Η καθημερινή μας πράξη διακυβεύεται από μια θεμελιώδη ροπή, αυτή της επιβίωσης. Είναι όμως το ένστικτο για επιβίωση απόρροια του φόβου του θανάτου; Ζούμε μονάχα επειδή αρνούμαστε να πεθάνουμε; Πιστεύω πως όχι! Και αυτό διότι δεν αποκτάμε ποτέ την εκ των πραγμάτων ασυνείδητη εμπειρία του θανάτου. Ίσως να την διακρίνουμε γύρω μας, όμως και πάλι, δεν συνειδητοποιούμε ποτέ πως μπορεί να αφορά εμάς.
Άλλωστε και ο ύπνος, ο αρχαίος αδελφός του Θανάτου, προσφέρει με τα όνειρα του μια υπόσχεση συνέχειας. Κάπως έτσι, το ερώτημα παραμένει ανοιχτό: γιατί ζούμε;
Μάλλον κανείς δεν μπορεί να συνοψίσει μια πλήρη συλλογιστική για ένα τόσο πολύπλοκο θέμα. Γνώμη μου όμως είναι πως τα βασικά ερωτήματα απαιτούν απλές απαντήσεις. Έτσι στο ερώτημα της ζωής δεν μπορεί η απάντηση να είναι άλλη από την ίδια την εμπειρία της ζωής. Ζούμε γι’ αυτό που μας προσφέρει η ζωή, την τέρψη της ύπαρξης, την μεθυστική χαρμολύπη των εμπειριών.
Μπορεί όμως η πλοκή αυτή της διαδρομής να παραμένει έτσι, άσκοπη; Με μια πρώτη ματιά θα μπορούσε! Η ίδια η συμπεριφορά μας όμως μαρτυρά πως η ζωή δεν είναι ένα ασθενές πέρασμα στον χρόνο αλλά μια συνεχής προσπάθεια. Ως έτσι, ο αγώνας για ζωή αποτελεί άθλημα, επιδίωξη δηλαδή ενός επιτεύγματος.
Εύλογα, η απορία μετατίθεται τώρα στην φύση αυτού του σκοπού. Η ίδια η γεωμετρία της συλλογιστικής μας όμως μοιάζει να την υποδεικνύει. Από την στιγμή λοιπόν που κάνουμε λόγο για ένα κάποιο σκοπό τότε αυτομάτως δεχόμαστε την παρουσία μιας αφετηρίας όπως και μιας πορείας. Κατά συνέπεια, η διαδρομή αυτή περιλαμβάνει ένα σταθερό σημείο αναφοράς, το σημείο εκείνο στο οποίο θέλουμε να φτάσουμε. Η (κατ’ ουσία) αγνωσία του εν λόγο σημείου το μετατρέπει σε ένα μεγάλο Άλλο (ακαθόριστο, άρρητο, άβατο κ.α.) το οποίο θα μπορούσαμε να πούμε πως καθρεπτίζεται σε κάθε πτυχή της ζωής μας, από την απόκτηση ενός αυτοκινήτου μέχρι την ολοκλήρωση ενός γάμου και την ετοιμασία του μεσημεριανού φαγητού. Κάθε μας πράξη είναι η εκδηλωμένη θέληση για την επίτευξη ενός στόχου, στόχοι που αν και διαφέρουν όλοι μεταξύ τους, αποτελούν κατά βάση ένα και το αυτό – τον σκοπό της πλήρωσης.
Όπως ο εραστής επιδιώκει την ένωση με την αγαπημένη του για να μεταβεί σε μια ψυχοσωματική υπέρβαση, όπως ο αγοραστής θα μισθώσει ακριβά την υπηρεσία που θα του αποφέρει ευχαρίστηση, έτσι και το σύνολο του φαινομένου της ζωής είναι στην τελική μια διεργασία ένωσης με το Άλλο.
Βέβαια, μπορεί όλοι οι στόχοι να έχουν αυτό το κοινό γνώρισμα, δεν παύουν όμως να διαφέρουν σε ποιότητα, γι’ αυτό και υπάρχουν πολλοί δρόμοι που οδηγούν στο τέλος δηλαδή την τελείωση των πραγμάτων. Άλλοι ατραποί είναι σύντομοι, άλλοι όχι, άλλοι λεπτοφυείς και άλλοι όχι.
Σε κάθε περίπτωση έχουμε να κάνουμε με μονοπάτια δυο σημείων και μια πορεία ελκτική, ο Έρως όπως τον αποκαλούσαν οι αρχαίοι και τον τραγουδούσαν με λόγια, χρώματα και ρυθμικές κινήσεις όσο κανένα άλλο θεό που γνώρισε η ιστορία. Και προς τι όλη αυτή η υμνολογία; Διότι ακριβώς μέσω του έμμεσου τρόπου μπορεί να αποκτηθεί η άμεση εμπειρία ενός ασαφές στοιχείου. Το στοιχείο αυτό είναι το μεγάλο Άλλο στο οποίο αναφέρθηκα νωρίτερα, ενώ ο τρόπος είναι τα σύμβολα, ιδεογράμματα δηλαδή (εικόνες, ήχοι, κινήσεις) αναφορικών εννοιών.
Τα σύμβολα από την φύση τους μπορούν και ενώνουν σημεία (το αισθητό αντικείμενο με την υπεραισθητή ιδέα) γι’ αυτό και λειτουργούν επάξιοι αρωγοί στην αναζήτηση της πληρότητας. Αποτελούν με λίγα λόγια το βλέμμα πέρα από τον ορίζοντα του βατού. Και επειδή όπως είδαμε κάθε στιγμή και έργο μας δεν είναι παρά είδωλα της σχέσης μας με το Άλλο, κάθε τι (υλικό και μη) δεν είναι παρά σύμβολο που ομορφαίνει -δηλαδή προσφέρει μορφή- στο άρρητο οδηγώντας την ψυχή στην πλήρωση της που είναι και ο σκοπός όλων των πραγμάτων…
Γιώργος Ιωαννίδης