Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

Λίλιθ: η Πανάρχαια Λατρεία της και η Επιβίωσή της στον Σύγχρονο Εσωτερισμό.

Γεωργίου – Μιχαήλ Δ. Καραχάλιου.


Εισαγωγή

coverΗ πρώτη αρχαιολογική αναφορά που γίνεται για την Λίλιθ είναι στα τέλη της τρίτης χιλιετίας π. Χ. στην αρχαία Σουμερία. Όπως η σύγχρονη αρχαιολογική μελέτη αποκαλύπτει, η Λίλιθ ήταν «Μεγάλη Θεά» του σουμεριακού πανθέου της οποίας η λατρεία πέρασε στους μεταγενέστερους πολιτισμούς της Μεσοποταμίας, υποβιβαζόμενη συνεχώς μέχρι που έφθασε να σημαίνει έναν θηλυκό δαίμονα της νύχτας.

Ο υποβιβασμός αυτός είναι σύνηθες θρησκειολογικό φαινόμενο και αφορά τους θεούς ενός λαού που υποτάχθηκε από κάποιον μεταγενέστερο. Οι θεοί του νέου αυτού λαού των νικητών είναι οι αγαθοί θεοί, ενώ οι θεοί του προγενέστερου και νικημένου λαού είναι οι κακοί. Όσο τα εδάφη μιας περιοχής, όπως η Μεσοποταμία, γνωρίζουν νέους κατακτητές οι θεοί των προγενεστέρων κατοίκων χάνουν την αγαθότητά τους, στην θρησκευτική συνείδηση των νέων κατοίκων – νικητών,  και αντιμετωπίζονται σιγά – σιγά  ως δαίμονες. Αυτή είναι και η εξέλιξη που ακολούθησαν και περί την Λίλιθ δοξασίες, η οποία από μεγάλη Θεά των Σουμερίων κατέληξε την εποχή της Βαβυλωνιακής Αυτοκρατορίας να θεωρείται δαίμων και έτσι να την γνωρίσουν οι Εβραίοι και να μεταφέρουν τις δοξασίες τις, προσαρμόζοντάς τις στις δικές τους απόκρυφες παραδόσεις, στην νοτιοανατολική όχθη της Μεσογείου. Από αυτή την γεωγραφική περιοχή οι δοξασίες για την Λίλιθ έφτασαν ως τις μέρες μας και διαδόθηκαν με την βοήθεια κάποιων εσωτερικών ταγμάτων σε όλο τον σημερινό πολιτισμένο κόσμο, όπου η Λίλιθ τιμάται σήμερα από κάποιους κύκλους διανοουμένων του σύγχρονου εσωτερισμού.

Η θεά Λίλιθ της αρχαίας Σουμερίας.

Ένα από τα πλέον αινιγματικά εκθέματα του Βρετανικού Μουσείου είναι το περίφημο ανάγλυφο Burney.

Αρχικά το ανάγλυφο Burney  ήταν στην κατοχή ενός εμπόρου από την Συρία, ο οποίος ίσως να είχε αποκτήσει το ανάγλυφο από το νότιο Ιράκ το 1924. Το 1933 το ανάγλυφο μεταφέρθηκε στο Βρετανικό Μουσείο και εξετάστηκε από τον  Dr. H.J. Plenderleith. Το 1935 το Βρετανικό Μουσείο αρνήθηκε να αγοράσει το ανάγλυφο, το οποίο πέρασε στην κατοχή του εμπόρου αρχαιοτήτων Sidney Burney και από τότε έγινε γνωστό ως «Ανάγλυφο Burney» (Curtis, J.E.; Collon, D. «Ladies of Easy Virtue». In H. Gasche and Barthel Hrouda. Collectanea Orientalia: Histoire, Arts de l'Espace, et Industrie de la Terre. Civilisations du Proche-Orient: Series 1 - Archéologie et Environment. CDPOAE 3. Recherches et Publications. pp. 89–95, 1960).

Από τον Burney το ανάγλυφο πέρασε στη συλλογή του Norman Colville, μετά το θάνατο του οποίου το απέκτησε σε δημοπρασία ο Ιάπωνας συλλέκτη Goro Sakamoto. British authorities, however, denied him an export license. Βρετανικές αρχές, ωστόσο, αρνήθηκαν άδεια εξαγωγής. Το ανάγλυφο Burney  εκτέθηκε με την μορφή διαρκούς δανείου μεταξύ των ετών 1980 και 1991. Το 2001 το  ανάγλυφο Burney   αγοράστηκε από το Βρετανικό Μουσείο αντί του ποσού του 1.500.000 λιρών στερλινών. Η αγορά έγινα στο πλαίσιο των εορτασμών για την 250η επέτειο από την ίδρυση του Μουσείου. Μετά την αγορά του από το Βρετανικό ΜουσείοThe Museum also renamed the plaque the "Queen of the Night Relief". [ 3 ] Since then, the object has toured museums around Britain. το ανάγλυφο Burney  έλαβε την ονομασία «Ανάγλυφο Βασίλισσας της Νύχτας» (Collon, Dominique  «The Queen of the Night». British Museum Objects in Focus. London, British Museum Press, 2005).

1Το ανάγλυφο Burney  είναι προϊόν λαθρανασκαφής και η προέλευσή του μας είναι άγνωστη. Η αρχαιολογική του ανάγνωση και εκτίμηση  έγινε με την μέθοδο σύγκρισης με άλλα γνωστής προέλευσης και χρονολόγησης αρχαιολογικά ευρήματα και με την αναδρομή στα γνωστά σ’ εμάς κείμενα των πηγών της θρησκείας και μυθολογίας της Μεσοποταμίας An interpretation of the relief thus relies on stylistic comparisons with other objects for which the date and place of origin has been established, on an analysis of the iconography, and on the interpretation of textual sources from Mesopotamian mythology and religion . [ 4 ](Albenda, Pauline «The Queen of the Night Plaque A Revisit». Journal of the American Oriental Society, American Oriental Society, 125, 2, pp.171–190, April–June, 2005).

Η αρχική μορφή του αναγλύφου Burney, σύμφωνα με τους ειδικούς του Βρετανικού Μουσείου, αποδίδεται με την παρακάτω εικόνα:

Από την εικόνα αυτή έχουν εξαλειφθεί οι φθορές και η θεότης απεικονίζεται στην τέλεια αρχική μορφή της πριν τον χρωματισμό.

2Η εκτίμηση των ειδικών του Βρετανικού Μουσείου ως προς τον χρωματισμό του αναγλύφου μας δίνει την τελική και ιδανική εικόνα του, που είναι η ακόλουθη:

Αυτή είναι η εικόνα του αναγλύφου  Burney με τον αρχικό χρωματισμό του, σύμφωνα με τους ειδικούς του Βρετανικού Μουσείου, και αυτή της εικόνα αντίκριζαν οι πιστοί της εποχής που το ανάγλυφο Burney χρησιμοποιείτο για λατρευτικούς σκοπούς. (δες σχετικά στην ιστοσελίδα του Βρετανικού Μουσείου: (www.britishmuseum.org). 

Σήμερα το ανάγλυφο Burney ή «το ανάγλυφο της Βασίλισσας της Νύχτας», όπως η επίσημη ονομασία που του έδωσε το Βρετανικό Μουσείο, εκτίθεται στην Αίθουσα Νο 56 «Μεσοποταμία» του Βρετανικού Μουσείου.

Εντοπισμός του τόπου προέλευσης και χρονολόγηση.

Η συγκριτική αρχαιολογική μέθοδος τοποθετεί χρονολογικά το ανάγλυφο Burney μεταξύ της περιόδου  Isin – Larsa ( Δύο σουμεριακές πόλεις στο σημερινό Νότιο Ιράκ. Ο πολιτισμός τους κατέρρευσε περί το 1940 π. Χ.) (Van Buren Elizabeth «A further note on the terra-cotta relief». Archiv für Orientforschung, 11,  pp. 354–357, Douglas,1936 ) και των αρχών της Παλαιοβαβυλωνιακής περιόδου. Το ανάγλυφο δεν είναι σουμεριακό ή ακκαδικό, είναι μεταγενέστερο, αλλά δεν είναι και ασσυριακό, οπότε θα έπρεπε να τοποθετήσουμε τον τόπο προέλευσής του στο βόρειο Ιράκ.

Ο Henri Frankfort ( όπου παραπάνω) επισημαίνει την ομοιότητα της  του καλύμματος της κεφαλής της θεάς του αναγλύφου Burney με το κάλυμμα της κεφαλής του θεού – Ηλίου Shamash που ανακαλύφθηκε στην Ούρ (την πατρίδα του Αβραάμ) και ανήκει χρονολογικά στην περίοδο 2000 π. Χ. έως 1750 π. Χ. Σήμερα η κεφαλή του θεού – Ηλίου Shamash ανήκει στην συλλογή του Βρετανικού Μουσείου.

Το κάλυμμα της κεφαλής του θεού – Ηλίου Shamash (αριστερά) και  το κάλυμμα της κεφαλής της θεάς του αναγλύφου Burney (δεξιά) παρουσιάζουν, όπως επισημαίνει η Dominique Collon, τέτοια ομοιότητα στην ποιότητα, την κατασκευή και τα εικονογραφικά στοιχεία, που θα μπορούσαμε κάλλιστα να ισχυριστούμε ότι τα δύο γλυπτά προέρχονται από το ίδιο εργαστήριο (Collon Dominique, The Queen of the Night, British Museum Objects in Focus. London, British Museum Press 2005). Από αυτή την ομοιότητα μπορούμε να υποθέσουμε ότι η Ουρ είναι ο τόπος προέλευσης του αναγλύφου Burney.

Από την άλλη πλευρά η Edith Porada παρατηρεί ότι οι βόστρυχοι από τις χαίτες των λεόντων έχουν την ίδια ομοιότητα με δυο θραύσματα πλακών  που ανακαλύφθηκαν σε ανασκαφές στην Nippur (Porada Edith  «The Iconography of Death in Mesopotamia in the early Second Millennium B.C.». In Alster, Bernd. Death in Mesopotamia, Papers read at the XXVIe Rencontre assyriologique internationale. Mesopotamia, Copenhagen Studis in Assyriology. 8. Copenhagen: Akademisk Forlag, 1980, pp. 259–270). Πρόκειται για τα θραύσματα 142:8 και 142:10 (McCown, Donald E.; Haines, Richard C., Hansen, Donald P. Nippur I, Temple of Enlil, Scribal Quarter, and Soundings. Oriental Institute Publications. LXXXVII. Oriental Institute of the University of Chicago 1978, pp. pl. 142:8, 142:10). Το πρώτο από τα θραύσματα αυτά ανήκει στην περίοδο Isin-Larsa (μεταξύ των ετών 2000 και 1800 π.Χ.), το δεύτερο στην παλαιοβαβυλωνιακή περίοδο(μεταξύ 1800 και 1700 π.Χ.).Τέλος, η Agnès Spycket παρατηρεί την ομοιότητα που υπάρχει στο περιδέραιο της θεάς του αναγλύφου Burney με ένα περιδέραιο που βρέθηκε σε θραύσμα σε ανασκαφή στην σουμεριακή πόλη Isin (Collon, Dominique, «The Queen Under Attack – A rejoinder», Iraq ,London: British School of Archaeology in Iraq) LXIX: 43–51, 2007).

3Η κατασκευή του αναγλύφου Burney τοποθετείτε στις αρχές της 2ης χιλιετίας π. Χ.

Η χρονική αυτή περίοδος χαρακτηρίζεται από την παρακμή των πόλεων – κρατών Isin και Larsa, την εισβολή των Ελαμιτών, την κυριαρχία του Χαμουραμπί και την ενοποίηση του κράτους της Βαβυλώνας το 1762 π. Χ.

Στα τέλη της 3ης χιλιετίας π. Χ. ο συνολικός πληθυσμός της Μεσοποταμίας ανήρχετο στις 300.000 περίπου. Η εισβολή των Ελαμιτλων που ανέτρεψε την 3η δυναστεία της Ουρ μείωσε τον πληθυσμό στις 200.000 περίπου (Thompson, William R. «Complexity, Diminishing Marginal Returns and Serial Mesopotamian Fragmentation». Journal of World Systems Research X (3): 613–652.Retrieved 21-May-2009). Αυτό είναι το πολιτικό πλαίσιο της εποχής που θεωρείται ότι δημιουργήθηκε το ανάγλυφο Burney.

Πόλεις όπως η Nippur και η Isin θα είχαν πληθυσμό  20.000 κατοίκων [περίπου,  η Larsa περί τις 40.000, και η Βαβυλώνα της εποχής του Χαμουραμπί, το 1700 π.Χ.,  γύρω στις 60.000 (George Modelski στην εργασία του Thompson, William R. όπου παραπάνω).

Μέσα στο ανεπτυγμένο σύστημα της παραγωγής και  οικονομίας αυτών των πόλεων υπήρχαν ειδικοί τεχνίτες που κατασκεύαζαν λατρευτικά αντικείμενα όπως το αναγλύφο Burney.

Το μεγάλο μέγεθος του αναγλύφου δίνει  την βάσιμη πιθανότητα να  χρησιμοποιήθηκε σε κάποιο ιερό ως αντικείμενο λατρείας (Frankfort Henri, «The Burney Relief». Archiv für Orientforschung 12: 128–135, 1937.

Jacobsen Thorkild, «Pictures and pictorial language,the Burney Relief». In Mindlin, M., Geller, M.J. and Wansbrough, J.E.. Figurative Language in the Ancient Near East. London: School of Oriental and African Studies, University of London. pp. 1–11, 1987).

Βέβαια το ανάγλυφο δεν προοριζόταν για χρήση σε ένα κεντρικό  ναό, όπου απαιτούντο μεγάλα αγάλματα των θεών, αλλά θα ήταν σε χρήση σε κάποιο ιδιωτικό ιερό ή σε ναό δευτερεύουσας σημασίας.

Ποια είναι στην πραγματικότητα η εικονιζόμενη γυναικεία θεότητα του αναγλύφου Burney;

Ήδη πιο πάνω αναφέραμε ότι τρεις είναι οι γυναικείες θεότητες που μια εξ αυτών μπορεί  να έχει απεικονιστεί στο ανάγλυφο Burney: Η Λίλιθ ή Lilitu, η Inanna - Istar και η Ereshkigal.

Τρεις είναι οι υποψήφιες θεϊκές προσωπικότητες που διεκδικούν την απεικόνιση του αναγλύφου Burney. Ποια όμως είναι αυτή που πραγματικά της ανήκει;

Το ερώτημα είναι δύσκολο να απαντηθεί. Δεν υπάρχει κάποια επιγραφή που να εξηγεί ποια είναι η εικονιζόμενη θεά και δεν  γνωρίζουμε που ακριβώς βρέθηκε το ανάγλυφο και επομένως δεν μπορούμε να κρίνουμε την ταυτότητα της θεάς από τον χαρακτήρα του χώρου στον οποίο βρέθηκε. Π. χ. αν ήταν ένα πορνείο θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η θεά η Inanna – Istar, η θεά του έρωτα. Αν το ανάγλυφο είχε βρεθεί σε κάποιο τάφο, τότε αναμφισβήτητα θα ήταν η Ereshkigal, η θεά και κυρία του κάτω κόσμου. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να εξετάσουμε θρησκειολογικά τις τρεις θεϊκές προσωπικότητες και να προσπαθήσουμε να εξάγουμε κάποιο συμπέρασμα.

Λίλιθ ή Lilitu.

Ένας μεγάλος αριθμός ειδικών θεωρεί ότι το ανάγλυφο Burney είναι η μοναδική, μέχρι στιγμής, σωζόμενη απεικόνιση της θεότητας των Σουμερίων, της γνωστής κατά τις μεταγενέστερες και εν πολλοίς αυθαίρετες παραδόσεις ως δαιμονικής οντότητας, αλλά και της υπερφυσικής εκείνης προσωπικότητας που με τον θρύλο της γοήτευσε ποιητές, συγγραφείς και ερευνητές, όπως ο γράφων, της ξακουσμένης ανά τους αιώνες κυρίας της νύχτας, της Λίλιθ ή Lilitu (Patai Raphael, The Hebrew Goddess, p. 221, 3d ed., Detroit, Wayne State University Press, 1990).

Από πολύ νωρίς η φτερωτή γυμνή θεά με τα πόδια πουλιού και τις δυο γλαύκες να την περιβάλουν τιμητικά έκανε πολλούς να θεωρήσουν ότι είναι η κυρία της νύχτας, η Λίλιθ (Frankfort Henri, «The Burney Relief», Archiv für Orientforschung 12, p. 128–135, 1937). Ο Frankfort ως βάση για τον ισχυρισμό του, ότι η θεότης του αναγλύφου Burney είναι η Λίλιθ, θέτει την ύπαρξη των δύο γλαυκών οι οποίες θεωρούνται ως τα πτηνά του κάτω κόσμου, σύμφωνα με τα όσα αναφέρει η βαβυλωνιακή εκδοχή του έπους του Γκιλγκαμές: «τα πλάσματα αυτά είναι οι κάτοικοι της γης των νεκρών» (Gilgamesh, Plate VII, col. IV). Βεβαίως η Λίλιθ δεν είναι η βασίλισσα του κάτω κόσμου, αυτή είναι η Ereshkigal, η Λίλιθ συνοδεύεται από γλαύκες, οι οποίες είναι πτηνά της νύχτας, αλλά και των νεκροταφείων. Η σχέση τους με τα νεκροταφεία τους προσδίδει τον χαρακτηρισμό των πτηνών του κόσμου των νεκρών. Οι γλαύκες του αναγλύφου Burney δεν συμβολίζουν τον κόσμο των νεκρών, φέρουν τον αρχικό συμβολισμό τους, είναι πτηνά της νύχτας και συντροφεύουν την κυρία της νύχτας που εικονίζεται στο ανάγλυφο.

Η Λίλιθ, στην αρχική μορφή της σουμεριακής παράδοσης, είναι ένα πνεύμα που καθαγιάζει ή στοιχειώνει ένα τόπο.

Η αρχική ονομασία της Λίλιθ στην σουμεριακή γλώσσα είναι «ki-sikil-lil-la-ke» (Assyrian Dictionary, University of Chicago, Chicago 1956. Siegmund Hurwitz, Lilith, p. 49, Jerusalem Bible, Doubleday, New York, 1966).

Το όνομα «ki-sikil-lil-la-ke» είναι μια σύνθετη λέξη αποτελούμενη από τρία συνθετικά στοιχεία, την λέξη «ki-sikil» που σημαίνει «ιερό τόπο», την λέξη «lil» που σημαίνει «πνεύμα» και την λέξη «la-ke» που σημαίνει «ύδωρ», άρα «lil-la-ke» σημαίνει «πνεύμα του νερού» (Roberta Sterman Sabbath Sacred tropes: Tanakh, New Testament, and Qur'an as literature and culture 2009). Ο γράφων θεωρεί ότι ο συνδυασμός των λέξεων «ki-sikil» και «lil-la-ke» σημαίνει «πνεύμα του νερού που καθιερώνει έναν τόπο» ή «πνεύμα του νερού που στοιχειώνει έναν τόπο».

Inanna – Istar.

4Η θεά Inanna είναι text1η Αφροδίτη της Σουμερίας, η θεά του έρωτα. Στα σουμεριακά  ο γλωσσικός τύπος είναι , ΙΝΑ – ΝΑ και στα ακαδικά text2 , ISTAR. Η Inanna είναι η κυρία του ουρανού και των αστέρων (I. J. Gelb, The Name of the Goddess Innin, Journal of Near Eastern Studies, Vol. 19, No. 2, Apr., 1960, pp. 72-79). Ως κυρία του ουρανού και των αστέρων η Inanna – Istar έχει ως σύμβολο ένα αστέρι με οκτώ ακτίνες (Jeremy Black and Anthony Green, «Gods, Demons, and Symbols of Ancient Mesopotamia», An Illustrated Dictionary,  p. 156, pp. 169-170, 1992). 

Το αστέρι – σύμβολο της Ιστάρ από το Μουσείο του Λούβρου (Kudurru Melishipak Louvre Sb23 Ishtar-star).

5Στο Μουσείο του Λούβρου υπάρχει το περίφημο «αγγείο της Ιστάρ», στο ποίο η θεά εικονίζεται γυμνή  με φτερά. Τα πόδια της θεάς δεν είναι ανθρώπινα και δίνουν την εντύπωση μάλλον υδροβίου πτηνού παρά αρπακτικού. Η στάση των χεριών και κάλυμμα της κεφαλής θυμίζουν έντονα τα ανάλογα στοιχεία της θεάς του αναγλύφου Burney. Αυτή η ομοιότητα έκανε κάποιους ερευνητές να υποθέσουν ότι η γυναικεία μορφή του αναγλύφου Burney είναι η Inanna – Istar (Jacobsen Thorkild, «Pictures and pictorial language, the Burney Relief». In Mindlin, M., Geller, M.J. and Wansbrough, J.E.. Figurative Language in the Ancient Near East. London: School of Oriental and African Studies, University of London 1987.  pp. 1–11). Όσοι υποστηρίζουν κάτι τέτοιο παραβλέπουν την πιθανότητα τα πόδια της θεάς να είναι υδροβίου πτηνού, πιθανότητα που ενισχύεται από το γεγονός ότι το «αγγείο της Ιστάρ», εκτός από την εικόνα της θεάς, φέρει εικόνες ψαριών, υδροβίων πτηνών και χελωνών (υδροβίων;). Από το όλο μοτίβο του αγγείου η θεά δίνει την εντύπωση θεότητας των βάλτων ή των υδάτων, όχι της νύκτας όπως η θεά του αναγλύφου Burney. Από το «αγγείο της Ιστάρ» απουσιάζουν οι λέοντες και οι γλαύκες, όντα χαρακτηριστικά του αναγλύφου Burney.

Πως είναι δυνατό να συνδεθεί μια θεϊκή προσωπικότητα που την χαρακτηρίζουν τα όντα του νερού με μια προσωπικότητα που την χαρακτηρίζουν τα όντα του φωτός και της ισχύος, οι λέοντες, και τα όντα της νυκτός και της σοφίας, οι γλαύκες;

Αν έπρεπε να κρίνουμε μόνο από τις απεικονίσεις του αναγλύφου Burney του Βρετανικού Μουσείου και του «αγγείου της Ιστάρ» του Μουσείου του Λούβρου, θα έπρεπε ρητώς να απορρίψουμε οποιαδήποτε σχέση μεταξύ της θεάς Ιστάρ, όπως αυτή εικονίζεται στο «αγγείο της Ιστάρ» του Μουσείου του Λούβρου και της γυναικείας θεότητας του αναγλύφου Burney.

Υπάρχουν όμως κάποιες λογοτεχνικές – θρησκευτικές πηγές που επιτρέπουν ένα τέτοιο συσχετισμό.

Ο διάσημος Δανός ασυριολόγος Thorkild Jacobsen υποστηρίζει ότι η Λίλιθ ως δαιμονική οντότης δεν θα μπορούσε να απολάμβνανε λατρείας, άρα η θεότης του αναγλύφου Burney είναι κάποια άλλη θηλυκή προσωπικότης με θεϊκή υπάσταση, η οποία , κατά την εκτίμησή του, είναι η Ιστάρ – Ινάννα. Ακόμη ισχυρίζεται ο Jacobsen ότι το κάλυμμα της κεφαλής της γυναικείας θεϊκής οντότητας του αναγλύφου Burney αρμόζει σε μια θεά σαν την Ιστάρ – Ινάννα και όχι σε ένα δαίμονα όπως η Λίλιθ.

(Jacobsen, Thorkild, «Pictures and pictorial language - the Burney Relief». In Mindlin, M., Geller, M.J. and Wansbrough, J.E.. Figurative Language in the Ancient Near East. School of Oriental and African Studies, University of London. pp. 1–11, London 1987).

Το λάθος που διαπράττει ο Jacobsen και όσοι άλλοι θεωρούν την Λίλιθ δαίμονα είναι το ότι δέχονται την πολύ μεταγενέστερη ταλμουδική παράδοση ως ισχύουσα κατά τις αρχές της 2ας π. Χ. χιλιετηρίδας, της εποχής της κατασκευής του αναγλύφου Burney. Αυτό είναι μεγάλο λάθος που διαπράττουν όσοι θέτουν την επιστημονική έρευνα κάτω από το πρίσμα της θρησκευτικής τους πίστης και επηρεάζονται άκριτα από τις σύγχρονες θρησκευτικές προκαταλήψεις που θέλουν την Λίλιθ δαιμονική οντότητα.

Αλλά πριν να εξετάσουμε την θεϊκότητα της Λίλιθ κατά την πρώιμη σουμεριακή εποχή, καλό θα είναι να συνεχίσουμε την εξέταση των στοιχείων που επικαλούνται κάποιοι ερευνητές για να μας πείσουν ότι το ανάγλυφο Burney εικονίζει την Ιστάρ – Ινάννα.

6Η Ισραηλίτισσα αρχαιολόγος Tallay Ornan θεωρεί ότι του αναγλύφου Burney οι λέοντες, επί των οποίων πατά η γυναικεία θεότης, βρίσκονται στην κορυφή όρους και επειδή η θεά Ιστάρ – Ινάννα. έχει την κατοικία της στις κορυφογραμμές του Kur-mùsh πρέπει να είναι αυτή που εικονίζεται στο ανάγλυφο Burney (Ornan Tallay. The Triumph of the Symbol: Pictorial Representation of Deities in Mesopotamia and the Biblical Image Ban. Orbis Biblicus et Orientalis. 213, 61 f, Fribourg: Academic Press Fribourg 2005). Βεβαίως η θεότης του  αναγλύφου Burney δεν φαίνεται να κατοικεί κάπου και ειδικότερα επί όρους, απλά πατάει επάνω σε λέοντες, οι οποίοι ενδεχομένως να βρίσκονται επί όρους.

Οι διάφοροι ερευνητές θεωρούν ότι το έδαφος επί του οποίου πατούν οι γλαύκες και ξαπλώνουν οι λέοντες είναι κάποια κορυφογραμμή.

(Davis Frank, A puzzling «Venus» of 2000 B.C.: a fine Sumerian relief in London. The Illustrated London News 1936, 5069, : 1047 ,13 June 1936.

Collon, Dominique. The Queen of the Night. British Museum Objects in Focus. London: British Museum Press 2005). 

Η διπλή σειρά λίθων (;) που εικονίζεται στο κάτω τμήμα του αναγλύφου Burney θεωρείται από κάποιους ότι συμβολίζει μια κορυφογραμμή.

Πράγματι στην τέχνη της Μεσοποταμίας έτσι συμβολίζεται η κορυφογραμμή κάποιου όρους, αλλά από την οποιαδήποτε κορυφογραμμή μέχρι το ανάκτορο της Ιστάρ στο Kur-mùsh υπάρχει μεγάλη απόσταση και η απόδοση για τον λόγο αυτό της γυναικείας μορφής του αναγλύφου Burney στην Ιστάρ – Ινάννα είναι σαφέστατα εσφαλμένη.

Σε ένα ύμνο της En-hedu-Ana (Αρχιέρια – στολίδι του Ανού, του Ουρανού) η Ιστάρ κάθεται επί λεόντων. Από εκεί κάποιοι ορμώμενοι αποδίδουν στην Ιστάρ το ανάγλυφο Burney (Jacobsen, όπου παραπάνω στην ίδια παράγραφο).

7Στο σημείο αυτό πρέπει να μνημονεύσουμε και το σχετικό ανάγλυφο από το Μουσείο του Λούβρου ( είναι της ίδιας περίπου ηλικίας με το ανάγλυφο Burney) που παρουσιάζει την Ιστάρ με κάλυμμα της κεφαλής όμοιο με εκείνο που φορά η γυναικεία μορφή του αναγλύφου Burney, με φόρεμα με βολάν, και σκήπτρο όμοιο με την ποιμαντορική ράβδο των ορθοδόξων αρχιερέων !

Βεβαίως η εικόνα αυτή της Ιστάρ ουδεμία σχέση έχει με την γυμνή θεότητα του αναγλύφου Burney, αλλά οι ευφάνταστοι ερμηνευτές θέλουν μετά σπουδής να αποκλήσουν την Λίλιθ από την απεικόνιση του αναγλύφου Burney, ώστε να μην θιγούν οι θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, που θέλουν την Λίλιθ δαίμονα και όχι μεγάλη θεά, όπως ήταν και όπως θα δούμε παρακάτω. Δυστυχώς όταν η αρχαιολογική έρευνα υποτάσσεται στην σκοταδιστική θρησκευτική πίστη και στις σκοπιμότητές διαχωρίζεται της αρετής, της επιστημονικής αληθείας επί του προκειμένου, και καθίσταται πανουργία και όχι επιστήμη. 

Ιστάρ, ανάγλυφο,Eshnunna, πρώιμη  2η π. Χ. χιλιετηρίδα, Louvre, AO 12456.

8Από την διήγηση της «καθόδου της Ινάννα στον κάτω κόσμο» o Jacobsen (όπου παραπάνω) λαμβάνει κάποιες αναφορές για το σύμβολο «ράβδος δαχτυλίδι» ( ο γράφων θεωρεί ότι ο όρος αυτός είναι λάθος, πρόκειται για τελετουργικό κόμβο), το περιδέραιο και την περούκα και με αυτά επιχειρεί να μας πείσει για το αληθές του ισχυρισμού του περί της απεικόνισης της Ιστάρ στο ανάγλυφο Burney. Τα εν λόγω σύμβολά, βεβαίως, τα φέρουν σχεδόν όλοι οι θεοί και οι θεές του πανθέου της Μεσοποταμίας χωρίς να διεκδικούν την απεικόνιση του αναγλύφου Burney. 

Αυτός είναι ο τελετουργικός κόμβος ή βρόχος, τον οποίο κάποιοι τον θέλουν «σύμβολο ράβδος – δαχτυλίδι». Είναι ο πρόγονος του αιγυπτιακού ΑΝΚΧ.

Δυστυχώς η προσπάθεια κάποιων να αποκλειστεί η πιθανότητα να είναι η Λίλιθ η εικονιζόμενη «Μεγάλη Θεά» του αναγλύφου Burney τους ωθεί σε κωμικούς συλλογισμούς που τους εκθέτουν ως επιστήμονες. Αυτά που ήδη αναφέραμε σχετικά με την προσπάθεια να αποδοθεί το ανάγλυφο Burney στην Ιστάρ είναι παντελώς απίθανα, ειδικά το τελευταίο έχει και μια κάποια δόση κωμικού, τίποτα όμως δεν είναι πιο αντιεπιστημονικό και συνάμα τόσο κωμικό όσο ο συλλογισμός που ακολουθεί και είναι, και αυτός, γέννημα της «δημιουργικής επιστημονικής φαντασίας» του  Jacobsen (όπου παραπάνω):

Η ακκαδική λέξη eššebu (γλαύκα) αντιστοιχεί στην σουμεριακή λέξη ninna.

H σουμεριακή λέξη dingir nin – ninna (θεά κυρία – γλαύκα) αντιστοιχεί στην ακκαδική Ιστάρ.

Ακόμη, κατά τον Jacobsen πάντοτε, η σουμεριακή ninna μπορεί να μεταφραστεί στα ακκαδικά kilili.

Kilili σημαίνει πόρνη και είναι προσωνύμιο της Ιστάρ.

Σε κάποιο κείμενο της μυθολογίας της Μεσοποταμίας, κατά τον Jacobsen (όπου παραπάνω),  η Ιστάρ αποκαλείται kar-kid (πόρνη) και ab-ba-su-su.

Αυτό το τελευταίο στα ακκαδικά μεταφράζεται σε kilili. Οπότε μπορούμε να συνδέσουμε την πόρνη και την γλαύκα με την Ιστάρ. Έτσι ισχυρίζεται ο Jacobsen (όπου παραπάνω). Αφού λοιπόν γίνουν όλες αυτές οι συνδέσεις και συνδυαστούν όλα αυτά τα γλωσσικά δάνεια διαφόρων εποχών και πολιτισμών καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η εικονιζόμενη θεά στο ανάγλυφο Burney είναι η Ινάννα – Ιστάρ και όχι η Λίλιθ.

Ο Jacobsen κάνοντας όλον αυτόν τον γλωσσολογικό περίπατο διάπραξε ένα μεγάλο σφάλμα., το ανάγλυφο Burney δεν είναι της ακκαδικής εποχής, αλλά της προγενέστερης σουμεριακής, άρα όλα όσα μας λέει για να μας πείσει είναι «έπεα πτερόεντα».

Και για να καταλήξουμε, η Ιστάρ είναι μια μεγάλη θεά του έρωτα, των υδάτων, του πολέμου, είναι ένοπλος, έχει άρμα που το σέρνουν λέοντες, φορά πολυτελές ένδυμά με βολάν, κρατά ράβδο όμοια με την ποιμαντορική ράβδο των ορθοδόξων αρχιερέων, αλλά στο ανάγλυφο Burney δεν εικονίζεται, εκεί εικονίζεται μια θεά που δεσπόζει της νύχτας, η Λίλιθ. Το πώς και το γιατί θα τα δούμε στο τελευταίο τμήμα του παρόντος άρθρου.

Ereshkigal.

Στη Σουμεριακή μυθολογία, η Ερεσκιγκάλ ήταν η θεά της Ιρκάλλα, της χώρας των νεκρών. Μερικές φορές, η ίδια η θεά ονομάζεται και Ιρκάλλα, όπως και  ονομασία Άδης αναφερόταν και στο θεό του κάτω κόσμου και στον κάτω κόσμο σαν χώρο. Το όνομά της σημαίνει η «Κυρία της Μεγάλης Γης». (στην γλώσσα των Σουμερίων ere σημαίνει κυρία, ki σημαίνει γη και gal μεγάλη, άρα ere-ki-gal σημαίνει κυρία της μεγάλης γης ). Η Ερεσκιγκάλ είναι η αδελφή της Ιστάρ, είναι και αυτή Μεγάλη Θεά και δικαιούται να φέρει το μεγαλοπρεπές κάλυμμα της κεφαλής, που είναι το διακριτικό των Μεγάλων Θεών.

Οι ειδικοί του Βρετανικού Μουσείου θεωρούν ότι η γυναικεία μορφή του αναγλύφου Burney είναι η Ερεσκιγκάλ και όχι η Ιστάρ. Στην παραδοχή αυτή κατέληξαν επειδή η γυναικεία μορφή του αναγλύφου Burney φέρει τα φτερά της κλειστά (προς τα κάτω) και το φόντο του αναγλύφου είναι μαύρο. Αν αυτός ο ισχυρισμός αληθεύει, τότε το ανάγλυφο Burney είναι η μοναδική σωζόμενη απεικόνιση της Ερεσκιγκάλ (Albenda, Pauline  «The Queen of the Night plaque. A Revisit. Journal of the American Oriental Society (American Oriental Society) 125 (2), pp. 171–190. Retrieved 07-May-2009).

Η Edith Porada θεωρεί ότι αν η στάση των φτερών και το χρώμα της επιφάνειας του αναγλύφου μπορούν να δεχτούν την ερμηνεία που τους αποδόθηκε, τότε η εικονιζόμενη γυναικεία μορφή στο ανάγλυφο Burney είναι η Ερεσκιγκάλ ή κάποια άλλη γυναικεία θεότητα που περιστασιακά θεωρήθηκε ως η κυρία του κάτω κόσμου (Porada Edith. «The Iconography of Death in Mesopotamia in the early Second Millennium B.C.». In Alster Bernd, Death in Mesopotamia, Papers read at the XXVIe Rencontre assyriologique internationale. Mesopotamia, Copenhagen Studis in Assyriology. 8. Copenhagen: Akademisk Forlag1980.  p. 260). Της ίδιας άποψης με την Edith. Porada είναι και Elisabeth Von der Osten-Sacken, αλλά και αυτή δεν παραθέτει αδιάσειστα επιχειρήματα. Το μόνο που μας λέει είναι ότι τα σύμβολα που κρατά στα χέρια της η γυναικεία μορφή του αναγλύφου Burney είναι τα σύμβολα ισχύος της Ιστάρ, τα οποία απέσπασε από αυτήν δια της βίας η Ερεσκιγκάλ όταν η Ιστάρ κατήλθε στον κάτω κόσμο (Von der Osten-Sacken Elisabeth, «Zur Göttin auf dem Burneyrelief», In Parpola, Simo and Whiting, Robert. M., Sex and Gender in the Ancient Near East. Proceedings of the XLVIIe Rencontre Assyriologique Internationale, Helsinki. 2. Helsinki 2002. The Neo-Assyrian Text Corpus Project. pp. 479–487).

Βεβαίως αυτό που παρέλειψαν να μας πουν οι δύο μεγάλες κυρίες της ασσυριακής  αρχαιολογίας είναι γιατί τα κλειστά φτερά προσδιορίζουν την Ερεσκιγκάλ και όχι την Λίλιθ και γιατί το μαύρο φόντο του αναγλύφου προσδιορίζει τον κάτω κόσμο και όχι την νύχτα. Για τον γράφοντα είναι απίθανο η γυμνή γυναικεία μορφή του αναγλύφου Burney να είναι η Ερεσκιγκάλ, η κυρία του κάτω κόσμου.

Η λύση του γρίφου με γνώμονα την ερμηνεία των συμβόλων.

Από τα παραπάνω είναι σαφές ότι η γυναικεία μορφή του αναγλύφου Burney δεν είναι ούτε η Ιστάρ – Ιναννα, ούτε η Ερεσκιγκάλ. Γιατί όμως πρέπει να είναι η Λίλιθ; Δεν μπορεί να είναι κάποια άλλη γυναικεία θεότης; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό έρχεται από το ίδιο το ανάγλυφο: Έχουμε μια γυναικεία θεότητα γυμνή, εύσαρκο και χυμώδη, μια ερωτική γυναικεία ύπαρξη, η οποία δεσπόζει της νυκτός. Πως δεσπόζει της νυκτός; Δεσπόζει πατώντας επί των λεόντων, των συμβόλων της δύναμης και περιβαλλόμενη από το μαύρο χρώμα του σκοτεινού νυκτερινού ουρανού και συνοδευόμενη από τις δύο γλαύκες σε τιμητική – εραλδική διάταξη. Είναι η κυρία της νύχτας με το μυστήριό της, τον ερωτισμό της, τους κινδύνους της. Αυτή η τελευταίοι συμβολίζονται από τα πόδια αρπακτικού πτηνού που έχει η θεά. Η γυναικεία προσωπικότητα του αναγλύφου Burney είναι η κυρία της νύχτας, του ερωτισμού της, των ονείρων και των ονειρώξεων, της άπνοιας ύπνου, των εφιαλτικών ονείρων, κάθε νυκτερινού κινδύνου, της ερωτικής σύλληψης και της ζωής, του θανάτου κατά τον ύπνο και κάθε καλού ή κακού που συνδέεται με την περίοδο αυτή του εικοσιτετραώρου. Αυτή είναι η Λίλιθ και αυτή είναι που εικονίζεται στο ανάγλυφο Burney. Για όλες  αυτές τις ιδιότητές της είναι μια Μεγάλη Θεά και επαξίως φέρει το κάλυμμα της κεφαλής που φέρουν οι Μεγάλοι Θεοί. Έχει ανοικτές της αγκάλες τις σε στάση ευλογίας προς τους προσκυνητές της εικόνας της. Κρατά σε κάθε παλάμη της το μαγικό – τελετουργικό βρόχο που συμβολίζει την δημιουργία και που εξέλιξή του είναι (με μια προς τα κάτω απόληξη) ο αιγυπτιακός ΑΝΚΧ.

Αυτή είναι η Λίλιθ, η θεά του αναγλύφου Burney που κυριαρχεί επί της νύχτας και όλων των εκδηλώσεων, καλών και κακών, που λαμβάνουν χώρα κατά την διάρκειά της. Αυτή είναι η αρχική περί την Λίλιθ πίστη, η ποία προκύπτει από την αρχαιολογική ανάγνωση του αναλγύφου Burney. Γραπτές πηγές δεν υπάρχουν, αλλά η αρχαιολογία είναι η ιατροδικαστική της ιστορίας και η αρχαιολογική ανάγνωση μας δίνει την δυνατότητα να αναπληρώσουμε την έλλειψη πηγών.

Και μια τελευταία παρατήρηση.

Το ανάγλυφο Burney δείχνει μια θεότητα θριαμβέβουσα και προσφερόμενη προς λατρεία από τους πιστούς. Η εν λόγω θεότης έχει σχέση με το σκότος, της νύχτας ή του κάτω κόσμου.

Η Ιστάρ κατήλθε στον κάτω κόσμο, σύμφωνα με την διήγηση της Μεσοποταμίας «η κάθοδος της Ιστάρ στον κάτω κόσμο» όπου όμως συνελήφθη και εξευτελίστηκε από την αδελφή της Ερεσκιγκάλ (Jacobsen όπου παραπάνω). Είναι απίθανο να λατρεύεται για αυτή την εξευτελιστική κάθοδο η Ιστάρ. Ομοίως είναι απίθανο να λατρεύεται η Ερεσκιγκάλ για την απρεπή συμπεριφορά της προς την αδελφή της. Στο ανάγλυφο Burney, αν εικονίζεται η Ερεσκιγκάλ, φέρει τα σύμβολα της Ιστάρ και πατά επί των λεόντων της, πράγμα που είναι παντελώς απίθανο να αποτελεί αντικείμενο θρησκευτικής τιμής για κάποιο θρησκευτικό κοινό της εποχής. Τέτοια αναρχική – ανατρεπτική θρησκευτική λατρεία θα ήταν απίθανο να ενθαρρυνόταν από τους μονάρχες της Μεσοποταμίας και τα ιερατεία που τους στήριζαν.

Ο κάτω κόσμος γενικώς αποκλείεται για τους παραπάνω λόγους που αποκλείουν την Ιστάρ και την Ερεσκιγκάλ. Αυτό που μένει είναι η νύχτα και η θεά κυρίαρχός της, η Λίλιθ. Δεν μπορεί να υπάρξει καμιά άλλη αρχαιολογική ερμηνεία. Το ανάγλυφο Burney απεικονίζει την Κυρία της Νύχτας η οποία είναι η Λίλιθ.

Η θρησκειολογική διάσταση του αναγλύφου του Burney και οι θρησκειολογικές του προεκτάσεις στους κατοπινούς αιώνες.

Υπάρχει όμως και μια άλλη διάσταση στην ανάγνωση του αναγλύφου Burney: Είδαμε παραπάνω ότι η ομοιότητα του καλύμματος της κεφαλής του θεού – Ηλίου Shamash με την ομοιότητα του καλύμματος της κεφαλής της Λίλιθ στο ανάγλυφο Burney. Όπως είδαμε πιο πάνω η ομοιότητα είναι τόσο μεγάλη που οδηγεί κάποιους να πιστέψουν ότι οι δύο θρησκευτικές απεικονίσεις προέρχονται από το ίδιο εργαστήριο.

Η κεφαλή του θεού – Ηλίου Shamash βρέθηκε στην Ουρ (την πατρίδα του Αβραάμ) και είναι της ίδιας χρονολογικής περιόδου με το ανάγλυφο Burney (2000 π. Χ. έως 1750 π. Χ.). Το γεγονός αυτό μας κάνει να υποθέσουμε ότι ίσως και το ανάγλυφο Burney να προέρχεται από την Ουρ, κεντρική θεότητα της οποίας ήταν η θεός της σελήνης Σιν Ναννάρ. Η σελήνη φαίνεται στον ουρανό κατά την νύχτα της οποίας η κυρία είναι η Λίλιθ. Το πρόβλημα που τίθεται είναι το ακόλουθο: Ποια η σχέση Σιν Ναννάρ και Λίλιθ; Μήπως ήταν σύζυγοι; Η μυθολογία της Μεσοποταμίας θέλει ως συζύγους του Σιν Ναννάρ την Νιργκάλ ή την Ιστάρ. Υπάρχει άραγε θρησκειολογική σχέση μεταξύ των δύο αυτών θηλυκών θεοτήτων και της Λίλιθ; Ίσως σε μια πλέον πρωτόγονη θρησκευτική φάση να ταυτιζόντουσαν.

Υπάρχει όμως και μια τελευταία διάσταση στο θέμα: Η Ουρ είναι η πατρίδα Αβραάμ. Από εδώ ξεκίνησε την επική της πορεία η οικογένεια του Αβραάμ για να καταλήξει, με την βοήθεια του Θεού, στην γη της επαγγελίας. Ο Θεός αυτός, σε μεταγενέστερη εποχή, αποκαλύφθηκε στον Αβραάμ ως  Ελ Σανταΐ (אל שדי‎ κατά το εβραϊκό κείμενο) (κατά την μετάφραση των Ο’ αναφέρεται απλά «ἐγώ εἰμι ὁ Θεός σου· η αγγλική μετάφραση του βασιλέως Ιακώβου μεταφράζει God Almighty, Θεός Παντοδύναμος) (Γένεση, 17, 1). Η διήγηση αυτή βάζει στον γράφοντα σε ένα μεγάλο πειρασμό: Αν ο Ελ Σανταΐ είναι ο ίδιος με τον Θεό που εξήγαγε την οικογένεια του Αβραάμ από της Ουρ, μπορεί αυτός ο Θεός να ταυτιστεί, σε κάποια προγενέστερη εξωβιβλική παράδοση, με τον Θεό Σιν Ναννάρ της Ουρ, τον σύζυγο της Νιργκάλ, της Ιστάρ και ενδεχομένως της Λίλιθ;

Αν ο παραπάνω συλλογισμός είναι αληθής τότε έχουμε το εξής θρησκειολογικό φαινόμενο, στην ώριμη ιστορική περίοδο του Ισραήλ:

Κατά την εποχή πριν την διασπορά το 90% του πληθυσμού του Ισραήλ ζούσε εκτός της Ιερουσαλήμ και μακριά από τον έλεγχο του ιερατείου και του βασιλιά. Αυτός ο λαός της ιουδαϊκής υπαίθρου λάτρευε έναν θεό, τον Γιαχβέ, ο οποίος είχε όμως και σύζυγο, την Ασερά (στα εβραϊκα אֲשֵׁרָה). Η Ασερά είναι η σύζυγός του Γιεχουέ στην λαϊκή θρησκεία του αρχαίου Ισραήλ ( Περί της Ασερά ως συζύγου του Γιχουέ δες: Dever W. G., Did God Have a Wife? Archeology and Folk Religion in Ancient Israel, William B Eerdman Publishing Company, 1995).

Η Ασερά, ως σύζυγος του Γιεχουέ, λατρευόταν από την λαϊκή εβραϊκή θρησκεία, από την πρώιμη εποχή μέχρι την μετοικεσία Βαβυλώνος.

Την σχέση του Γιεχουέ με την Ασερά στην εβραϊκή λαϊκή θρησκεία την επιβεβαιώνουν δύο επιγραφές:

Η πρώτη επιγραφή είναι του 8ου π. Χ. αιώνος, βρίσκεται επάνω σε όστρακο αγγείου (πίθου;) και αναφέρει τα ακόλουθα:

בירכתי אתכם ליהוה שומרון ולאשרתו‎ , Berakhti etkhem l’Yehoue Shomron ul’Asherato, το οποίο μεταφράζεται στα ελληνικά: «έχω ευλογηθεί από Γιχουέ της Σαμαριάς και  την Ασερά Του», εννοεί ότι έχει ευλογηθεί (το αγγείο ή ο κάτοχός του;) από τον Γιεχουέ  της Σαμάριας και (από την;) Ασερά Του. Αν η λέξη שומרון , κατά την ανάγνωση, αντί για «Shomron» διαβαστεί «shomrenu» που σημαίνει  «κηδεμόνας» τότε το νόημα της φράσης αλλάζει και έχουμε την εξής μετάφραση: «έχω ευλογηθεί από τον Γιχουέ ο κηδεμόνα μας και η Ασερά Του», δηλαδή εννοεί ότι: «έχω ευλογηθεί (το αγγείο ή ο κάτοχός του) από τον Γιεχουέ, τον κηδεμόνα μας και την Ασερά του». Η επιγραφή αυτή ανακαλύφθηκε από Ισραηλινούς αρχαιολόγους στο Kuntillet Ajrud (Εβραϊκά «Horvat Teman») κατά τη διάρκεια των ανασκαφών στην έρημο του Σινά το 1975.

Μια άλλη επιγραφή, από το Khirbet el-Kom κοντά στη Χεβρώνα, έχει ως εξής: «Ευλογημένος είναι Uriyahu από Yehoue και από Asherah του· από τους εχθρούς του, τον έσωσε». Το κείμενο αυτό συντακτικά αποκατεστημένο στην νεοελληνική αποδίδεται ως εξής:

Ευλογημένος είναι ο Ουριγιαχού από τον Γιεχουέ και την Ασερά του· από τους εχθρούς του, τον έσωσε». Το κείμενο αυτό μας μιλάει για κάποιον Ουριγιαχού, ο οποίος είναι ευλογημένος από τον Γιεχουέ και την Ασερά του. Αυτός ο Ουριγιαχού έχει σωθεί από τους εχθρούς του χάρη στην ευλογία του Γιεχουέ και της Ασερά (Israel Finkelstein and Neil Asher Silberman, The Bible Unearthed, Archaeology's New Vision of Ancient Israel and the Origin of Its Sacred Texts).

Από όσα γνωρίζουμε για την Ασερά, σύμφωνα με την μυθολογία των Χαναναίων, είναι σύζυγος του Ελ και μητέρα του Βάαλ (Driver G.R., Canaanite Myths and Legends, T & T Clark, Edinburgh 1971). Οι Χαναναίοι και οι Εβραίοι κατοικούσαν στις ίδιες περιοχές του σημερινού κράτους του Ισραήλ. Η πλέον στοιχειώδης θρησκειολογική σύγκριση μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Γιεχουέ των Εβραίων και ο Ελ των Χαναναίων είναι η αυτή θεϊκή προσωπικότητα προσαρμοσμένη στην λαϊκή θρησκευτική ιδιοσυστασία της θρησκευτικής ψυχολογίας του κάθε λαού. Και οι δύο αυτοί κορυφαίοι θεοί των δυο γειτονικών λαών, των Εβραίων και των Χαναναίων, έχουν ως σύζυγο, κατά την λαϊκή θρησκεία της εβραϊκής υπαίθρου, την Ασερά, την Κυρία των Υδάτων, την Χαναναία Αστάρτη, της οποίας η πανάρχαια λατρεία προέρχεται από την σουμεριακή Ινάννα και την ακαδική Ιστάρ, οι οποίες, σε κάποια πρωτόγονη σουμεριακή θρησκευτική φάση ή και ενδεχομένως προσουμεριακή, σχετιζόντουσαν με την Λίλιθ ή Lilitu.

Έτσι έχουμε την θρησκευτική και συμβολιστική επίδραση της θεάς Λίλιθ του Αναγλύφου του Burney (αρχές της 2ης π. Χ. χιλιετίας) να επιζεί στην λαϊκή θρησκευτική παράδοση της ισραηλιτικής υπαίθρου μέχρι την εποχή της περί την μετοικεσία Βαβυλώνος και μεταγενέστερα μέχρι την εποχή της ρωμαιοκρατίας ως ένα απλό λαϊκό έθιμο ή μια λαϊκή πρόληψη.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Λίλιθ, η θεά του αναγλύφου Burney επέδρασε καθοριστικά στις θρησκείες των διαφόρων λαών από την Μεσοποταμία μέχρι την Μεσόγειο για χρονικό διάστημα άνω των δύο χιλιετιών.

Η Λίλιθ σήμερα.

Αιτία για την εκπόνηση της παρούσας μελέτης ήταν η ενασχόληση μου στο πρόσφατο παρελθόν με την Λητώ και η κατάρτιση μιας ειδικής μελέτης γι’ αυτήν. Η μελέτη μου για την Λητώ, που όπως απέδειξα είναι η θεότητα που προσωποποιεί την νύχτα, σύμφωνα με την θρησκεία των Πατέρων μας της αρχαιότητας, με οδήγησε να την συγκρίνω με την Μητέρα – Θεά Λάντα της Μικράς Ασίας, την Βουτώ της Αρχαίας Αιγύπτου και την γλυκιά και αγαπημένη θεά Λίλιθ της αρχαίας Σουμερίας.

Στο έργο για την Λητώ μελετήθηκε η σχέση της Λητούς με την Λάντα και την Βουτώ, για την Λίλθ δεν υπήρχαν αρκετά στοιχεία και έτσι απεφάσισα να την μελετήσω θρησκειολογικά σε ειδικό πόνημα.

Στην προσπάθεια αυτή εξέτασα όλα τα στοιχεία που υπήρχαν για την Λίλιθ από την απώτατη σουμεριακή αρχαιότητα μέχρι την εποχή μας. Μελετώντας κατέληξα στο συμπέρασμα ότι το ενδιαφέρων κάποιων συγχρόνων κύκλων διανοουμένων της εποχής μας για την Λίλιθ έχει αναζωογονήσει την σπουδή πάνω στο θέμα αυτό και την έχει στρέψει προς την σωστή κατεύθυνση.

Η Λίλιθ είναι, όπως απέδειξε η παρούσα θρησκειολογική μελέτη, η θεά που προσωποποιεί την νύχτα στην σουμεριακή αρχαιότητα. Μετά την κατάρρευση της αυτοκρατορίας των Σουμερίων οι Βαβυλώνιοι θεώρησαν την Λίλιθ ως δαιμονική θεότητα. Όταν καταλύεται μια αυτοκρατορία οι νικητές, εφ’ όσον έχουν διαφορετική θρησκεία, δαιμονοποιούν τις θεότητες των ηττημένων, των οποίων η θρησκεία διώκεται και τελείται σε κλειστούς θρησκευτικούς κύκλους. Έτσι σιγά – σιγά η διωκόμενη θρησκεία περιβάλλεται από πέπλο μυστηρίου και συκοφαντίας και καθίσταται μαγεία. Αυτή είναι η θρησκειολογική διαδικασία που οδηγεί μια θρησκεία να γίνει μαγεία. Η θρησκεία και η μαγεία πιστεύουν στην ύπαρξη κάποιου ή κάποιων ανωτέρων όντων και διαμορφώνουν ένα σύστημα λατρείας προς εξυπηρέτηση της πίστης τους. Η διαφορά είναι ότι η μεν θρησκεία ασκείται δημόσια και τιμάται υπό πάντων, η δε μαγεία ασκείται κρυφά και είναι καταδικαστέα.

Ως κακό δαίμονα της νύχτας γνώρισαν οι Εβραίοι κατά την βαβυλώνια αιχμαλωσία την Λίλιθ, την περιέλαβαν ως εχθρική δαιμονική οντότητα  στην λαϊκή τους θρησκεία και έτσι ακριβώς την γνώρισε ολόκληρος ο κόσμος. Έτσι η Λίλιθ από θεά των Σουμερίων έγινε ηρωίδα της σολομωνικής των αγραμμάτων γραϊδίων. Οι θρησκειολογικές περιπέτειες της Λίλιθ περιγράφονται ενδελεχώς σ’ αυτή την μελέτη. Ευτυχώς όμως που πάντα θα υπάρχουν και κάποιοι διανοούμενοι που δεν θα επηρεάζονται από την αμάθεια, την μισαλλοδοξία, και την αγυρτεία, και που πάντα θα έχουν βρίσκουν το σωστό δρόμο μέσα στον κυκεώνα του σκοταδισμού. Αυτή είναι που σήμερα μελετούν ξανά τις αρχαίες δοξασίες περί της Λίλιθ και οδηγούν τις σχετικές σπουδές προς την σωστή θρησκειολογική κατεύθυνση.

Η Λίλιθ στον σύγχρονο εσωτερισμό και την θρησκειολογία.

Στην εποχή μας η προσωπικότητα της Λίλιθ περιβάλλεται από ένα φωτοστέφανο φεμινιστικού ιδεαλισμού και είναι πολύ δημοφιλής στα διάφορα σύγχρονα  αποκρυφιστικά ρεύματα.

Στον τομέα των σύγχρονων ρευμάτων σπουδής του σύγχρονου εσωτερισμού  υπάρχουν μυητικά τάγματα που στα τυπικά τους περιλαμβάνουν την Λίλιθ χαρακτηρίζοντάς την ως την «πρώτη μητέρα». Τα τάγματα που περιλαμβάνουν στα μυητικά τους δρώμενα τελετουργίες που αφορούν την Λίλιθ είναι:  το «Ordo Antichristianus Illuminati» και η «Order of Phosphorus». Ακόμη ο Aleister Crowley στο έργο του «De Arte Magica» παρουσιάζει την Λίλιθ ως εξιδανικευμένο νυκτερινό δαίμονα ερωτικής διάθεσης. Ειδικά για τον Crowley η Λίλιθ αντιπροσωπεύει μια λίαν προσφιλή πνευματική οντότητα και αυτός είναι ο λόγος που τον έκανε να συμπεριλάβει το όνομά της στα ονόματα της κορούλας του που πέθανε σε ηλικία τριών ετών το 1906. Το άτυχο κοριτσάκι του Aleister Crowley ονομαζόταν : Nuit Ma Ahathoor Hecate Sappho Jezebel Lilith Crowley, γεννήθηκε το 1904 και πέθανε το 1906.

Ακόμη η Λίλιθ ταυτίζεται στα τυπικά της Thelemic Order με την Babalon, την Πόρνη την καθήμενη επί του Κτήνους από την Αποκάλυψη του Ιωάννη. Η Thelemic Order είναι ένα τάγμα που η διδασκαλεία του βασίζεται στην χαοτική μαγεία ( «Lilith-Ritus». http://home.comcast.net/~max555/rites/lilith-ritus.html ). Μέσα στα τυπικά του τάγματος αυτού υπάρχει και μια επίκληση στην Λίλιθ («The Invocation of Lilith». http://home.comcast.net/~max555/rites/lilith.html). Στην εν λόγω επίκληση η Λίλιθ περιγράφεται ως λαμπρή σκοτεινή θηλυκή ύπαρξη με μαύρα φτερά και κατακόκκινα χείλη. Ακόμη χαρακτηρίζεται ως  ηγέτιδα της Αβύσσου του ερωτισμού η οποία οδηγεί την ανθρωπότητα στην ελευθερία. Η Λίλιθ, σύμφωνα με την εν λόγω επίκληση, είναι η ακαταμάχητη εκπλήρωση κάθε ερωτικής επιθυμίας, την οποία δύναται να μαντεύσει. Κατά την επίκληση, η Λίλιθ είναι το πρώτο θηλυκό και νόχι η Εύα, είναι αυτή που φέρνει μέσω του ερωτισμού την επανάσταση της θέλησης και την αληθινή ελευθερία του νου. Είναι αξιοσημείωτο ότι στο τυπικό της επίκλησης αυτής η Λίλιθ χαρακτηρίζεται ως «Βασίλισσα της Μαγείας» και αποκαλείται με το πανάρχαιο σουμεριακό όνομά της: KI-SI-KIL-LIL-LA-KE (Lilith Ritus, Γερμανικό τυπικό του Joseph Max).

Κάποιοι συγγραφείς των οποίων οι ιδέες συνέβαλαν στην δημιουργία της Wicca έχουν εκφραστεί κατά ιδιαίτερο τρόπο για την Λίλιθ. Ο Charles Leland συνδέει την Λίλιθ με την Aradia, την οποία δυνδέει στην συνέχεια με την Ηρωδιάδα. Σύμφωνα με τον Leland το όνομα Ηρωδιάς  είναι ένα όνομα που προέρχεται από τη Δυτική Ασία, όπου καταγράφεται μια πρώιμη μορφή της Λίλιθ (Grimassi, Raven, Stregheria: La Vecchia Religione. Leland, Charles, Aradia, Gospel of the Witches-a Appendix). Ο γράφων θεωρεί ότι η πρώιμη μορφή της Λίλιθ που αναφέρει ο Leland είναι η Θεά – Μητέρα Lada της Μικράς Ασίας. Σχετικά δε με το όνομα Ηρωδιας, ο γράφων έχει να παρατηρήσει ότι είναι το θηλυκό του Ηρώδη και είναι ελληνικής προέλευσης. Μην ξεχνάμε ότι Ηρώδης ο Αττικός ήταν το όνομα του γνωστού Αθηναίου ρήτωρα και ευεργέτου της πόλεως των Αθηνών (το μνήμα του βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του Καλλιμάρμαρου Σταδίου της Αθήνας, στον έξω περιφερειακό δρόμο μετά την τελευταία προς τα επάνω κερκίδα).

Ο Gerald Gardner  ισχυρίζεται ότι υπάρχει συνεχής ιστορική λατρεία της Λίλιθ μέχρι σήμερα, και ότι το όνομά της δίδεται, κατά τις διάφορες τελετές, στην ιέρεια που προσωποποιεί την θεά στα ιερά δρώμενα («Lilith-The First Eve». Imbolc. 2002 http://www.whitedragon.org).

Κάποιοι σύγχρονοι διανοούμενοι θεωρούν την Λίλιθ ως θεοποίηση της θηλυκότητας.  Η Λίλιθ για τους σύγχρονους διανοούμενους είναι η προσωποποίηση του ερωτισμού και της μητρότητας είναι ομόλογος των γυναικείων θεϊκών προσωπικοτήτων που συναντάμε σε πολλές θρησκείες. Είναι ομόλογος της Ινάννα, της Ιστάρ, της Ασερά των Υδάτων, της Ανάθ, και της Ίσιδος (Deborah J. Grenn, History of Lilith Institute). Σύμφωνα με την σύγχρονη θρησκειολογία, Λίλιθ ήταν αρχικά μια θεά - μητέρα της θρησκείας των Σουμερίων. Στην Βαβυλώνα και το Ισραήλ, με την άνοδο της πατριαρχίας θεωρήθηκε ως δαίμων, αλλά για τις λαϊκές μάζες ήταν η προστάτης του τοκετού και η ενσάρκωση του ερωτισμού των Βαβυλωνίων, ή εβραϊκή του τοκετού, τα παιδιά, τις γυναίκες, και της σεξουαλικότητας («Lilith» www.thaliatook.com http://www.thaliatook.com. Hurwitz, Siegmund. «Excerpts from Lilith-The first Eve». http://www.daimon.ch/385630522X_2E.htm . «Lilith». goddess.com.au. http://www.goddess.com.au/goddesses/Lilith.htm).

Αυτή είναι η πραγματική πορεία της θεάς Λίλιθ από την αρχαία Σουμερία μέχρι τις μέρες μας.

Είθε η Μεγάλη Θεά KI-SI-KIL-LIL-LA-KE, η γλυκιά κι’ αγαπημένη Λίλιθ και οδηγεί πάντα τον αισθησιασμό, την μητρότητα, και την σκέψη μας προς το φως, όπως η Σελήνη τον νυχτερινό διαβάτη μέχρι το ολόφωτο ξημέρωμα.