Δευτέρα 26 Μαΐου 2014

Ο Νόμος της ΣΙΓΗΣ

 

Μια από τις πιο μεγάλες ψυχικές αρετές, που ίσως θα ‘πρεπε να ‘χει ο άνθρωπος κάθε ηλικίας, είναι η ΣΙΓΗ.

Λέμε πως θα ‘πρεπε να ‘χε γιατί δυστυχώς ο άνθρωπος στερείται σε πολύ μεγάλο ποσοστό, αυτής της αρετής.

Άλλα ας δούμε τη σημασία που έδινε πάντα ο άνθρωπος στο τόσο παραμελημένο αυτό κόσμημα της ΨΥΧΗΣ.

Σιγή επέβαλε στους μαθητές του ο μεγάλος Φιλόσοφος και Μύστης Πυθαγόρας, για δύο και μέχρι τέσσερα χρόνια, απαγορεύοντας, όχι μόνον την ομιλία αλλά και κάθε ερώτηση, με ποινή την αποβολή τους από τη σχολή.  Μ’ αυτόν τον τρόπο, όχι μόνον έλεγχε την ικανότητα των μαθητών του, αλλά και τους ασκούσε στην Αυτοκυριαρχία και Αυτοεπιβολή, στην Αυτοενδοσκόπηση και Αυτογνωσία, στην Αυτοσυγκέντρωση και Θεληματική χρήση του ΝΟΥ.

Πράγματι, η Σιγή είναι συνάρτηση της θεληματικής χρήσης του Νου, του μοναδικού αυτού ανθρώπινου οργάνου, που με τη σωστή χρήση η έννοια της Σιγής, γίνεται συνειδητή.  Αλλά πόσες φορές πριν μιλήσουμε, χρησιμοποιούμε το Νου?  Πολύ σπάνια.  Σπεύδουμε ν’ απαντήσουμε, σπεύδουμε να κάνουμε ερωτήσεις, όχι γιατί έχουμε καταλάβει το θέμα για το οποίο γίνεται συζήτηση, αλλά απλώς για να πούμε κάτι, για να δείξουμε ότι έχουμε γνώσεις, για να δείξουμε πως είμαστε έξυπνοι.

Η ΑΝΝΥ ΜΠΕΖΑΝΤ, Πρόεδρος της Θεοσοφικής εταιρείας, έλεγε: «Το ήμισυ των δυστυχιών της ανθρωπότητας οφείλεται εις τα περιττά λόγια».

Πράγματι, αν καλοσκεφτούμε τα παραπάνω λόγια, εύκολα μπορούμε να καταλάβουμε τη ζημιά που προκαλεί η Φλυαρία, η Κολακεία, ο αυτοέπαινος, η Ψευδολογία, η Μυθομανία, η Αδιακρισία, και πολλές άλλες αδυναμίες που έχουμε και που δεν τις ελέγχουμε με το ΝΟΥ.

Η μη συγκράτηση του λόγου και η έκφραση περιττών λόγων, προδίδει χαρακτήρα κατώτερο και αδύνατο.

«ΛΑΛΗΣΑΣ ΜΕΝ ΠΟΛΛΑΚΙΣ ΜΕΤΑΝΟΗΣΕ, ΣΙΩΠΗΣΑΣ ΔΕ ΟΥΔΕΠΟΤΕ», δηλαδή «Αυτός που λέει πολλά, πολλές φορές μετανιώνει, αυτός όμως που δεν μιλάει αλλά κρατάει τα λόγια του, ουδέποτε», λέει ο Σιμωνίδης.

Στην Αίγυπτο, όπου αναπτύχθηκε ο παλαιότερος γνωστός πολιτισμός και ιδρύθηκαν και λειτούργησαν τα περίφημα Μυστήρια όπου φοίτησαν οι πρώτοι και μεγαλύτεροι Έλληνες Νομοθέτες και Σοφοί όπως ο Θαλής, ο Σόλων, ο Πυθαγόρας, κ.α., η ΣΙΓΗ είχε θεοποιηθεί.

Ο Αρποκράτης, παιδί του Όσιρι και της Ίσιδας, λατρεύονταν σαν θεός της Σιγής.  Η παροιμία «ΑΡΠΟΚΡΑΤΙΟΣ ΣΙΓΗ» ήταν πολύ συνηθισμένη στους Έλληνες. Ο Αρποκράτης παριστάνονταν στα αγάλματα σαν νεανίας καθισμένος πάνω σε άνθος λωτού, με το δείχτη του δεξιού χεριού στο στόμα.

Οι Αιγύπτιοι παρίσταναν το θεό της σιγής σαν νεανία, για να δείξουν στους νέους στην ηλικία αλλά και στους πνευματικά νέους, πως πρέπει να βλέπουν και να ακούν πολλά, να μορφώνονται, να στοχάζονται αλλά και να αυτό-επιβάλουν απόλυτη σιγή και αυτοσυγκράτηση στον εαυτό τους.

Έχει λοιπόν σαν σκοπό η Σιγή, να μας βοηθήσει για να πετύχουμε έναν ήσυχο και απερίσπαστο ΝΟΥ που θα μπορεί να ερευνήσει τον εσωτερικό μας εαυτό.

Τι κάνουμε όμως στην πραγματικότητα?

Σπεύδουμε ν’ απαντήσουμε χωρίς καν να μας ρωτήσουν ή δίνουμε τη γνώμη μας χωρίς ούτε μια στιγμή να σκεφτούμε αν αυτό που θα πούμε είναι σωστό ή ακόμα αν πρέπει να το πούμε.

Βγάζουμε συμπεράσματα χωρίς να παιδέψουμε το μυαλό μας και, το χειρότερο, απασχολούμαστε με το να σχολιάζουμε τις υποθέσεις και τις πράξεις των άλλων.

Κρίνουμε μ’ άλλα λόγια τους άλλους, χωρίς ποτέ βέβαια να κρίνουμε τον εαυτό μας.

Αλλά γιατί φερόμαστε έτσι?

Γιατί δεν προτιμάμε την ΣΙΓΗ και το ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟ από την άσκοπη φλυαρία και το φτηνό κουτσομπολιό?

Γιατί το ν’ ασχοληθούμε με τον εαυτό μας είναι δύσκολο και δεν το θέλουμε.  Το φοβόμαστε.

Γιατί ένας πραγματικός αυτοέλεγχος θα ξεσκέπαζε τη γυμνότητά μας και δεν το θέλουμε.

Μέχρι, εδώ μπορούμε να πούμε πως «ο Νόμος της Σιγής» εξυπηρετεί την ηθική βελτίωσή μας καθώς και την έρευνα του εσωτερικού μας εαυτού.  Εξετάζοντας όμως πιο ευρύτερα την εφαρμογή του μέσα στην κοινωνία, βλέπουμε πως χρησιμοποιείται και από τα Κράτη, και από τις διάφορες Θρησκείες, για την τήρηση των μυστικών.

Πράγματι, τα κράτη, με τις μυστικές τους υπηρεσίες, υποχρεώνουν τους ανθρώπους να τηρούν απόρρητα, μυστικά όπλα ή άλλες ανακαλύψεις, που κατά κύριο λόγο χρησιμοποιούνται για την καταστροφή της ΖΩΗΣ και την διαιώνιση της χωριστικότητας μεταξύ των ανθρώπων.

Στη Θρησκεία, ο Εξομολογητής είναι δεσμευμένος με το Νόμο της ΣΙΓΗΣ και δεν του επιτρέπεται ν’ αποκαλύψει αυτά που οι πιστοί του εξομολογούνται.  Βέβαια αυτό είναι σωστό, αλλά αν ένας δολοφόνος αποκαλύψει στην εξομολόγησή του, το φόνο ενός ανθρώπου, για τον οποίο όμως κατηγορείται ένας αθώος, τότε τι πρέπει να κάνει?

Στις περιπτώσεις αυτές, αν πάρουμε σαν αρχή πως «Ηθικό είναι κάθε τι που δεν ζημιώνει τη ΖΩΗ» μπορούμε να συμπεράνουμε πως η Σιγή πρέπει να κρατιέται μόνον εφ’ όσον βρίσκεται σε αρμονία με την παραπάνω αρχή, οπότε ο καθένας μας μπορεί ανάλογα να πράξει.

Αλλά γιατί πρέπει να υπάρχει ο Νόμος ή ο Όρκος της Σιγής και όχι η Συνειδητή ΣΙΓΗ?

Να μια ερώτηση που αν τη σκεφτούμε με τον εαυτό μας θα διαπιστώσουμε πως το να κρατούμε το στόμα μας κλειστό είναι πολύ δύσκολο, για να μην πω αδύνατο, για πολλούς ανθρώπους.

Ξέροντας την αδυναμία αυτή του ανθρώπου, όλα τα Φιλοσοφικά, Θρησκευτικά και Εσωτερικά Συστήματα, επέβαλαν το «Νόμο της ΣΙΓΗΣ», ώστε αναγκαστικά στην αρχή και με το φόβο της ποινής, να οδηγούνται οι Μυούμενοι στο σημείο που μόνοι τους θα καταλάβουν την πραγματική έννοια αυτής της τόσο πολύτιμης αρετής, και που στο τέλος, συνειδητοποιώντας την αξία της, θα μπορέσουν ίσως να γίνουν κοινωνοί του μεγάλου μυστικού που κατείχαν οι μυημένοι όλων των εποχών.

Αυτό το μεγάλο μυστικό που ίσως σήμερα αρχίζουμε να το υποψιαζόμαστε, φαίνεται πως ο άνθρωπος στα πολύ παλιά χρόνια το κατείχε και γνώριζε να χειρίζεται ορισμένες δυνάμεις που και σήμερα έχουμε, αλλά δεν ξέρουμε να τις χειριζόμαστε.

Αυτές οι χαμένες ικανότητες κρατήθηκαν και κρατιούνται μυστικές απ’ τους Μύστες, οι οποίοι φρόντισαν, αυτή την πολύτιμη ΓΝΩΣΗ, να την μεταδώσουν, γράφοντάς την με τέτοιο τρόπο που μόνον οι Μυημένοι μπορούν να την αντιληφθούν.

Πράγματι όλες οι Θρησκείες και όλες οι Απόκρυφες επιστήμες, περιέχουν σπέρματα της μυστικής αυτής ΓΝΩΣΗΣ και ΤΕΧΝΗΣ.

Θα πρέπει όμως κάποιος να ρωτήσει, γιατί η Γνώση που θα επέτρεπε να γνωρίσουμε το χειρισμό δυνάμεων, που όλοι έχουμε, πρέπει να ‘ναι κρυφή?

Γιατί αυτοί που την κατέχουν, καλύπτουν τη Γνώση τους κάτω από το Νόμο της Σιγής?

Αν την κάνουν γνωστή σ’ όλους, δεν θα βοηθούσαν τον άνθρωπο στην εξέλιξή του και την τελείωση?

Είναι γεγονός πως μερικοί άνθρωποι, χρησιμοποιώντας ορισμένες δυνάμεις τους, μπορούν να μετακινήσουν αντικείμενα, να διαβάσουν τη σκέψη ενός άλλου και ακόμα να μετακινηθούν στο χώρο και το χρόνο, χωρίς το σώμα τους να κουνηθεί ούτε ένα εκατοστό από την αρχική του θέση.

Ας υποθέσουμε τώρα πως όλα αυτά κι άλλα ακόμα πιο θαυμαστά, με μια κατάλληλη εκπαίδευση, θα μπορούσε να τα πετύχει ο καθένας μας.

Θα μπορούσαμε δηλαδή να έχουμε δυνάμεις που οι άλλοι δεν έχουν.

Πως θα χρησιμοποιούσαμε τις δυνάμεις αυτές?

Πως τα τις χρησιμοποιούσαν τα διάφορα Έθνη?

Πέρα από το γεγονός της δυσπιστίας, που ο άνθρωπος σήμερα, σκοτισμένος απ’ τον ξέφρενο τεχνικό πολιτισμό, εκφράζει σε κάθε του βήμα ζητώντας χειροπιαστές αποδείξεις, η πλεονεξία για πλούτο και δύναμη θα τον οδηγούσε με βεβαιότητα στη χρησιμοποίηση της ΓΝΩΣΗΣ για το δικό του συμφέρον και όχι για το συμφέρον του συνόλου.

Ας υποθέσουμε πως μας δίνεται η Μυστική αυτή Γνώση και τεχνική και πως έχουμε αποκτήσει τις δυνάμεις που σε λανθάνουσα κατάσταση όλοι έχουμε.

Τι θα κάναμε?

Ο Γύγης, όπως γράφει ο Πλάτων στην «Πολιτεία» του, ήταν βοσκός του Άρχοντα Κανδαύλου της Λυδίας.  Κάποτε έγινε τυχαία κάτοχος ενός μαγικού δακτυλιδιού του Κανδαύλου, που είχε τη δύναμη να κάνει αόρατο αυτόν που το φορούσε.  Έτσι ο Γύγης μόλις κατάλαβε τη δύναμη που απόχτησε αφέθηκε αχαλίνωτος στην ικανοποίηση των ανθρώπινων πόθων του, προκαλώντας έτσι πολλά κακά στους συνανθρώπους του.

Αλλά ας δούμε τι θα έκανα εγώ αν μπορούσα να χειρίζομαι τέτοιες δυνάμεις.

Στην αρχή θα φοβόμουνα τις δυνάμεις που απόχτησα.  Ύστερα θα σκεφτόμουν πως με τις νέες δυνάμεις μου, θα μπορούσα ν’ αποκτήσω χρήμα και απεριόριστη εξουσία πάνω στον άνθρωπο.  Θ’ άρχιζα έτσι να δοκιμάζω τις δυνάμεις μου, στην αρχή διστακτικά, μετά όμως όλο και με πιο μεγάλη θρασύτητα γιατί θα έβλεπα πως ό,τι ήθελα το πετύχαινα.  Και η αλυσίδα των επιθυμιών μου δεν θα ‘χε τέλος.  Βέβαια δεν θα μ’ ενδιέφερε και τόσο αν όλα αυτά γίνονταν σε βάρος των συνανθρώπων μου.

Αυτή, τουλάχιστον για μένα, θα ‘ταν η συμπεριφορά μου.

Να λοιπόν, γιατί κρατήθηκαν και κρατούνται μυστικές οι λανθάνουσες δυνάμεις που υπάρχουν στον άνθρωπο, που αν δεν απαλλαγεί απ’ το εγώ του για ν’ αφοσιωθεί στην ανθρωπότητα, δεν πρόκειται ποτέ να τις γνωρίσει.

Αυτό είναι το μυστικό που κατέχει το Τάγμα μας και που θα το μάθουμε μόνον όταν φτάσουμε, ο καθ’ ένας μας με τον δικό του τρόπο, στην πνευματική ολοκλήρωση.

Τότε όμως δεν θα έχουμε ανάγκη του «Νόμου της Σιγής» γιατί θα ‘χουμε αποκτήσει τη συνειδητή ΣΙΓΗ.

Το μεγάλο όμως αυτό μυστικό, δεν θα μας δοθεί με συνταγή.  Δεν θα μας δοθεί με την καθοδήγηση κάποιου Δασκάλου.  Θα το βρούμε μόνοι μας, αν ποτέ το βρούμε, βαδίζοντας, βήμα – βήμα τους μυητικούς βαθμούς του Τάγματός μας.  Οι βαθμοί αυτοί ίσως μας βοηθήσουν να φτάσουμε στην αυτοενδοσκόπηση και αυτογνωσία, ώστε να πετύχουμε την ένωση του ΕΓΩ με το ΕΜΕΙΣ.  Και λέω ίσως, τον ωραίο αυτό στόχο, θα τον πετύχουμε μόνον με τις δικές μας δυνάμεις και με πολύ προσπάθεια.

Ο επαγγελματικός Τεκτονισμός, του οποίου η γένεση χάνεται στα βάθη των αιώνων και ο οποίος δεν ήταν μόνον συντεχνιακός αλλά είχε και πνευματικό περιεχόμενο, είναι ο πρόγονος του σύγχρονου Τεκτονισμού.  Οι αδελφότητες αυτές των οικοδόμων και λιθοδόμων, κρατούσαν την τέχνη τους μυστική.  Η μετάδοσή της, σε πρόσωπα που διάλεγαν, έπαιρνε τη μορφή της μύησης, οι δε μυημένοι, διακρίνονταν απ’ το βαθμό που είχαν και ο οποίος ήταν ανάλογος με τις γνώσεις τους.  Οι Ελευθεροτέκτονες όπως ονομάζονταν, ίσως γιατί στα κράτη που εργάζονταν απολάμβαναν ορισμένων ελευθεριών, είχαν συντάγματα και κανονισμούς, εργάζονταν σ’ ορισμένο χώρο που το ονόμαζαν Στοά, όπου δίδασκαν ή συζητούσαν θέματα που είχαν σχέση με τη δουλειά τους.  Η εργασία αυτή γίνονταν κάτω από την προεδρία του Αρχιμάστορα τον οποίο βοηθούσαν δύο επόπτες.  Για να τηρήσουν το επαγγελματικό μυστικό και για να εμποδίσουν την είσοδο στη Στοά ξένων ατόμων στην αδελφότητα, χρησιμοποιούσαν σημεία αναγνώρισης και συνθηματικές λέξεις.

Η μυστικότητα λοιπόν στον συντεχνιακό Τεκτονισμό, ξεκινούσε από λόγους Επαγγελματικούς.

Έναν αιώνα παλιότερα, πριν δηλαδή από την ιστορική εμφάνιση του σύγχρονου Τεκτονισμού, άρχισαν οι αδελφότητες των τεκτόνων να δέχονται πρόσωπα ξένα στο επάγγελμα, όπως επιστήμονες, διανοουμένους, κλπ, τους οποίους τους ονόμαζαν «Αποδεδεγμένους» για να διακρίνονται από τους τεχνίτες.

Με την εξέλιξη της τεχνικής και των κοινωνικών συνθηκών, ο συντεχνιακός Τεκτονισμός έχασε την παλιά του μορφή και δύναμη, γιατί αυξάνονταν ο αριθμός των αποδεδεγμένων, που στο τέλος έμειναν μόνοι.

Ο σκοπός, τα εργαλεία, οι βαθμοί, τα σημεία, απόχτησαν πλέον συμβολική σημασία.

Συντάχτηκαν τυπικά εμπνευσμένα από τα αρχαία Μυστήρια, τον Συντεχνιακό Τεκτονισμό, τα Τάγματα των Ναϊτών και Ροδόσταυρων, με μύθους ιστορικούς και φιλοσοφικούς.

Έτσι γεννήθηκε ο σύγχρονος Ελευθεροτεκτονισμός.

Τα σημεία αναγνώρισης, οι ιερές και εισιτήριες λέξεις, είχαν και έχουν μεγάλη εσωτερική αξία, αλλά όχι σαν λέξεις ξερές, χωρίς πολλές φορές να καταλαβαίνουμε ούτε την μετάφρασή τους, αλλά σαν νοήματα που ο καθένας μας, μελετώντας τες θα τα ανακαλύψει.

Ας μην εντοπίζουμε όμως την ουσία του μυστικού σ’ αυτά και μόνον τα πράγματα.

Το μυστικό δεν είναι οι λέξεις και τα σημεία.

Το μυστικό βρίσκεται στον εαυτό μας και στην ατολμία μας να τον δούμε.

Ας ψάξουμε λοιπόν στον εαυτό μας.

Ας προσπαθήσουμε να τον γνωρίσουμε και να βρούμε ποιες Ψυχικές και Πνευματικές ιδιότητες έχουν επηρεαστεί από τις εντυπώσεις και επιδράσεις που το περιβάλλον μας δημιουργεί.

Και αφού περάσουμε από τις μυλόπετρες του ΝΟΥ, όλες τις ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ, τις ΘΕΩΡΙΕΣ και τα διάφορα ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΑ και ΗΘΙΚΑ βάρη που έχουν μαζευτεί στην πορεία της ζωής μας, δημιουργώντας μας μια «Δευτέρα Φύση», θα βρούμε τότε, απαλλαγμένοι και λεύτεροι από τα βάρη που φέρνουμε μαζί μας, το μεγάλο ΜΥΣΤΙΚΟ που όλοι οι ΜΥΣΤΕΣ κρατούν κρυφό και που δεν είναι άλλο από τη δύναμη που δίνει η χωρίς όρια αγάπη της ΖΩΗΣ στην παγκόσμια έννοιά της.

Τότε η ΣΙΓΗ θα είναι συνειδητή και όχι νόμος.

Μέχρι να φτάσουμε όμως σ’ αυτό το σημείο, ο «Νόμος της Σιγής» επιβάλλεται και πρέπει να κρατιέται με συνέπεια και ιερότητα.

Είπον.