Η αρχαιοελληνική ρίζα «μυ-» εκφράζει πολλές και «λεπτές» έννοιες. Σημαίνει κατά κύριο λόγο αυτό που με «κλειστά χείλη», «χωρίς λαλιά», λέγεται, ακούγεται πολύ σιγά, ψιθυριστά, ή συμβολικά… δηλαδή τον «άρρητο λόγο». Αυτό, που χωρίς να «διασπασθούν» τα χείλη λέγεται, είναι όχι μόνο Σημαντικό, Ιερό, Απαραβίαστο, αλλά και «πλήρες περιεχομένου και νοήματος»… γι’ αυτό και διαφυλάσσεται έτσι… είναι Πολύτιμο.
Ο «άρρητος λόγος» είναι επίσης αυτό που δεν κοινολογείται, το κρυφό, που μόνο οι «μυημένοι» μπορούν να δεχθούν…
Αυτό το «Ιερό», από τον χαρακτήρα του, αναφέρεται στα μεταφυσικά πράγματα, στην Απώτερη Πραγματικότητα, που Υποκρύπτεται πίσω από όλα τα φαινόμενα. Έτσι, ο «άρρητος λόγος» είναι στην ουσία του ο «μυστικός θείος λόγος» που μας Αποκαλύπτει την Πραγματικότητα.
Αυτόν τον «άρρητο λόγο», τον «μυστικό θείο λόγο» σημαίνει η λέξις «Μύθος». «Μυθολογία» σημαίνει την «περί του Θεού και των θείων πραγμάτων αφήγηση». (Να σημειώσουμε ότι στα πλαίσια του «Ορφισμού» μιλάμε για Ένα Θεό, το Άχρονο Ον, τη Φύση… ενώ «θεοί» είναι «εκδηλώσεις» του Ενός… δεν μιλάμε για πολλούς θεούς, όπως στην «Ομηρική Κοσμοαντίληψη», ή την «Ησιόδεια Θεολογία», μολονότι κι εδώ όλοι οι θεοί «αναφέρονται» στον «Δία», πατέρα θεών και ανθρώπων…).
Είναι προφανές ότι η Μυθολογία, τουλάχιστον όπως αντιμετωπιζόταν από τους μυημένους, ταυτίζεται με την Αλήθεια (με την Αφήγηση περί της Πραγματικότητας). Όσοι μυημένοι κατέχουν το «κλειδί της ερμηνείας» του Μύθου αντιλαμβάνονται την Αλήθεια. Οι αμύητοι εισέρχονται σε μία «αχαρτογράφητη περιοχή» του συμβολικού λόγου που μπορεί να ερμηνευθεί με διαφόρους τρόπους. Όταν όμως δεν κατέχεις το «κλειδί» της πραγματικής ερμηνείας δεν σου αποκαλύπτεται η Πραγματικότητα αλλά οι δικοί σου σκιώδεις οραματισμοί. Σπουδές Αρχαιολογίας, Ιστορίας, Θρησκειολογίας, δεν αποτελούν απόδειξη ότι μπορούμε να «δούμε» το πραγματικό νόημα του Μύθου, αφού η προσέγγιση όλων αυτών των επιστημών είναι εξωτερική, επιφανειακή, και συχνά αντιεπιστημονική και γελοία…
Με γνώμονα τα παραπάνω, πρέπει να προσεγγίσουμε τον Ελληνικό Μύθο που αναφέρεται στο Θείο και τα θεία πράγματα, με υπευθυνότητα. Ο Ελληνικός Μύθος είναι η Αλήθεια, η Διδασκαλία, κι η Έξοδος στην Πραγματικότητα (ή έξοδος από την διαστρεβλωμένη αντίληψη που έχουμε για την Πραγματικότητα…).
Όσοι δεν «κατανοούν», αντιμετωπίζουν τον Μύθο σαν «ψευδή ιστορία», σαν «παραμύθι». Αυτό δεν μειώνει την αξία του Μύθου (του Ιερού Λόγου) αλλά αποδεικνύει την χαμένη ευκαιρία της κατανόησης όλων αυτών των δήθεν σοφών.
Η «αποκρυπτογράφηση» του Μύθου οδηγεί στην Πραγματικότητα. Όσοι απορρίπτουν τον Μύθο μπορούν να είναι ικανοποιημένοι με την «ανάπηρη σοφία» τους.
…
Οι άνθρωποι ζουν οργανωμένοι σε κοινότητες εδώ και (τουλάχιστον) 500.000 χρόνια Εδώ και (τουλάχιστον) 30.000 χρόνια πίσω, οι άνθρωποι, είχαν βγει από το «προσυνειδητό χάος» κι είχαν διαμορφώσει πολιτισμό. Γι’ αυτούς ήταν εξαιρετικά υψηλό σημείο εξέλιξης, κι από τότε άρχισαν να διαμορφώνονται «βασικές θρησκευτικές αντιλήψεις» και «βασικές φιλοσοφικές έννοιες», που αποτελούν ακόμα και σήμερα την «βάση της έλλογης σκέψης», και της «σύγχρονης φιλοσοφικής θεώρησης».
Η διάκριση του «γνωστού» (που εποπτεύουμε) από το «Άγνωστο», της «φύσης» (που βιώνουμε) από την «Υπερφύση», όχι μόνο τοποθετούν την ανθρώπινη συνείδηση μέσα σε ένα «Ευρύτερο Οντολογικό Περιβάλλον», αλλά καθορίζουν και τα όρια της βέβαιης, επαληθεύσιμης, βιωμένης, γνώσης… Η εξέλιξη της ανθρώπινης γνώσης (και σκέψης), στην συνέχεια, είναι μία «Εισχώρηση στο Άγνωστο», μία προσπάθεια να «διερευνηθεί» το Άγνωστο. Στην αρχή με την δύναμη της σκέψης (από όπου προκύπτουν «θεωρήσεις» της Πραγματικότητας), κι αργότερα με την «διεύρυνση» της συνείδησης (με την «εσωτερική» διερεύνηση, από όπου προκύπτει η «βιωματική θρησκεία», κι ο «μυστικισμός»). Ακόμα μέχρι σήμερα αυτή την «περιπέτεια» ζούμε. Το «Άγνωστο» παραμένει πάντα Ανέκφραστο (και προσεγγίζεται μόνο βιωματικά). Όποιος ισχυρίζεται ότι κατέχει την «Αλήθεια» και μπορεί να την διατυπώσει σε «κυριολεκτικό λόγο» είναι «απατεώνας»… αλλά εμείς δεν είμαστε «αφελείς»…
Έτσι (εδώ και 30.000 χρόνια) αναδύθηκε από το προγονικό χάος (της σκέψης) η πατροπαράδοτη παράδοση που μεταδίδονταν από γενιά σε γενιά (προφορικά στην αρχή και μόνο τις τελευταίες χιλιετηρίδες γραπτά). Η «Παράδοση», σε όλες τις φυλές, σε όλα τα μέρη, μετέδιδε την γνώση των «πατεράδων». Από εδώ πηγάζει η βαθύτερη έννοια της «μύησης», κι εδώ στηρίζεται το περιεχόμενο κάθε αγωγής, εκπαίδευσης (των νέων), και συνέχειας του πολιτισμού της φυλής.
Στο κύλισμα των χιλιετηρίδων και των αιώνων (του πρόσφατου παρελθόντος) διαμορφώθηκαν Βασικές Αντιλήψεις για την Πραγματικότητα, το Πραγματικό, την Φύση, την Θεότητα, την δημιουργία, την ανθρώπινη οντότητα, την ζωή, την εξέλιξη, την σωτηρία μέσα στο οντολογικό χάος.
Πριν λίγες χιλιετηρίδες παρουσιάστηκαν «συνθέσεις της ανθρώπινης γνώσης», κοσμοθεωρίες, θρησκείες, κι αργότερα φιλοσοφικές αντιλήψεις.
Από «εδώ» πηγάζουν, Θεογονίες, Κοσμογονίες, και θρησκευτικές αντιλήψεις, και ιερές πράξεις.
Η Θρησκευτική Αντίληψη (του κόσμου) είναι άρρηκτα δεμένη με την θρησκευτική δραστηριότητα, με τις ιερουργίες, τις ιερές τελετές, υμνωδίες, θυσίες, προσευχές, κλπ…
Ο Μύθος (θεογονικός, κοσμογονικός, κλπ) αποτελεί την Βάση της Θεολογίας, και της θρησκευτικής δραστηριότητας και πράξης.
Τέτοιοι Βασικοί Μύθοι για την Ανάδυση της Ύπαρξης (από την Παγκόσμια Φύση, τελείως αυθόρμητα), την Δημιουργία, κλπ. εμφανίζονται στα πλαίσια της «ινδικής θρησκευτικότητας», της «κινέζικης θρησκευτικότητας», κι ασφαλώς της ελληνικής αντίληψης για τον κόσμο (πρόκειται για παγκόσμιο και διαχρονικό φαινόμενο).
Αυτού του είδους οι Πρωταρχικοί Μύθοι ερμηνεύουν την Πραγματικότητα ακόμα και σήμερα, πολύ καλύτερα από την περιορισμένη και κομματιασμένη (και μονομερή και μεροληπτική) αντίληψη της δήθεν «επιστημονικής γνώσης». Ακόμα και η «επιστήμη» πηγάζει ιστορικά και στηρίζεται στον Βασικό Μύθο… δηλαδή στην «Πλήρη, Ολοκληρωμένη –αλλά με κενά που γεμίζει η υπόθεση κι η φαντασία – Αντίληψη», δηλαδή ένα «θεωρητικό πλαίσιο» εντός του οποίου μπορούμε να δομήσουμε «επιστημονικές περιοχές βέβαιης γνώσης», τις λεγόμενες «επιστήμες»…
Σε αυτό τον Βασικό Μύθο στηρίζεται κάθε παραλλαγή κοσμογονικής αντίληψης που θα εμφανιστεί στη συνέχεια. Και σε αυτό το Βασικό Μύθο ασφαλώς στηρίζεται η αντίληψη των αρχαίων ελλήνων, στην οποία, μέσα από το Χάος, τη Νύχτα, το Έρεβος, τον Τάρταρο (εννοιολογικές προσεγγίσεις της Πραγματικότητας) γεννιέται η Ύπαρξη, ο Θεός, ο Φάνης, ο Ζαγρέας, ο Διόνυσος.
Το κλειδί λοιπόν για την ερμηνεία του Μύθου (παραλλαγή του Βασικού Μύθου) είναι ασφαλώς η αναγωγή του στον Βασικό Μύθο, αλλά και ο προσδιορισμός της διαφοροποίησης από τον Βασικό Μύθο. Είναι μία «άλλη ερμηνεία», μία «νέα αποκάλυψη»… Σε μας (και στην εμπειρία της ζωής) επαφίεται να κρίνουμε αν είναι μία καλύτερη θρησκεία ή όχι…
Στην πραγματικότητα, η Βασική Έννοια της Θεότητας δεν βρίσκεται στο χώρο της ανθρώπινης εποπτείας κι της ανθρώπινης σκέψης και μένει ανεπηρέαστη από τις ανθρώπινες ερμηνείες. Το Απροσδιόριστο, το Άχρονο, ο Πατέρας Θεός, είναι ο Ίδιος (το Χωρίς Ιδιότητες) σε όλες τις θρησκείες. Είναι η αντίληψη του Θεού που αλλάζει, οι Θείες Όψεις, και η αντίληψη για την οργάνωση της δημιουργίας. Ο Διόνυσος, ο Χριστός, ή κάποιος άλλος.
Έτσι, έχοντας υπόψη αυτές τις παρατηρήσεις μπορούμε να αποκωδικοποιήσουμε τον Μύθο του Ζαγρέα, του Διονύσου, του Γιού του Θεού.
Ο Μύθος έχει αρχαιότατη καταγωγή. Στην διάρκεια των χιλιετηρίδων και των αιώνων όμως διατυπώθηκε ξανά και ξανά και ερμηνεύθηκε με διάφορες προοπτικές στις διάφορες εποχές.
Ο Χριστός, σαν Γιός του Θεού (όχι το πρόσωπο Ιησούς) ανήκει σε αυτό τον Μυθολογικό Κύκλο. Ο Χριστός δεν είναι παρά ένας άλλος Διόνυσος, ένας άλλος Γιός του Θεού. Το γιατί ο Ιησούς «ταυτίστηκε» με τον Χριστό, έχει τις ιστορικές ερμηνείες του, αλλά πάντως, όπως και να έχει το πράγμα, είναι ζήτημα «ερμηνείας»… Εξ’ άλλου, 8 αιώνες πριν τον Χριστό (και τον Ιησού), ένας άλλος Μεγάλος Διδάσκαλος, ο Ορφέας, θεωρήθηκε σαν «Πρόσωπο του Διονύσου», και «ταυτίστηκε» (μυστικά) με τον Διόνυσο…
Φθάνοντας στην πρώτη π.Χ. χιλιετηρίδα, την εποχή των «μεγάλων μεταρρυθμιστικών κινημάτων» σε όλες τις θρησκείες (δάσκαλοι των Ουπανισάδ, Βούδας, Λάο Τσε, Ζαρατούστρας, Ορφέας…), στην εποχή του Ορφέα, ο Μύθος του Ζαγρέα αποτελεί ήδη μία προγονική παράδοση, και τον πυρήνα μίας πλατιάς θρησκευτικής αντίληψης, λατρείας, και δραστηριότητας, στους αιγαιοπελαγίτικους πολιτισμούς, Ελλάδα, Κρήτη, Μικρά Ασία, Κάτω Ιταλία. Αυτό που έκανε ο Ορφέας είναι ότι (σαν μεταρρυθμιστής) έδωσε μία άλλη θεολογική προοπτική, προσδιόρισε το κοινό περιεχόμενο των διαφόρων θρησκευτικών παραδόσεων, στη Θράκη, στη Κρήτη, στους Δελφούς, στην Ελευσίνα, αποσαφήνισε την αληθινή έννοια και σημασία των λατρευτικών εκδηλώσεων, της θυσίας, της προσευχής, των ιερών και μυητικών πράξεων, και καθόρισε τις γιορταστικές εκδηλώσεις με βάση το ηλιακό έτος… Το μεταρρυθμιστικό κίνημα του Ορφέα, θα εξαπλωθεί και θα επιβληθεί στην θρησκευτική αντίληψη και συμπεριφορά των αρχαίων ελλήνων τα επόμενα χρόνια… και τελικά θα γίνει επίσημη θρησκεία της Αθηναϊκής Πόλης, στα χρόνια ενός μεγάλου λαϊκού ηγέτη, του Πεισίστρατου, (τον 6ο αιώνα π.Χ.), που οι «πολιτικοί εχθροί» του, κι οι «αμαθείς ιστορικοί» αποκαλούν «τύραννο». Στην πραγματικότητα ο Πεισίστρατος (ιστορική συνέχεια του Σόλωνα) είναι αυτός που προετοίμασε την μετέπειτα Δημοκρατία, και σαν «ηγέτης» είναι (ιστορικά) πολύ μεγαλύτερος και από τον Κλεισθένη, και από τον Περικλή…
Ο Ορφέας, ξεκινώντας από την Ενότητα του Όντος, ταύτισε την Απροσδιόριστη Φύση, το Θεό, το Ον, τον άνθρωπο, κι είδε κάθε διαφοροποίηση (μέσα στην δημιουργία) σαν μία κίνηση του Θεού στον χώρο της «δυνατότητας». Ο Άχρονος Ζευς, ο Θεός (Ζαγρέας, Διόνυσος), το Ον, ο άνθρωπος (στην βαθύτερη ουσία του) είναι το Ίδιο Πράγμα. Το Ον, ο άνθρωπος, είναι ο «ενσωματωμένος» Θεός. Από αυτή την Βασική Αντίληψη προκύπτουν όλες οι άλλες αντιλήψεις για την «φύση του ανθρώπου», την «κάθοδο της ψυχής», την «μετενσωμάτωση», την «λύτρωση» (από τον κύκλο των μετενσωματώσεων), την λατρεία, τις ιερές πράξεις, τα μυστήρια, τις τελετουργίες, τις γιορτές (που δομούνται γύρω από την ιερή πράξη, την τελετουργία), κλπ…
Έτσι, προέκυψε η «Ορφική Αντίληψη του Κόσμου», γύρω στον 8ο π.Χ, αιώνα, Έργο (νέα σύνθεση της πατροπαράδοτης γνώσης) ενός Φωτισμένου Ανθρώπου, του Ορφέα, ένα θρησκευτικό κίνημα που διατηρήθηκε και μεταδόθηκε με σεβασμό τους επόμενους αιώνες, χωρίς ερμηνείες (και παρερμηνείες), και σοβαρές αλλοιώσεις (στις βασικές αντιλήψεις) μέχρι που ένας άλλος φωτισμένος άνθρωπος, ο Πεισίστρατος, θα κάνει τον Ορφισμό επίσημη θρησκεία της Αθήνας.
Το γιατί «τοποθετούμε» ιστορικά τον Ορφέα, λίγο μετά τον Όμηρο και τον Ησίοδο, στην «εποχή των θεολόγων», και πριν τους μεγάλους προσωκρατικούς φιλοσόφους, δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι «εκεί» τον τοποθετεί ο Αριστοτέλης, αλλά και για πολλούς άλλους λόγους (που θα αναλύσουμε σε επόμενα κεφάλαια).
Η «απότοκη» (του πολιτεύματος του Πεισίστρατου) Δημοκρατία, με τον Κλεισθένη, και τους άλλους μεγάλους πολιτικούς άνδρες, θα βρει ήδη τον Ορφισμό επίσημη θρησκεία της Αθήνας.
Μάλιστα, αν ο Πεισίστρατος δεν είχε υιοθετήσει τον Ορφισμό (που έχει σαν Βασική Αντίληψη την Ενότητα του Όντος, την Κοινή Προέλευση των όντων, την οντολογική ταυτότητα, την υπαρξιακή ισότητα των όντων… και συνεπώς την φυσική ισότητα και ελευθερία των όντων, την δικαιοσύνη μεταξύ των όντων, την ηθική, την αρετή, κλπ. κλπ…) ίσως να μην είχε αναδυθεί «ιστορικά» η Δημοκρατία…
Η επίσημη αληθινή θρησκεία των προγόνων μας είναι ο «Ορφισμός», κι όχι το «Δωδεκάθεο» (που ανάγεται στην προ-ομηρική εποχή), όπως «ψευδώς» μέχρι σήμερα υποστηρίζεται από ανιστόρητους, ακόμα και στα σχολικά εγχειρίδια… Ο λόγος που «αποσιωπάται» το γεγονός είναι γιατί ο Ορφισμός υπήρξε όχι μόνο «πρόδρομος» του χριστιανισμού, αλλά και επειδή οι χριστιανοί θεολόγοι και οργανωτές της χριστιανικής θρησκείας πήραν τα «πάντα» από τον Ορφισμό, σε σημείο που οι «σοβαροί ιστορικοί» να διαπιστώνουν ότι ο χριστιανισμός στις βασικές του αντιλήψεις δεν είναι παρά ένας «εκλαϊκευμένος και λαϊκός ορφισμός». Αυτό θα το αποδείξουμε στην συνέχεια (υπομονή!)…
…
Ο Ένας και Μοναδικός Σκοπός, και Στόχος, και η Μόνη Ουσιαστική Λειτουργία (στην αντίληψη και στην ζωή) του Μύθου, είναι η Μύηση, δηλαδή η μετάδοση της «Γνώσης» (για την Πραγματικότητα, τον άνθρωπο, την ζωή).
Ο Μύθος όμως δεν είναι απλός θεωρητικός λόγος, αλλά σαν ο «άρρητος λόγος» (που μεταδίδει την ορθή αντίληψη για την Πραγματικότητα) λειτουργεί σε όλα τα επίπεδα της ανθρώπινης δραστηριότητας. Ο Μύθος σαν η Βασική Θεολογία, «εμψυχώνει» την Λατρεία, την Θυσία, την Προσευχή (της κοινότητας και του ανθρώπου), «ουσιώνει» την λατρευτική πράξη, το Μυστήριο (της ανθρώπινης μετουσίωσης), δίνει περιεχόμενο στην μιμητική τελετουργία των ιερών οργίων (δηλαδή της ιερουργικής πράξης που αναπαριστά την «Πορεία του Θεού στην Ύπαρξη»), κι αποτελεί τον πυρήνα των καθιερωμένων γιορτών (αφού όλες οι γιορτές χτίζονται γύρω από τον «μύθο κάποιου ιερού επεισοδίου» και δεν καθιερώθηκαν τυχαία)…
Όλα αυτά, Θεολογία, Λατρεία, Μυστήρια, Ιερουργίες, Γιορτές, μιλούν για το ίδιο πράγμα σε διαφορετικά επίπεδα της ανθρώπινης (δραστηριότητας και) ζωής…
…
Ο Βασικός Μύθος (η Ολιστική Αντίληψη Μίας Ενιαίας Φύσης από την Οποία προέρχονται και με την Οποία σχετίζονται και στην Οποία ανάγονται όλα) απηχεί αφετηριακά πρωτοανθρώπινα βιώματα και γι’ αυτό είναι πανανθρώπινος και συναντάται σε όλες τις εποχές, σε όλα τα μέρη του πλανήτη, με διάφορες παραλλαγές. Αυτή είναι η εξήγηση της ομοιότητας μεταξύ των διαφόρων παραδόσεων σε όλο τον πλανήτη, διαχρονικά, κι όχι αναγκαστικά ο δανεισμός από άλλους λαούς, ή ο επηρεασμός από άλλες αντιλήψεις…
Συμβαίνει στις διάφορες εποχές στον Αρχικό Μύθο (που ανάγεται στον Πανάρχαιο Βασικό Μύθο) να προστίθενται διάφορα στοιχεία, να «ερμηνεύεται» διαφορετικά. Αυτό δεν είναι αναγκαστικά αρνητικό. Διακρίνοντας την Πρωταρχική Δομή του Μύθου, μπορούμε να κατανοήσουμε «πως» οι διάφορες εποχές (ανάλογα με τις επικρατούσες συνθήκες) ερμήνευσαν τον Μύθο.
Μολονότι ο Μύθος, στην Παράδοση, στην Θρησκεία (στην κοσμοθεωρία και στην βιοθεωρία) ερμηνεύει την ύπαρξη και τον κόσμο, κι αποτελεί την Βάση για τον Ηθικό Κώδικα συμπεριφοράς των ανθρώπων, εν τούτοις σπάνια θα εφαρμοστούν όλα αυτά ολοκληρωτικά. Οι περισσότεροι λαοί, σε όλες τις εποχές, ακόμα και σήμερα, κυβερνιούνται με βάση οικονομικές σχέσεις και δραστηριότητες. Μοναδική περίπτωση όπου Θρησκεία και Πολιτική έδεσαν αρμονικά ήταν η Αρχαία Αθήνα, από τον Πεισίστρατο και μετά, μέχρι τον πελοποννησιακό πόλεμο και τον Αλέξανδρο…
Στην διάρκεια των αιώνων έχει συμβεί, στον αρχικό πυρήνα επιμέρους μύθων, να προστεθούν στοιχεία και να συσσωρευτούν ερμηνείες και διηγήσεις τελείως άσχετες, έτσι ώστε δεν είναι εύκολο, ούτε το αρχικό μήνυμα να προσδιορισθεί, ούτε ο μύθος να παραμείνει κατανοητός. Μερικές φορές μπορούμε στην νεότερη ερμηνεία να διακρίνουμε την αφετηρία, άλλες φορές όχι… Άλλες φορές πάλι, συμβαίνει μια νεότερη ερμηνεία να «φωτίζει» πράγματα κι αντιλήψεις που στην αφετηρία του μύθου ήταν σκοτεινά και δυσνόητα…
Είναι εξαιτίας της μη δυνατότητας ανεύρεσης της «ιστορικής» αλήθειας, που ο μύθος φτάνει με την πάροδο των αιώνων να γίνει «μύθος», «παραμύθι», ψευδής λόγος (χωρίς αυτό να σημαίνει η μοναδική πηγή των «παραμυθιών», αφού υπάρχουν και αυθεντικά παραμύθια που γράφτηκαν για να διδάξουν, ή να ψυχαγωγήσουν…). Αυτή όμως η εννοιολογική μεταμόρφωση δεν οφείλεται σε «εγγενή αναλήθεια» του μύθου, αλλά σε σύγχυση που συσσωρεύει η ζωή. Απλά «χάνουμε» κάποια στιγμή την «αλήθεια» και το κλειδί της «ερμηνείας»… κι έτσι έρχεται το λυκόφως των μύθων…
Ο Μύθος της Οδύσσειας (της επιστροφής του Οδυσσέα στην Ιθάκη) παραμένει ένα παγκόσμιο και διαχρονικό σύμβολο… δεν είναι απλά μία ιστορική αφήγηση, ούτε το θέμα μίας ποιητικής διήγησης, ούτε απλά παραμύθι. Στην ψυχή του νέου ποιητή (του Καβάφη) ο Οδυσσέας είναι ολοζώντανος, είναι ο άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος. Ο «συμβολισμός» υπήρχε εξ’ αρχής στον Όμηρο (γι’ αυτό και το έπος διδασκόταν), δεν αναδύθηκε ξαφνικά μέσα στην ιστορία, ή στην έμπνευση του νεότερου ποιητή, απλά «αναδείχθηκε»…
Αυτό που έχει σημασία είναι να «διαβάζουμε σωστά» (αν υπάρχει δυνατότητα) τον Μύθο, κι όχι να τον απορρίπτουμε σαν «μυθολογία», επειδή εμείς δεν ξέρουμε να «διαβάζουμε». Τουλάχιστον, πρέπει να αναγνωρίζουμε τα όριά μας…
…
Όταν απομακρυνόμαστε από τους «βασικούς θρησκευτικούς μύθους» και εισερχόμαστε στην αχαρτογράφητη περιοχή της φαντασίας, το πραγματικό χάνεται μέσα στις σκιές του μη πραγματικού. Μόνο με τα «φώτα του συμβολισμού» μπορούμε να προχωρήσουμε εδώ… Μυθικά όντα, άνθρωποι που πετούν, ή ανεβαίνουν στον ουρανό, ή κατεβαίνουν στον κάτω κόσμο, ζώα που μιλάνε, δυνάμεις που προσωποποιούνται, το χάος της ασυναρτησίας μπαίνει σε τάξη, όταν μπορούμε να διακρίνουμε πίσω από όλα αυτά το αληθινό σύμβολο, ή αλλιώς, πίσω από το σύμβολο το πραγματικό (είτε στο επίπεδο της συνολικής διήγησης, είτε στο επίπεδο των αντικειμένων). Ασφαλώς, εδώ βρίσκεται ο κίνδυνος της αυθαίρετης ερμηνείας, η οικειοποίηση αρχαίων συμβόλων με άλλο περιεχόμενο, κλπ. Χρειάζεται λοιπόν προσοχή και από τον «ερμηνευτή» και από τον «αναγνώστη»… κι εναπόκειται στην υπευθυνότητα του καθενός να παραμείνει μέσα στα πλαίσια της αντικειμενικότητας… Ακόμα όμως και οι πιο ριζοσπαστικές «ερμηνείες» μπορούν να συζητηθούν… στο κάτω-κάτω ψάχνοντας πορευόμαστε…
…
Η εμφάνιση παραλλαγών ενός μυθικού θέματος μπορεί να ερμηνευθεί σαν επανατοποθέτηση της αλήθειας σε άλλες συνθήκες… Έτσι, μπορούν, και μυθικά γεγονότα να αποδοθούν σε άλλο πρόσωπο (ή «και σε άλλο πρόσωπο»), ή στο ίδιο πρόσωπο να αποδοθούν διαφορετικά γεγονότα (μερικές φορές και αντιφατικά), κλπ… Όλες αυτές οι παράλληλες διηγήσεις εξυπηρετούν μόνο την ανάγκη της επαναδιατύπωσης μίας αλήθειας. Βρισκόμαστε όμως στον λαβύρινθο της «ερμηνείας», κι είναι δύσκολο να βγούμε χωρίς ένα μίτο (σαν αυτόν της Αριάδνης).
…
Το Μήνυμα του Μύθου, όταν πρόκειται για τον Βασικό Μύθο (ή Μύθους που ανάγονται στον Βασικό Μύθο της ερμηνείας του κόσμου, θεογονίες, κοσμογονίες, κλπ), είναι εύκολο να αναγνωσθεί, ενώ σε μύθους που αναφέρονται σε δευτερεύοντα ανθρώπινα περιστατικά, είναι δύσκολο, και μερικές φορές αδύνατο.
Το σημαντικότερο όμως, πέρα από το περιεχόμενο του Μύθου, είναι η Λειτουργία του. Ο Μύθος αναφέρεται στην Πραγματικότητα, ερμηνεύει την Πραγματικότητα. Ο Μύθος στην διήγησή του ενοποιεί τον χώρο εποπτείας του ανθρώπου. Το Άγνωστο ενώνεται με το γνωστό, σχετίζονται, αλληλοερμηνεύονται, και φωτίζουν και καθοδηγούν τον άνθρωπο.
Αν η Παράδοση είναι Ιερή, είναι όχι γιατί μας «παραδόθηκε» αλλά επειδή λειτουργεί, μας βοηθά να κατανοήσουμε και να ζήσουμε.
Σύμφωνα με τον Βάλτερ Όττο (στον Διόνυσό του), από την αρχέγονη αντίληψη του ανθρώπου, εδώ και χιλιάδες χρόνια, πηγάζει ο Μύθος, σαν αυθεντικό βίωμα της ύπαρξης, σαν ζωντανή εικόνα του ουσιώδους, κι είναι αυτός, ο Γνήσιος Μύθος, φορέας μίας θαυμαστής γνώσης για την ύπαρξη, (φορέας) μίας ιερής γνώσης, που πρέπει να μεταδίδεται σαν τέτοια στον άνθρωπο, και δεν έχει να κάνει τίποτα με «ιστορίες» (παραμύθια), ή με αλληγορικές, ή συμβολικές μεταμορφώσεις μίας φτωχής γνώσης που θέλει να ανακηρυχθεί σε «αλήθεια». Με άλλα λόγια ο Μύθος είναι Πανάρχαιος και είναι ζωντανή έκφραση της ζωής κι όχι εκ των υστέρων κατασκευή που ερμηνεύει τα πράγματα κατά τις αντιλήψεις μας. Όλοι εμείς οι νεώτεροι βρήκαμε τον Μύθο σαν μία Ιερή Παράδοση και τον χρησιμοποιούμε ακόμα και σήμερα στις εξελιγμένες θρησκείες μας και στην δήθεν φιλοσοφική και επιστημονική σκέψη μας (με αναίδεια!).
Ακόμα και σήμερα αντιλαμβανόμαστε, ερμηνεύουμε την Πραγματικότητα και ζούμε μέσα από τους ίδιους μύθους, όπως κι οι προγονοί μας. Υπάρχει η «επιστημονική μυθολογία», η «θρησκευτική μυθολογία», η «κοινωνική μυθολογία», η «πολιτική μυθολογία», κλπ. Είναι τουλάχιστον αφελείς όσοι νομίζουν ότι ζούμε στον κόσμο της πραγματικότητας, της αλήθειας, της αντικειμενικότητας… όλοι μέσα από «μύθους» λειτουργούμε… το θέμα είναι πόσο μπορούμε να προσεγγίσουμε μέσα από αυτούς τους μύθους την Πραγματικότητα… όσοι ισχυρίζονται «άλλα» ενεργούν εκ του πονηρού…
…
(Η Καταγωγή της Διονυσιακής Θρησκείας)
Όλοι οι (Βασικοί) Μεγάλοι Μύθοι που πλέκονται γύρω από τον Ζαγρέα, τον Διόνυσο, τον Βάκχο, είναι Πανάρχαιοι κι ανιχνεύονται στον ελλαδικό (προελληνικό) χώρο εδώ και 4.000 χρόνια. Ακόμα και Λατρεία (Θυσία του Ταύρου, κλπ.), Ιερουργίες, Τελετουργίες υπάρχουν ήδη εδώ και 3.000 χρόνια. Ο Μύθος του Ζαγρέα ανιχνεύεται τουλάχιστον πριν 4.000 χρόνια στην Κρήτη και διασώζεται στην λατρεία, στον τελετουργικό διαμελισμό του Ταύρου. Από εδώ (από την λατρεία του Ταύρου…) πηγάζουν επίσης όλες οι μαιναδικές ιερουργίες κι η ωμοφαγία που θα ανιχνευθούν αργότερα σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, και όχι μόνο… Η Διονυσιακή Θρησκεία έχει λοιπόν ελληνική καταγωγή… δεν ήρθε από αλλού…
Αυτό που έκανε ο Ορφέας είναι, όλη αυτή την θρησκευτική παράδοση (το θρησκευτικό υλικό) να το αποδώσει σε μία νέα σύνθεση. Ο Ορφέας καταγόταν από την Θράκη (που έπιανε από τον Όλυμπο μέχρι πέρα, τον Ελλήσποντο), από τους πρόποδες του Ολύμπου, του Ιερού Βουνού (Πιερία, Πιμπλεία, Ληβείθρα…) Εξ’ αιτίας αυτού του γεγονότος δημιουργήθηκε σύγχυση, κι υποστηρίχθηκε ότι η Διονυσιακή Θρησκεία έχει εξωελληνική, ή θρακική καταγωγή, κλπ. Στην πραγματικότητα μόνο η μεταρρύθμιση του Ορφέα είναι «θρακική». Αλλά πόσο έξω από την Ελλάδα είναι ο «Όλυμπος»; Ο χαρακτηρισμός «θρακικός» ποτέ δεν είχε την έννοια μη-ελληνικός, ξένος, βάρβαρος.
(Η Χρονολόγηση της Ορφικής Μεταρρύθμισης)
Πότε πρέπει να υποθέσουμε (με αρκετές ενδείξεις και βάσει της λογικής) ότι έζησε ο Ορφέας, κι υλοποίησε την μεταρρύθμιση της Διονυσιακής Θρησκείας, από την οποία προέκυψε ο Ορφισμός; (σαν Κίνημα, Θεολογία, Λατρεία, Μυστήριο, Τελετή, Γιορτή…).
Ο Αριστοτέλης τον τοποθετεί σαφώς στην Εποχή των Θεολόγων, λίγο μετά τους Ποιητές (Όμηρος, Ησίοδος), λίγο πριν τους (προσωκρατικούς) φιλοσόφους. Ο Ορφέας πρέπει να τοποθετηθεί λίγο μετά τον Όμηρο και για το απλό γεγονός ότι η θρησκεία που αντανακλά το Έργο του Ομήρου είναι πιο «αρχαϊκή»… ενώ η θρησκεία του Ορφέα είναι πιο εξελιγμένη… Θα ήταν παράλογο να υποθέσουμε ότι ο Ορφέας δίδαξε (στον ίδιο πολιτισμικό χώρο) πριν τον Όμηρο και τον Ησίοδο μία υψηλότερη θρησκεία και μετά η Ελλάδα υποχώρησε σε πιο πρωτόγονες αντιλήψεις. Το αντίθετο συνέβη ιστορικά. Ούτε μπορούμε εξάλλου να υποθέσουμε μία «παράλληλη» (κι ανεξάρτητη) εξέλιξη δύο θρησκειών, του «δωδεκαθεϊσμού» (των Ποιητών) και μίας «διονυσιακής θρησκείας». Η Διονυσιακή Θρησκεία πηγάζει από τον βαθύτερο πυρήνα του «δωδεκαθεϊσμού» (της Λατρείας του Διός, για να μιλάμε συγκεκριμένα). Ο Διόνυσος είναι το «Πρόσωπο του Θεού», του Διός, είναι ο «Γιός του Θεού». Η Διονυσιακή Θρησκεία αναδύεται από την «ολυμπιακή θρησκεία», αποτελεί «μετεξέλιξή» της, που αρχίζει να επιβάλλεται από τις αρχές της πρώτης π.Χ. χιλιετηρίδας, κυριαρχεί από τον 8ο π.Χ. αιώνα με την μεταρρύθμιση του Ορφέα, και γίνεται επίσημη θρησκεία του Αθηναϊκού Κράτους από την εποχή του Πεισίστρατου. Η επίσημη θρησκεία των Αρχαίων Ελλήνων της κλασσικής εποχής είναι η Διονυσιακή Θρησκεία (ο Ορφισμός), και για μία χιλιετηρίδα. Η αποσιώπηση αυτού του γεγονότος κι η ιστορική ανακρίβεια ότι οι αρχαίοι έλληνες λάτρευαν (έτσι αφηρημένα) τους «δώδεκα θεούς» κι ήταν ειδωλολάτρες, επιβάλλεται ακόμα και σήμερα και διδάσκεται στα ελληνικά σχολεία, για ένα μόνο λόγο. Για να μην αποκαλυφθεί ότι η Διονυσιακή Θρησκεία αποτελεί την Φυσική και Ιστορική Πηγή του χριστιανισμού, αφού οι χριστιανοί πήραν τα πάντα (θεολογία, μυστήρια, τελετουργίες, ήθη, έθιμα, γιορτές) από την Διονυσιακή Θρησκεία. Απλά αντικατέστησαν τον Γιό του Θεού Διόνυσο με τον Γιό του Θεού Χριστό, και (θεολογικά) διαχώρισαν τον Άκτιστο Θεό, από την κτιστή δημιουργία (αλλά όλα αυτά, στο χώρο της θεολογίας, είναι ζήτημα ερμηνείας).
Ο 7ος αιώνας π.Χ. είναι λοιπόν η πιο ασφαλής εποχή όπου πραγματοποιήθηκε η Μεγάλη Σύνθεση των Μύθων της Διονυσιακής Θρησκείας κι ανέδειξε τον Ορφισμό, που διαδόθηκε σαν κίνημα, ξανά, σε όλη την Ελλάδα, αποτελώντας την «δεύτερη» έλευση της Θρησκείας του Διονύσου (τα νεωστί εισηγμένα) στην Ελλάδα, αναζωογονώντας την Πατροπαράδοτη Θρησκεία «του Διός και των Ολυμπίων Θεών», την πανάρχαια λατρεία του Διονύσου (σαν Γιού του Θεού), την Δελφική Παράδοση του Ηλιακού Θεού (Απόλλωνα, επίσης Όψης του Θεού, Γιού του Θεού), και τα Μυστήρια της Ελευσίνας (που αναφέρονταν βέβαια στα μυστήρια της ύπαρξης και της ψυχής και της ζωής… και δεν ήταν απλές αγροτικές γιορτές…) και κυριάρχησε στον ελληνικό λαό και στον ελλαδικό χώρο (συμπεριλαμβανομένης της Μικράς Ασίας και της Κάτω Ιταλίας, όπου οι έλληνες είχαν αποικίες), για μία χιλιετηρίδα περίπου… μέχρι την «πολιτική επικράτηση» του χριστιανισμού, με την βοήθεια (που δόθηκε από πολιτική σκοπιμότητα) ανάξιων βυζαντινών αυτοκρατόρων (που βεβαίως η χριστιανική εκκλησία ανακήρυξε αγίους κι ας υπήρξαν, ιστορικά αποδεδειγμένα, εγκληματίες - Κωνσταντίνος, Θεοδόσιος, Ιουστινιανός – αφού «έσφαξαν» στην κυριολεξία, χιλιάδες αθώους συνανθρώπους τους… μεγάλοι αυτοκράτορες!)…
Πολύ αργότερα (από τον 8ο αιώνα π.Χ.) από την Εποχή του Ορφέα, ο Πεισίστρατος (6ος αιώνας) καθιέρωσε τον Ορφισμό (την κατά Ορφέα Διονυσιακή Λατρεία) σαν επίσημη θρησκεία της Αθήνας, διατηρώντας πολλά στοιχεία της παλιότερης θρησκείας και της λατρείας των άλλων θεών κι οργανώνοντας τις μεγάλες διονυσιακές γιορτές, τα Διονύσια, κλπ… Η σύγκρουση του Πεισίστρατου με τον Ονομάκριτο (που ήθελε να εισαγάγει δικά του στοιχεία στον Ορφισμό, ή να δώσει άλλη ερμηνεία, προϋποθέτει μία ήδη συγκροτημένη και αποκρυσταλλωμένη Ορφική Αντίληψη, (θεολογία, λατρεία, κλπ). Αλλιώς σε τι θα ελεγχόταν ο Ονομάκριτος; αν ήταν αυτός ο δημιουργός ή ο αναθεωρητής του Ορφισμού, όπως μερικοί ανόητοι υποστήριξαν παλιότερα και τώρα…
…
Η Αρχαιοελληνική Θρησκευτικότητα πηγάζει από τα Βάθη της Αρχέγονης Ανθρώπινης Ψυχής κι εκφράζεται με Μύθους που Αποκαλύπτουν Αρχετυπικές Αντιλήψεις, Δομές και Λειτουργίες της Ανθρώπινης Φύσης… γι’ αυτό κι είναι έξω από τον χρόνο, παγκόσμιες, και πάντα εν ισχύ. Πανάρχαιες θρησκευτικές αντιλήψεις και τελετουργίες που είχαν καθιερωθεί, τουλάχιστον 1000 χρόνια πριν τον Ορφέα, (στα μέσα της 2ης π.Χ. χιλιετηρίδας), συγκεντρώθηκαν από τον Ορφέα, φωτίσθηκαν σε μία ενοποιημένη αντίληψη, κι έλαβαν καινούργιο νόημα. Ο Ορφέας ξαναφανέρωσε (με μία νέα προοπτική) την Πανάρχαια Λατρεία του Διονύσου…
Γι’ αυτό πρέπει τιμή σε αυτόν τον Μεγάλο Διδάσκαλο που είναι Ισάξιος των Διδασκάλων των Ουπανισάδ, του Βούδα, του Λάο Τσε, και του ύστερου Ιησού (του αληθινού Ιησού, όχι της διαστρεβλωμένης εικόνας που προβάλλουν οι χριστιανικές εκκλησίες…). Η ιστορική ύπαρξη του Ορφέα, μολονότι αποδεικνύεται από μαρτυρίες, κι από το έργο του, αμφισβητείται από αυτούς που θα ήθελαν να σβήσουν από την ιστορία οτιδήποτε έχει σχέση με τον Ορφισμό, την αληθινή θρησκεία των αρχαίων ελλήνων της κλασσικής εποχής. Η αλλοίωση των ιστορικών στοιχείων, η θεώρηση του Ορφέα σαν «μυθικού ήρωα του πολιτισμού», κι η τοποθέτησή του πριν τα Τρωικά, στην μυθική εποχή των Αργοναυτικών, μολονότι στερείται ιστορικών στοιχείων, υποστηρίζεται από εκείνους που θέλουν να αποδυναμώσουν την ιστορική μορφή του Ορφέα, να τον θεωρήσουν μυθικό ή ανύπαρκτο πρόσωπο, για να εξουδετερώσουν ή να εξαφανίσουν την ιστορική επίδραση του Ορφέα πάνω στην ελληνική θρησκεία… Διαφορετικά θα πρέπει να «εξηγήσουν» γιατί ο «Χριστός» θυμίζει τόσο πολύ τον Ορφέα και τον Θεό Διόνυσο (τον Γιό του Θεού), και γιατί ολόκληρο σχεδόν το «θρησκευτικό περιεχόμενο» του χριστιανισμού είναι «δανεισμένο» από τον Ορφισμό… Η «αναφορά» στον Απολλώνιο τον Ρόδιο που θέλει (στα Αργοναυτικά του) να ταξίδεψε Ο Ορφέας με τους Αργοναύτες, είναι ιστορικά αφελής. Ο Απολλόδωρος, έγραψε ένα φανταστικό έπος μιμούμενος τον Όμηρο, δεν έγραψε ιστορία.
Αρχέγονες έννοιες όπως το Χάος (το Απροσδιόριστο), η Γέννεση, η Ζωή κι ο Θάνατος (που είναι αντίστροφη διαδικασία στον κύκλο της μετενσωμάτωσης), η αιώνια επιστροφή της Ζωής μετά τον πρόσκαιρο μαρασμό της, η άνθηση κι ο μαρασμός… αντανακλούνται από τα Βάθη της Ανθρώπινης Ψυχής, για να Ερμηνεύσουν το Φαινόμενο της Ζωής, και να γίνουν έτσι (Θεολογία) Πίστη, Λατρεία, καθημερινό βίωμα.
Είναι ακριβώς (στην ψυχή του λάτρη του Βάκχου) η Αποκάλυψη των Αρχέγονων Μυστηρίων της Ύπαρξης, ο Ξαφνικός Φωτισμός του λάτρη, που οδηγεί στην Έκσταση (και στον ταυτισμό με τον Θεό), που εκδηλώνεται σαν «κατοχή» από τον Θεό, σαν «ιερή μανία»: η «ιερή μανία» σε αυτή την περίπτωση είναι ακριβώς η «λύσις της μανίας», της «μανίας» που οδήγησε την Ψυχή στην ενσωμάτωσή της στους κατώτερους κόσμους. Με άλλα λόγια πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η μανία του μανιοδότη Βάκχου είναι αντίστροφη από την ιερή μανία του μανιολύτη Βάκχου, αφού έχει αντίθετο περιεχόμενο κι επιτελεί αντίστροφο έργο, μέσα από μία αντίστροφη διαδικασία. Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που υποστήριξε ο Έρβιν Ρόντε (στην Ψυχή του), προηγείται η Έκσταση (μπροστά στην Αποκάλυψη των Μυστηρίων της Ύπαρξης) κι ακολουθεί η «ιερή μανία». Οι ιερουργίες και τα ιερά όργια δεν είναι πρακτικές, τεχνικές, (όπως υποστήριξε ο Ρόντε), πρακτικά μέσα που θα επιφέρουν την έκσταση. Προφανώς ο «βάκχος» που Βιώνει τον Θεό του, θα γελούσε με την αντιστροφή που επιχείρησε (μέσα στην άγνοιά του και την ανεπάρκειά του) ο Ρόντε που μολονότι «σοφός» δεν μπορούσε να βιώσει την Θεότητα (τον Βάκχο). Οι αρχαίοι βάκχοι Βίωναν πραγματικά τον Θεό τους, δεν μεταχειρίζονταν φτηνά κόλπα.
Η Βασική Αποκάλυψη του Μυστηρίου της Ύπαρξης, η Ενότητα του Όντος, του Θεού, της Ενιαίας Πραγματικότητας, στα πλαίσια της Οποίας ξετυλίγεται η δημιουργία, σαν Θεία Πράξη, σαν Θυσία της Θείας Ουσίας για να δημιουργήσει τα πάντα, που Ουσιώνει τα πάντα, χωρίς να Αλλοιώνεται, να Μειώνεται ή να Εξαντλείται (παραμένοντας, Άχρονη και Ακέραιη στην Φύση της)… αυτός είναι ο Πυρήνας της Διονυσιακής Λατρείας. Η Αρχέτυπη Θυσία του Θεού (σαν Ουσίας, Αληθινού Είναι, που ουσιώνει κάθε είναι), στην μορφή του Ζαγρέα, επαναλαμβάνεται σε όλα το Κοσμικά Πεδία (και στον φυσικό κόσμο). Η Θυσία του Θεού (Ζαγρέα), ο Διασπαραγμός, η Κοσμική (κι Ετήσια) Θυσία του Διονύσου (Ταύρου), το τυπικό, το κομμάτιασμα του Βάκχου σε μυριάδες (ανθρώπινα) προσωπεία, οι θιασικές ιερουργίες (τα ιερά όργια κι η ωμοφαγία), η μετάληψη του οίνου στις διονυσιακές γιορτές… όλα ταυτίζονται μέσα στην ανθρώπινη ψυχή, αποκαλύπτουν την Βαθύτερη Ενότητα του Όντος, που λειτουργεί σε όλα τα επίπεδα…
Η «Θυσία» καθίσταται η Έκφραση του Μυστηρίου της Ύπαρξης, και η Κεντρική Μυστηριακή Πράξη της Λατρείας, γι’ αυτό και μόνο το λόγο: Η Γέννηση κι ο Θάνατος, είναι η Ίδια Διαδικασία: η Θυσία, ο Θάνατος του ενός είναι η γέννηση του «άλλου» (της πολλαπλότητας, των όντων, των ανθρώπων), κι ο θάνατος του «άλλου» (του προσωπείου, του ψεύτικου εγώ) είναι η «Γέννηση» (η Αποκατάσταση μέσα στην θρησκευτική έκσταση) του Ενός (Ενιαίου Όντος)… κι έτσι συνέχεια.
Η «Θυσία» σαν Βασική Μυστηριακή Πράξη λειτουργεί σε όλα τα επίπεδα της ανθρώπινης ζωής, το κοσμικό, το μεταφυσικό, το φυσικό, το ανθρώπινο. Η Θυσία (θάνατος-γέννηση-θάνατος-γέννηση- κι έτσι συνέχεια) είναι ο Αιώνιος Κύκλος της Ύπαρξης, η Αιώνια Επιστροφή της Ζωής, από τα Έγκατα του Χάους στην εξωτερική ζωή, κι επιστροφή του στο Χάος, για να αναδυθεί ξανά.
Έτσι διακρίνουμε δύο είδη Θυσίας, αυτή που αναφέρεται στην Θυσία του Ενός και στην γέννηση της πολλαπλότητας, και η αντίστροφη (ανθρώπινη ιερή πράξη) του θανάτου του «αλλότριου» που οδηγεί πίσω στο Ένα (στην Ενότητα).
Η Θυσία καθίσταται έτσι η κεντρική ιερή πράξη στην Θεολογία, στην Λατρεία, στα Μυστήρια, στα ιερά όργια, στις γιορτές, στην καθημερινή ζωή… κι από εδώ λαμβάνουν νόημα, περιεχόμενο και σημασία όλες οι πράξεις της θρησκευτικής ζωής, αποχές, αγνείες, καθαρμοί, περισυλλογή των αισθήσεων, των ψυχικών ορμών, του νου, έκσταση, και ταυτισμός με τον Θεό (Ομοίωσις τω Θεώ)… Είναι η ίδια η Ζωή στο ξετύλιγμά της.
Οι Θρησκευτικοί Μύθοι που εκφράζονται σε λατρειακό επίπεδο με την τελετουργική θυσία και οι κάθε είδους αναπαραστάσεις της Πρότυπης Θυσίας… υπέστησαν αναρίθμητες μεταμορφώσεις (στην διάρκεια των αιώνων) μέχρι να λάβουν την οριστική μορφή τους μέσα στην «σκέψη» του Ορφέα. Η μεγαλοφυϊα του Ορφέα έγκειται στο ότι ενέταξε αυτούς τους Μύθους στους Κόλπους του Άχρονου (Χάους), του Αιώνιου, του Διαχρονικού, που Ισχύει πάντα (που στην παλιότερη θρησκεία εκπροσωπείται από τον Δία, Πατέρα των πάντων…). Η «μελέτη» λοιπόν της Αρχαίας Θρησκείας θα πρέπει να γίνεται σαν μίας ζωντανής διαδικασίας που εξελίσσεται στην διάρκεια χιλιετηρίδων μέχρι να σταθεροποιηθεί σε μία εξωχρονική θέση (μία «επαρκή» διατύπωση από ένα φωτισμένο άνθρωπο) στην οποία εντάσσεται και λαβαίνει περιεχόμενο και νόημα η ιστορική ζωή. Γνωρίζοντας ότι τα πράγματα είναι Αιώνια, ότι Γέννηση- Θάνατος- Γέννηση είναι ένας αιώνιος κύκλος, ότι ο κόσμος του Χάους και των νεκρών συμπλέκεται με τον κόσμο των ζωντανών κι αντίστροφα, ότι όλα εντάσσονται σε μία Παγκόσμια Ενότητα… επαναλαμβάνοντας τα άχρονα γεγονότα με ιστορικές αναπαραστάσεις (ιερουργίες, γιορτές, πράξεις) μεταμορφώνουμε την ζωή, ξεπερνάμε τον χρόνο, μπαίνουμε στον Χώρο της Αιωνιότητας.
Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η Αρχαία Ελληνική Θρησκεία (η Διονυσιακή Λατρεία), είναι Αρχαιότατη, πέρασε από πολλές μετεξελίξεις, ανασυνθέσεις, κι ερμηνείες, μέχρι τον 8ο αιώνα π.Χ. του Ορφέα. Προφανώς εδώ δεν πρόκειται για μία εξέλιξη της Θεότητας (που θα ήταν μία επιφανειακή προσέγγιση). Μιλάμε για μία εξέλιξη των θρησκευτικών αντιλήψεων περί της Θεότητας. Κατά την γνώμη μας ο Ορφέας έδωσε την πιο ολοκληρωμένη αντίληψη, γι’ αυτό και ο Ορφισμός (δηλαδή η Διονυσιακή Θρησκεία όπως την συνέθεσε ο Ορφέας) κράτησε κοντά χίλια χρόνια και επηρέασε βαθιά το χριστιανισμό που τον διαδέχθηκε στο μεσογειακό κόσμο…
Κωνσταντίνος Προκοπίου