«Ήταν ένας έμπορος που πουλούσε τελειοποιημένα καταπότια που καταλαγιάζουν τη δίψα. Καταπίνεις ένα τη βδομάδα και δε θέλεις πια να ξαναπιείς. «Γιατί τα πουλάς αυτά;» είπε ο μικρός πρίγκιπας. «Είναι μεγάλη οικονομία χρόνου» είπε ο έμπορος. «Οι ειδικοί κάνανε τους υπολογισμούς τους. Εξοικονομούν πενήντα τρία λεπτά τη βδομάδα». «Αν είχα» λέει ο μικρός πρίγκιπας «πενήντα τρία λεπτά να ξοδέψω θα πήγαινα ήσυχα –ήσυχα σε μια πηγή να ξεδιψάσω…..»
Α ΝΤΕ ΣΑΙΝΤ ΕΞΥΠΕΡΥ
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Αντουάν Ντε Σαιντ- Εξυπερύ, Ο μικρός πρίγκηπας, εκδ. Γνώση
«Ο μικρός πρίγκιπας» ήταν για τον Εξυπερύ η έμπνευση της ζωής του. Αν αναλογιστούμε ότι σε πτήση που επιχείρησε στις 29 Δεκεμβρίου του 1935 αναγκάστηκε να προσγειωθεί στην έρημο διακόσια περίπου χιλιόμετρα πριν φτάσει στο Κάιρο κι ότι τον περιμάζεψε ένα καραβάνι (που χρειάστηκε πορεία πέντε ημερών για να τον βρει), αντιλαμβανόμαστε ότι «ο μικρός πρίγκιπας» ξεπερνά τα όρια της διανοητικής δημιουργίας και αποκτά υπόσταση χειροπιαστή, αφού γεννιέται μέσα στο φυσικό ερημικό τοπίο της εκτυλισσόμενης δράσης. Με άλλα λόγια ο πιλότος που συναντά ο ουρανοκατέβατος πρίγκιπας στην έρημο είναι ο ίδιος ο Εξυπερύ που γνωρίζει πολύ καλά εκ των προτέρων ότι αν δεν επισκευάσει το αεροσκάφος μέσα σε λίγες μέρες και του τελειώσει το νερό, κάθε διαφυγή θα γίνει αδύνατη. Από την άποψη αυτή «ο μικρός πρίγκιπας» παίρνει διαστάσεις οραματισμού, λειτουργεί δηλαδή ως μεταφυσικό βίωμα, που δίνει όλες τις απαντήσεις για την περιπέτειά του Εξυπερύ στην έρημο. Ο ουρανός, ως μοναδικός σύντροφος της ερήμου, ήταν αδύνατο να μην πρωταγωνιστήσει στην όλη διαδικασία. Είναι η πατρίδα του πρίγκιπα, είναι δηλαδή το αχαλίνωτο του αγνώστου που οφείλει να διερευνηθεί και που τελικά δεν θα δράσει ούτε εκφοβιστικά, ούτε απειλητικά, παρά μόνο συντροφικά, αφού δεν
θα μπορούσε να στείλει τίποτε πιο ακίνδυνο και πιο φιλικό από τον μικρό πρίγκιπα. Το πιο ευαίσθητο, το πιο άκακο, το πιο αθώο πλάσμα της παγκόσμιας λογοτεχνίας γεννιέται – ως σύλληψη, όχι ως καταγραφή – μέσα στον έσχατο κίνδυνο. Κι αυτή είναι η πιο αισιόδοξη οπτική της ζωής. Είναι η οριστική συντριβή όλων των φόβων, η στιγμή που η αισιοδοξία παίρνει διαστάσεις επαναστατικότητας. Γιατί ο Εξυπερύ, μετατρέποντας τον επιθανάτιο ρόγχο στο πιο τρυφερό καλωσόρισμα, δεν ξεπερνά μόνο τον εαυτό του, σ’ ένα ψυχικό άλμα καθαρά προσωπικό, αλλά καθιστά σαφές ότι η ατομική νίκη μπροστά στο αδυσώπητο του αγνώστου – τι πιο άγνωστο από το θάνατο – παίρνει εξ’ ορισμού πανανθρώπινες διαστάσεις ως δίοδος που οδηγεί το «εγώ» στο «εμείς». Αν μέσα στην έρημο νιώσουμε φόβο θα έρθουν η τρέλα και η βία, αν όχι, θα έρθει ο μικρός πρίγκιπας. Το κλείσιμο του έργου είναι ξεκάθαρη προτροπή: «Και αν γίνει να περάσετε από κει σας ικετεύω μη βιαστείτε, σταθείτε εκεί, λίγο κάτω από το αστέρι. Όταν λοιπόν σας ζυγώνει κανένα παιδί, αν σας γελάσει, αν έχει χρυσαφένια μαλλιά, αν δεν σας αποκρίνεται καθώς θα το ρωτάτε, θα μαντέψετε σωστά ποιος είναι. Λοιπόν να είστε ευγενικοί! Μη μ’ αφήσετε τόσο πολύ θλιμμένο: γράψτε μου γρήγορα πως ξαναγύρισε…..». (σελ. 99). Τα σχεδόν οχτώ χρόνια που πέρασαν μέχρι την κυκλοφορία του «μικρού πρίγκιπα» (δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 1943) δεν είναι παρά ο χρόνος που χωρίζει το βίωμα από τη συνείδηση.
Υπό αυτή την έννοια ο μικρός πρίγκιπας είναι ο απολογισμός της ατομικότητας που μοιραία παίρνει διαστάσεις συλλογικές, αφού καμιά ατομικότητα δεν υφίσταται εκτός συνόλου. Είναι δηλαδή το σημείο της ταύτισης, της απόλυτης εναρμόνισης, του ατόμου με τον κόσμο. Γιατί ο μικρός πρίγκιπας είναι αυτός που θέτει ερωτήσεις («Τα αγκάθια σε τι χρησιμεύουν; Σε τι χρησιμεύει να κατέχεις τα άστρα; Σε τι χρησιμεύει να είσαι πλούσιος; Τι θα πει: να θαυμάζω; Τι είναι ο ορισμός; Τι είναι γεωγράφος; Γιατί πίνεις; Μα δεν υπάρχει κανείς στη γη;») επαναπροσδιορίζοντας – καθαρά διαλεκτικά – όλες τις έννοιες που έχουν διαστρεβλωθεί. Η διαστρέβλωση των εννοιών δεν είναι παρά η διαστρέβλωση του ανθρώπου που κατακερματίζεται μέσα στη δίνη ενός πολιτισμού που έχει πάψει από καιρό να ορίζει, οδηγούμενος σ’ ένα αυτοκαταστροφικό αντιφατικό δίπολο, αφού από τη μια σαρώνεται από έναν πολιτισμό που εξελίσσεται σχεδόν ανεξέλεγκτα μετατρέποντάς τον σε απρόσωπη μάζα κι από την άλλη ατενίζει τον κόσμο καθαρά ατομιστικά σαν να μην υπάρχει τίποτε άλλο πέραν του εαυτού του. Η μετατροπή του συλλογικού οράματος σε ατομικό, που όμως καθορίζεται από συνισταμένες ξεκάθαρα κοινωνικές – στα όρια του πιο άκρατου πιθηκισμού – σηματοδοτεί τη μέγιστη αλλοτρίωση, που λειτουργεί όχι μόνο ως προφανής κρίση ταυτότητας, αλλά κι ως απομάκρυνση από καθετί, είτε συνάνθρωπος, είτε περιβάλλον, είτε οτιδήποτε λέγεται αυτό, δηλαδή ως έσχατη απομόνωση. Γι’ αυτό κι όλοι οι πλανήτες που γνωρίζει ο μικρός πρίγκιπας είναι πολύ μικροί. Γι’ αυτό και οι άνθρωποι που ζουν στους πλανήτες είναι μόνοι. Γιατί ο μικρόκοσμος του καθενός είναι απελπιστικά λίγος κι ο εγκλωβισμός στο λίγο είναι η πιο ασφυκτική μοναξιά. Κάθε ξεκομμένη ατομικότητα κι ένας ελάχιστος πλανήτης, και κάθε δράση μέσα στα όρια του αδιαπέραστου κάνει τον κλοιό ακόμη πιο τρομακτικό. Με άλλα λόγια οτιδήποτε υπό αυτές τις συνθήκες δεν μπορεί παρά να είναι κλειστοφοβικό και παράλογο. Ο μοναχικός βασιλιάς εκλιπαρεί τον μικρό πρίγκιπα να μείνει κοντά του και του τάζει υπουργεία. Η εξουσία, ως ξεκάθαρα διαστροφικός μηχανισμός ταυτίζεται με την ύπαρξη, γίνεται δηλαδή σκοπός και νόημα ζωής ως αντιστάθμισμα της θλιβερότερης κενότητας. Ο αρουραίος – θύμα τονώνει την ύπαρξη. Μπορούν να τον τιμωρούν όποτε θέλουν. Ο γεωγράφος επιστήμονας είναι χαμένος μέσα στα βιβλία και ταλαντεύεται αναζητώντας τους ακριβέστερους ορισμούς. Όμως τα όρια της επιστήμης γίνονται όρια προσωπικά κι ο κατακερματισμός της γνώσης σηματοδοτεί τον κατακερματισμό της ύπαρξης. Ο επιχειρηματίας κάνει διαρκώς λογαριασμούς πάνω στα χαρτιά του και κατέχει πεντακόσια εκατομμύρια αστέρια. Όταν ο μικρός πρίγκιπας τον ρωτά πώς μπορεί να κατέχει τα αστέρια, δίνει την απάντηση: «Όταν βρεις ένα διαμάντι που δεν είναι κανενός, είναι δικό σου. Όταν βρεις ένα νησί που δεν ανήκει σε κανέναν, είναι δικό σου. Αν έχεις πρώτος μια ιδέα, που δεν την είχε κανείς άλλος, είναι δική σου. Και εγώ κατέχω τα αστέρια γιατί κανείς πριν από μένα δε σκέφτηκε να είναι δικά του». (σελ. 52). Κι όταν ο μικρός πρίγκιπας τον ρωτά τι τα κάνει, δίνεται ως απάντηση: «…γράφω σ’ ένα μικρό χαρτί τον αριθμό των άστρων. Μετά κλειδώνω αυτό το χαρτί σ’ ένα συρτάρι ή το καταθέτω στην τράπεζα». (σελ. 52). Η αυθαίρετη ιδιοκτησία των αστεριών είναι ο χυδαιότερος κι ο πιο παράλογος ατομικισμός, που διασφαλίζει το είναι μόνο μέσα από το έχειν ταυτίζοντας την ιδιοκτησία με την αχρήστευση. Ο φανοκόρος ανάβει συνέχεια τη λάμπα έχοντας ξεχάσει το γιατί. Ο ανόητος θέλει να τον θαυμάζουν χωρίς να μπορεί να εξηγήσει τους λόγους. Ο μπεκρής πίνει για να ξεχάσει τη δυστυχία ότι είναι μπεκρής.
Ο μικρός πρίγκιπας, δεν είναι παρά ο ίδιος ο Εξυπερύ, που μέσα στην έρημο, έρχεται αντιμέτωπος με την ατέρμονη ανθρώπινη δυστυχία. Μόνο στην έρημο θα αναδεικνύονταν τα ύψη της ανθρώπινης ερημιάς. Και ξαφνικά, ως δια μαγείας, όλα γίνονται ξεκάθαρα. Η ανθρώπινη ευτυχία δεν κρύβει καμιά πολυπλοκότητα. Είναι το ξύπνημα του μικρού πρίγκιπα που υπάρχει στον καθένα. Η κατανόηση της ολοκλήρωσης μέσα από τον άλλο. Η συνείδηση ότι συναισθηματική πληρότητα υπάρχει μόνο μέσα από τη συναισθηματική μοιρασιά. Γιατί η εξημέρωση της αλεπούς δεν αφορά την κυριότητά της, αφορά το πλησίασμά της. Και η ιδιοκτησία δεν ορίζεται με την κατοχή, αλλά με τη φροντίδα: «Εγώ κατέχω ένα λουλούδι που το ποτίζω κάθε μέρα. Κατέχω τρία ηφαίστεια που τα καθαρίζω κάθε βδομάδα. Γιατί καθαρίζω ακόμη κι εκείνα που είναι σβησμένα. Δεν ξέρεις ποτέ τι μπορεί να γίνει. Κάνω ό, τι είναι χρήσιμο στα ηφαίστειά μου, ό, τι είναι χρήσιμο στα λουλούδια μου που τα κατέχω όλα. Μα εσύ δεν είσαι χρήσιμος στα αστέρια σου». (σελ. 53). Ο μικρός πρίγκιπας είναι η σοφία της αχαλίνωτης αθωότητας, δηλαδή η υπέρτατη αισιοδοξία, και μόνο έτσι μπορεί να γίνει κατανοητός. Γι’ αυτό είναι βέβαιο ότι συνεχίζει να ζει κι ότι ανά πάσα στιγμή θα εμφανιστεί, όπως τον περιμένει κι ο ίδιος ο Εξυπερύ. Αλίμονο σ’ αυτούς που νομίζουν ότι πέθανε από το δηλητήριο του φιδιού. Δεν θα δουν ποτέ το μικρό πρίγκιπα.
Α. ΝΤΕ ΣΑΙΝΤ ΕΞΥΠΕΡΥ «Ο μικρός πρίγκιπας» εκδόσεις «Σ. Ι. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ» Αθήνα 198