Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2014

Περί της Αναφορικότητας στο (Υπερβατικό) Άλλο στην Τέχνη του Ιερού…

 

Πότε ήταν η τελευταία φορά που συναντήσατε κάποιον να προσεύχεται μπροστά σε μια από τις αγιογραφίες που φιλοξενούν τα διάφορα Βυζαντινά Μουσεία της χώρας; Μάλλον ποτέ! Κι όμως, δεν υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσα σ’ αυτές και στις εικόνες που κοσμούν το τέμπλο της εκκλησίας στη γειτονιά σας. Εκτός μάλλον από μια – το πλαίσιο αναφοράς.
Απομακρυσμένη από το φυσικό της περιβάλλον για το οποίο σχεδιάστηκε να συμπληρώνει, η τέχνη του Ιερού μπορεί εύκολα από γέφυρα προς το υπερβατικό να αλλάξει στις συνειδήσεις μας σε απόμακρη ιδιοτυπία. Ποτέ βέβαια δεν ήταν αυτός ο σκοπός της καθώς με την τέχνη του Ιερού ο άνθρωπος προσπαθεί να ενσαρκώσει το αιώνιο καθώς αναγάγει την ύλη στην ιδέα.
Η «μουσειακή» συνείδηση παρόλ’ αυτά μεταφέρει το Ιερό στο πεδίο του ιστορικού στοχασμού. Το άγαλμα και η εικόνα παύουν να αποτελούν το μέσο δια του οποίου το άτομο εμπνέεται (βλ. εδώ την σημασία της λέξης Μούσα) για να γνωρίσει τα θεία, και αντιμετωπίζονται ως κατάλοιπα μιας άλλης εποχής, επομένως και ενός περασμένου τρόπου ύπαρξης που έχει ελάχιστο βάρος στο εδώ και το τώρα. Και κάπως έτσι, η αναφορική τους ιδιότητα από (ζωντανά) συμβολική περιορίζεται σε γνωσιολογική.
Τα μουσεία σήμερα είναι διάσπαρτα από αιγυπτιακές παραστάσεις, ελληνικά ανάγλυφα, βυζαντινές εικόνες, βουδιστικά γλυπτά και άλλα καλλιτεχνήματα του Ιερού από κάθε λογής παράδοση τα οποία μάλλον ελάχιστα αντιλαμβανόμαστε την σημασία τους, πόσο δε τα επιτρέπουμε να μας συγκινήσουν (να μας ωθήσουν, να μας κινητοποιήσουν) αφού απλά τα παρατηρούμε. Ο τρόπος τους μοιάζει να ανήκει σε ένα άλλο τόπο και χρόνο από τον οποίο νιώθουμε αποκομμένοι.

Αναλογιστείτε για λίγο τις αιγυπτιακές ζωοκέφαλες θεομορφές, τους καλλίγραμμους ελληνικούς κούρους, τα σχεδόν αποϋλοποιημένα σώματα των βυζαντινών αγίων αλλά και τις λεπτοδουλεμένες ρεαλιστικές βουδιστικές φιγούρες με τα πρόσωπα που εξωτερικεύουν μια εσωτερική μακαριότητα… όλες αυτές οι παραστάσεις είναι ξένες στο καθημερινό, γι’ αυτό και συχνά ερμηνεύονται ως παράξενες με αποτέλεσμα είτε να απωθούνται από το βάρος ενός υπέρμετρου ρεαλισμού, είτε να γίνονται αίτια δεισιδαιμονίας και τυπολατρίας. Και στις δυο περιπτώσεις, η τέχνη του Ιερού απολύει τον βασικό της στόχο, να αποτελεί αρωγός στο άρρητο.
Ας εξετάσουμε όμως τα παραπάνω παραδείγματα λίγο πιο προσεχτικά ώστε να αντιληφθούμε καλύτερα την αναφορική δυναμική αυτής της τέχνης…
Γιατί οι θεοί του Νείλου φέρανε όψη ζώου; Σίγουρα οι αρχαίοι δεν λάτρευαν το ζώο καθέ αυτό, διότι πως μπορείς να αποδώσεις θεϊκές ιδιότητες σε κάτι που φθείρετε και πεθαίνει μαζί σου;
Την απάντηση μας την δίνει ο Πλούταρχος (Ίσης και Όσιρις) εξηγώντας πως οι Αιγύπτιοι βλέπουν στα ζώα «κάποιες μικρές απεικονίσεις των θεών όπως βλέπει κανείς την εικόνα του ήλιου σε σταγόνες νερού». Αυτό σημαίνει πως ο υλικός κόσμος λειτουργεί σαν καθρέπτης, εικονίζει δηλαδή τον αφανή κόσμο των θεών δίχως να είναι αυτό που δείχνει. Και τον αντανακλά διότι φέρει ιδιότητες όμοιες με τα γνωρίσματα που αποδίδουμε στους θεούς. Έτσι, ο Ήλιος-Ρα απεικονίζεται γερακοκέφαλος όπως τα γεράκια βασιλεύουν πετώντας ψηλά πάνω από την γη, σαν τον φυσικό πύρινο δίσκο του ουρανού.
Αντίστοιχα, οι καλλίγραμμοι θεοί των Ελλήνων δεν ήταν ανθρωπόμορφοι κατά φύση εξωθώντας τους καλλιτέχνες να τους εικονίζουν με αυτό τον τρόπο. Ήταν ο άνθρωπος που αποτελούσε το μέτρο κατανόησης της κοσμικής αλήθειας, γι’ αυτό και τους αποδίδονταν ανθρώπινη όψη. Και μάλιστα έφεραν το πρόσωπο όχι ενός καθημερινού ατόμου, αλλά ενός ιδεατού.
Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο καθηγητής Χρήστος Γιανναράς (Το Πρόσωπο και ο Έρως), ο  Έλληνας καλλιτέχνης του 5ου π.Χ. αιώνα δεν αποβλέπει στην πιστή αναπαράσταση του φυσικού προτύπου, δηλαδή σε μια τεχνητή αναπαραγωγή του φυσικού προτύπου αλλά σε εκείνο το είδος της απεικόνισης που επιτρέπει την άμεση θέα του λόγου ή της ουσίας του πράγματος. Γι’ αυτό και πραγματοποιεί ένα είδος αφαίρεσης των ατομικών και περιστατικών γνωρισμάτων του εικονιζόμενου αντικειμένου, προκειμένου να πετύχει την αναγωγή του συγκεκριμένου στις διαστάσεις της καθολικής λογικής αρμονίας και αρτιότητας [...] Είναι άγαλμα το έργο τέχνης, γιατί προσφέρει την ευφροσύνη και αγαλλίαση της αληθινής θεώρησης του κόσμου, αποτυπώνει την μετά λόγου θέαση του αντικειμένου, αναφέρει τα αισθητά στη λογική τους πραγματικότητα, που είναι πιο πραγματική από την περιστατική εντύπωση».
Αυτή η αναφορικότητα στο κάτι άλλο (στην ιδέα, στο υπερβατικό, στο θεϊκό) συνεχίζει και στην Βυζαντινή τέχνη. Ξανά εδώ, σκοπός δεν είναι να αποτυπωθεί με χρώματα ο φθαρτός κόσμος αλλά να σκιαγραφηθεί η αιώνια πνευματική αλήθεια.
«Η εικόνα αποπραγματοποιεί, αποϋλοποιεί…» παρατηρεί ο Παύλος Ευδοκίμωφ (Η Τέχνη της Εικόνας: Θεολογία της Ωραιότητας) «Το βάρος και η σκιερότητα της ύλης εξαφανίζονται, και χρυσές γραμμές, λεπτές και στενές, που εισέρχονται σαν ακτίνες της θεοποιημένης ενέργειας, εξαϋλώνουν τα σώματα. Ο επίγειος άνθρωπος γίνεται ουράνιος άνθρωπος [...] Η φυσική ανατομία είναι εκφραστικά παραμορφωμένη, όπως και η φανερή αυστηρότης, δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να υπογραμμίζουν την εσωτερική δύναμη που τις εμψυχώνει. [...] Στην εικονογραφία, το σημείο προοπτικής δεν είναι πίσω από τον πίνακα αλλά εμπρός. Το αποτέλεσμα παίρνει το σημείο αναχωρήσεως της σ’ αυτόν που θεωρεί την εικόνα και τότε οι γραμμές πλησιάζουν το θεατή και δίνουν την εντύπωση ότι τα πρόσωπα πηγαίνουν σε συνάντηση του. Ο κόσμος της εικόνας στρέφεται προς τον άνθρωπο [...] τα πρόσωπα μετατοπίζονται από τα αριστερά στα δεξιά, προς την Ανατολή [...] Η ακινησία των σωμάτων, χωρίς να είναι ποτέ στατική, συγκεντρώνει όλο το δυναμισμό στο πρόσωπο που αποκαλύπτει το πνεύμα. Αυτή η εξωτερική ακινησία είναι πολύ ειδική, γιατί είναι αυτή που δημιουργεί την ισχυρή εντύπωση ότι το παν συγκεντρώνεται και ζει στο εσωτερικό».
Όλα τα παραπάνω δείχνουν πως η αισθητική στην τέχνη του Ιερού δεν είναι ένα υποκειμενικό αποτέλεσμα, αλλά τρόπος θεολογίας, δηλαδή φανέρωσης του θείου δια του υποστασιοποιημένου λόγου. Κατά αντιστοιχία, η Βουδιστική τεχνοτροπία με τα πλούσια θέματα της και τους έντονους χρωματισμούς εικονίζει την δική της μεταφυσική ερμηνεία του κόσμου. Βασικό μέλημα ενός βουδιστή καλλιτέχνη είναι η επίτευξη της ομορφιάς («η ομορφιά συνθέτει την ουσία ολόκληρης της αγίας ζωής» δήλωσε κάποτε ο Βούδας), καθώς όμως η βουδική φύση βρίσκεται σε κάθε τι, κάθε φυσικό μέσο μπορεί να εκφράσει την πνευματική ομορφιά. Γι’ αυτό και βουδιστικές καλλιτέχνες φιλοδοξούν σε έργα «που να επιτρέπουν τον θεατή να γευτεί την αισθητική εμπειρία σαν ένα τρόπο κατάκτησης της πνευματικής αρμονίας». (Michael Ridley, Η Τέχνη του Βουδισμού)
Σε κάθε περίπτωση επομένως, η τέχνη του Ιερού είναι αναφορική, δεν αφορά όμως τον κόσμο της φθοράς παρά άγει την ύλη στην διάσταση του υπερβατικού ζητώντας να οικοδομήσει μια μεταφυσική γέφυρα ανάμεσα στον κτιστό άνθρωπο και το αιώνιο αληθές, εκεί δηλαδή όπου ο εσωτερικός μας Εαυτός διψά να στραφεί για να φτάσει.

Γιώργος Ιωαννίδης