Η μεγάλη γιορτή της Εαρινής Ισημερίας είναι το σημείο αναφοράς των πολιτισμένων κοινωνιών. Αρχικά ο εορτασμός σχετίζονταν με την έλευση του νέου έτους όπου για τις κοινωνίες των Γηγενών ξεκινούσε από την Εαρινή Ισημερία.
Παρά τις προσπάθειες ξεριζωμού των εθίμων από τους νομάδες κατακτητές, η εορτή της Εαρινής ισημερίας διατηρήθηκε ως σήμερα ως “Ανάσταση”.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να σημειώσουμε την αλλαγή που έγινε για τον εορτασμό του νέου έτους , με την καθιέρωση του νέου ημερολογίου.
Οι εορτές του νέου έτους στις «παγανιστικές κοινωνίες», εορτάζονταν έως τότε από την 25η Μαρτίου έως την 1η Απριλίου, με την εαρινή ισημερία, καθώς η εποχή αυτή χαρακτηρίζει την αναγέννηση της φύσης. Οι Ρωμαίοι συνέχισαν να εορτάζουν τον Μάρτιο το νέο έτος, αλλά το 154 π.χ και με τις αλλαγές των ημερολογίων, υιοθετήθηκε ως ημέρα εορτής του νέου έτους η 1η του Ιανουαρίου. Η αλλαγή αυτή της ημερομηνίας ήταν δύσκολο να γίνει αποδεκτή από τον κόσμο και αυτό διότι η 1η Ιανουαρίου δεν συνέπεφτε με κάποια ιδιαίτερη αγροτική ή άλλη παράδοση. Ο Ιανουάριος ονομάστηκε έτσι εξαιτίας του Θεού Ιανού ο οποίος είχε δύο πρόσωπα το ένα κοίταγε το παρελθόν και το άλλο το μέλλον.
Το 525 μ. χ η Χριστιανική εκκλησία καταδικάζει ανάμεσα σε άλλα το έθιμο της πρωτοχρονιάς ως «ειδωλολατρικό», κάτι που ίσχυε έως τον μεσαίωνα. Ο Ιανουάριος καθιερώθηκε ως αρχή του έτους στον Δυτικό κόσμο μετά το 1500 μ. Χ.
Το έθιμο του «πρωταπριλιάτικου ψέματος», έχει τις ρίζες του σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή στην αλλαγή του ημερολογίου. Πιο συγκεκριμένα το «πρωταπριλιάτικο ψέμα» το οφείλουμε όπως πιστεύεται στους Γάλλους και συγκεκριμένα στον βασιλιά Κάρολο τον 9ο. Επί της βασιλείας του (1564), και με την αντικατάσταση υιοθέτηση του Ιουλιανού ημερολογίου με το Γρηγοριανό, αποφασίστηκε η πρώτη ημέρα του χρόνου που έως τότε εορταζόταν την 1η Απριλίου, να εορτάζεται την 1η Ιανουαρίου. (Κάτι που είχε αρχίσει όπως είδαμε παραπάνω από το 45 π.χ. ) Πολλοί όμως δεν δέχθηκαν την αλλαγή αυτή της ημερομηνίας του εορτασμού κυρίως οι άνθρωποι της υπαίθρου , συνεχίζοντας να εορτάζουν ως ημέρα αλλαγή του έτους και να στέλνουν δώρα την πρώτη του Απρίλη. Αυτό προκάλεσε τον χλευασμό των αστών αποκαλώντας τους «παλαιομοδίτες», στέλνοντας τους δώρα και προσκλήσεις σε ανύπαρκτες γιορτές. Το έθιμο της «κοροϊδίας» μεταφέρθηκε και στην Αγγλία του 18ου αιώνα και από κει στην Αμερική και τον υπόλοιπο κόσμο. Έτσι το έθιμο της πρωταπριλιάς καθιερώθηκε σ’ όλο τον κόσμο ως μια ευκαιρία για φάρσες και ψέματα. Το Γρηγοριανό ημερολόγιο έχει και αυτό τις ατέλειες του, (υπάρχει η απώλεια μιας ημέρας κάθε 2.500 χρόνια) γι’ αυτό και προτάθηκαν διάφορες μεταρρυθμίσεις.
Η πρωτοχρονιά δεν κατάφερε ποτέ να ξεριζωθεί από τις ψυχές των ανθρώπων και μεταλλάχθηκε σε Ανάσταση. Ανάσταση της φύσης, αναγέννηση, Ελπίδα.
Το μεγαλύτερο μέρος των πασχαλινών παραδόσεων συναντιέται σε διάφορες αρχαίες τελετουργίες εξιλασμού, που συνδέονται με την αρχή της άνοιξης. Στην υπογράμμιση του χαρακτήρα αυτού συμβάλλει και η περίοδος της Σαρακοστής που προηγείται του Πάσχα κατά την οποία-ιδιαίτερα κατά τους περασμένους αιώνες-η εγκράτεια αποκτούσε φανερή σημασία εξαγνισμού(μ’αυτό μπορεί να συνδεθεί και η αρκετά διαδεδομένη συνήθεια του “σιγυρίσματος του σπιτιού για το Πάσχα”.
Στις πασχαλινές παραδόσεις υπάρχουν δυο στοιχεία στα οποία από τους πιο απομακρυσμένους χρόνους αποδίδονται εξαγνιστικές δυνάμεις, το νερό και η φωτιά. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία κ.λ.π.), συνηθίζεται να ραντίζουν τους ανθρώπους και τα σπίτια, τη στιγμή που χτυπούν οι καμπάνες, θεωρώντας ότι εκείνη τη στιγμή το νερό ευλογείται και ότι λαβαίνει ειδικές προστατευτικές και θεραπευτικές ιδιότητες. Εξίσου διαδεδομένη και σπουδαία, μεταξύ των πασχαλινών παραδόσεων, είναι η χρήση της φωτιάς, που άλλοτε ευλογούσαν τελετουργικά το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου. Σε πολλά μέρη συνηθίζουν να ανάβουν μεγάλες φωτιές στα γύρω υψώματα του οικισμού με σκοπό να πετύχουν καλή συγκομιδή.
Επίσης στις στάχτες που διατηρούνται ολόκληρο το χρόνο, αποδίδονται αποτροπιαστικές δυνάμεις. Από αρχαιότερα ειδωλολατρικά έθιμα προέρχεται και η χρήση των κόκκινων αβγών, που θεωρούνταν σύμβολο ζωής, και έγιναν δεκτά από τον πρωτοεμφανιζόμενο χριστιανισμό ως σύμβολο της Ανάστασης. Πολύ πιο πρόσφατο-από το πρώτο μισό του περασμένου αιώνα και ίσως γερμανικής προέλευσης-είναι ωστόσο το έθιμο των ζαχαρένιων και σοκολατένιων αβγών που περιέχουν υλικά. Το περιστέρι και προπάντων το αρνί είναι, αντίθετα, βιβλικής προέλευσης, αλλά είναι φανερό ότι στην ανανεωμένη χριστιανική παράδοση γίνονται κυρίως σύμβολα αγνότητας και εισέρχονται γι’αυτό στο πλαίσιο των συνηθειών και πρακτικών εξαγνισμού.
Κακός ο καιρός σήμερα, αύριο ας ατενίσουμε την αυγή και ας αγγίξουμε το χώμα. Να θυμηθούμε ότι είμαστε παιδιά της Μεγάλης Μητέρας και να αγγίξουμε τη σάρκα της που έχουμε επιμελώς κρύψει κάτω από το τσιμέντο.
Πηγές:
Χλέτσος Βασίλης, Ερευνητής, συγγραφέας.