Tα «Κούλουμα» είναι εορτή που εορτάζεται στην ύπαιθρο την Καθαρή Δευτέρα, καταναλώνοντας νηστίσιμα τρόφιμα, τραγουδώντας χορεύοντας, και πετώντας τον χαρταετό.
Για την ετοιμολογία της λέξης «κούλουμα», δύο είναι οι επικρατέστερες εκδοχές.
Σύμφωνα με την πρώτη, η λέξη προέρχεται από την λατινική «Cumulus» (κόλουμους) που σημαίνει σωρός, αφθονία και τέλος, που σημαίνει το τέλος της αποκριάς, οι οποίες διαρκούν τρεις εβδομάδες, γι’ αυτό και η περίοδος αυτή ονομάζεται «Τριώδιο».
Η πρώτη εβδομάδα του Τριωδίου, ονομάζεται «Προφωνέσιμη», καθώς παλαιότερα«προφωνούσαν», δηλαδή διαλαλούσαν, την αρχή της αποκριάς.
Η δεύτερη εβδομάδα είναι η «κρεατική ή κρεοφάγος», επειδή κατανάλωναν κρέας , στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η «τσικνοπέμπτη», όπου υπάρχει το έθιμο του ψησίματος κρέατος στα κάρβουνα, εξού και η λέξη «τσικνοπέμπτη.
Η τρίτη ονομάζεται «τυρινή ή τυροφάγος», επειδή έτρωγαν γαλακτοκομικά προϊόντα. Κατά την τελευταία Κυριακή της τυροφάγου, που ονομάζεται και «τρανή αποκριά», φθάνουν στο αποκορύφωμά τους τα φαγοπότια και τα γλέντια, η ευθυμία, οι αθυροστομίες των μεταμφιεσμένων, οι άσεμνες εμφανίσεις και οι χοροί.
Σύμφωνα με την δεύτερη εκδοχή, η λέξη «κούλουμα», προέρχεται επίσης από την λατινική, λέξη «columna», που σημαίνει κίονας , κολώνα, διότι οι Αθηναίοι συνήθιζαν να γιορτάζουν την Καθαρή Δευτέρα στους στύλους του Ολυμπίου Διός, και αργότερα στο λόφο του Φιλοπάππου.
Το όνομα «Καθαρή Δευτέρα» δόθηκε, διότι οι χριστιανοί «καθαρίζονται» σωματικά και πνευματικά, καθώς την ημέρα αυτή ξεκινά νηστεία διάρκειας 40 ημερών. (όσες δηλαδή και οι μέρες νηστείας του Χριστού στην έρημο).
Το πέταγμα του χαρταετού έχει ασιατικές ρίζες, όπου συνηθίζεται να δένουν επάνω στο σχοινί μικρά χαρτάκια, πάνω στα οποία γράφουν ευχές και επιθυμίες
προς του θεούς.
Οι Βακχικές γιορτές εισήχθησαν στην Ρώμη, τον δεύτερο αιώνα μ.Χ., και ονομάστηκαν«Σατουρνάλια», προς τιμήν του Σατούρνου (Κρόνου).
Η λέξη «αποκριά» δόθηκε επί βυζαντίου, και προέρχεται από την λέξη «αποκρέω», που σημαίνει αποχή από το κρέας.
Η λατινική λέξη «Καρναβάλι», προέρχεται από το : carne (κρέας), και vale (γεια σου) που σημαίνει, την απαγόρευση της κρεοφαγίας ή από τις λατινικές λέξεις: κάρνε (κρέας) και λεβάρε (αίρω, σηκώνω), που σημαίνει την παύση της κρεοφαγίας, από την τελευταία εβδομάδα του τριωδίου.
Όλες οι ανοιξιάτικες γιορτές, έχουν τις ρίζες τους σε Διονυσιακές αρχαιοελληνικές εορτές, κατά την οποία οι συμμετέχοντες τραγουδούσαν τον «Διθύραμβο», φορούσαν δέρματα ζώων, άλειφαν το πρόσωπό τους με την τρυγία (κατακάθι του κρασιού) και στεφανώνονταν με κισσό, το αειθαλές ιερό φυτό του Διόνυσου.
Οι εορτές είχαν ως χαρακτηριστικό γνώρισμα τον άκρατο ενθουσιασμό, τις μεταμφιέσεις, την οινοποσία, τον χορό υπό των ήχο των κυμβάλων και τυμπάνων, θιάσους, πομπές, διθυράμβους και φαλλοφορίες. Τα Διονύσια χωρίζονταν στα «Μικρά» και στα «Μεγάλα»που τελούνταν σε διαφορετικές εποχές του χρόνου.
Δια μέσω των τελετουργικών χορών της έκστασης, και των χτυπημάτων της γης με τα πόδια, δρωμένων και μεταμφιέσεων, οι άνθρωποι αποσκοπούσαν στον εξευγενισμό των πνευμάτων, και την καρποφορία της γης, που τον χειμώνα βρισκόταν σε νάρκη, ενώ την Άνοιξη ανασταινόταν. Για τους αρχαίους λαούς ο κύκλος αυτός της αναγέννησης της φύσης, είχε σχέση και με τις ανθρώπινες ψυχές, και συμβολίζονταν με το φόρεμα της μάσκας.
.
Το Ψυχοσάββατο στην διάρκεια της αποκριάς, έχει επίσης την ρίζα του, σε παγανιστικό έθιμο, όταν κατά την εποχή αυτή έπρεπε να εξευμενισθούν, οι νεκροί για να δώσουν καρπό στην γη. Οι αρχαίοι Αθηναίοι κατά την εορτή των Ανθεστηρίων, γιόρταζαν τόσο την βλάστηση της φύσης με διονυσιακούς, χορούς και κατανάλωση κρασιού, όσο και την γιορτή των νεκρών και των ψυχών.
Πιο συγκεκριμένα , η πρώτη μέρα των Ανθεστηρίων ονομαζόταν «πιθοίγια», διότι εκείνη την ημέρα άνοιγαν τα πιθάρια, για να δοκιμάσουν τα νέα κρασιά, ενώ ταυτόχρονα τιμούσαν τα παιδιά που γεννήθηκαν τον προηγούμενο χρόνο.
Η δεύτερη μέρα των Ανθεστηρίων λεγόταν «Χόες» , γίνονταν συμπόσια, τα «ασκώλια»,όπου δίνονταν έπαθλο στον μεγαλύτερο πότη, ένα πήλινο πιθάρι κρασιού, που λεγόταν«χους», από το χους – χώμα, και τον στεφάνωναν με πράσινα φύλλα.
Την 2η μέρα γινόταν μια πομπή που συνόδευε τον Διόνυσο, ανεβασμένο σ’ ένα άρμα που είχε σχήμα πλοίου, τα μέλη της ακολουθίας φορούσαν μάσκες, και λάμβανε χώρα ο «εξ αμαξών κώμος» , δηλαδή ανταλλαγές αστεϊσμών και πειραγμάτων μεταξύ συμμετεχόντων, οι οποίοι βρίσκονταν πάνω σε άμαξες και πείραζαν τους περαστικούς.
Την ίδια μέρα , γινόταν και ο «Ιερός Γάμος» μεταξύ του Διονύσου και της συζύγου του Άρχοντος Βασιλέως στο «Βουκολείον» Ιερό.
Η σύζυγος του Άρχοντος Βασιλέως τελούσε στο «εν Λίμναις» Ιερό του Διονύσου, Θυσίες και τελετές. Το Ιερό άνοιγε μόνο μια φορά το χρόνο, τη νύκτα της 12ης Ανθεστηριώνος, για την τέλεση των εκεί γυναικείων Μυστηρίων, όπου απαγορευόταν η παρουσία ανδρών. Οι γυναίκες εξαγνίζονταν με αέρα, νερό και φωτιά και φορούσαν δέρματα ελαφιού ή πάνθηρα.Οι ιεροπραξίες άρχιζαν με θυσία χοίρου και τελεστής ήταν μία Ιεροφάντις μαζί με 14 Ιέρειες που ονομάζονταν «Γεραραί» (σεβάσμιες).
Οι Ιέρειες έδιναν και αυτές τον όρκο της αγαμίας των Ιερουργών και υπόσχονταν, πως θα τελούν προς τιμή του Διονύσου τα «Θεοίνια», τη γιορτή του Θεού Οίνου και τα «Ιοβάκχεια». Μπροστά στην Ιεροφάντιδα η σύζυγος του Άρχοντος Βασιλέως, πρόσφερε θυσία στο Διόνυσο για την ευημερία της πόλεως.
Η Τρίτη μέρα των Ανθεστηρίων ήταν αφιερωμένη στους νεκρούς, και ονομάζονταν«Χύτροι», επειδή την ημέρα προσφέρονταν αγγεία με άνθη, μαγειρεμένα λαχανικά και πανσπερμία σιτηρών. Η πανσπερμία προσφέρονταν στους νεκρούς, που πίστευαν ότι τους επισκέπτονταν για να συμμετάσχουν στα γεύματα. Μέσω του Ψυχοπομπού Ερμού γινόταν η ανάκληση των νεκρών, και η αναπαράσταση τους γινόταν φορώντας μάσκες, και χορεύοντας έξαλλα.
Γίνονταν επίσης σπονδές ύδατος, που ονομάζονταν «Υδροφόρια» στο «Ολυμπείον» στο Ιερό της Γης, σε ανάμνηση του Κατακλυσμού του Δευκαλίωνος.
Στο τέλος των ιεροπραξιών γινόταν η επάνοδος των Ψυχών στον Άδη με την φράση:«φευγάτε ψυχές των νεκρών, τα ανθεστήρια τελείωσαν».
Τα δρώμενα των Ανθεστηρίων αναφερόταν στον θάνατο, ενώ τα δρώμενα «των κατ’ αγρούς Διονυσίων», αναφέρονταν στην γονιμοποίηση και την ζωή.
Στην Βόρειο Ελλάδα έχουν επιβιώσει έως σήμερα, πιο ξεκάθαρα, , οι Διονυσιακές τελετές.Στην Θράκη, ο βασιλιάς Μπέης ντυμένος με δέρματα ζώων, με κουδούνια κρεμασμένα στο σώμα του και με το φαλλόμορφο ραβδί στο χέρι, εκλεγμένος από τους προύχοντες, γυρίζει σ’ όλο το χωριό με συνοδεία μεταμφιεσμένων. Σε ορισμένες περιοχές μεταφέρεται πάνω σε άμαξα που την κινούν νέοι, με τα πειράγματα και τις αισχρολογίες τους, κατ΄ αντιστοιχία «των εξ αμάξης», των αρχαίων Αθηναίων στα κατ’ αγρούς Διονύσια, τους χόες και τα Λήναια.
Στη Νάουσα οι Μπούλες, άντρες ντυμένοι γυναικεία, και οι Γενίτσαροι, με φουστανέλες και ιδιόμορφη μάσκα, γυρίζουν στους δρόμους χορεύοντας με χαρακτηριστικές κινήσεις, τραγούδια, χορούς και υπό τον ήχο κουδουνιών.
Το έθιμο της αποκριάς και του καρναβαλιού, αν και παγανιστικό, όχι μόνο επιβίωσε, αλλά αποτελεί και μία από τις πιο μεγάλες εορτές του σύγχρονου κόσμου, όπου μικροί και μεγάλοι διασκεδάζουν, τιμώντας την ζωή και την φύση, αναζητώντας διέξοδο από το άγχος της καθημερινής ζωής