Ο ανθρώπινος εγκέφαλος έχει αναπτύξει, στην πορεία της εξέλιξής του, την ικανότητα να σκέφτεται συμβολικά. Αν κοιτάξουμε γύρω μας, θα δούμε έναν κόσμο γεμάτο σημεία και σύμβολα που αναγνωρίζουμε αυτόματα και χρησιμοποιούμε ασυνείδητα προκειμένου να λάβουμε και να μεταδώσουμε πληροφορίες, να στείλουμε μηνύματα, να μιλήσουμε και σκεφτούμε. Η ικανότητά μας αυτή αποτέλεσε την προϋπόθεση και βάση για την ανάπτυξη της γλώσσας και της λεκτικής και γραπτής επικοινωνίας. Ωστόσο, τι συμβαίνει στον εγκέφαλό μας, όταν ο συντάκτης του κειμένου πληκτρολογεί τις λέξεις στον υπολογιστή και όταν οι αναγνώστες αναγνωρίζουν τις σκέψεις του γράφοντος, τις κατανοούν και τις αφομοιώνουν; Πίσω από τη φαινομενικά απλή πράξη της ανάγνωσης αυτού του κειμένου, μία πολύπλοκη γνωσιακή διαδικασία εξελίσσεται με αστραπιαία ταχύτητα, που δεν προλαβαίνουμε να συνειδητοποιήσουμε...
Ο Αμερικανός φιλόσοφος Charles Sanders Peirce ανέπτυξε μία γενική θεωρία για τη γνώση και ένα μοντέλο κατηγοριοποίησης των σημείων[1], που χρησιμοποιούνται σε γλωσσολογικές και μη γλωσσολογικές διαδικασίες μετάδοσης νοημάτων μεταξύ των ανθρώπων, οι οποίες λαμβάνουν χώρα στη νόηση και την επικοινωνία. Ο Peirce εξέτασε τη φύση των σημείων και τις εσωτερικές σχέσεις τους, οι οποίες δομούν και καθορίζουν τους διαφορετικούς τύπους τους.[2]
Σύμφωνα με την προσέγγισή του, τα σημεία συγκροτούνται από τρία θεμελιώδη στοιχεία. Το πρώτο στοιχείο αποτελεί μία ‘αντιληπτή μονάδα’, οτιδήποτε αντιλαμβανόμαστε και ταυτίζεται με το ίδιο το σημείο, μεταφέρει το νόημά του και χαρακτηρίζεται ως ‘σημαίνον’. Το δεύτερο στοιχείο είναι ένα φυσικό, πραγματικό ή αφηρημένο αντικείμενο ή ακόμη και ένα άλλο σημείο, το οποίο αναπαριστάται από το σημαίνον και αποτελεί το ‘σημαινόμενο’. Το τρίτο, τέλος, στοιχείο[3] είναι η αιτία που συνδέει το σημαίνον με το σημαινόμενο δομώντας τη μεταξύ τους σχέση, και οδηγεί στην απόδοση σημασίας στο σημείο, που γίνεται αντιληπτή και κατανοείται από ένα υποκείμενο. [4]
Προκειμένου να κατανοήσουμε τον τρόπο που λειτουργεί ο εγκέφαλός μας κάθε φορά που "βλέπουμε" ή γενικότερα αντιλαμβανόμαστε ένα σημείο ας κάνουμε ένα σύντομο πείραμα.
Κοιτάξτε αυτό που ακολουθεί και αναρωτηθείτε τι βλέπετε - άρα αντιλαμβάνεστε:
Αν απαντήσατε χωρίς να το σκεφτείτε ιδιαίτερα, τότε θα είπατε αμέσως ότι βλέπετε ένα μήλο...
Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό που βλέπετε δεν είναι ένα μήλο, αλλά ένα σημείο. Ο εγκέφαλός σας ακολούθησε ταχύτατα μία πολύπλοκη γνωσιακή επαγωγική διαδικασία, κατά την οποία αναγνώρισε την ομοιότητα στο σχήμα, το χρώμα, την υφή και τη μορφή ανάμεσα στο σημείο και το πραγματικό μήλο, και έστειλε το μήνυμα ότι το σημαίνον που έχουμε μπροστά μας σημαίνει το φρούτο, ακόμη και αν δεν το γευτήκαμε, το μοιρίσαμε ή το αγγίξαμε. Κατά τον Pierce, η αναγνώριση της ομοιότητας ανάμεσα σε ένα σημείο (σημαίνον) και ένα (αντικείμενο) αποτελεί το πρώτο και απλούστερο είδος αναφορικής σχέσης που αναγνωρίζει ο ανθρώπινος εγκέφαλος και έχει ως αποτέλεσμα ένα σημείο που μοιάζει με ένα αντικείμενο να το αναγνωρίζουμε επαγωγικά ως εικόνα του αντικειμένου αυτού.
Ας προχωρήσουμε λίγο παραπέρα...
Δείτε παρακάτω και κάντε την ίδια ερώτηση στον εαυτό σας. Τι βλέπετε - άρα αντιλαμβάνεστε;
Αν και πάλι απαντήσατε χωρίς να το σκεφτείτε ιδιαίτερα, θα είπατε ότι βλέπετε ένα θερμόμετρο. Αν το σκεφτήκατε λίγο περισσότερο, θα είπατε ότι βλέπετε την εικόνα ενός θερμόμετρου. Συμπεράνατε νοερά την ομοιότητα του συγκεκριμένου σημείου με το αντικείμενο θερμόμετρο και αναγνωρίσατε την εικονική σχέση ανάμεσά τους. Όμως, τι βλέπουμε σε ένα πραγματικό θερμόμετρο;...Βλέπουμε τον υδράργυρο στο λεπτό σωληνάκι στο εσωτερικό του και ανάλογα με το πόσο "ανεβαίνει" μπορούμε και μετρούμε τη θερμο κρασία του σώματός μας. Συνδέουμε με άλλα λόγια αυτό που βλέπουμε-αντιλαμβανόμαστε (την άνοδο του υδραργύρου) με τη μέτρηση της σωματικής μας θερμότητας.
Ειδικές σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα σε εικόνες, κατά την καθημερινή διαδικασία της εξαρτημένης μάθησης, αποτελούν τη βάση για τη δεικτική ερμηνεία. Η φυσική γειτνίαση ή συνεμφάνιση δύο εικόνων ή αντικειμένων στο χώρο και το χρόνο οδηγεί στη θεμελίωση μίας σύνδεσης μεταξύ τους που διατηρείται στη μνήμη των ανθρώπων, οι οποίοι είναι σε θέση, όταν εντοπίζουν την παρουσία του ενός, ταυτόχρονα να προβλέπουν την ύπαρξη του άλλου, ακόμη και σε περιπτώσεις που μόνο το πρώτο είναι ορατό. Με τον τρόπο αυτό, η προβλέψιμη συνεμφάνιση δύο αντικειμένων έχει ως αποτέλεσμα την ερμηνεία του ενός ως δείκτη του άλλου. Η συγκεκριμένη ερμηνευτική απόκριση προκύπτει μέσα από νοητικές επαγωγικές διαδικασίες που ξεπερνούν την απλή αναγνώριση της ομοιότητας ανάμεσα στα αντικείμενα και τις εικόνες τους, προχωρώντας ακόμη περισσότερο στην παρατήρηση της συνεμφάνισης και ταυτόχρονης παρουσίας τους στο χώρο και το χρόνο.[5]
Μέσω της συγκεκριμένης γνωσιακής λειτουργίας είμαστε θέση να προβλέψουμε ότι κάθε φορά που βλέπουμε - αντιλαμβανόμαστε καπνό....
θα υπάρχει και φωτιά....
καπνός -- δείκτης -- φωτιά
Όπως ακριβώς οι δείκτες εξαρτώνται από τις συσχετίσεις μεταξύ εικόνων, με έναν παρόμοιο τρόπο, οι σχέσεις των δεικτών αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για τη θεμελίωση της συμβολικής αναφοράς. Ωστόσο, το επόμενο βήμα της ερμηνευτικής διαδικασίας συνεπάγεται μία περισσότερο δύσκολη νοητική πράξη, καθώς η προστιθέμενη σχέση δεν είναι πλέον απλά η χωρο-χρονική συσχέτιση των αντικειμένων. Σε αντίθεση με την πιθανότητα της συνεμφάνισης, η συμβολική ερμηνεία προκύπτει μέσα από μία πολύπλοκη λειτουργία της σχέσης που δομείται ανάμεσα στο σημείο και άλλα σημεία.[6]
Ο συμβολικός συνδυασμός σημείων δεν συμβαίνει μεμονωμένα, αλλά μπορεί να πραγματοποιηθεί και να σταθεροποιηθεί μόνο μέσα στο πλαίσιο ενός ήδη θεμελιωμένου συστήματος συμβόλων. Η ίδια η καθιέρωση ενός συμβολικού συστήματος συνδέεται με την αναγνώριση και θεμελίωση συμβατικών σχέσεων μεταξύ των σημείων, που δε βασίζονται στα φυσικά χαρακτηριστικά τους, αλλά αναγνωρίζονται και γίνονται αποδεκτές από όλα τα άτομα που ανήκουν σε μία συγκεκριμένη συνάφεια.[7]
Η γλώσσα, γραπτή και προφορική, αποτελεί ακριβώς ένα πολύπλοκο συμβολικό σύστημα, το οποίο βασίζεται στη γνωσιακή ικανότητα των ανθρώπων να αναγνωρίζουν σημεία που δεν μοιάζουν ή "δείχνουν" συγκεκριμένα αντικείμενα, αλλά ενέχουν μία σημασία, ένα νόημα από μόνα τους, εξαιτίας της σύμβασης μίας ολόκληρης κοινότητας ανθρώπων, που συμφωνούν ότι ένα συγκεκριμένο σημείο σημαίνει κάτι άλλο και ότι ο συνδυασμός περισσότερων σημείων μεταξύ τους σημαίνει κάτι ακόμη πιο σύνθετο, μία λέξη, μία πρόταση, ένα άρθρο, την ιστορία σε ένα βιβλίο.
Συνεπώς η λέξη "κείμενο" μπορεί να μην μοιάζει οπτικά με αυτό που τώρα διαβάζετε, ούτε να υποδηλώνει την παρουσία ενός άλλου αντικειμένου, αλλά όλοι κατανοείτε το νόημα της λέξης, σε οποιαδήποτε συνάφεια και με όποια σημασία και αν τη συναντήσετε.
[1] Ως σημείο θεωρείται οποιοδήποτε φυσικό, τεχνητό ή νοητικό αντικείμενο το οποίο χρησιμοποιείται για να αποδώσει σημασία σε κάποιο άλλο αντικείμενο τόσο κατά τη διαδικασία της σκέψης όσο και κατά την επικοινωνία.
[2] Sinha, C., “Theories of Symbolization and Development”, in A. Lock – R. C. Peters (eds.), Handbook of Human Symbolic Evolution (Oxford, 1996), σελ. 484
[3] Ο όρος που χρησιμοποιείται από τον Peirce για τον ορισμό του συγκεκριμένου παράγοντα ως σκέψης που έρχεται ως επακόλουθο της απόδοσης νοήματος σε ένα σημείο είναι ‘interpretant’. Βλ. Hoopes, J., Peirce on Signs, ό.π., σελ. 7, 12
[4] Hoopes, J., Peirce on Signs, ό.π., σελ. 11-12 · Sinha, C., “Theories of Symbolization and Devalopment”, ό.π., σελ. 485
[5] Deacon, T., The Symbolic Species, ό.π., σελ. 77-78
[6] Deacon, T., The Symbolic Species, ό.π., σελ. 92-93
[7] Deacon, T., The Symbolic Species, ό.π., σελ. 92-93
Ολυμπία Παναγιωτίδου