Παρασκευή 5 Ιουλίου 2013

Η διδασκαλία του Ωριγένη

 
clip_image002Ο Ωριγένης ερμήνευε αλληγορικά τη Αγία Γραφή και όχι κατά λέξη και κατά νόημα.
Η διδασκαλία του Ωριγένη, η οποία, κατά την γνώμη μου, έχει υποστεί επίδραση από τον πλατωνισμό (νεοπλατωνισμός) και τον βραχμανισμό, συνοπτικά έχει ως εξής: Ο Θεός είναι πανάγαθος, αμετάβλητος, παντοδύναμος, παντογνώστης και δημιουργός του κόσμου, ορατού και αοράτου, ο οποίος είναι πεπερασμένος δηλαδή έχει αρχή και τέλος ( κοσμολογικό μοντέλο αρνητικής καμπυλότητας της μοντέρνας κοσμολογίας. Περί του κοσμολογικού μοντέλου όρα: Michael Berry, Principles of cosmology and gravitation, κεφάλαιο 7, σ. 119 - 139, Camridge University Press, επανέκδοση 1978 ). Επειδή όμως ο Θεός είναι αμετάβλητος και δημιουργός, θα πρέπει να είναι για πάντα δημιουργός, γιατί αν δεν είναι για πάντα δημιουργός θα πάψει να είναι αμετάβλητος και θα είναι μεταβλητός. Επομένως θα πρέπει να έχει δημιουργήσει και άλλους κόσμους πριν από τον παρόντα κόσμο, καθώς επίσης θα δημιουργήσει και άλλους κόσμους μετά τον παρόντα κόσμο. Ο παρών κόσμος είναι εφήμερος ( παράλληλη κοσμολογική διδασκαλία με εκείνη του βραχμανισμού, ο παρών κόσμος είναι μια ημέρα του Βράχμα ). Κατά τον Ωριγένη ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι υποδεέστερος του Πατρός και δευτερεύων Θεός , ακόμη δ' υποδεέστερο τούτου είναι το Άγιο Πνεύμα. Ο Θεός δημιούργησε πνευματικά όντα λογικά και ελεύθερα, δυνάμενα διά του αυτεξουσίου τους να γίνουν μόνον αγαθά. Επειδή όμως τα όντα αυτά έκαναν κακή χρήση του αυτεξουσίου τους, ο Θεός προς αναμόρφωση τους δημιούργησε τον υλικό κόσμο, κι έδωσε σε κάθε ένα από τα όντα αυτά, ανάλογα του βαθμού παρεκτροπής του μεγαλύτερο η μικρότερο βαθμό υλικότητας. Οι αποκαλύψεις του Λόγου με τους Προφήτες και τον Χριστό είχαν ως σκοπό τη λύτρωση των πνευμάτων από την ύλη• όσα από αυτά τα πνεύματα επιμένουν στην αμαρτία θα υποβληθούν στην διαδικασία του καθαρτηρίου πυρός ( με τον όρο αυτό ο Ωριγένης εννοεί τις τύψεις της συνειδήσεως ). Τελικά με διάφορα μέσα και την επενέργεια του καθαρτηρίου πυρός, τα όλα τα όντα, ακόμη και αυτοί οι δαίμονες, θα απομακρυνθούν από το κακό και θα επέλθει η αποκατάσταση των πάντων, Χωρίς να αποκλείεται και πάλι η δημιουργία νέου υλικού κόσμου, προσκαίρου και αυτού, προκειμένου να αναμορφωθούν ενσαρκούμενα εντός αυτού τα πνεύματα τα οποία, λόγω της κακής χρήσης του αυτεξουσίου, θα υποπέσουν σε αμαρτία στο μέλλον.
Ο Ωριγένης αρνείται την ανάσταση των σωμάτων κατά την τελική αποκατάσταση των ψυχών με τον Θεό, γιατί τα σώματα είναι μέσα τιμωρίας των ψυχών που εξέπεσαν και δημιουργήθηκαν υπό του Θεού ως πρόσκαιρες φυλακές των ψυχών που αμάρτησαν ( δες περί της διδασκαλίας του Ωριγένη περί θεού, κόσμου, απολύτρωσης κλπ,
Ιακώβου Πηλιλή Επισκόπου Κατάνης, Ωριγένης, ο αλεξανδρινός θεολόγος, σελ. 240 -248, εκδ. Χ. Ζαχαρόπουλος, Αθήναι 2002 ).
Εδώ ο γράφων θα ήθελε να διατυπώσει μια δική του παρατήρηση: Σύμφωνα με το σύστημα του Ωριγένη, αλλά και με κάθε θρησκεία πολυθεϊστική η μονοθεϊστική, ο Θεός είναι πανάγαθος, αμετάβλητος, παντοδύναμος, παντογνώστης και δημιουργός του παντός, άρα και του αυτεξουσίου. Το αυτεξούσιο αυτό, δημιούργημα του Θεού, αποδείχτηκε για μερικά από τα λογικά όντα, δημιουργήματα του Θεού, ελαττωματικό και χρησιμοποιούμενο από αυτά τα οδήγησε στην πτώση. Ως παντογνώστης ο Θεός γνώριζε την ελαττωματική δράση των συγκεκριμένων λογικών όντων πριν από τη δημιουργία τους (παντογνωσία του Θεού) και ως παντοδύναμος μπορούσε να επέμβει βελτιώνοντας αυτά. Εκ της καθολικής παρατήρησης του παρόντος κόσμου φαίνεται ότι δεν επέφερε μία τέτοια βελτίωση. Γιατί άραγε;
Στο ερώτημα αυτό, κατά την γνώμη του γράφοντως, μπορούν να δοθούν οι παρακάτω απαντήσεις. Εφόσον πραγματικά υπάρχει Θεός, δηλαδή η λογική εκείνη υπέρτατη δύναμη που δημιούργησε το σύνολο της υλοεναργιακής και πνευματικής ύπαρξης μέσα στο σύμπαν, τότε υπάρχουν δύο ενδεχόμενα με δεδομένη την ελαττωματικότητα του σύμπαντος ( φθορά για την ύλη και αμαρτητικότητα για το πνεύμα ), Το πρώτο είναι να γνώριζε ο Θεός την πιθανότητα ελαττωματικής δράσης των λογικών όντων, το δεύτερο είναι να αγνοούσε αυτή την πιθανότητα ο Θεός.
Στην πρώτη περίπτωση, αν γνώριζε την ελαττωματικότητα αυτή ο Θεός, τότε εδημιούργησε τον πνευματικό και υλικό κόσμο χάριν αυτής ταύτης της διαδικασίας, πτώσης και ανάτασης, δηλαδή χάριν παιγνίου ( Θεός παίκτης ), είτε πονηρίας ένεκεν ( Θεός μη αγαθός ).
Στη δεύτερη περίπτωση, αν δεν γνώριζε την ελαττωματικότητα αυτή ο Θεός, τότε δεν είναι παντογνώστης.
Υπάρχει όμως και μια τρίτη περίπτωση, ο Θεός να γνώριζε αλλά να μην μπορούσε να επιφέρει τις βελτιώσεις, τότε ο Θεός δεν είναι παντοδύναμος.
Σχολιάζοντας την πρώτη περιπτώσεις θέλω να υπογραμμίσω ότι την θεωρώ παντελώς απίθανη, δεδομένου ότι δεν είναι δυνατόν το υπέρτατο ον να είναι πονηρό, ή να παίζει ανεύθυνα.
Στην δεύτερη και την τρίτη περίπτωση, θεωρώ ότι ο δημιουργός του κόσμου είναι κάποιος κατώτερος Θεός, ο οποίος μη έχων τις ικανότητες και την εμπειρία του υπέρτατου Θεού να υπέπεσε σε σφάλματα κατά την δημιουργία. Αυτή η εκδοχή οδηγεί στη θεωρία των Υπάρχων, του Φίλωνος του Αλεξανδρέως, ελληνιστή Ιουδαίου φιλοσόφου του 1ου μ. Χ. αιώνα. Κατά τη θεωρία αυτή, ο κόσμος είναι δημιούργημα των Υπάρχων, των δευτερευόντων θεοτήτων βοηθών του Θεού. Υπάρχει και άλλη μία θεωρία, της Κοσμογονίας των Γνωστικών , κατά την οποία ο κόσμος είναι δημιούργημα ενός κατώτερου θεού του Σάκλα ( η Ιαλνταμπαώθ ) γι αυτό και περιέχει ελαττώματα. Αλλά ο Υπέρτατος και Τέλειος Θεός μέσω διαφόρων διαδικασιών ( Βαρβηλώθ το πνεύμα της Αληθείας ) προσπαθεί να τον διορθώσει.
Κατά την γνώμη μου, το αυτεξούσιο και η κακή χρήση του από τον άνθρωπο είναι δημιούργημα των διαφόρων ιερατείων τα οποία προσπαθούν με αυτό τον τρόπο να ερμηνεύσουν την δυστυχία των ανθρώπων χωρίς να κατηγορηθεί ως υπαίτιος ο Θεός, που είναι, κατά τα ιερατεία, δημιουργός του παντός.
Η διδασκαλία του Ωριγένη αποκλίνει από την Αγία Γραφή και την διδασκαλία της Εκκλησίας, προκάλεσε αντιδράσεις και στο τέλος καταδικάστηκε από συνόδους τοπικές και οικουμενικές.
Υπάρχουν όμως και οι θαυμαστές του Ωριγένη οι λεγόμενοι ωριγενιστές, οι οποίοι διακρίνονται σε ωριγενιστές υπό την ευρεία έννοια και σε ωριγενιστές υπό την στενή έννοια.
Ο όρος ωριγενιστής στην ευρεία αυτού έννοια χαρακτηρίζει όλους ανεξάρτητα τους θαυμαστές του Ωριγένη, μεταξύ των οποίων και οι περισσότεροι των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίοι τιμώντας τον ακάματο ερευνητή - τον ονομαζόμενο χαλκέντερο - τον ενάρετο άνδρα - τον αποκληθέντα αδαμάντινο - τον υπέροχο διδάσκαλο, δεν απεδέχοντο όμως και τις δοξασίες του που αφίσταντο από την ορθόδοξη διδασκαλία. Με την στενότερη έννοια ο όρος χαρακτηρίζει όλους εκείνους τους θαυμαστές του Αλεξανδρινού Θεολόγου αποδέχονταν και τις κακοδοξίες του, όπως ο Ιέραξ, ο ασκητής στην Λεοντόπολη, ο Πάμφιλος, πρεσβύτερος στην Καισάρεια της Παλαιστίνης και εν μέρει ο Γρηγόριος ο Νύσσης και ο Ιωάννης Β' Πατριάρχης Ιεροσολύμων.
Ο Ωριγένης πολλές φορές αναγκάστηκε να αμυνθεί κατά όσων αντιδρούσαν σε κάποιες από τις διδασκαλίες του και κατά της ελευθερίας της έρευνας, την οποίαν αυτός είχε εγκαινιάσει. Μετά το θάνατο που κατακρίθηκαν οι δοξασίες του, ως ξένες προς την Αγία Γραφή και αντιστρατευόμενες αυτήν, από τον Πέτρο Πατριάρχη Αλεξάνδρειας και τον Μεθόδιο Επίσκοπο Ολύμπου.
Οι δοξασίες του Ωριγένη που κατακρίθηκαν από τους δύο ορθόδοξους ιεράρχες είναι οι κάτωθι:
α. Η προΰπαρξη της ψυχής.
β. Η διδασκαλία περί του σώματος ως φυλακής της ψυχής.
γ. Η διδασκαλία της άρνησης της ανάστασης του σώματος.
Ακόμη, ο Ευστάθιος Πατριάρχης Αντιοχείας κατέκρινε την αλληγορική ερμηνεία της Αγίας Γραφής την οποία χρησιμοποιούσε ο Ωριγένης. Μεταξύ των διάσημων αντιωριγενιστών αναφέρεται ο Επιφάνιος ο Κύπρου, αλλά και ο Θεόφιλος ο Αλεξανδρείας. Κατά τον 6ον αιώνα το όνομα του Ωριγένη αναμίχθηκε στις μονοφυσιτικές έριδες και ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός εξέδωσε ειδικό διάταγμα που καταδίκαζε τη διδασκαλία του Ωριγένη.
Υπό Γεωργίου - Μιχαήλ Δ. Καραχάλιου.