Παρασκευή 11 Απριλίου 2014

Η Σταύρωση του… Νίκου Καζατζάκη

 

της Ελένης Κατσουλάκη

1965 Καθισμένη στο μπαλκόνι του πατρικού μου σπιτιού στα Χανιά, αγνάντευα από μακριά την γαλάζια καπριτσιόζα θάλασσα ξαπλωμένη νωχελικά στα πόδια του βουνού φλερτάροντας ξεδιάντροπα με τις χρυσές ανταύγειες του ντροπαλού, ξανθού ήλιου. Δροσερό αεράκι φυσούσε κι αγκάλιαζε με τρυφεράδα τα καΐκια, τις ψαρόβαρκες και τους μουσκεμένους στον ιδρώτα χαμάληδες που πηγαινοερχόταν στο ενετικό μουράγιο φορτωμένοι με βαριά λιγδωμένα καφάσια από ψάρια και δίχτυα.

       Ο νους μου, ανυπότακτος αντάρτης, περιπλανιόταν σε μακρινά ανερεύνητα ακρογιάλια κι η καρδιά μου φουρτούνιαζε. Στην ποδιά μου κρατούσα δυο βιβλία: Τον καπετάν Μιχάλη και τον Τελευταίο πειρασμό. Σαν διψασμένος ορειβάτης ρουφούσα με δονκιχωτική λαχτάρα τις πυρωμένες λέξεις του Καζαντζάκη και ανατρίχιαζα σαν έμπαινα στα στήθια του φουρτουνιασμένου Κρητικού που πάλευε να λευτερωθεί από την σκλαβιά του βάρβαρου Σουλτάνου.

       Ξαφνικά, η αυστηρή μορφή ενός καλόγερου του Άγιου Όρους ξεπετάχτηκε σαν φάντασμα εμπρός μου. Ήταν ένας ψηλόλιγνος, μουσάτος κληρικός με αετίσια ρασπούτικα μάτια που νοίκιαζε ένα δωμάτιο στον πάνω όροφο. Πάντα ταξίδευε σ’ όλους τους ελληνικούς ορίζοντες πουλώντας θαυματουργό χώμα από τα Ιεροσόλυμα παρμένο μέσα από τον τάφο του Χριστού για φυλακτά και θεϊκά γιατροσόφια.

       Μονομιάς άρπαξα τα βιβλία και τα ‘χωσα κάτω από τα ρούχα μου. Σίμωσε κοντά σουφρώνοντας τα παχιά του φρύδια και με μια γρήγορη κίνηση τα παίρνει στα χέρια του. Οι φλέβες στα μηλίγγια του φούσκωσαν και ανατινάχτηκε σαν να τον δάγκωσε φίδι.

       - Ντροπή σου αμαρτωλή να διαβάζεις τα βρωμερά τούτα βιβλία του βλάστημου αντίχριστου Κρητικού που ρεζίλεψε τους ηρωικούς αγώνες της Κρήτης και μασκάρεψε τα ιερά και όσια της εκκλησιάς μας. Αφορεσμένος νάναι σε όλους τους αιώνες αμήν.

       - Μα ο Χριστιανισμός κηρύσσει αγάπη, τόλμησα να διαμαρτυρηθώ. Ο

Καζαντζάκης πόνεσε την αλυσοδεμένη ψυχή της έρημης Κρήτης και αγάπησε τον Χριστό.

       Ο μοναχός χλιμίντρησε σαν αγριομούλαρο. Έφτυσε καταγής φουρτουνιασμένος. Αφρισμένα σάλια τρέχανε από το στόμα του. Βράχνιασε η φωνή του.

       - Ο διάολος να μπει μέσα σου. Σ’ εσένα και σ’ αυτόν τον τσαρλατάνο που σε ξεμυάλισε. Διάολε στην κοκάλα του. Ποτέ να μην λιώσουνε, Αμήν!

       Έφυγε τρομαγμένος σαν λιποτάχτης πηδώντας δυο-δυο τα σκαλιά για να γλιτώσει από την λέπρα της τυπωμένης απαγορευμένης σκέψης του Σατανά.

       Αργότερα έμαθα από τον πατέρα μου πως ο αγιασμένος τούτος καλόγερος είχε σκοτώσει για περιουσιακά ένα νέο παλικάρι σε κάποιο χωριό στο Ρέθυμνο και πήγε στο Άγιο Όρος να γλιτώσει τη δικαστική τιμωρία. Μια μέρα ο πιστός μοναχός αποπλάνησε τον αγαθό θεοφοβούμενο δεκαοχτάχρονο μαθητή που έμενε στο διπλανό δωμάτιο του σπιτιού μας και τον παρέσυρε κρυφά στο Άγιο Όρος. Η αστυνομία τον βρήκε μετά από καμπόσους μήνες και τον γύρισε πίσω στο χωριό του. Η εκκλησία και η τοπική αστυνομία μας έστειλε προφορικό ραβασάκι να σφραγίσουμε το στόμα μας. Εγώ που είχα τον καλόγερο στην μπούκα του τουφεκιού και δεν έχαβα τα ευλογημένα γιατροσόφια του και τα παραμύθια του, το ‘κανα κουδούνια σε όλους τους μαχαλάδες και κοντογειτονιές.

       Μια μέρα η απλοϊκή μάνα μου που λάτρευε τυφλά τον Χριστό και σταυροκοπιόταν με δέηση σαν θωρούσε εκκλησιά η παπά, μου ‘σκασε το μυστικό.

       - Αχ κοπελιά μου, χάλασε ο κόσμος. Σύντομα θα ‘ρθει η Δευτέρα παρουσία!

       - Ίντα έγινε μάνα, την ρωτώ με μια σταλιά ειρωνείας. Εγώ δε φοβούμαι. Έχω κλείσει θέση στον παράδεισο!

       - Μας καταράστηκε ο Μεγαλοδύναμος και άφησε το Σατανά να μας πιάσει στη φάκα. Ο παπά-Γιώργης της εκκλησιάς μας ξεπαρθένεψε τρεις κοπελιές του γυμνασίου! Ο Διάβολος κόρη μου τον παράσυρε. Αχού, αχού τι κακό μας βρήκε!

       - Τον διώξανε;

       - Όχι, βέβαια, τούτα τα πράγματα πρέπει να μείνουμε κρυφά, να μην έρθει το κακό πνεύμα και μπει μέσα και σε άλλους άγιους ανθρώπους. Ο Θεός να μας φιλάει από τον «έξω από δω»!

       Από κείνη την μέρα κάτι μέσα μου θρυμματίστηκε και έγινε χίλια κομμάτια. Ένα-ένα τα χάρτινα, φανταχτερά παραπετάσματα του Βιβλικού παραμυθιού ξεσχίστηκαν και η φοβερή μάσκα της αλήθειας με κατατρόμαξε. Πήγαινα κάθε μέρα στη βιβλιοθήκη και ρουφούσα με λαιμαργία την ανυπόταχτη ορμητική σκέψη του Καζαντζάκη και ανέπνεα την δυνατή μυρωδιά της ταραγμένης οδοιπορίας του στην άβυσσο. Μοιράστηκα χωρίς όρια και συμπόνια τον εσωτερικό, αβάσταχτο πόνο του. Τίποτα δεν αγάπησα, θεοποίησα και σεβάστηκα στην ζωή μου περισσότερο από την βασανισμένη διγενική σκέψη του μεγάλου Καστρινού. Η σκέψη του, θεριό ανήμερο μπήκε στις φλέβες μου και ρούφηξε το αίμα μου αλύπητα και ο μηδενισμός του ξεκοκάλισε κάθε ίνα της νεανικής μου λαχτάρας. Σαν τον Καζαντζάκη, άρχισα να βλέπω σε κάθε πρόσωπο το θάνατο. Η ματαιότητα του χωματένιου ανθρώπου μου ‘σπασε τις βυζιάρικες φτερούγες μου. Άρχιζα κι εγώ να βλέπω όλα τα αποπλανητικά φτιασίδια του κόσμου και τις αξίες με το μικροσκόπιο.

       Παλικαρίσιος πρωτοψάλτης βίασε όλες τις αραχνιασμένες ιδέες του κόσμου και τις έκανε μαντινάδες στη λύρα του πνεύματος. Άγριος διψασμένος Μινώταυρος κατασπάραξε χωρίς έλεος τ’ απατηλά κουβάρια της οργανωμένης , καλόβουλης Θεϊκής ύπαρξης και περπάτησε σε απάτητα, κακοτράχαλα άγνωστα μονοπάτια και τα ‘κανε ποίηση. Ασκητικός, μοναχός, κουβαλώντας μέσα του την σαρκοβόρα ερημιά της λεύτερης σκέψης άφησε τα αντρίκεια χνάρια του στη γη σαν ένας πολυταξιδεμένος Οδυσσέας που ‘ψαχνε με απελπισία την ανώτατη μορφή της αλήθειας. Η παρθενική μαντινάδα που τραγούδησε στην κορφή του κόσμου με μια δοξαριά ήταν μια ολοκλήρωση του χωματένιου ανθρώπου της γης, γιατί ο αλλόκοτος τούτος τροβαδούρος ήτανε όλα μαζί: και στίχος και μουσική.

       Η θεϊκή μορφή του Χριστού τον είχε συναρπάσει από μικρό παιδί. Μα η απλοϊκή επεξήγηση του Ευαγγελίου γέννησε αβάσταχτες πνευματικές απορίες που τον τυραννούσαν χωρίς συμπόνια.. Χούφτιασε το ανυπότακτο μυαλό του με αντιφατικές ιδέες κι εμπειρίες κι έσπασε τις πατροπαράδοτες αλυσίδες της σκλαβωμένης σκέψης, παίρνοντας τον κακοτράχαλο ανήφορο να λευτερώσει την ύπαρξη του Θεού. Και ψάχνοντας ν’ αγγίξει την βουνοκορφή της αλήθειας μετουσίωσε την ύλη σε πνεύμα και με την ορμητική του δημιουργία συμφιλίωσε τις αντιμαχόμενες φωνές που ούρλιαζαν μέσα του ανάμεσα στην ζωή και το θάνατο, στη σύνθεση κι αποσύνθεση.

       Αντάρτικος, αχαλιναγώγητος Ευαγγελιστής, πάλεψε τον Θεό με την ελπίδα να χάσει, ενώ η κοινωνία πάλευε το διάβολο με την ελπίδα να κερδίσει. Για τον Καζαντζάκη η υπέρτατη αρετή του ανθρώπου ήταν η ευθύνη και ο αγώνας. Ο Χριστός έχει δυο υποστάσεις ανθρώπινη και Θεϊκή και σαν άνθρωπος αγωνίσθηκε να σώσει την ύπαρξη του αρρωστιάρικου Θεού. Ο Χριστός σταυρώθηκε όχι μόνο για να σώσει τον άνθρωπο αλλά για να σώσει και το Θεό. Με την σταύρωση του ο Χριστός βασανίστηκε να υποτάξει όλες τις ανθρώπινες αδυναμίες και τελικά το δυναμικό πνεύμα του νίκησε την ύλη. Ο Θεός σπαρτάρισε από την νίκη του Χριστού, μεγάλωσε, αναζωογονήθηκε και σώθηκε. Μα δεν υπάρχει πιο βασανιστική αιμοβόρα μοναξιά από την μοναξιά της σκέψης -- ο πιο φρικτός ανήλεος πόνος του σκεφτόμενου ανθρώπου.

       Άρχισα ν’ αλληλογραφώ με την Ελένη Καζαντζάκη που ‘μενε τότε στην Ελβετία. Η επαφή μαζί της με είχε συναρπάσει. Ήταν ένα αόρατο άγγιγμα, μια δικαίωση στην αναστάτωση του νου μου. «Πρώτη φορά λαβαίνω από την Ελλάδα τέτοιο ορμητικό ενθουσιασμό για το Νίκο και γραμμένο από ποιον; Από ένα κοριτσάκι του Γυμνασίου»! Έτσι μου έγραψε.


Ο πραγματικός Γιώργος Ζορμπάς

       Σαν γυρίστηκε το κινηματογραφικό έργο Ζορμπάς έγινε μακελειό στην Κρήτη. Πήγαινα ακόμα στο Γυμνάσιο. Φούντωσαν τα αίματα, τσίμπησαν αλογόμυγες το σβέρκο του αψίθυμου Κρητικού, βούιξε η μεγαλόνησος. Βρισιές, αναθέματα και κατάρες υψώθηκαν από κάθε στουρναρόπετρα της Κρήτης.

       - Μας ξεφτίλισε πάλι ο Καζαντζάκης. Εμείς δεν σφάζουμε χήρες και δεν κλέβουμε τους πεθαμένους ! Να κάψουμε την ταινία του συκοφάντη της Κρήτης και της θρησκείας μας, τον αντι-Έλληνα, τον αθυρόστομο, τον προδότη του Χριστού!

       Η πνευματική μυωπία του Έλληνα και η τύφλωση του μ’ έκοψε σαν διχαλόβεργα. Η ρίζα του κακού είναι η άγνοια, μόνο η γνώση μας σώζει. Το έσκασα από το σχολείο κι έκατσα κι έγραψα μια κριτική και ανάλυση του παρεξηγημένου βιβλίου και το ‘στειλα στην τοπική εφημερίδα των Χανίων «Παρατηρητής». Η εφημερίδα το δημοσίευσε και την αλλά μέρα η γη σείστηκε. Άνθρωποι των γραμμάτων, της τέχνης και του κλήρου μου επιτέθηκαν σαν ύαινες τρίζοντας τα δόντια τους. Το σχολείο ζήτησε να με απολύσει από το γυμνάσιο, ο λαός με έβριζε με συγκινητική γενναιοδωρία και η εφημερίδα μου ζήτησε ν’ αναλάβω την πνευματική σελίδα της έκδοσης.

       Η άρνηση στη λεύτερη έκφραση με πόνεσε πολύ, ξέσκισε τα σωθικά μου. Πάντα θεωρούσα την αγαπημένη μου πατρίδα βωμό της δημοκρατίας. Άρχισα να ερευνώ κιτρινισμένες, σκονισμένες σελίδες του ελληνικού κρατικού μηχανισμού και την αδέσμευτη δύναμη κι επιρροή της Ορθόδοξου Εκκλησίας στο γαλούχημα του Έλληνα. Ανατρίχιασα με φρίκη σαν άνοιξα τ’ απόκρυφα ιστορικά καπηλειά και ξεσκέπασα το πολύπλευρο πρόσωπο της. Ένα καπηλειό γιομάτο άγνοια, συμφέρον, υποκρισία και μεσαιωνικό σκοτάδι. Μια στιγματισμένη πληγή και προσβολή στην αξιοπρέπεια και λευτεριά του ανθρώπου.

       Όταν στην Ελλάδα οι σοσιαλιστές και φιλελεύθεροι πήραν στα χέρια τους την εξουσία άρχισαν οι άγριες, αδίστακτες αψιμαχίες μεταξύ δυο μεγάλων δυνάμεων: κράτους και εκκλησίας.

       Το 1901 χιλιάδες φοιτητές και διανοούμενοι πλημμύρισαν την Αθήνα και ζητούσαν από τις αρχές να μεταφραστεί το Χριστιανικό Ευαγγέλιο στην δημοτική γλώσσα. Η αστυνομία επιτέθηκε με μίσος στους ειρηνικούς διαδηλωτές. Ογδόντα φοιτητές σκοτώθηκαν κι εκατοντάδες τραυματίσθηκαν.

       Το 1907 η Ιερά Σύνοδος απόκτησε απόλυτη εξουσία στα κοινωνικά θέματα του Ελληνικού κράτους. Το 1926 η Ιερά Σύνοδος κατηγόρησε σαν αντεθνική την διδασκαλία του " Κολεγίου των Διδάσκαλων" απέλυσε τους καθηγητές κι έκλεισε το κολέγιο.

       Το 1930 η Ορθόδοξη Εκκλησία έκανε μήνυση και δίκασε τον Καζαντζάκη και τον Δημήτρη Γληνό για ένα άρθρο τους σε λογοτεχνικό περιοδικό των Αθηνών που το κατηγόρησαν σαν σάτιρα εναντίον της θρησκείας.

       Το 1952 η Κυβέρνηση Πλαστήρα απείλησε την ολοκληρωτική κατάσχεση της εκκλησιαστικής περιουσίας αν ο ανώτατος κλήρος δεν παραδώσει γη σε 200,000 άγονους Έλληνες αγρότες. Τελικά η εκκλησία αναγκάστηκε να παραχωρήσει στο Ελληνικό κράτος 750,000 στρέμματα από την απέραντη περιουσία της.

       Το 1954 άρχισε ένας πρωτόγονος φανατικός πνευματικός Μακαρθισμός εναντίον του μεγάλου συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη που για μισό αιώνα τίμησε και εξύψωσε την Ελλάδα και χαλύβδωσε την παγκόσμια λογοτεχνία.

       Ο πάπας της Ρώμης απαγόρευσε την κυκλοφορία του Τελευταίου Πειρασμού. Ο Καζαντζάκης έστειλε τηλεγράφημα στο Βατικανό με μια φράση στα Λατινικά του Χριστιανού απολογητή Τεντούλιαν. «Ad tuu,. Domine, tribunal appello: Υποβάλλω την έκκληση μου στην δική σου δικαστική κρίση, Κύριε!» Με άλλα λόγια: "Ο Θεός θα με δικάσει, όχι εσείς."

       Τον ίδιο χρόνο ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής αποδοκιμάζει αποτρόπαια και με βλαστήμιες την αθλιότητα του μαέστρου της λογοτεχνίας κατά τον Θεάνθρωπο και ζητά να μην επιτραπεί η μετάφραση των βιβλίων του στα Ελληνικά. Έλληνες δημοσιογράφοι της εφημερίδας «Εστία» εκφράζουν την αγανάκτηση τους και την προτίμηση τους στον Μακαρθισμό παρά τα βρωμόλογα του ανήθικου Καζαντζάκη κι αποκαλούν αλήτες τους διάσημους ξένους διανοούμενους, θερμούς υποστηρικτές της ελεύθερης σκέψης.

       Ο Μητροπολίτης της Χίου φουρκισμένος, τρέμοντας από αγανάκτηση, κάνει αίτηση στην Ιερά Σύνοδο απαιτώντας τον αφορισμό του άθεου και την ποινική καταδίκη του από το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παντελεήμων επίσης καταδικάζει τα βιβλία του βλάσφημου.

       Η Ορθόδοξη εκκλησία τρομοκρατεί τον αμαθή και θεοφοβούμενο λαό κι εκτοξεύει θανατηφόρες σαϊτιές ενάντια στη λεύτερη σκέψη. Η σκιά του αντίχριστου αιμοβόρα κι ανήθικη λήστεψε τα ιερά και όσια της ιεράς εκκλησίας και απειλεί με την πέννα του να γκρεμίσει το Βασίλειο του Χριστού και της Χριστιανικής μας παράδοσης. Σείεται η γη και κλονίζεται η συνείδηση του Χριστιανού. Το μίασμα του πόρνου Καζαντζάκη αιωρείτο σαν μαύρη πανούκλα στο γαλάζιο ουρανό κι απειλούσε να καταστρέψει το Ελληνικό έθνος και να εκμηδενίσει τις Χριστιανικές άξιες του.

       Η Ιερά Σύνοδος καταράστηκε με μίσος κι αφόρεσε τον Καζαντζάκη. Μα για να γίνει έγκυρος ο αφορισμός του χρειαζόταν τη συγκατάθεση του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης. Η Ανωτάτη Εξουσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας έκανε αίτηση στον Πατριάρχη Αθηναγόρα της Κωνσταντινούπολης και ζήτησε να αφορισθεί επίσημα ο γιος του Σατανά. Συνάμα ζητά επιμόνως την απαγόρευση των αισχρών έργων του και την ποινική τιμωρία του από τον Άρειο Πάγο, το Εφετικό δικαστήριο και τον εισαγγελέα Αθηνών. Ο Καζαντζάκης απαντά στην ανώτατη ιεραρχία: "Με καταραστήκατε Άγιοι Ιερείς. Εγώ σας δίνω την ευχή μου. Ελπίζω η συνείδηση σας να ‘ναι καθαρή σαν τη δική μου και να ‘σαστε ηθικοί και θρήσκοι όπως εγώ."

       Την ίδια εποχή ο μαέστρος της λογοτεχνίας δίνει συνέντευξη στο Αμερικανικό περιοδικό “Holiday” εκφράζοντας με συγκίνηση την παράφορη αγάπη και νοσταλγία του για την Ελλάδα και την Κρήτη.

       Το 1955 άνθρωποι των γραμμάτων και της τέχνης αποδοκιμάζουν την ιεροεξεταστική δικτατορική στάση της εκκλησίας και τη σκλαβιά που επιβάλει στη σκέψη. Ο συναρχηγός των Φιλελευθέρων Γεώργιος Παπανδρέου ζητά να ανακηρυχθεί ο Καζαντζάκης ακαδημαϊκός με διάταγμα. Το Δημοτικό Συμβούλιο του Ηρακλείου, η γενέτειρα του διασήμου δημιουργού, διαμαρτύρεται έντονα στην Ιερά Σύνοδο και στο Πατριαρχείο και κατακρίνει την απόφαση της Ιεράς Συνόδου σαν αντισυνταγματική. Παρόμοια απόφαση πήρε και το Δημοτικό συμβόλαιο των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης αποδοκιμάζοντας την ασυδοσία και κατάχρηση της Ιεραρχίας. Η νομαρχία Θεσσαλονίκης τιμώρησε τον Πρόεδρο και μερικά μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου με δίμηνη αργία.

       Το 1956 απονέμεται στον Καζαντζάκη το Διεθνές Βραβείο Ειρήνης. Ο ραδιοσταθμός της Αγγλίας BBC ζητά από τον ονομαστό συγγραφέα συνέντευξη για το βιβλίο του Αγγλία. Ο Καζαντζάκης αρνείται με πείσμα τη συνέντευξη σαν διαμαρτυρία ενάντια στις βιαιότητες των Άγγλων στην Κύπρο και απαντά στο BBC με τηλεγράφημα από την Γερμανία: "Όταν έγραψα το βιβλίο Αγγλία οι Βρετανοί δεν έσφαζαν Έλληνες στην Κύπρο;”

       Στις 26 Νοέμβριου 1957 ο Καζαντζάκης πέθανε στη Γερμανία από λευχαιμία. Ο ταυρομάχος της πέννας και του λόγου πέθανε όπως γεννήθηκε: ολόγυμνος. Ο λεοντόκαρδος συγγραφέας λευτερωμένος απ’ όλες τις ουτοπικές, αναιμικές ιδέες και τ’ ασφυχτικά κοινωνικά καλούπια πήδηξε με μια σαϊτιά στην αιωνιότητα του τόπου και του χρόνου. Ο περήφανος αετός της Κρήτης ξεπέρασε το ανθρώπινο καβούκι του μεταξοσκώληκα κι έγινε αθάνατη πνευματική πεταλούδα. Η ανάσα του μυρίζει ακόμα θυμάρι και φασκομηλιά της Κρήτης.

       Οι εφημερίδες των Αθηνών ανακοίνωσαν αθόρυβα με μικρά γράμματα τον θάνατο του μεγάλου συγγραφέα. Είχαν πιο ενδιαφέροντα γεγονότα να γιομίσουν τις πρώτες σελίδες τους. Η διάσημη Αμερικανίδα σεξοβόμβα Τζέην Μάνσφιλντ μόλις είχε φτάσει κουνιστή και λυγιστή στην πρωτεύουσα και έδινε με το κιλό προμελετημένες συνεντεύξεις.

       Η σωρός του Νίκου Καζαντζάκη έφτασε στην Αθήνα στις 4 Νοέμβριου του 1957.

Ξεπετάχτηκαν μονομιάς αλαφιασμένοι, οι κοτσονάτοι παπάδες κι οι επίσκοποι της Ελλάδας. Γούρλωσαν τα σβέλτα ματάκια τους, μούγκρισαν τα θεριά μέσα τους κι αφήνιασε σαν ταύρος η καρδιά τους. “Πέθανε ο Αντίχριστος. Δόξα να ‘χει τ’ όνομα του Κυρίου. Νικήσαμε τον Δαίμονα, το πνεύμα του κακού. Σώσαμε τον Χριστιανισμό και τα θεμέλια του Έθνους.”

       Αλαφιασμένος ο Αρχιεπίσκοπος των Αθηνών Θεόκλητος άρπαξε την βλογημένη ευκαιρία να πάρει εκδίκηση ενάντια του αθυρόστομου υβριστή και συκοφάντη. Σήκωσε την ιερά του ράβδο και έδωσε διαταγή να μην επιτραπεί η σωρός του βλάσφημου νεκρού σε Αθηναϊκό ναό!

       Ο ορθόδοξος σύλλογος ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ έστειλε τηλεγράφημα στο Μητροπολίτη Κρήτης και σε όλη την ιεραρχία ν’ αρνηθούν σφοδρά όλα τα ιερά μυστήρια στον αντίχριστο νεκρό και να μην επιτραπεί η κηδεία του σε κανένα νεκροταφείο της εκκλησιάς. Η εκκλησία της αγάπης, αρνήθηκε με σκληρότητα να τελέσει το τελευταίο μυστήριο σ’ ένα βαφτισμένο ορθόδοξο, με άψογες Χριστιανικές αρχές και ηθικό βίο.

       Η σβελτάδα και το τετραπέρατο μυαλό το Αριστοτέλη Ωνάση έσωσε την Ελλάδα από ξεφτιλισμό κι εθνική ταπείνωση. Το ίδιο απόγευμα διέθεσε ένα έκτατο αεροπλάνο της Ολυμπιακής και μετέφερε τh σωρό του γίγαντα της λογοτεχνίας στο Ηράκλειο Κρήτης.

       Το αεροπλάνο προσγειώθηκε στις 4:30 στο αεροδρόμιο του Ηρακλείου. Μια τεράστια ανθρωποθάλασσα υποδέχτηκε το γιο του Ψηλορείτη. Χιλιάδες Καστρικοί, άνθρωποι της παγκόσμιας τέχνης, άνθρωποι του θεάτρου, της πολιτικής και των τοπικών αρχών περίμεναν με θλίψη τον διάσημο νεκρό. Το φέρετρο τοποθετήθηκε στο Μητροπολιτικό ναό του Άγιου Μηνά με την έγκριση του Μητροπολίτη της Κρήτης Ευγένιου που αψήφησε τις απειλές της Ιεραρχίας κι έψαλε μια σύντομη επιμνημόσυνο δέηση. Βρακοφόροι Κρητικοί και κοπελιές του Λυκείου μ’ εθνικές ενδυμασίες και μαύρες μαντίλες στάθηκαν δίπλα στο φέρετρο. Εκατοντάδες στέφανα κατατέθηκαν σε τιμή του Κρητικού και το λαϊκό προσκύνημα κράτησε μέχρι αργά τα μεσάνυχτα.

       Εν τω μεταξύ το Δημοτικό Συμβούλιο του Ηρακλείου σε έκτακτη συνέλευσή του ψήφισε να ενταφιαστεί ο μεγάλος νεκρός με δημόσια δαπάνη στον Ενετικό προμαχώνα Μαρτινέγκο. Σκάφτηκε βιαστικά μια χωματένια λακκούβα στη κορυφή του τείχους ? ένας στιγματισμένος ανευλόγητος τάφος, αντιφατικός με όλα τα ιερά ήθη και τους κανόνες τις Ορθοδοξίας. Μα το Δημαρχείο του Κάστρου δεν είχε άλλη εκλογή, εφόσον η εκκλησία δεν είχε την αξιοπρέπεια να τιμήσει την ταφή του συγγραφέα σε νεκροταφείο.

       5 Νοεμβρίου 1957. Ο Καθεδρικός ναός του Άγιου Μηνά στις 11 το πρωί ήταν ασφυκτικά γιομάτος. Κάθε δρόμος και σοκάκι του Κάστρου είχε σκεπαστεί από μια τεράστια πυκνή ανθρωποθάλασσα που θρηνούσε σιωπηλά και με αξιοπρέπεια τον μεγάλο νεκρό. Στα μπαλκόνια και καταστήματα κυμάτιζαν Εθνικές θλιμμένες σημαίες. Έκλεισαν τα σχολειά, άνοιξαν παράθυρα και πόρτες και ξεμύτισαν έξω οι Καστρινοί για ν’ αποχαιρετήσουν τον συμπατριώτη τους - την καυτή ανάσα της Κρήτης. Ο Ψηλορείτης πέρα μακριά στον ορίζοντα ορθωμένος αντρίκεια και περήφανα περίμενε με αδάμαστη λαχτάρα να σφιχταγκαλιάσει το ξενιτεμένο θρέμμα του στ’ ατσάλινα Κρητικά του στήθια. Ούτε ένα δάκρυ δεν έσταξε από τα γέρικα μάτια του.

       Φρέσκα στέφανα κατατέθηκαν ξανά στην τιμή του νεκρού από την Ελληνική και παγκόσμια πνοή της πολιτικής και των γραμμάτων. Ο Μητροπολίτης Ευγένιος έψαλε την νεκρώσιμη ακολουθία παρουσία του Πρωτοσύγκελου Αρχιμανδρίτη Φιλόθεου. Ο δήμαρχος του Ηρακλείου, ο συναρχηγός των Φιλελευθέρων Γεώργιος Παπανδρέου, Ο Νορβηγός συγγραφέας Μαξ Τάου, πρυτάνεις του Πανεπιστημίου, ο Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων και διάφοροι λογοτεχνικοί σύλλογοι προσφώνησαν και τίμησαν με γενναιοδωρία τον μεγαλύτερο λογοτέχνη του αιώνα.

       Η Δημοτική μουσική του Κάστρου προηγήθηκε της νεκρικής πομπής παίζοντας τον Κρητικό ύμνο. Το φέρετρο συνόδευσαν βρακοφόροι και κοπελιές του Λυκείου κρατώντας τα κατατεθέντα στέφανα. Ακολούθησαν η χήρα του νεκρού Ελένη Καζαντζάκη, οι αδελφές του Αναστασία και Μαρία και Έλληνες επίσημοι. Πήραν σειρά οι φοιτητές της παιδαγωγικής Ακαδημίας, άνθρωποι των γραμμάτων και θεάτρου κρατώντας τα βιβλία του Καζαντζάκη και πίσω ακολούθησε χιλιάδες λαός. Σαν τοποθετήθηκε ο νεκρός μέσα στον πρόχειρο τάφο, στη γη που τον γέννησε, η Ελλάδα ολόκληρη έγειρε το κεφάλι και τον μοιρολόγησε. Αυτή τη συγκινητική εικόνα ζωγράφισαν οι Ελληνικές εφημερίδες. Η φιλαρμονική του Δήμου έπαιξε ξανά με δέηση τον ύμνο της Κρήτης : “Από φλόγες η Κρήτη ζωσμένη τα βαριά της τα σίδερα σπα και σαν πρώτα χτυπιέται χτυπά και γοργή κατεβαίνει.

       Μα το άψυχο σώμα του Καζαντζάκη δεν πρόλαβε ν’ αναπαυτεί στη γαλήνη της αιωνιότητας. Την ίδια κιόλας μέρα ο Αρχιμανδρίτης Αυγουστίνος Καντιώτης του Ορθόδοξου περιοδικού της Κοζάνης «Σπίθα» σφεντόνισε μίζερο φαρμάκι ενάντια στους Έλληνες επίσημους που τόλμησαν να παρασταθούν στην κηδεία του ανήθικου βλάστημου του Χριστού και γράφει με θυελλώδη οργή:

       «Σήμερα ήταν μια σκοτεινή μέρα του Ελληνικού Έθνους. Ο γλυκύτατος Χριστός ξανασταυρώθηκε από τους αισχρούς αντιπροσώπους της λογοτεχνίας και του κράτους. Ρεζίλια των σκυλιών γίναμε. Η συντέλεια των αιώνων έφτασε! Η πέννα του βρωμερού αντίχριστου ξέσχισε το στήθος του Κυρίου. Βόθρος ρέει από τους ακάθαρτους ποταμούς στις σελίδες του ανήθικου. Σήμερα η Ελλάς κηδεύει με δημόσιον δαπάνη ποιον, τον υβριστή της εκκλησίας μας και ο Υπουργός παιδείας και ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κρατώντας με ασέβεια τα διεστραμμένα βιβλία του βλάσφημου αντί του Ευαγγελίου, παίνεψαν τον αισχρό νεκρό. Φρίκη, φρίκη, ούτε ο υπόνομος των Αθηνών δεν θα ανέδιδε τέτοια δυσωδία. Έφτασε η Δευτέρα παρουσία! Θλίψη, θλίψη και το θλιβερότερο ο Μητροπολίτης Ευγένιος, παρόλο που ειδοποιήθηκε αυστηρά από την Ιεραρχία άφησε το βλάστημο να μπει μέσα σε Χριστιανική εκκλησία και παραστεί στην κηδεία του! Εύγε Άγιε της Κρήτης Μητροπολίτη Ευγένιε! Η εκκλησία της Κρήτης έδωσε εξετάσεις σήμερα και μηδενίστηκε στη συνείδηση της Ορθοδοξίας! Ντροπή σας, ντροπή σας χυδαιολόγοι της πίστης μας. Να πάτε στη Χάβρες, να πάτε στα τζαμιά αλλά να μην πατήσετε τα πόδια σας σε ιερό ναό της εκκλησίας μας πρυτάνεις των Πανεπιστημίων, λογοτέχνες και πολιτικοί. Αν ζούσαν σήμερα οι τρεις Ιεράρχες θα σας είχαν αφορέσει όλους σας!».

       1972, λίγο μετά το Πάσχα. Το περιοδικό «Ταξίδι» των Αθηνών μ’ έστειλε στην Κρήτη να κάνω ένα ρεπορτάζ για τον τουρισμό. Το μεγαλύτερο σφάλμα που μπορούσε να κάνει περιοδικό σ’ ένα νιούτσικο ατίθασο δημοσιογράφο. Ο πρώτος μου σταθμός ήταν το Ηράκλειο – η γενέτειρα του Καζαντζάκη! ηΛωλάθηκα, παλάβωσα, έχασα το μυαλό μου. Ο πνευματικός μου έρωτας με τον Καζαντζάκη με παρέσυρε σαν θύελλα στον ανεμοστρόβιλο της πανούργας καρδιάς μου. Τίποτα δεν σταματούσε τον ταύρο μέσα μου που ζητούσε να μονομαχήσει με το κόκκινο πανί της αλήθειας και δικαίωσης. Μια έρευνα για την κηδεία και τον αφορεσμό του Κρητικού συγγραφέα θα ηρεμούσε το σκουλήκι που μ’ έτρωγε μέσα μου.

       Πέταξα τη βαλίτσα στο ξενοδοχείο κι ανηφόρησα κατά τον προμαχώνα του Μαρτινέγκου! Ανατρίχιασα σαν αντίκρισα τον χωματένιο μίζερο τάφο του ? απομονωμένος, ερημικός, πεταμένος στην κορφή του Ενετικού τείχους σαν ένα μοναχικό ξερόκλαδο σε μια απέραντη έρημο. Μαύρη συννεφιά με πλάκωσε, με πήρε το παράπονο κι έβαλα τα κλάματα. Μάζεψα μερικά ατίθασα αγριολούλουδα που φύτρωσαν από συμπόνια ολόγυρα στον τάφο του και τα απόθεσα τρυφερά στον ξύλινο λιτό σταυρό. Διάβασα τα σκαλισμένα αθάνατα λόγια του Καζαντζάκη: ΔΕΝ ΦΟΒΑΜΑΙ ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΕΛΠΙΖΩ ΤΙΠΟΤΑ ΕΙΜΑΙ ΛΕΥΤΕΡΟΣ. Τα λόγια του σαν ελαφρό αγεράκι δρόσισαν την πυρωμένη καρδιά μου.

       Κατηφόρισα σκυθρωπά τους δρόμους της πρωτεύουσας και σεργιάνισα άσκοπα στα σοκάκια της. Ξαφνικά η ματιά μου έπεσε σε μια ταμπέλα ενός γραφείου που έγραφε: «Δικηγορικό Γραφείο Καζαντζάκη». Ψυχανεμίσθηκα. Όρμησα μέσα σαν σίφουνας.

       Ο άνδρας που ήταν χωσμένος στο γραφείο, ξεπετάχτηκε μεμιάς.

       - Μπορώ να σας εξυπηρετήσω με ρώτησε με σοβαρότητα.

       - Ξέρατε τον Νίκο Καζαντζάκη; Ρώτησα απότομα.

       - Ναι, απαντά πλέκοντας τα φρύδια του, είναι συγγενής μου. Γιατί ρωτάτε;

       - Μόλις γύρισα από το Μαρτινένγκο. Εκεί τον πετάξατε;

       - Ο Νίκος είχε αφοριστεί από την εκκλησία και δεν μας επέτρεψαν να τον θάψουμε σε νεκροταφείο.

       - Τον έθαψε παπάς; Τσίριξα σαρκαστικά και χωρίς να περιμένω απάντηση πετάχτηκα έξω.

       Το ιστορικό Μουσείο Κρήτης που φιλοξενούσε δυο αίθουσες με προσωπικά αντικείμενα του Καζαντζάκη δεν ήταν πολύ μακριά. Περπάτησα μέχρι εκεί με λαίμαργη λαχτάρα. Ο Ανδρέας Καλοκαιρινός που δώρισε το κτίριο στο Μουσείο Κρήτης ήταν ένας σπάνιος άνθρωπος. Μορφωμένος, αξιοπρεπής, ευγενικός. Αισθάνθηκε τη συμπόνια μου για τον Καζαντζάκη από την πρώτη στιγμή κι ένιωσε την έντονη ταραχή που φώλιαζε μέσα μου. Με φιλοξένησε με καλοσύνη για βδομάδες στο μουσείο και μου μίλησε με αφθονία για τη ζωή του Καζαντζάκη, για το ταξίδι του στο Άγιο Όρος, για την εθελοντική του στρατιωτική υπηρεσία στο Βαλκανικό πόλεμο και για τη φλογερή του αγάπη για την Ελλάδα κι ιδιαίτερα για τον μεγάλο του έρωτα: την Κρήτη.

       Μια μέρα καθώς τρώγαμε κολατσιό μαζί στο Μουσείο, το ‘φερε η κουβέντα και περιστραφήκαμε στο καυτό απαγορευμένο θέμα του αφορισμού και της κηδείας του Καζαντζάκη. Ο Ανδρέας σοβαρεύτηκε μεμιάς και κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Κάτι πήγε να πει, αλλά κοντοστάθηκε.

       - Κάτι ξέρετε και δεν θέλετε να μιλήσετε;

       - Πήγαινε στον Αρχιεπίσκοπο της Κρήτης Ευγένιο να του μιλήσεις, μου απάντησε επιτακτικά. Μην του πεις ότι σε έστειλα εγώ. Είσαι τετραπέρατη Κρητικιά, θα βρεις ένα τρόπο να τον ψαρέψεις. Τότε και μόνο θα μάθεις πράγματα για τον Καζαντζάκη πούνε θαμμένα χρόνια. Ούτε μια χούφτα άνθρωποι στον κόσμο δεν τα ξέρουν. Αν τον καταφέρεις να σου μιλήσει, θα ‘σαι η μεγαλύτερη κατάσκοπος του αιώνα! Μετά έλα εδώ και θα σου ‘χω την μεγαλύτερη έκπληξη της ζωής σου — το πιο πολύτιμο υλικό για την ερευνά σου για τον Καζαντζάκη!

       Το ίδιο κιόλας απόγευμα βρέθηκα στα σκαλιά της Αρχιεπισκοπής Κρήτης, ντυμένη σεμνά και χωρίς μακιγιάζ. Έτρεμαν τα χέρια μου και τα πόδια μου κόπηκαν. Σίμωσα ένα βυζανιάρικο παπαδάκι, όμορφο ντροπαλό και καλοσυνάτο. Του ‘πα ότι δουλεύω για το περιοδικό «Ταξίδι» και θέλω να πάρω συνέντευξη από τον Αρχιεπίσκοπο. Ξέρω ότι δεν θα με δεχτεί αν δεν ήταν κάτι εκκλησιαστικό και ρώτησα τι είναι η μεγαλύτερη αδυναμία του Αρχιεπισκόπου που θα τον αναγκάσει να μου παραχωρήσει μια συνέντευξη.

       - Το μεγαλύτερο όνειρο του Αρχιεπισκόπου, ψιθύρισε ταραγμένο το παπαδάκι χωρίς να με κοιτάζει, είναι να χτίσει μια σχολή Βυζαντινής εικονογραφίας και να την ονομάσει EL GRECO σε τιμή του Κρητικού ζωγράφου Δομίνικου Θεοτοκόπουλου.

       - Σε παρακαλώ, μπορείς να με βοηθήσεις; Θέλω να γράψω ένα άρθρο για την σχολή και την ευγενή προσπάθεια του Αρχιεπισκόπου. Θα μπορέσεις να μου κλείσεις ραντεβού; Θα σου έχω ευγνωμοσύνη για πάντα!

       Το καλοσυνάτο, αγνό πρόσωπο του νέου κληρικού γύρισε πίσω σε δέκα λεπτά κατακόκκινο, με τα μάτια χαμηλωμένα.

       - Αύριο στις 11 το πρωί σας έκλεισα ραντεβού με τον Αρχιεπίσκοπο!

       Η καρδιά μου πήδηξε από χαρά και τραγούδησε κρυφά μια μαντινάδα. Μου ‘ρθε ν’ αγκαλιάσω το παπαδάκι και να το φιλήσω από την χαρά μου, αλλά κρατήθηκα.

       Από νευρικότητα, είχα σταθεί από τις δέκα το πρωί έξω από την Αρχιεπισκοπή. Παρόλο που ψιχάλιζε, άρχισα να ιδρώνω. Μπήκα μέσα διστακτικά τρέμοντας. Ο αντιπρόεδρος της Χούντας, Στυλιανός Πατακός κατηφόριζε την ίδια στιγμή τα σκαλιά με συνοδεία στρατιωτικής φρουράς. Το ευγενικό παπαδάκι με πλησίασε αργότερα ντροπαλά και με οδήγησε στην αίθουσα που με περίμενε ο Αρχιεπίσκοπος Ευγένιος.

       Κυπαρισσένιος, εύσωμος επιβλητικός, μου ‘δωσε το χέρι του να το φιλήσω. Δεν ξέρω τι βιδώθηκε στο μυαλό μου κείνη την αστραπιαία στιγμή και του λέω με ναζιάρικο χαμόγελο.

       - Σεβασμιότατε αν μου φιλήσετε το δικό μου θα σας φιλήσω κι εγώ το δικό σας!

       Ο Ιεράρχης άλλαξε χρώμα και έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Πριν προλάβει να συνέλθει του λέω αστειεύοντας:

       - Καλέ πως βγήκατε εσείς λαμπάδα κι εγώ κερί; Ούτε στη μέση δεν σας φτάνω!

       Κράτησε το στομάχι του από τα τρανταχτά γέλια κι έτσι έσπασε ο πάγος μεταξύ μας. Μιλούσαμε πια σαν παλιοί καλοί φίλοι. Μου πρόσφερε ένα δίσκο από Λαμπριάτικα κουλουράκια, κόκκινα αυγά και τσουρέκι. Μου μίλησε μ’ ενθουσιασμό για ώρα πολύ για την σχολή εικονογραφίας. Με ρώτησε πώς μου φάνηκε το Ηράκλειο. Τότε ταράχτηκα. Χλιμίντρησε η καρδιά μου. Άρπαξα την ευκαιρία από τα μαλλιά.

       - Τα Χανιά είναι πιο όμορφα, γραφικά, η γενέτειρα του Βενιζέλου! Το μόνο που έχει να καυχιέται το Ηράκλειο είναι ο τάφος του Καζαντζάκη!

       Γέλασαν τα μουστάκια του Αρχιεπισκόπου. Τέντωσε με περηφάνια τις θεόρατες πλάτες του και κορδώθηκε σαν παγώνι.

       - Εγώ τον αγαπούσα πολύ τον Καζαντζάκη, μου εξομολογείται χωρίς δισταγμό. Τον θαύμαζα στα κρυφά. Ξέρετε η εκκλησία είναι στενοκέφαλη. Δεν μπορούσα να εκφράσω τα πραγματικά μου αισθήματα. Θα με πετούσαν έξω. Έχω διαβάσει όλα του τα βιβλία. Τι πέννα είναι αυτή κοπελιά μου! Πιάνει πουλιά στον αέρα! Ο Καζαντζάκης κατά μένα είναι ο πρωτοψάλτης της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η εκκλησία τον παρεξήγησε. Ο Καζαντζάκης ήταν φιλόσοφος και αλληγορικός συγγραφέας.

       - Μα η εκκλησία τον αφόρεσε!

       - Δεν είναι αλήθεια. Ο Καζαντζάκης ποτέ δεν αφορίστηκε αγαπητή μου[1]. Η Ιερά Σύνοδος τον καταράστηκε και τον αφόρεσε και ζήτησε από τον Πατριάρχη Αθηναγόρα να επικυρώσει τον αφορισμό του. Ο Πατριάρχης πέταξε την αίτηση σ’ ένα συρτάρι κι ακόμα εκεί είναι. Ποτέ δεν την υπέγραψε. Όχι μόνο αυτό αλλά τα βιβλία του Καζαντζάκη στολίζουν και τώρα ακόμα την βιβλιοθήκη του Πατριαρχείου!

       Είχα μείνει άφωνη, λύγισαν τα γόνατα μου. Έκαμα κόμπο την καρδιά μου και σώπασα.

       - Εγώ, δεσποινίς Κατσουλάκη πήγα και στην κηδεία του! Παρ’ όλες τις απειλές, διαταγές, εκκλήσεις και κατάρες που πήρα γραπτώς και προφορικώς μπροστά μου και πίσω από την πλάτη μου έδωσα άδεια να μπει η σωρός του στον Άγιο Μηνά κι έκανα μάλιστα και την νεκρική δέηση!

       - Δεν φοβηθήκατε;

       - Ήταν δύσκολη η θέση μου. Είχα μεγάλη πίεση και από την Ιεραρχία και από τις τοπικές αρχές. Αν δεν άφηνα τη σωρό του Καζαντζάκη στον Άγιο Μηνά, θα γινόταν η επανάσταση του 1821 και θα αιματοκυλιόμαστε εδώ κάτω! Οι Κρητικοί το ‘χαν πάρει πολύ πατριωτικά το θέμα. Ήταν ανήμερα θηρία! Στην κηδεία κόντεψε να γίνει μεγάλο μακελειό. Κάμποσοι κληρικοί χωρίς ράσα ακολούθησαν την νεκρική πομπή βρίζοντας τον νεκρό, αρπάχτηκαν στα χέρια με ντόπιους Κρητικούς.

       Δύσκολες ώρες και για μένα ένα ανώτατο κληρικό!

       - Εσείς τον θάψατε;

       - Όχι, αλίμονο μου! Θα με αφόριζε η Ιερά Σύνοδος! Είχαμε διαταγή να μη γίνει η ταφή του από κανένα Ορθόδοξο παπά. Εγώ δεν ήμουνα κοντά στη σωρό του Καζαντζάκη.

       - Οι εφημερίδες έγραψαν ότι θάφτηκε ο Καζαντζάκης;

       - Ο κόσμος είχε άγνοια. Όταν έφτασε η σωρός του στο Μαρτινέγκο, κάποιος έβγαλε επικήδειο λόγο. Μα κανείς κληρικός δεν ήταν γύρω για να θάψει τον νεκρό.

       Σκεφτείτε τώρα μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου και τις φωτογραφικές μηχανές του διεθνούς τύπου! Πουθενά παπάς. Οι Βρακοφόροι Κρητικοί άρχισαν να φουρτουνιάζουν καθώς έμαθα από άλλους παρόντες, άρπαξαν τα αίματα και ήθελαν να βουτήξουν το φέρετρο και να το θάψουν με τα ίδια τους τα χέρια. Κείνη την τραγική στιγμή ως εκ θαύματος παρουσιάστηκε ένα νέος παπάς με ράσα και με θυμιατό!

       Ούτε ήξερα ποιος ήταν, πως βρέθηκε εκεί κι από πού ξεφύτρωσε! Κανείς δεν ήξερε!

       -Τώρα ξέρετε ποίος ήταν;

       -Αρκετά, είπαμε κοπελιά. Ας αφήσουμε αυτή τη συζήτηση για τον Καζαντζάκη και δώσε μου το τηλέφωνο σου στο ξενοδοχείου που μένεις να σε καλέσω για τραπέζι μια απ’ αυτές τις μέρες. Και στείλε μου το περιοδικό όταν θα γράψεις το άρθρο για τη σχολή εικονογραφίας.

       Τον αγκάλιασα και του ‘κανα νόημα να σκύψει. Τον φίλησα στο μάγουλο και πήδηξα τα σκαλιά σαν αγριοκάτσικο.

       Το άλλο πρωί πριν ακόμα ανοίξει το Μουσείο είχα κουκουβίσει στα σκαλοπάτια. Ο Ανδρέας Καλοκαιρινός μόλις με είδε έλαμψε το πρόσωπο του.

       - Συγχαρητήρια, τα κατάφερες!

       - Ναι!

       - Σου είπε ο Αρχιεπίσκοπος ότι δεν αφορίστηκε ο Καζαντζάκης;

       - Ναι! Απίστευτο!

       - Για τον παπά που τον έθαψε;

       - Ναι, αλλά δεν μου ‘πε ποιος.

       - Θα σου το πω εγώ!

       Ποτέ μου δεν ένιωσα τόση ευγνωμοσύνη για άνθρωπο. Ξεκόλλησα απότομα από τον τοίχο κι άρχισα να κλαίω.

       Μου έδωσε το όνομα, τη διεύθυνση και τον τόπο που έμενε ο άγνωστος παπάς που είχε το διγενικό θάρρος και τιμιότητα να κάνει την κηδεία του μεγάλου συγγραφέα.

       - Να μου υποσχεθείς ότι ποτέ δεν θ’ αναφέρεις το όνομα του καλού τούτου ανθρώπου.

       - Υπόσχεσαι;

       - Υπόσχομαι!

       Σαν χτύπησα δειλά την πόρτα του σπιτιού του καλοσυνάτου ήρωα παπά, νόμιζα ότι θα σταματούσε η αναπνοή μου. Μου άνοιξε την πόρτα μ’ ένα ήρεμο, απλοϊκό χαμόγελο γιομάτο αγάπη.

       - Καλώς ήλθατε στο φτωχικό μου. Σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος;

       Του είπα την αλήθεια. Δεν έδειξε φόβο ή έκπληξη. Απλά και σεμνά μου ζήτησε να μην αναφέρω τ’ όνομα του στην έρευνα για τον Καζαντζάκη, μόνο την ιστορία..

       - Ποτέ, σας τ’ ορκίζομαι!

       - Τον Νοέμβριο του 1957 ήμουνα στρατιώτης και παπάς και υπηρετούσα την θητεία μου στο Ηράκλειο. Μια μέρα πριν την κηδεία του Καζαντζάκη, ο διοικητής κάλεσε όλους τους στρατιωτικούς κι έδωσε διαταγή να μη βγει κανείς έξω από το στρατόπεδο στις 5 Νοεμβρίου. Οι αρχές κι ο στρατός φοβόταν μεγάλες φασαρίες, γιατί είχε έρθει εκκλησιαστική διαταγή να μην ταφεί ο Καζαντζάκης. Αν θα το ‘παιρναν χαμπάρι οι Κρητικοί θα έκαναν μεγάλες φασαρίες. Εγώ σαν παπάς ένιωσα πολύ άσχημα. Η συνείδηση μου με πείραζε πολύ. Ήμουν παπάς. Δεν άντεχα να πάρω στον λαιμό μου τέτοιο άδικο. Δεν μπορούσα ν’ αρνηθώ τα ιερά μυστήρια σ’ ένα βαφτισμένο Χριστιανό που δεν έκανε ποτέ κάτι ανήθικο ή εγκληματικό. Όσον αφορά τα βιβλία του δεν είμαι εγώ άξιος να τον κρίνω.

       - Πως τα καταφέρατε;

       - Το ‘σκασα κρυφά από το στρατό τη μέρα της κηδείας. Πήρα αθόρυβα τα ράσα μου κι έτρεξα στο Μαρτινένγκο και τον έθαψα.

       - Ο κόσμος που περίμενε στο Μαρτινέγκο ήξερε τι έγινε;

       - Όχι. Όλοι νόμισαν ότι μ’ έστειλε η εκκλησία να τον κηδέψω. Είχαν δει και τον Μητροπολίτη Ευγένιο στον Άγιο Μηνά. Δεν ήξερε κανείς τι γινόταν πίσω από τα παρασκήνια!

       - Τιμωρηθήκατε;

       - Ναι. Πέρασα από στρατιωτικό δικαστήριο και μπήκα φυλακή για έξη μήνες!

       Κοίταξα κατάματα τον ανώτατο τούτο άνθρωπο με απέραντη ευλάβεια. Του ‘πιασα τα χέρια με τρυφεράδα και τα φίλησα με όλη μου την ειλικρίνεια. Ήταν η πρώτη κι η τελευταία φορά που φίλησα τα χέρια ενός κληρικού!

       Σαν γύρισα στην Αθήνα, ο αρχισυντάκτης του περιοδικού «Ταξίδι» μ’ απέλυσε και με το δίκιο του. Σε λίγες μέρες είχα την έρευνα έτοιμη. Χοροπηδούσα από υπέρτατη Χανιώτικη περηφάνια. Έδωσα το δακτυλογραφημένο κείμενο σε ένα φίλο Κρητικό, δημοσιογράφο που δούλευε για το περιοδικό «Επίκαιρα». Ήταν ανταποκριτής μιας Ελληνο-αμερικανικής εφημερίδας κι έγραφε σε διάφορες άλλες Αθηναϊκές εφημερίδες.

       Μετά από καμπόσες μέρες αγωνίας με παίρνει τηλέφωνο. Συναντηθήκαμε στην Πλατεία Συντάγματος για καφέ. Φαινόταν σκοτεινιασμένος.

       - Τι έγινε με την έρευνα του Καζαντζάκη; Τι είπαν οι εφημερίδες, τα «Επίκαιρα»;

       - Ότι θα πας πέντε χρόνια φυλακή αν προσπαθήσεις να τη δημοσιεύσεις, μου άπαντα ωμά, σχεδόν με θυμό.

       - Μα…

       - Ξέχασέ το Ελένη. Αυτήν την έρευνα σου συνιστώ σαν φίλος να την κάψεις. Ποτέ δεν θα δημοσιευτεί στην Ελλάδα, τόσο αγαθή είσαι; Ξύπνα!

       - Μα είναι αλήθεια!

       - Γι’ αυτό ακριβώς δεν θα δημοσιευτεί ποτέ, γιατί είναι αλήθεια!

       Κραυγές οργής και φρίκης υψώθηκαν μέσα μου. Αισθάνθηκα σαν κάποιος να ξερίζωσε την καρδιά μου και την πέταξε σ’ ένα γκρεμό, χωρίς έλεος. Μα δεν το ‘βαλα κάτω. Μια φίλη μου μετάφρασε το κείμενο στ’ Αγγλικά και το ‘στειλα στο Αμερικανικό περιοδικό «Newsweek». Μέσα σε δυο βδομάδες έλαβα απάντηση. Το περιοδικό δέχτηκε το κείμενο για τον Καζαντζάκη σαν πληροφοριακή πηγή και φυλάχτηκε στη βιβλιοθήκη.

       Αργότερα έστειλα την έρευνα στη Ελένη Καζαντζάκη. Η χήρα του Καζαντζάκη τη δέχτηκε όπως ένας σταυρωμένος περίμενε με λαχτάρα την ανάσταση του. Ανακουφίστηκε η καρδιά της. Ξελάφρωσαν τα στήθια της. Μου ζήτησε να ευχαριστήσω τον Διευθυντή του μουσείου Κρήτης, τον Αρχιεπίσκοπο Ευγένιο, και ιδιαίτερα τον ηρωικό παπά που έθαψε τον άνδρα της και ζήτησε συγνώμη για τη φυλάκιση του. Είχε επίσης συγκινηθεί πολύ από τη Χριστιανική στάση του Πατριάρχη Αθηναγόρα. Μα έφυγα τον ίδιο χρόνο από την Ελλάδα και δεν εκπλήρωσα το έργο μου.

       Πέρασαν χρόνια πολλά από τότε. Εγώ πήγα στην Αγγλία, η Ελένη παρέμεινε στην Ελβετία, χαθήκαμε. Αργότερα ήρθα στην Αμερική. Μια μέρα στη Νέα Υόρκη, χάζευα αφηρημένα ένα Ελληνοαμερικανικό κανάλι και ξαφνικά βλέπω την Ελένη Καζαντζάκη να συνομιλεί μ’ ένα Έλληνα δημοσιογράφο. Στη συνέντευξη της φανέρωσε όλα αυτά που της είχα δώσει να διαβάσει σχετικά με τον αφορισμό και τ’ απόκρυφα της κηδείας του Νίκου. Τότε και μόνο ένιωσα ότι είχα κάνει το χρέος μου!

       Όταν ένας Έλληνας φίλος από την Αυστραλία στις αρχές του 2003 μου ζήτησε να ξαναγράψω την έρευνα για τον Καζαντζάκη, μπιρπίλισαν τα μάτια μου. «Μετά από τόσα χρόνια», ρωτώ; «Ψάξε, μου λέει, θα βρεις το κείμενο. Πρέπει να το βρεις! Κάνε το για τον Νίκο!» Ένιωσα τύψεις.

       Ήρθα σε επαφή με την βιβλιοθήκη του «Newsweek». Τ’ αρχεία είχαν μεταφερθεί σ’ ένα Πανεπιστήμιο του Τέξας. Η διευθύντρια δεν έδωσε καμιά σημασία. Έψαξε τάχα αλλά δεν μπόρεσε να βρει άκρη γατί δεν ήξερε σε τι φάκελο είχε κατοχυρωθεί το άρθρο μου.

       Τηλεφώνησα στην Αρχιεπισκοπή Κρήτης. Ο Αρχιεπίσκοπος Ευγένιος Ψαλιδάκης είχε πεθάνει το 1978. Ο Ανδρέας Καλοκαιρινός το 1992. Έγραψα στον γιο του καμπόσες φορές, σημερινό διευθυντή του μουσείου Κρήτης, δεν μου απάντησε. Έστειλα τηλεομοιότυπο (φαξ) στον Μητροπολίτη Μελέτιο της Φιλαδέλφειας, αρχιγραμματέα της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης και τελικά πήρα την τόσο ιστορική και συστημένη επιστολή

       Μα η μοίρα και το ριζικό είναι αναπάντεχο και παίζει αλλόκοτα παιχνίδια και καμώματα. Πριν από καμπόσες εβδομάδες καθώς ψαχούλευα ένα αραχνιασμένο σιδερένιο κουτί γιομάτο με γράμματα, μαντινάδες και ποιήματα-σπίθες της νιότης, βρήκα στα Ελληνικά την έρευνα του Καζαντζάκη! Τα χέρια μου έτρεμαν σαν επιληπτικά. Τα μάτια μου θόλωσαν. Ήταν το πνεύμα του μεγάλου συγγραφέα που ζητούσε δικαίωση; Δεν ξέρω. Οι κιτρινισμένες σελίδες είχαν φαγωθεί και δύσκολα διαβαζόταν. Κάθισα και το ξανάγραψα. Ήταν μια εσωτερική ανάγκη κι ένα ιερό χρέος για να τιμήσω τον πνευματικό άνθρωπο που δεν υποτάσσεται σε καλόβουλες αυλές και δεν αναπαύεται σε καρποφόρα, εφήμερα λιβάδια, παρά φορτώνει το δισάκι της ευθύνης στον ώμο και παίρνει την ανηφοριά να βρει την αλήθεια.

Η Ελένη Κατσουλάκη, συγγραφέας, δημοσιογράφος, κατάγεται από τα Χανιά της Κρήτης. Τελείωσε το Κολλέγιο Δημοσιογραφίας στην Αθήνα και εργάζεται ως ελεύθερος δημοσιογράφος από το 1960 ενώ τελευταία δημοσιεύει στην εφημερίδα National Herald της Αμερικής όπου διαμένει.

***

Η έρευνα αυτή για πρώτη φορά βλέπει το φως της δημοσιότητας και αποτελεί σημαντικότατο σταθμό στην ιστορία και το ρόλο του μεγάλου μας λογοτέχνη Νίκου Καζαντζάκη, τον οποίο πολλοί θεωρούν πανάξιο τέκνο της παγκόσμιας λογοτεχνίας, από τα μεγαλύτερα που η ελληνική γλώσσα είχε αναδείξει.