Ελα, ώ μακάριε Παιάν, πού εφόνευσες τον Τιτυόν, Φοίβε Λυκωρέα, Μεμφίτη, συ πού τιμάσαι λαμπρά, ό ίηιος, ό παρέχων ευτυχίαν. πού έχεις χρυσήν λύραν καί έχεις σχέσιν με τα σπέρματα, ό προστάτης των καλλιεργητών, ό Πύθιος, ό Τιτάν, ο Γρύνειος. ό Σμινθεύς, ό φονεύς του Πύθωνος, ό Δελφικός, ό μάντις, ό άγριος, ό θεός πού φέρει το φως, ό αγαπητός, ό ένδοξος νέος συ πού είσαι ό ηγέτης των Μουσών, ό αρχηγός του χορού, ο μακροβόλος, ό τοξοβόλος ό Βράγχιος καί Διδυμεύς, ό τοξότης, ό Λοξίας, ό αγνός, ώ ανακτά της Δήλου, πού το μάτι σου, το φωτίζον τους ανθρώπους, βλέπει τα πάντα, συ με την χρυσή κόμη, πού μας δίδεις προφητικές καθαρές φωνές καί χρησμούς, άκουσε την προσευχήν μου υπέρ των λαών με ευφρόσυνη καρδιά· διότι εσύ βλέπεις όλον αυτόν τον απέραντον αιθέρα καί από επάνω βλέπεις την ευτυχισμένη γη καί από κάτω στο σκοτάδι κατά την νύκτα εν ώρα ησυχίας, πού έχεις για μάτια τα άστρα, βλέπεις τις ρίζες (τα θεμέλια), και έχεις τα πέρατα όλου του κόσμου (κάτω από τα μάτια σου)· εσύ φροντίζεις για την αρχή καί το τέλος, καί κάνεις να θάλλουν τα πάντα· εσύ συναρμόζεις κάθε πόλον με την κιθάραν, πού έχει μεγάλον
ήχον άλλοτε μεν βαδίζων προς τα τέρματα της νεάτης (της κατωτάτης χορδής), άλλοτε πάλιν προς την ύπάτην (την ύψηλοτάτην χορδήν), άλλοτε δε συμμειγνύων κάθε πόλον είς την Δωρικήν διακοσμησιν (διάταξίν). Διαχωρίζεις τα διατηρούμενα είς την ζωήν φύλα συγκεράσας δια της αρμονίας την παγκόσμιον μοίραν των ανθρώπων (την μοίραν τήν θέσιν των ανθρώπων είς όλον τον κόσμον)· άνέμειξες εξ ίσου καί με τα δύο (καί με την νεάτην καί με την ύπάτην) τον χειμώνα καί το θέρος, διεχώρισες δε τον χειμώνα είς υπάτας καί το θέρος με τάς νεάτας καί έσχημάτισες το ώραίον Δωρικόν άνθος του πολυαγαπημένου έαρος
Εξ αυτού οι άνθρωποι σε καλούν με την επωνυμίαν ανακτά Πάνα θεόν με δύο κέρατα, πού αφίνεις τα σφυρίγματα των ανέμων και γι αυτό κρατείς την σφραγίδα, που δίδει τον τύπον εις όλον τον κοσμον (πού διαπλάσσει όλον τον κοσμον) άκουσε με μακάριε, και σώσε τους μεμυημένους με την ικετευτικήν φωνήν (που σε ικετεύουν).
Αρχαίο κέιμενο
Ἐλθέ, μάκαρ, Παιάν, Τιτυοκτόνε, Φοῖβε, Λυκωρεῦ, Μεμφῖτ᾽, ἀγλαότιμε, ἰήιε, ὀλβιοδῶτα, χρυσολύρη, σπερμεῖε, ἀρότριε, Πύθιε, Τιτάν, Γρύνειε, Σμινθεῦ, Πυθοκτόνε, Δελφικέ, μάντι, ἄγριε, φωσφόρε δαῖμον, ἐράσμιε, κύδιμε κοῦρε, † μουσαγέτα, χοροποιέ, ἑκηβόλε, τοξοβέλεμνε, Βράγχιε καὶ Διδυμεῦ, † ἑκάεργε, Λοξία, ἁγνέ, Δήλι᾽ ἄναξ, πανδερκὲς ἔχων φαεσίμβροτον ὄμμα, χρυσοκόμα, καθαρὰς φήμας χρησμούς τ᾽ ἀναφαίνων· κλῦθί μου εὐχομένου λαῶν ὕπερ εὔφρονι θυμῶι· τόνδε σὺ γὰρ λεύσσεις τὸν ἀπείριτον αἰθέρα πάντα γαῖαν δ᾽ ὀλβιόμοιρον ὕπερθέ τε καὶ δι᾽ ἀμολγοῦ, νυκτὸς ἐν ἡσυχίαισιν ὑπ᾽ ἀστεροόμματον ὄρφνην ῥίζας νέρθε δέδορκας, ἔχεις δέ τε πείρατα κόσμου παντός· σοὶ δ᾽ ἀρχή τε τελευτή τ᾽ ἐστὶ μέλουσα, παντοθαλής, σὺ δὲ πάντα πόλον κιθάρηι πολυκρέκτωι ἁρμόζεις, ὁτὲ μὲν νεάτης ἐπὶ τέρματα βαίνων, ἄλλοτε δ᾽ αὖθ᾽ ὑπάτης, ποτὲ Δώριον εἰς διάκοσμον πάντα πόλον κιρνὰς κρίνεις βιοθρέμμονα φῦλα, ἁρμονίηι κεράσας {τὴν} παγκόσμιον ἀνδράσι μοῖραν, μίξας χειμῶνος θέρεός τ᾽ ἴσον ἀμφοτέροισιν, ταῖς ὑπάταις χειμῶνα, θέρος νεάταις διακρίνας, Δώριον εἰς ἔαρος πολυηράτου ὥριον ἄνθος. ἔνθεν ἐπωνυμίην σε βροτοὶ κλήιζουσιν ἄνακτα, Πᾶνα, θεὸν δικέρωτ᾽, ἀνέμων συρίγμαθ᾽ ἱέντα· οὕνεκα παντὸς ἔχεις κόσμου σφραγῖδα τυπῶτιν. κλῦθι, μάκαρ, σώζων μύστας ἱκετηρίδι φωνῆι.