από το Εν Ιορδάνη, Περιοδικό ΑΒΑΤΟΝ Μάιος 2012
Ήταν μια από τις θερμές νύχτες του Φεβρουαρίου. Κυριακή βράδυ και η Αθήνα φλεγόταν. Το κέντρο ήταν απροσπέλαστο και υποχρεωτικά πέρασα μέσα από την Πλάκα και βγήκα στην Ακρόπολη.
Κατηφόρισα τον πεζόδρομο προς τις στήλες του Ολυμπίου Διός. Αριστερά η Πύλη του Αδριανού, αρχαία αυτοκρατορική πύλη μιας αιώνιας πόλης που παραδόθηκε στις φλόγες τόσες και τόσες φορές. Τα βήματά μου με οδήγησαν στον αρχαιολογικό χώρο… Επικρατούσε μια απόκοσμη ησυχία.
Θαρρείς οι σειρήνες και οι φωνές ήταν πλέον ενός άλλου κόσμου, ή μήπως ήμασταν εμείς; Σκιές βάδιζαν σιωπηλά, ζευγάρια και κάποιες παρέες απολάμβαναν τη σιωπή. Συνέχισα να βαδίζω όταν δίπλα μου πλησίασε ένας τύπος και αρχίσαμε να περπατάμε παράλληλα.
«Με έχεις ξεχάσει μικρέ, έτσι δεν είναι;», είπε με μια περίεργη προφορά. Στάθηκα για να τον παρατηρήσω καλύτερα. Αρχικά νόμισα πως ήταν κάποιος από τους χιλιάδες νεοάστεγους. Όμως όχι. Και ύστερα, «μικρός εγώ;» αναρωτήθηκα φωναχτά, καθώς η μέση ηλικία μου είναι προφανής!
Ο ξένος σταμάτησε απότομα και στάθηκε με έναν περίεργο τρόπο. Ήταν εκεί, απέναντί μου, τα πόδια του όμως συνέχιζαν να κινούνται σαν να μην ήθελαν να χάσει το ρυθμό του βηματισμού.
«Για μένα είσαι πάντα μικρός και αν μετά από τριάντα χρόνια δεν θυμάσαι τι σου γίνεται, τι να πω κι εγώ που μετράω με αιώνες;» Το σαγόνι μου χτύπησε στο χώμα! «Χουάν είσαι εσύ;» φώναξα.
«Ολόκληρος μικρέ μου», αστειεύτηκε, «και ακόμα περπατάω περιμένοντας!»
Μα βέβαια, ο «μικρός» Γιαννάκης! Όλοι τον ξέρουν, ακόμα κι αν ποτέ δεν τον έχουν συναντήσει, με διάφορα ονόματα: Καρτάφιλος, Αχάσβερος, Μπουταντέους ή το πιο γνωστό, Περιπλανώμενος Ιουδαίος. Αυτός που ο Ιησούς τον πρόσταξε να βαδίζει μέχρι να ξαναγυρίσει στη γη.
Σε όσους τον γνωρίζουν προτιμά να συστήνεται με το ισπανικό Χουάν. Εκεί, στη χώρα που είχαν επιβιώσει οι ομόθρησκοί του πριν φύγουν για άλλη μια φορά κυνηγημένοι και φτάσουν στη Θεσσαλονίκη, τον λένε ακόμα Juan Espera en Dios, ο Ιωάννης που περιμένει τον Θεό.
Μου ζήτησε και άρχισα να του περιγράφω πώς κύλησε η ζωή μου από την τελευταία φορά που είχαμε βρεθεί. Κατάλαβα πως ανεχόταν με ευγένεια τις κοινοτοπίες μιας ζωής ίδιας με χιλιάδες άλλες, που είχε συναντήσει στην ατέλειωτη περιπλάνησή του.
«Τι σε απασχολεί σήμερα;», ρώτησε ξερά λυτρώνοντάς με από τις επαναλήψεις του αμήχανου λόγου μου.
«Δεν βλέπεις τις φωτιές; Ξέχνα εμάς, αλλά πού πάνε τα παιδιά, ο τόπος, η πατρίδα…;»
«Τα παιδιά βρίσκουν πάντα το δρόμο μόνα τους», με ξανάκοψε. «Έτσι γινόταν πάντα. Και μια που κλαψουρίζεις μπροστά σε έναν που ‘’ευλογήθηκε’’ με το χάρισμα να περιδιαβαίνει τον κόσμο χωρίς ποτέ να πεθαίνει, χωρίς φίλους, χωρίς οικογένεια, αφού η κατάρα της αθανασίας κάνει όλα αυτά τα σπουδαία πράγματα που γεμίζουν τη ζωή σας εφήμερα, θα στο ξαναπώ: τα παιδιά βρίσκουν πάντα το δρόμο μόνα τους.
»Έχω δει από κοντά πολλούς σπουδαίους και τρανούς να οραματίζονται και να οργανώνουν μεγαλόπρεπο μέλλον για τα παιδιά τους, που εντέλει ήταν μια καταστροφή. Πάψε λοιπόν να ανησυχείς για το αύριο, δεν μπορείς να το ελέγξεις. Σταμάτα επιτέλους να κλαψουρίζεις για το παρελθόν, δεν μπορείς να το αλλάξεις».
Και κοιτώντας με σκεφτικό συνέχισε: «Ό,τι έχει γίνει έγινε και τελείωσε. Τι κάνεις σήμερα, αυτό μόνο μετράει! Για τα παιδιά που ανησυχείς, είσαι ήδη ένα φάντασμα κι ας μεγαλώνουν δίπλα σου. Στο δικό τους κόσμο που αυτά χτίζουν με τα υλικά που θα διαλέξουν από ό,τι υπάρχει, θα είσαι στην καλύτερη περίπτωση μια ανάμνηση. Μεταξύ μας, θα είσαι ανύπαρκτος.
»Αν φροντίσεις να βρουν κάποια υλικά της προκοπής και όχι σκουπίδια και μπάζα, ίσως να είσαι μια καλή φευγαλέα θύμηση. Γι’ αυτή την ελάχιστη πιθανότητα, και πολύ περισσότερο για όλα τα παιδιά που ποτέ δεν σας άκουσαν και πρέπει να σας απορρίψουν για να έχουν μια πιθανότητα να χτίσουν το δικό τους αύριο, οφείλεις εσύ να δρας στο σήμερα μέχρι η κλεψύδρα σου να δείξει το τέλος του χρόνου σου.
»Τώρα, η ερώτηση για την πατρίδα, σε έναν καταδικασμένο να μην σταματά ποτέ τις περιπλανήσεις του, ακούγεται αστεία. Κι όμως, ο υψηλός στοχασμός τα τελευταία χρόνος των ‘’γιγάντων’’ σας του πνεύματος, πανεπιστημιακών και φιλόσοφων, που έθεσαν τον εαυτό τους στην υπηρεσία κάποιου σπόνσορα –χρηματοδότη δηλαδή που σε άλλες εποχές θα του έκοβαν επιεικώς το κεφάλι αν δεν τον διαμέλιζαν δημόσια για παραδειγματισμό– για να συμπεραίνουν σύμφωνα με τις επιδιώξεις του, έχει μπερδέψει εντελώς τα πράγματα.
»Πατρίδα είναι το έθνος, είπαν, και έθνος είναι η φυλή. Φυλή είναι η εξ αίματος συγγένεια ή μήπως όχι, αναρωτήθηκαν στη συνέχεια. Και αυτή ορίζεται από τον τόπο γέννησης, την καταγωγή ή αντίθετα απαρτίζεται από διαφορετικά άτομα με κοινές επιδιώξεις, δηλαδή με κοινά συμφέροντα που τους ενώνουν; Που σημαίνει πλέον, τα κοινά οικονομικά συμφέροντα; Και αφού όλα αυτά είναι σοβαρά και αποδεκτά, μπορούμε να συμπεράνουμε πως πατρίδα είναι ότι ορίζει αυτός που ελέγχει τα οικονομικά συμφέροντα στα όποια πιστεύει με θρησκευτική ευλαβεια το ετερόκλητο σύνολο ανθρώπων που έτυχε να κατοικεί εκείνη τη στιγμή στην περιοχή;».
Και συνέχισε: «Όλα ετούτα τα αστεία όμως έχουν αναπτυχθεί αυτά τα χρόνια με επιχειρήματα σε χιλιάδες τόμους και σελίδες από ακαδημαϊκούς και έχουν διαδοθεί από τους ανθρώπους των Μαζικών Μέσων, όπου τελικά ορίζει ο καθένας τους ως πατρίδα ό,τι νομίζει και ό,τι τον συμφέρει. Κι όμως οι δύο μας ξέρουμε πολύ καλά τι σημαίνει αυτή η λέξη…
«Ο πρόγονός σου, ο Οδυσσέας, έδωσε μέσα από τη δική του περιπλάνηση την Ιθάκη όλων μας, τη μικρή πατρίδα που αξίζει όλες τις ταλαιπωρίες, τις ομορφιές και τα πλούτη της οικουμένης, γιατί σε αυτόν τον ελάχιστο τόπο γεννήθηκε. Εκεί έζησαν οι αγαπημένοι του, εκεί υπάρχει το χώμα και οι μυρουδιές που σημαίνουν γι’ αυτόν ΖΩΗ και κυρίως είναι ο τόπος που έδωσε μορφή στα όνειρά του.
»Σε εμένα, που εκ των πραγμάτων δεν έχω αγαπημένους να μοιραστώ αναμνήσεις, ούτε λόγο να ονειρευτώ, έχει δοθεί επίσης μια πατρίδα, και αυτή είναι το Βιβλίο, η Βίβλος όπως τη λέτε.
»Σε αυτό περιέχεται όλη μου η ύπαρξη, ο Νόμος και η αιτία της, και αυτό θα με συντροφεύει και θα με στεγάζει μέχρι Εκείνος αποφασίσει να επιστρέψει πάλι στη Γη.
»Κι εσείς τώρα τι έχετε; Στην εποχή σας, άκουσα έναν από τους ηγέτες σας να λέει πως πατρίδα σας είναι το ευρώ!!! Και είναι κρίμα, γιατί είναι κάπως από τους δικούς μου, αφού από τη Θεσσαλονίκη κρατά η σκούφια του Νικολά.
»Ό,τι ετοίμαζαν και διέδιδαν υπομονετικά εδώ και χρόνια οι καλοπληρωμένοι γραφιάδες για να φτιάξουν το υπόβαθρο, σας το πέταξε με τη μία στα μούτρα, πρωτόγονα και άκομψα, όπως κάνουν οι πολιτικοί του είδους από τότε που υπάρχουν».
«Ποιος τους είπε αλήθεια πως ένα νόμισμα μπορεί να φτιάξει θρύλους, να δώσει ρίζες και ελπίδα σε όσους περιπλανιούνται και μάχονται μονάχοι και απόκληροι σε στεριά και θάλασσα, να χτίσει όραμα και αιτία ζωής;
»Ποιος τους είπε πως η μήτρα που σας γέννησε, το χώμα και τα γεννήματά του που σας ευλόγησαν και είναι το παρελθόν και το μέλλον της ύπαρξής σας, ποιος τους είπε πως είναι ανταλλάξιμα με ένα τυπωμένο χαρτί; Ή ακόμα χειρότερα με μια τραπεζική «πίστωση» κάποιου εκπρόσωπου αυτής της δύναμης επί της Γης, που σας επιτρέπει μεγαλόθυμα να επιβιώνετε;
»Μόνο κάποιος που δεν τον γέννησε μάνα, ένας ήδη στην ψυχή του λησμονημένος, που δεν νιώθει τι είναι γενέθλια γη, φίλοι και αδέλφια, η αγάπη της γυναίκας και το χάδι του γονιού, μόνο ένας τέτοιος δυστυχισμένος άνθρωπος μπορεί να πιστέψει ότι η πατρίδα του είναι ένα τενεκεδένιο κέρμα!»
«Επικεντρώσου στο παρόν σου», επανέλαβε κοφτά, «μη σε μπερδεύουν και χάνεις το στόχο σου. Θυμήσου
ξανά το όνειρό σου και πολέμα γι’ αυτό στο σήμερα. Κι αν σου φώλιασαν φόβο πως θα αποτύχεις, στο λέω εγώ πως αυτό δεν γίνεται. Αν αυτών ο τάφος θα είναι οι σελίδες κάποιων βιβλίων, η δικιά σας ανάμνηση θα ζει στις αφηγήσεις και στη μνήμη των παιδιών που θα έρθουν».
«Πού πας τώρα;», ρώτησα παρατηρώντας τα αεικίνητα πόδια του να αλλάζουν πορεία. Μου έδειξε πάνω, το σκοτεινό λόφο. Χωρίς να το καταλάβω είχαμε φτάσει στο Στάδιο, κάτω από το λόφο του Αρδηττού.
«Ξέρεις βέβαια ότι από εδώ ξεκινούσαν οι καθαρμοί των Ελευσίνιων» με ρώτησε περιπαικτικά. «Θεοί, νύμφες και ήρωες έρχονταν εδώ ακριβώς που έχετε φτιάξει ‘’υπέροχες’’ πολυκατοικίες και δρόμους θάβοντας τον τόπο τους. Όμως το χώμα, ο τόπος και η ψυχή του, υπάρχουν και γεννάνε, πέρα από τα υλικά, και νοητικά σχήματα που κατασκευάζουν οι άνθρωποι στην παράνοια της καθημερινότητάς τους».
«Άσε την πλάκα» του είπα, «πού πας, θα σε ξαναδώ άραγε;»
«Την τελευταία φορά που βρεθήκαμε ήσουν εικοσάρης», μου απάντησε γελώντας. «Τώρα πενηντάρισες και δείχνεις μια χαρά. Εγώ δεν αλλάζω αλλά εσύ δεν προσέχεις και μεγαλώνεις. Όμως μην ανησυχείς, όταν ξαναβρεθώ από τα μέρη σας θα περάσω να σε δω. Και θα σε βρω σε όποια κατάσταση κι αν είσαι.
»Πρόσεχε τον εαυτό σου και πες το και στους άλλους. Επικεντρωθείτε στο τώρα. Μην επιτρέπετε σε κανέναν μπάσταρδο να σας υποτιμά[1]».
Στάθηκε για μια στιγμή ενώ τα πόδια του συνέχισαν να κινούνται στον αιώνιο ρυθμό τους.
«Φεύγω», είπε απλά. «Συγχώρα με, αλλά πρέπει να συναντήσω μερικούς παλιόφιλους εκεί που δεν μπορείς να με συνοδέψεις, με τη σημερινή σου μορφή τουλάχιστον. Ίσως την επόμενη φορά».
Και γελώντας τρανταχτά άρχισε να σκαρφαλώνει το σκοτεινό λόφο…