Ο Ήχος της Τεκτονικής Σιωπής
Και τότε, μέσα στη γαλήνη της νύχτας, κάτω από το φως
της Σελήνης, ακούστηκαν τα ιερά λόγια του προφήτη :
Συνήθως μιλάς όταν παύεις να έχεις Ειρήνη με τη σκέψη σου.
Κι όταν δε μπορείς να ζήσεις άλλο στην αρμονία και στη μοναξιά της καρδιάς σου, τότε ζεις στα χείλη σου, και μιλάς απλά για να απασχολείσαι, και να επιβεβαιώνεις ότι υπάρχεις...
Γιατί τις περισσότερες φορές, οι σκέψεις μας που ανυπομονούν να βγουν από το
στόμα μας, είναι το πουλί του σύμπαντος, που στο κλουβί των λέξεων , ανοίγει τα
πανέμορφα φτερά του, αλλά δε μπορεί να πετάξει.
Τα τελευταία χρόνια, στο πλαίσιο της εσωτερικής αναζήτησης μου, διαπιστώνω όλο και περισσότερο ότι υπάρχει μια κυρία πρακτική που μπορεί να επιταχύνει την εξελικτική διαδικασία της συνειδήσεως μας, να συντομεύσει δραματικά το δρόμο προς
τη θέαση του τεκτονικού φωτός και είναι εύκολο να την εφαρμόσει ο καθένας.
Την παρέχει απλόχερα η φύση και σε αυτήν βασίζονται οι υπόλοιπες πρακτικές, των οποίων σκοπός είναι να γίνουμε σαν κουρδισμένα μουσικά όργανα ώστε να
εναρμονιστούμε με τη μουσική του Σύμπαντος, με το παγκόσμιο ρυθμό όπως λέει χαρακτηριστικά το τυπικό του α' βαθμού. Είναι η τήρηση της Σιωπής, η βύθιση στον ωκεανό της, ώσπου τελικά να χαθείς μαζί της. Η σιωπή αυτή δεν είναι άπλα η παύση της ομιλίας αλλά ισοδυναμεί με την κενότητα και τη γαλήνη του νου.
Είναι απλό αλλά και δύσκολο να πραγματοποιηθεί. Μπορεί να αποσυρθείς στο πιο ήσυχο μέρος της γης και να μη διεισδύσεις στη σιωπή. Γιατί αυτή έρχεται όταν ο νους δεν αναγνωρίζει τις καθημερινές και επαναλαμβανόμενες σκέψεις. Χρειάζεται χρόνος, υπομονή και γενναιότητα μπροστά στη Μεγάλη Σιωπή, καθώς ο νους τρομάζει και οπισθοχωρεί στις μαγικές δονήσεις της Σιγής, φροντίζοντας να βρει μια δικαιολογία για
να παραδοθεί ξανά στις σκέψεις. Όσοι εισήρθατε στον τ.´. Μέσω της μύησης του ά' βαθμού του ΣΤ, θα θυμάστε στη διάρκεια του δρώμενου , το Σεβάσμιο να ενημερώνει με δυνατή φωνή και με ανάκρουση της σφύρας τον υποψήφιο ότι απαιτεί «απόλυτος Σιγή», κάτι που αρχικά μπορεί να εκθλιφθεί από τον μειούμενο ως μια διαταγή και όχι απλή προτροπή, να μη διανοηθεί να ανοίξει το στόμα του για οποιοδήποτε λόγο.
Aατό βεβαία ίσως τον ξενίζει και τον προϊδεάζει ότι θα γίνει γνώστης μυστικών που εάν γίνονταν γνωστά στην αμύητη Κοινωνία, τόσο αυτός, όσο και ο ίδιος ο
Τεκτονισμός θα εκτεθέντος ανεπανόρθωτα. Μάλιστα ίσως ο νεόφυτος να περίμενε να ακούσει και τις σκληρές ποινές που θα του αναλογούσαν αν παραβεί την υπόσχεση του.
Όμως κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Μέσα από τα Τυπικά και το συμβολισμό, γίνεται μια
προσπάθεια να αφυπνίσει η συνείδηση του Μυημένου, ελεύθερα και χωρίς καμιά βία.
Η σιγή είναι ένας από τους τρόπους να εξαγνίσουν οι έμφυτες παρορμήσεις μας και να αφού γίνουμε παρατηρητές του νοητικού θορύβου γύρω μας, να μπορέσουμε να εισέρθουμε στο μάτι του κυκλώνα, εκεί που υπάρχει η απόλυτη σιωπή και ο περιστρεφόμενος αέρας υποτάσσεται στη σιωπηρή δύναμη του
κέντρου.
Όταν κάτι τέτοιο επιτευχθέν (και ίσως χρειαστεί πολύς χρόνος γι αυτό), θα επέλθει η κατανόηση του Εαυτού και η εξεύρεση των λύσεων στα προσωπικά του προβλήματα. Και όταν ο καθένας μας κατανοήσει την Ύπαρξη του, αντιμετωπίσει τους βαθύτερους φόβους του και κυρίως, αντιμετωπίσει εκείνο το πρόσωπο που τον κοιτούσε με περιέργεια στον καθρέφτη κατά τη διάρκεια της μύησης του, μόνο τότε θα μπορέσει να ανελιχθεί δια της ισχύος και της Σοφίας, προς το κάλλος.
Θα του δοθούν εργαλεία, που θα τον βοηθήσουν να αντιμετωπίσει το νέφος των
σκέψεων και των προσκολλήσεων του και θα μπορέσει επιτέλους να διακρίνει το
μονοπάτι που ο ίδιος έχει αποφασίσει να ακολουθήσει, προς το λαμπερό Φως, το φως της αφύπνισης και της αλήθειας.
Σε αυτό το σημείο, θα ήθελα να παραθέσω μια γνωστή ιστορία περί σιωπής που
χρησιμοποιείται στο Ζεν για να καταδείξει ότι η αφύπνιση της συνειδητότητας γίνεται κυρίως μέσω της Σιωπής και της Ενδοσκόπησης.
Μια φορά κάποιος ρώτησε τον Βούδα:
- Υπάρχει Θεός;
Ναι, απάντησε ο Βούδας.
Την ιδία μέρα ένας άλλος άνθρωπος τον ρώτησε: - Υπάρχει Θεός;
Και ο Βούδας είπε:
- Όχι
Στο τέλος της ημέρας ένας τρίτος άνθρωπος ρώτησε τον Βούδα για την ύπαρξη του Θεού και ο Βούδας δεν απάντησε, μονό σήκωσε το δάχτυλο του, δείχνοντας τον ουρανό.
- Όλα αυτά τα παρακολουθούσε ο μαθητής του ο Ανάντη. Τη νύχτα ρώτησε τον
Βούδα
- Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Σε παρακαλώ, πες μου, γιατί στην ιδία ερώτηση έδωσες τρεις διαφορετικές απαντήσεις;
- Ο Βούδας είπε:
- Γιατί ήταν τρεις διαφορετικοί άνθρωποι.
- Ο πρώτος πίστευε ότι δεν υπάρχει Θεός και ήθελε πάρα πολύ να δυναμώσει την πίστη του. Εγώ του είπα ότι υπάρχει Θεός, γιατί για να φτάσει στην Αλήθεια ο
άνθρωπος πρέπει να απαλλαχτεί από αυτά στα οποία πιστεύει. Ο άλλος πίστευε ότι Θεός υπάρχει. Σ' αυτόν είπα ότι δεν υπάρχει Θεός. Είμαι άδω, πάνω στη γη για να καταστρέψω κάθε πίστη για να φτερουγίσει ο νους πάνω στην πίστη και μόνο τότε ο άνθρωπος θα γνωρίσει την Αλήθεια.
- Ο τρίτος δεν ήταν θρήσκος, ούτε άθεος, δεν υπήρχε ανάγκη να πω "Ναι" ή "Όχι", γι' αυτό σιώπησα, λέγοντας με αυτόν τον τρόπο "Κάνε όπως εγώ, δηλαδή βυθίσου στη σιωπή και τότε θα γνωρισεις και θα καταλάβεις".
- Επομενως Η «Σιγή» που επικαλείται ο Τεκτονισμός δεν είναι τίποτα άλλο από μια επίκληση για ταπεινότητα και σεμνότητα, χαρακτηριστικά που είναι απαραίτητα στον αληθινό Μύστη, και τα οποία δεν του επιτρέπουν να δημιουργεί μάταιο θόρυβο για τιμές και διακρίσεις, για αναγνωρίσεις και φιλοφρονησεις.
Είναι μεγάλη αλήθεια ότι η σιωπή είναι πραγματική δοκιμασία για εκείνον που, μέσα από τη συνήθεια ή λόγω τάσης, δεν γνωρίζει πως να την τηρήσει ή να την ελέγξχει.
Στη γιόγκα, για να επέλθει η αποτοξίνωση στο Σώμα, πρέπει να προηγηθεί η
αποτοξίνωση στο πνεύμα και εργαλείο αποτελεί η Σιωπή ή Αφωνία, η οποία θα σε οδηγήσει με σιγουριά στην Ενδοσκόπηση και την αυτοπαρατήρηση.
Ακόμα και η παράδοση μας διηγείται ότι στην αρχαιότητα είχαν θεοποιήσει τη
σιωπή, στην Ελλάδα ήταν αρσενική θεότητα που ονομάστηκε Αρποκράτης, στη
Ρώμη θηλυκή, όπου ονομαζόταν Tacita - μια καλή ονομασία που προκύπτει από το Λατινικό λήμμα tacere, που σημαίνει «σιωπώ». Αυτό μας αποκαλύπτει το βαθμό στον οποίο προσκυνούσαν την αρετή αυτή οι πρόγονοί μας, κι επίσης ότι οι Ρωμαίοι δεν θεωρούσαν το κουτσομπολιό κάτι που περιοριζόταν στο ωραίο φύλο.
Πριν μυήσει έναν νεόφυτο στα μυστήρια των διδασκαλιών του, ο φιλόσοφος
Πυθαγόρας υπέβαλε τον υποψήφιο σε διάφορες δοκιμασίες που σχεδιάστηκαν για να δυναμώσουν τον χαρακτήρα του μυημένου, και που θα επέτρεπαν στον
Πυθαγόρα να τον κρίνουν. Έτσι οι νεοαφηχθέντες στον κύκλο των σοφών του
Κρότωνα άκουγαν, αλλά ποτέ δεν ρωτούσαν. Επι σειρά μηνών, υποβάλλονταν στην πειθαρχία της σιωπής, ώστε όταν τελικά τους επιτρεπόταν ξανά να μιλήσουν, θα το έκαναν μόνο κατόπιν πλήρους στοχασμού και ενδοσκόπηση, με απόλυτο σεβασμό.
Είχαν μάθει μέσα τους, μέσα από την προσωπική εμπειρία όλως αυτών των μηνών, ότι η σιωπή είναι σχεδόν θεία δύναμη, η μητέρα των αρετών.
Είναι δηλαδή μια υπενθύμιση ότι ο πλέον φωτισμένος είναι και ο ταπεινότερος όλων, που μέσω της Σιγής έχει κατανικήσει τα πάθη του και τις κατώτερες ορμές του και έχει αναπτύξει αυτοκυριαρχία και δυνατότητα αυτοσυγκέντρωσης και διαλογισμού.
Μόνο μέσω αυτών, μπορεί ο μυημένος να μελετήσει τα σύμβολα, τις αλληγορίες και τον εσωτερικό του εαυτό.
Ο Μύστης πρέπει πάντοτε να σιωπά και να αυτοσυγκεντρώνεται μεσα του, έως ότου η ψυχή του μάθει να μιλά.
Αντίστοιχα Ο Μαθητής Τεκτονας μαθαίνει να σιωπά γιατί δεν ξέρει ακόμα να βαδίζει στο μονοπάτι της συνειδήσεως, ο εταίρος μαθαίνει να χειρίζεται έν σιγή με λιγότερο κόπο και περισσότερη μαστοριά τα εργαλεία που του αποδόθηκαν , ενώ ο Διδάσκαλος σιωπά γιατί γνωρίζει ότι ο Λόγος που του έγινε πλέον κτήμα, σαν δίκοπο σπαθί, μπορεί με την ιδια ευκολία να τον λαβώσει ή να τον χρίσει ιππότη.
Έτσι, ανελισσόμενος κανείς στις 3 βαθμίδες του Τεκτονισμού, περνάει από την
επιβολή της σιωπής στο Μαθητή, στην προσπάθεια εκφοράς λόγου του Εταίρου, η οποία όμως συνήθως δημιουργεί μόνο 'θόρυβο', και τέλος φθάνει στο επίπεδο σιγής του Διδασκάλου η οποία οφείλει να επιβάλλεται από τον ίδιο στον εαυτό του για να μπορέσει να ανελιχθεί στην ιερή κλίμακα της συνειδητοτητας, εκεί που γινόμαστε μάρτυρες της θείας σπίθας, της προμηθεικής φλόγας μέσα μας.
Εδώ δεν λέμε βέβαια ότι ο μαθητής επ ουδενί δεν πρέπει να μιλήσει, απλά, αυτή η παρόρμηση να πει κάτι, θα οδηγήσει να βγουν χρήσιμες και γεμάτες σοφία και
κάλλος λέξεις από τα χείλη του, ή θα αποτελέσουν λέξεις ισχύος, γεμάτες κρίσεις και προσκολλήσεις ?
Γιατί μέσα από τη Σιγή θα ανοίξει κατά τους μύστες η μυητική ατραπός για την
επικοινωνία με τον εσωτερικό μας κόσμο και την τελική βίωση του «Γνώθι σ’αυτόν».
Όταν αιτούμαστε τη μύηση, πρέπει να σιωπούμε όχι μόνον προς τους άλλους αλλά και προς τον εαυτό μας. Ας το κατανοήσουμε αυτό καλά. Το Κοσμικό, το Θείο, επικοινωνεί μαζί μας μέσω της σιωπής. Για να ακούσουμε τη συμβουλή του Θεού, να λάβουμε διαισθητικές εκλάμψεις, πρέπει να γνωρίζουμε πως να κάνουμε την εσωτερική, βέβηλη φωνή να σιωπήσει.
Η Παλαιά Διαθήκη το διδάσκει αυτό συμβολικά στο πρώτο Βιβλίο Βασιλέων (19:11-12) όπου ο προφήτης Ηλίας βρίσκει καταφύγιο στην έρημο και περιμένει μήνυμα από τον Θεό:
«Και είπε: Βγες έξω, και στάσου επάνω στο βουνό, μπροστά στον Κύριο. Και να, ο Κύριος διάβαινε, και δυνατός άνεμος έσχιζε τα βουνά, και έσπαζε τους βράχους
μπροστά από τον Κύριο· ο Κύριος δεν ήταν μέσα στον άνεμο· και ύστερα από τον άνεμο, σεισμός· ο Κύριος δεν ήταν μέσα στον σεισμό· και ύστερα από τον σεισμό, φωτιά· ο Κύριος δεν ήταν μέσα στη φωτιά· και μετά τη φωτιά, ήχος μιας μικρής, λεπτής φωνής...»
Τότε μόνο εμφανίστηκε το Θείο στον Ηλία. Στην περίφημη πραγματεία του, το
Συμπόσιο των Πουλιών, ο μύστης Αττάρ εκφράζει την ίδια αλήθεια με διαφορετικό τρόπο. «Όσο περπατούσαν, μιλούσαν, αλλά όταν έφτασαν, έπαψαν όλες οι φωνές. Δεν υπήρχε ούτε οδηγός, ούτε ταξιδιώτης, ακόμη και ο δρόμος είχε πάψει να υπάρχει».
Ένας από τους μεγαλύτερους Γάλλος μύστες, ο Louis Claude de Saint Martin,
κέρδισε τον τίτλο «Ο Άγνωστος Σιωπηλός» από τους μαθητές του. Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, εκθείαζε την αρετή της σιωπής. Έγραψε: «οι μεγάλες αλήθειες διδάσκονται μονάχα μέσω της σιωπής». Ακόμη καλύτερα, έκανε το εξής σχόλιο που δυστυχώς ταιριάζει τόσο πολύ με την εποχή μας: «Υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη της ανθρώπινης αδυναμίας από την πολλαπλότητα των λόγων μας;»
Ειδικοτερα στις Τεκτονικές Στοές, κατά τη διάρκεια των εργασιών τους τελείται
«ψυχουργία», δηλαδή κατεργασία και τελειοποίηση ψυχών, μέσα από τους μύθους, τις αλληγορίες και τα σύμβολα και η διεργασία αυτή είναι απαραίτητο να συντελείται σε περιβάλλον γαλήνης, ενδοσκοπησης και σιωπής, μακριά από τα ανθρώπινα πάθη και ελαττώματα, όπως εκείνα της αλαζονείας, του μονολιθισμού και της προκατάληψης.
Είναι δηλαδή η Τεκτονική Σιγή η προϋπόθεση για την ανύψωση και τελείωση του
εαυτού μας και ως τέτοια πρέπει να εκλαμβάνεται, και όχι σαν προσπάθεια να
κρύψουμε δόλιους σκοπούς και επιδιώξεις από την αμύητη Κοινωνία. Είναι τελείως διαφορετικό η εσωστρέφεια και η ελιτιστική συμπεριφορά που χρησιμοποιούν τη σιωπή ως εργαλείο δικαιολόγησης της ύπαρξης τους, και άλλο η σιγή ως μέθοδος ανύψωσης και καλλιέργειας της συνειδητότητας μας.
Μη ξεχνάμε ότι οι πραγματικοί και φωτισμένοι τεκτονες αναγνωρίζονται, μεταξύ
άλλων αρετών, από την προφορική τους εγκράτεια. Μιλούν μόνο φειδωλά, και οι
λέξεις είναι πλούσιες σε νόημα. Ακολουθούν την εξής συμβουλή, όπως την είχε
θέσει κάποτε ένας Σούφι δάσκαλος: «αν η λέξη που πρόκειται να πεις δεν είναι πιο όμορφη από τη σιωπή, τότε μην την πεις!»
Και όπως λένε τα τελευταία λόγια του Σεβασμίου, που κλείνουν τις εργασίες μας,
«Υποσχεθώμεν λοιπόν, να τηρήσωμεν Σιγήν επί των σημερινών ημών εργασιών και απέλθωμεν εν Ειρήνη».
Χρησιμοποιήστε αυτές τις σκέψεις σχετικά με τη σιωπή σαν μια πυξίδα καθώς
μεταβαίνετε σε έναν σιωπηλό και φωτεινό εσωτερικό κόσμο.
Και τότε, αποχαιρετώντας μας, ψιθύρισε ο προφήτης:
Και υπάρχουν αυτοί που μιλούν, και χωρίς ουσιαστική γνώση ή προηγούμενη
σκέψη, αποκαλύπτουν μια αλήθεια που ούτε και οι ίδιοι την καταλαβαίνουν.
Αλλά υπάρχουν και εκείνοι που αν και κατέχουν την αλήθεια μέσα τους, δεν τη
λέγουν με λέξεις. Βαθιά μέσα σε αυτούς τους ανθρώπους, φωλιάζει το πνεύμα και η ισορροπία στο ρυθμό της σιωπής.
Και όταν συνειδητοποιείς τη μαγεία της σιωπής, τότε όταν έρθει η ώρα να ομιλήσεις, είναι σαν να βλέπεις ένα παλιό φίλο στο δρόμο. Αφήνεις τις δονήσεις της εσωτερικής σιωπής μέσα σου να καθοδηγήσουν τα χείλη και τη γλώσσα σου.
Γιατί αυτά τα λόγια, που αποτελούν την αλήθεια της καρδιάς σου, θα μείνουν στη
ψυχή σου, ίδια όπως η θύμηση από τη γεύση ενός παλιού καλού κρασιού, όταν το χρώμα του θα έχει ξεχαστεί και το ποτήρι δεν θα υπάρχει πια.
Είπον.
Fallen angel