Παρασκευή 14 Ιουνίου 2013

Κόρη …. μα και Αδελφή ….

 

Εισ-πνοή-εκ-πνοή - Εισ-πνοή-εκ-πνοή...

Διατάσεις προετοιμασίας σαν πριν βγω στην σκηνή. «Πρόκειται για μία παράσταση που θα είστε εσείς οι πρωταγωνιστές!».

Φορούσε μαύρα. Το πρόσωπό του ήταν κρυμμένο κάτω από την μεσαιωνική του κουκούλα. Ψίθυροι.. Μας έδεσε τα μάτια και από εκείνη τη στιγμή σκοτάδι και μόνο τα μάτια της φαντασίας.

Δύο χέρια κράτησαν τα δικά μου. Αμέσως ένιωσα εμπιστοσύνη. Το ταξίδι είχε ξεκινήσει. Τα χέρια με οδήγησαν στα έγκατα της γης. Με πρόσεχε λες και ήμουν τόσο πολύτιμη που αν με έχανε θα χανόταν μαζί μου! Κατεβήκαμε τόσο πολύ. Περίεργοι και αφιλόξενοι ήχοι στο δρόμο μέχρι που φτάσαμε θα έλεγε κανείς στον Άδη. Τα χέρια με καθοδήγησαν να καθίσω. Μου αποκάλυψαν τα μάτια, ω Θεέ μου! Είχα μπει σε έναν πίνακα!!! Ζωντάνεψε μπροστά μου μια σύνθεση αντικειμένων μέσα σε μαύρο φόντο, υπό το φως ενός και μόνο κεριού δημιουργώντας μια μεσαιωνική ατμόσφαιρα. Ήμουν μέρος αυτής της χαοτικής σύνθεσης. Το ξέρω ότι μετά από αυτό τίποτα δεν θα είναι το ίδιο. Νιώθω ότι θα αφήσω πίσω μου μια ζωή – όπως μάλλον αυτή η νεκροκεφαλή - και θα ξεκινήσω μια άλλη. Υπό το φως του κεριού έγραψα την φιλοσοφική μου διαθήκη. «Αν φοβηθείς κάνε πίσω». Είμαι σίγουρη ότι θέλω να προχωρήσω. Είμαι στο σκοτάδι και θέλω να δω φως.

Μπροστά μου ένας κόκορας σιωπηλός, περιμένει το πρώτο φως για να λαλήσει.

Τα χέρια γύρισαν και μου έκλεισαν τα μάτια και πάλι. Με οδήγησαν μακριά μέχρι που φτάσαμε απ’ έξω. Κάποιος χτύπησε την πόρτα και ακούστηκε η φωνή: « Ποιος τολμά να διαταράξει τας εργασίας ημών;» Τα χέρια έγιναν πολύ δυνατά και με σφίγγουν! «Αμύητος ζητεί να γίνει Τέκτον!».

Τα χέρια μου κάνουν νεύμα να προχωρήσω. Οι εντολές τους είναι λιτές και σαφείς. Υπακούω και αφήνομαι να με οδηγήσει. Εμπιστεύομαι αυτά τα χέρια. Τα βήματά τους είναι σταθερά και γνωρίζουν καλά που πηγαίνουν. Είμαι σίγουρη ότι θέλω να πάω μαζί τους. Σκύβω να περάσω μέσα από μια μικρή και χαμηλή πόρτα που με βγάζει σε ένα τεράστιο δωμάτιο, με χαμηλό ωχροκίτρινο φωτισμό. Όλα βλέμματα στραμμένα πάνω μου.

Με ρωτούν αν είμαι σίγουρη για την απόφασή μου. Οι φωνές ακούγονται και εκείνες σταθερές και σίγουρες. Αυτοί γνωρίζουν. Μα φυσικά και είμαι σίγουρη! Όλοι εδώ βλέπουν, εκτός από μένα. Θέλω να ανοίξω τα μάτια μου και να αντικρίσω το φως. Με περιμένουν πολλά εμπόδια και δοκιμασίες. Γεύομαι τη Γη, τον Αέρα, το Νερό, τη Φωτιά. Μου φαίνεται πως δεν τα έχω ξανανταμώσει ποτέ. Τα πάντα είναι καινούρια. Νιώθω σα παιδί χωρίς εμπειρίες. Τα χέρια πάντα σταθερά με οδηγούν πάντα στην σωστή κατεύθυνση. Τα εμπόδια μειώνονται σταδιακά. Νομίζω πως έχω διανύσει χιλιόμετρα. Πολλές νέες εμπειρίες. Μαθαίνω σε κάθε μου βήμα.

Πρέπει να ορκιστώ ότι δεν θα πω σε κανέναν τίποτα. Νιώθω ένα μαχαίρι στην καρδιά. Δε φοβάμαι. Ξέρω ότι αυτό το μαχαίρι δεν με απειλεί, γιατί ξέρω ότι δεν θα πω τίποτα σε κανέναν. Ποιος θα καταλάβει άλλωστε..

Ένα μαχαίρι ακουμπάει στις φλέβες μου. Ορκίζομαι ότι θα εκτελέσω το καθήκον μου. Αν χρειαστεί να πεθάνω γι’ αυτό, θα το κάνω. Είμαι σίγουρη. Είμαι ελεύθερη, είμαι χρηστοήθης.

Μαθαίνω να περπατάω. Ανεβαίνω σκαλιά. Πάω για πρώτη φορά ψηλά! Κρατάω διαβήτη. Νιώθω την αιχμηρή του μύτη να στρέφεται προς την καρδιά μου. Το χέρι είναι το δικό μου. Σκέφτομαι πως ο διαβήτης είναι ακριβής και δεν κάνει ποτέ λάθος. Υπόσχομαι σιωπή και υπακοή στο Τάγμα. Έχω ταραχή από την προσμονή μου να δω το φως! Τα χέρια, μου ανοίγουν τα μάτια. Θεέ μου!! φωτιές και ξίφη στρέφονται κατά πάνω μου!!! Δε θα μιλήσω το υπόσχομαι!!!! Σαν ταινία, η σκηνή εξαφανίζεται.

Ένα-δύο-τρία: τα μάτια μου ανοίγουν και πάλι. Άνθρωποι με πολύ οικίες φυσιογνωμίες και ωραία ρούχα με κοιτούν φιλικά. Με κοιτούν σαν παιδί! Νομίζω πως τους γνωρίζω από παλιά. Κάπου θα πρέπει να είναι και ο πατέρας μου. Δεν τον βλέπω όμως.. Λες να πετάει πάλι..; Ακούω τη λέξη «εχθρός». Ψάχνω να βρω κάποιον, τίποτα. Τα χέρια με γυρίζουν ανάποδα. Άλλη μια οικία φυσιογνωμία. «Ιδού ο μεγαλύτερος εχθρός σου». Μα αυτή είμαι εγώ!!!!!!!!!

Βλέπω μέσα από έναν καθρέφτη.! Δεν είναι κάποιος άγνωστος ή απλά κάποιος γνωστός. Είμαι εγώ η ίδια. Πώς δε με αναγνώρισα από την αρχή; Έχω άλλα μάτια; Βλέπω τον εχθρό του εαυτού μου, και όχι τον φίλο μου; Πρέπει να με φτιάξω, ώστε να με κοιτάζω και να με αναγνωρίζω. Αφού αυτό το είδωλο είναι ο ένοχος για όλα, προβλέπεται δουλειά. Τα μάτια μου δακρύζουν. Ίσως από ανακούφιση που ξέρω που να πάω.

Μα που είναι και αυτός ο πατέρας μου τώρα που θέλω να του πω; Θέλω να μάθει πως είμαι πάλι παιδί! Πως έχω ξεκινήσει από την αρχή. Πως έκανα τα πρώτα μου βήματα με τα μάτια κλειστά, λες και δεν ήξερα καν να περπατάω. Πως πέρασα δύσκολα αλλά τα χέρια του καθοδηγητή μου ήξεραν που να με πάνε και τα κατάφερα! Θέλω να του πω ότι

«Μπαμπά, ξαναγεννήθηκα!!!!». Κλαίω σα παιδί.

Μέσα στην αναζήτηση ξαφνικά τον βρίσκω.. Τον κοιτάζω.. Τα χέρια! Μα ΝΑ που ήταν! Αυτός ήταν τα χέρια! Εκείνος με καθοδηγούσε! Όπως την πρώτη φορά.. Εκείνος που με καθοδηγούσε σαν παιδί, εκείνος με καθοδηγεί και τώρα. Εκείνος που μου έδειξε το δρόμο προς το φως την πρώτη φορά, εκείνος και τώρα! Μα βέβαια..

Όλοι με φιλούν σαν αδέρφια. Είναι μια γιορτή! Τέλος τα ξίφη και οι φωτιές. Με ντύνουν , με μαθαίνουν να χαιρετώ, να χειροκροτώ. Με υποδέχονται με αγάπη. Όλα με μια αρμονία. Ήρεμα. Μου δίνουν τα εργαλεία μου και μου ζητούν να λαξεύσω την πέτρα. Εγώ είμαι η πέτρα. Αυτός ο άνθρωπος στον καθρέφτη. Αλήθεια πατέρα θα εργαστώ σκληρά.

Κάθομαι. Περνάει από μπροστά μου και κάθεται στην κορυφή. Ήταν πάντα ο πιο σοφός! Μας καλωσορίζει σαν πατέρας και μας προσκαλεί να ενωθούμε σε αδιάσπαστη αλυσίδα. Νιώθω να μοιράζομαι μία πρωτόγνωρη ηρεμία. Είμαι κρίκος της αλυσίδας. Είμαι δυνατή, είμαι καθαρή και κλαίω σαν παιδί!