίδουν, όσο και αν γίνονται δυσάρεστοι και όχι για να δοξαστούν ευκαιριακά προβάλλοντας τις αντίστοιχες προσωπικές τους ασχολίες - μπορεί να μετρηθούν στα δάχτυλα του ενός χεριού : ενώ λεγεώνα είναι το πλήθος των υποκριτών.
Στις μέρες μας η φήμη του μορφωμένου μοιάζει να μπορεί να χτίζεται με καθοδήγηση σε επίπεδο υπνωτισμού και όχι αξιοκρατικά. Οι μάζες τρέμουν μπροστά σε αυτόν που τους επιβάλλεται : εξ ου και ο γαλαξίας ανθρώπων που θεωρούνται διακεκριμένοι επιστήμονες, καλλιτέχνες και λογοτέχνες. Το γεγονός δε ότι γίνονται τόσο εύκολα αποδεκτοί οφείλεται ακριβώς στην έντονη και ισχυρογνώμονα αυταρχικότητα, τουλάχιστον των περισσότερων εξ αυτών.
Εάν, όμως, ελέγχονταν, πόσοι από αυτούς θα κατέληγαν να αποκαλούνται γνήσιοι «σοφοί» ακόμα και με τα μέτρα της γήινης σοφίας; Πόσοι – ρωτάμε – από τους αποκαλούμενους «αυθεντίες» και «ταγούς των ανθρώπων» θα αποδεικνύονταν καλύτεροι από εκείνους για τους οποίους - ένας γνήσιος «σοφός» - είπε πως «είναι τυφλοί αρχηγοί τυφλών ανθρώπων»; Το ότι η διδασκαλία και των σύγχρονων δασκάλων και των ιεροκηρύκων δεν είναι «άνωθεν σοφία» έχει πλήρως καταδειχθεί. Έχει αποδειχθεί όχι από ανακρίβειες στα λεγόμενά τους ή λάθη στη ζωή τους, γιατί «ανθρώπινο το λανθάνειν», αλλά από αδιάσειστα γεγονότα. Η «Σοφία και η Αλήθεια» είναι συνώνυμοι όροι και αυτό που είναι λανθασμένο ή πασίγνωστο χαρακτηριστικό της Αγγλικανικής Εκκλησίας, ότι δηλ. η «Επί του Όρους Ομιλία», στην πράξη, θα σήμαινε πλήρη καταστροφή της χώρας του σε λιγότερο από τρεις εβδομάδες -και αν επίσης είναι αληθινό όπως διαπιστώνεται από έναν επιστήμονα κριτικό ότι «η πένθιμη κωδωνοκρουσία του Καρόλου Δαρβίνου ηχεί στο παρόν βιβλίο του κ.Α.Π.Γουάλας, ένα γεγονός ήδη ειπωμένο από τον Quatrefages – τότε, μας μένει να διαλέξουμε δύο δρόμους. Είτε πρέπει να πιστέψουμε τυφλά και να εμπιστευθούμε και τη Θεολογία και την Επιστήμη είτε να διακηρύξουμε και τις δύο αναληθείς και αναξιόπιστες.
Υπάρχει, όμως, κι ένας τρίτος δρόμος : το να προσποιηθούμε ότι πιστεύουμε και τις δύο συγχρόνως και να μην διατυπώνουμε γνώμη, όπως κάνουν πολλοί. Αλλά αυτό θα ήταν παράβαση έναντι στη Θεοσοφία και θα συνιστούσε υπόθαλψη των προκαταλήψεων της Εταιρείας – πράγμα που αρνούμαστε να κάνουμε. Μάλιστα : διακηρύσσουμε ανοιχτά ότι κανείς, ούτε Θεολόγος ούτε Επιστήμονας έχει δικαίωμα να ισχυρίζεται, ο ένας ότι κηρύσσει τη θεία έμπνευση και ο άλλος τις θετικές επιστήμες, εφόσον ο μεν πρώτος κάνει τη δική του αναγνώριση ολέθρια για τους ανθρώπους και τα κράτη – δηλ. την Χριστιανική ηθική και ο άλλος ( με το πρόσωπο του διαπρεπούς φυσιοκράτη, του κ. Α. Ρ. Γουάλας, καθώς μας λέει ο κ. Σάμιουελ Μπάτλερ ) διδάσκει τη Δαρβινική εξέλιξη, την οποία δεν πιστεύει πλέον και ο ίδιος – ένα σχέδιο που δεν υπήρξε ποτέ στη φύση, εάν έχουν δίκιο οι πολέμιοι του Δαρβινισμού.
Εντούτοις, αν κάποιος θελήσει να αποκαλέσει «απερίσκεπτες» ή «πλανημένες» τις λαοπρόβλητες ηγεσίες ή τις αντίστοιχες πολιτικές τους ανέντιμες, πάραυτα θα του επιβληθεί σιωπή. Το να αμφισβητήσει κανείς την μεγαλόπνοη σοφία της θρησκείας του αείμνηστου Καρδινάλιου Νιούμαν, της Αγγλικανικής Εκκλησίας, ή των μεγάλων σύγχρονων επιστημόνων είναι σαν να αμαρτάνει προς το Άγιο Πνεύμα και τον Πολιτισμό. Αλίμονο σε αυτόν που αρνείται να αναγνωρίσει τους «Εκλεκτούς» του Κόσμου. Πρέπει να υποκλιθεί μπροστά στο ένα ή στο άλλο. Εάν το ένα είναι αληθινό, το άλλο πρέπει να είναι αναληθές. Και αν η «σοφία» του Επισκόπου ή του Επιστήμονα δεν προέρχεται «άνωθεν» - πράγμα που ήδη έχει φανεί πολύ καλά – τότε η «σοφία» τους είναι, στην καλύτερη περίπτωση – «γήινη, ψυχιστική, σατανική».
Οι αναγνώστες μας, λοιπόν, πρέπει να θυμούνται ότι η παρατήρηση των ανωτέρω έχει νόημα σαν σημάδι ασέβειας προς την αληθινή διδασκαλία του Χριστού ή την αληθινή επιστήμη. Ούτε, καν, κρίνουμε προσωπικότητες. Κρίνουμε μόνο τα συστήματα του πολιτισμένου κόσμου μας. Εκτιμώντας την ελευθερία της σκέψης περισσότερο από κάθε τι, σαν τον μοναδικό τρόπο να κατακτήσει ο άνθρωπος κάποτε αυτή τη Σοφία, με την οποία ο Θεόσοφος πρέπει να είναι ερωτευμένος, αναγνωρίζουμε και στους εχθρούς και στους φίλους μας το δικαίωμα να σκέπτονται ελεύθερα.
Αγωνιζόμαστε μόνο για να διεκδικήσουν τη Σοφία – όπως εμείς αντιλαμβανόμαστε τον όρο. Ούτε και κατηγορούμε, μάλλον λυπόμαστε από τα βάθη της καρδιάς μας, τους σύγχρονους «σοφούς» που προσπαθούν να εφαρμόζουν τη μόνη μέθοδο που θα τους κρατήσει στην κορυφή της «αυθεντίας» τους μια και δεν μπορούν, ακόμα και αν το θέλουν, να πράττουν διαφορετικά διατηρώντας την υπόληψή τους μέσα στις μάζες ή αποφεύγοντας τον παραγκωνισμό των συναδέλφων τους. Το ομαδικό πνεύμα είναι τόσο ισχυρό όταν εκφράζει την πεπατημένη, ώστε το να στραφεί κανείς σε παράδρομους σημαίνει σκόπιμη προδοσία. Έτσι, για να θεωρηθεί, σήμερα ο επιστήμονας αυθεντία σε κάποιο συγκεκριμένο θέμα πρέπει να απορρίψει εκών άκων το μεταφυσικό και ο θεολόγος να δείξει περιφρόνηση στις υλιστικές διδασκαλίες. Όλα αυτά συνιστούν κοσμικές συμπεριφορές και κοινή λογική, αλλά δεν συνιστούν τη Σοφία ούτε του Ιώβ ούτε του Ιακώβου.
Θα θεωρηθεί, λοιπόν, πολύ εξεζητημένο αν, βασίζοντας τα λόγια μας σε παρατήρηση και εμπειρία μιας ζωής, αποτολμήσουμε να προσφέρουμε τις ιδέες μας για την αμεσότερη και αποτελεσματικότερη απόκτηση παγκόσμιου σεβασμού εκ μέρους του σημερινού Κόσμου και να γίνουμε «αυθεντίες»; Κοιτάξτε με τρυφερό βλέμμα τις κοινοτοπίες των ασχολιών κάθε πλευράς και προσφερθείτε ως αρχι-εκτελεστής, δήμιος των υπολήψεων των ανθρώπων και των πραγμάτων που ξεχωρίζουν.
Μάθετε ότι το μεγαλύτερο μυστικό συνίσταται στην τέχνη της υπόθαλψης δημοφιλών προκαταλήψεων, των συμπαθειών και αντιπαθειών των ανθρώπων. Άπαξ και τηρηθεί αυτή η κύρια προϋπόθεση, όποιος το πραγματοποιήσει είναι σίγουρο πως θα προσελκύσει τους μορφωμένους και τους δορυφόρους τους – τους λιγότερο μορφωμένους – αυτούς που ο ρόλος τους είναι να συμβαδίζουν, εκ του ασφαλούς, με την κοινή γνώμη. Αυτό θα οδηγήσει σε τέλεια αρμονία ή παράλληλη δράση. Γιατί, ενώ η αγαπημένη στάση των καλλιεργημένων ανθρώπων είναι να κρύβονται πίσω από τα πνευματικά προπύργια των εκλεκτών ταγών της επιστημονικής σκέψης και να «ομνύουν στους λόγους των αρχόντων», αυτή των λιγότερο καλλιεργημένων είναι να μεταμορφώνονται σε πιστά, μηχανικά φερέφωνα των ανωτέρων τους και να επαναλαμβάνουν σαν καλο-εκπαιδευμένοι παπαγάλοι τα αποφθέγματα των αρχηγών τους.
Το νέο αφοριστικό δίδαγμα του κ. Άρτεμους Γουώρντ , του φημισμένου αυτού προσώπου : - «Ξύστε την πλάτη μου, κ. Εκδότα, και θα ξύσω τη δική σας» - αποδεικνύεται ότι ισχύει πάντα. Το «ανερχόμενο Αστέρι», είτε πρόκειται για κάποιο θεολόγο, πολιτικό, συγγραφέα, επιστήμονα ή δημοσιογράφο – πρέπει να ξεκινήσει «ξύνοντας την πλάτη» του κοινού γούστου και των προκαταλήψεων – μια υπνωτική μέθοδος τόσο παλιά όσο και η ανθρώπινη ματαιοδοξία.
Βαθμηδόν, οι υπνωτισμένες μάζες αρχίζουν να ικανοποιούνται, είναι έτοιμες για «υποδείξεις». Προτείνετε ό,τι θέλετε να πιστέψουν και, πάραυτα, θα αρχίσουν να σας ανταποδίδουν τα χάδια, να υιοθετούν τις ασχολίες σας και να υποθάλπουν με τη σειρά τους οτιδήποτε προτάθηκε από θεολόγους, πολιτικούς, συγγραφείς ή δημοσιογράφους. Αυτό είναι το απλό μυστικό για την ανάδειξη σε «αυθεντία» ή σε «ταγό των ανθρώπων». Και τέτοιο είναι το μυστικό της σύγχρονης σοφίας μας.
Αυτό, λοιπόν, είναι και το μυστικό και η πραγματική αιτία της αντιδημοτικότητας του Λούσιφερ και του εξοστρακισμού που επιβάλλει αυτός ο ίδιος σύγχρονος κόσμος στη Θεοσοφική Εταιρεία : γιατί ούτε το Λούσιφερ ούτε και η Θεοσοφική Εταιρεία ακολούθησαν ποτέ τη χρυσή διδασκαλία του κ. Γουώρντ.
Πράγματι, δεν υπάρχει γνήσιος Θεόσοφος που θα συμφωνήσει να γίνει το φετίχ ενός μοντέρνου δόγματος, όπως δεν θα έκανε και τον εαυτό του σκλάβο ενός παρακμάζοντος συστήματος νεκρού- γράμματος, από το οποίο το πνεύμα έχει για πάντα εξαφανιστεί. Ακόμα, δεν θα υποθάλψει οποιονδήποτε ή οτιδήποτε και πάντα θα αρνείται να δείχνει πίστη σε κάτι που δεν πιστεύει. Ούτε και μπορεί να πιστέψει κάτι που λέει ψέματα στην ψυχή του. Γι’ αυτό, εκεί όπου άλλοι βλέπουν «την ομορφιά και τις χάρες του σύγχρονου πολιτισμού», ο Θεόσοφος βλέπει μόνο ηθική ασχήμια και τα κόλπα των κλόουν των αποκαλουμένων κέντρων πολιτισμού. Τίποτα, λοιπόν, δεν ταιριάζει περισσότερο στη σύγχρονη μοντέρνα κοινωνία από την περιγραφή που κάνει ο Σίντνεϋ Σμιθ για την Παπική τυπολατρεία : «Πόζα και απάτη, κάμψεις και γονυκλισίες, υποκλίσεις δεξιά κι αριστερά μαζί με έναν τεράστιο αριθμό ανδρικών ( και ιδιαίτερα γυναικείων) στολιδιών».
Χωρίς αμφιβολία, μπορεί κάποιοι απλοί άνθρωποι να θεωρούν ελκυστικό τον σύγχρονο πολιτισμό. Για τον Θεόσοφο, όμως, όλα τα δώρα του δύσκολα αντισταθμίζουν το κακό που έχει φέρει στον κόσμο. Και, βέβαια, δεν είναι δυνατόν, μέσα στα όρια αυτού του άρθρου, να απαριθμήσουμε τα προϊόντα αυτά του πολιτισμού και της προόδου των φυσικών επιστημών των οποίων τα τελευταία επιτεύγματα αρχίζουν με ζωοτομίες και τελειώνουν με τον εξελιγμένο φόνο δια του ηλεκτρισμού.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η απάντησή μας δεν αποσκοπεί στο να μας κάνει περισσότερο φίλους παρά εχθρούς., αλλά αυτό είναι αναπόφευκτο. Το περιοδικό μας μπορεί να θεωρείται «απαισιόδοξο» αλλά δεν μπορεί να κατηγορηθεί για δημοσίευση συκοφαντιών ή ψεμάτων ή, στ’ αλήθεια, για οτιδήποτε εκτός από αυτό που τίμια πιστεύουμε ότι είναι αληθινό.
Όμως, σε κάθε περίπτωση, ελπίζουμε να μη μας λείψει ποτέ το ηθικό θάρρος για να εκφράζουμε τις απόψεις μας ή για να υποστηρίζουμε την Θεοσοφία και την Εταιρεία της. Ας ξεσηκωθούν τα 9/10 του πληθυσμού εναντίον της Θεοσοφικής Εταιρείας όπου υπάρχει – δεν θα μπορέσουν ποτέ να καταπνίξουν τις αλήθειες που διακηρύσσει. Ας συκοφαντήσουν, ας εκμεταλλευτούν, ας πουν ψέματα, ας αποκρύψουν και ας δημοσιεύσουν οποιαδήποτε ανακρίβεια θέλουν οι μάζες των πνευματιστών, όλα τα εκκλησιάσματα, θρησκόληπτοι και εικονοκλάστες, γρυλίζοντες λάτρεις, πιθηκίζοντες οπαδοί και τυφλοί μαθητές – δεν θα ξεριζώσουν την Θεοσοφία, ούτε και θα ανατρέψουν την Εταιρεία της, εφόσον τα μέλη της είναι συσπειρωμένα. Επιπλέον, τέτοιοι φίλοι και σύμβουλοι, σαν αυτόν προς τον οποίον απευθύνεται αυτή η απάντηση, ας αποστραφούν με αηδία από αυτούς στους οποίους απευθύνονται ματαίως – δεν έχει σημασία, γιατί οι δρόμοι μας στη ζωή είναι διαμετρικά αντίθετοι. Ας παραμείνει στη «γήινη» σοφία του. Εμείς θα κρατήσουμε εκείνη την «άνωθεν» αγνή ακτίνα, που έρχεται «από το φως του Αρχαίου».
Τι σχέση έχει αλήθεια η ΣΟΦΙΑ – η Θεοσοφία – η Σοφία «πλήρης ελέους και καλών καρπών, αμερόληπτος και ανυπόκριτος» (Ιάκωβος ΙΙΙ,17) με τον ανελέητο, ιδιοτελή, πανούργο και υποκριτικό κόσμο μας; Τι κοινό υπάρχει ανάμεσα στη θεία Σοφία και τα επιτεύγματα του σύγχρονου πολιτισμού και της επιστήμης; Ανάμεσα στο πνεύμα και στο γράμμα που το σκότωσε; Ακόμα δε περισσότερο τώρα που σε αυτό το στάδιο της εξέλιξης ο σοφότερος άνθρωπος επί της γης, όπως λέει ο σοφός Καρλάυλ, δεν είναι παρά ένα έξυπνο βρέφος που συλλαβίζει από ένα ιερογλυφικό, προφητικό βιβλίο, το λεξικό του οποίου βρίσκεται στην αιωνιότητα».
Λούσιφερ, Σεπτέμβριος, 1890
Οκτώβριος 2007 | Ε.Π. Μπλαβάτσκυ