(Ανέκδοτο κείμενο του Δ. Λιαντίνη, κατ’ εξοχήν ποιητικό. Ερμηνεύει ποιητικά κοσμογονικά μεγέθη του ποιητή της Άσκρας Ησίοδου.)
Και μετά τις θάλασσες ανθίσανε τα βουνά. Και τα βουνά οι θεοί τα χτίσανε στα πετράλωνα του ουρανού ανήμερα της Αγίας Ακινησίας.
Κοιτάζοντας από το Ρημόκαστρο δυτικά, την ώρα που σκάζει ο ήλιος στη ραχοκοκαλιά της Εύβοιας, βλέπεις το πελώριο άγαλμα του κοριτσιού.
Έχει το σώμα του ξαπλωμένο ανάσκελα επάνω στις ρωγμές της αυγής και το σκεπάζει απρόσεχτα ένα σεντόνι ανάερης πάχνης.Τα μαλλιά του χύνονται στο βοριά και το ξανθό τους φρικίασμα ηρεμεί, εκεί όπου οι καρπερές απανωσιές των σπαρτών τελειώνουν.
Το μέτωπο προτείνει στο φως επιφάνεια στεφανωτή, όπου η έμπνευση τυπώνει επάνω της λογής ιδεογράμματα και όσα οι ποιητές εγράφανε στον καιρό τον πριν του πάπυρου και της περγαμηνής.
Ο λαιμός διαγράφει την κουραστική απόσταση από το ανασηκωμένο πηγούνι ίσαμε τη δίκορφη στέγη του στέρνου. Σ’ εκείνα τα δίκλωνα ύψη τον Ιούνιο μοσκοβολά ο αμάραντος. Και άλλα λουλούδια, όσα δύσκολα μαζεύονται.
Για ν’ ανέβεις στους αμπελώνες του στήθους, εφτά φορές θα σου λυθούν τα γόνατα. Έως ότου κοντά στα λυχνανάματα, πατημένοι οι ληνοί, θα φτάνεις να πέφτεις μαζί με τη νύχτα αποζητώντας ευεργέτη τον ύπνο.
Που μπορεί και τον αδελφό του το θάνατο. ΄Η το ποικιλόβουλο γένος των ονείρων.
Και θάνατον, τέκε δ’ Ύπνον, έτικτε δε φύλον Ονείρων.
Η κοιλιά αψηλόβαρη ανεβαίνει το βουνό σα μυθικός Απατόσαυρος. Που ότι βγήκε από τα κορινθιακά νερά και προσέχει το σπλάχνο του.
Να κινιούνται ζητώντας στο φως να απολιθωθούν όλα τα παλαιοντολογικά σκιρτήματα.
Ή πιο παλιά η Θεογονία. Και το ελληνικό Σινά, δίχως θειάφι και βροντές, ρίχνει μίσχο γαλάζιου και παχνιάζεται στη γύρη του ύπνου.
Του κοριτσιού που ο Ησίοδος εβάφτισε μούσα. Και οι άνθρωποι ύστερα μουσική.
#
Έως να φτάσει στα γενέθλια της μουσικής, είδε κι έπαθε ο αιώνας καρτερώντας η ώρα του να λάβει σχήμα το χάος Και η θύελλα των στοιχείων ν’ αλφαβητίσει τις εποχές.
Που στο τέλος το δέντρο της γης και του πόντου εφύτρωσε στα τρία δέρματα της νύχτας. Και ο κόπος εδίδαξε τη ρίζα της ζωής να βυζαίνει τον αυχένα του Άδη.
Εκεί κειτόταν το κακό. Σαν για να γεωδαιτεί από τον πυθμένα του σκότους το έργο της σωτηρίας. Παρόμοια όπως το κρίμα της όμορφης εστοιχείωσε το γιοφύρι της Άρτας.
Γιατί μόνη και πάντα της η αγιαστούρα της Έριδας έρχεται να ταράζει τα νερά. Της Στύγας που ορίσθηκαν να εγγυώνται το δεσμό των πραγμάτων.
Η Νέμεση, η Απάτη, η Φιλότητα, το Γήρας,
ο Πόνος, η Λήθη, ο λιμός. Τα Άλγεα, οι Υσμίνες,
οι Φόνοι, οι Μάχες, οι Ανδροκτασίες, τα Νείκεα,
οι Λόγοι. Τα Ψεύδεα, η Δυσνομίη, η Άτη, ο Όρκος.
Οι τιτάνες νικημένοι απόκρυψαν το φλογωπό τους γένι στις οπές των ηφαιστείων .Και συγκαταστέρξαν στα σίδερα να βυσσοδομεί ο σεισμός και οι άλλοι αυτάδελφοι.
Οι παγετοί ακούγοντας το ποδοβολητό στις πεδιάδες, και στα λατομεία των σταλαγμιτών η χλαλοή να πληθαίνει, υποχώρησαν έως τα σύνορα των γαλανών μεταμορφώσεων.
Ύστερα βγήκαν περίπατο τα φυτά και τα πουλιά προαπάντησαν τους ήχους. Όταν αγάλι- αγάλι το φως έλαβε στο χέρι διαμάντι και πήρε να χαράζει το δέρμα της σιγής.
Που κείθε πια το σώμα του κακού αφηνόταν στο μυστικό πηγάδι. Να εκτελεί έναν έναν τους άθλους του Ηρακλή θητεύοντας στην αυλή του ευρύστερνου κόσμου.
Ενώ στο αναμεταξύ οι συνοδοί της Αρμονίας είχαν κιόλας χαρτογραφήσει το οδοιπορικό της.
Το Κράτος, η Βία, η Νίκη, ο Ζήλος.
Η Μήτις, η Θέμις, η Αθηνά, οι Ώρες.
Η Ευνομίη, η Δίκη, η Ειρήνη, οι Μοίρες.
#
Τη χώρα της μουσικής ο Ησίοδος την ανακάλυψε το πρωί. Παραπλέοντας όλο αριστερά το ακρωτήριο της καλής Όρασης.
Έστησε το αυτί του στα πόδια του βουνού και βουβαίνοντας άκουσε. Που πρώτα ο φοβερός Τυφωέας σωριάστηκε σε οροσειρές ερειπίων. Και από το γδούπο πήρε να δένει η βουή των ανέμων.
Νότου Βορέω τε Αργεστέω Ζεφύρου τε.
Και οι ποταμοί πριν ξεπλύνουν τον ιδρό του κορμιού τους στη θάλασσα
καναχηδά ρέοντες
χυθήκανε να συγκλύσουν με μυριάδες γυρίσματα το πετραίο αλαλητό της δίψας. Σέρνοντας στη λαύρα αιχμαλωσιά της γης τη μήτρα των σύννεφων και τα σπέρματα του κεραυνού.
Νείλον τ’ Αλφειόν τε Ηριδανόν βαθυδίνην
Στρυμόνα Μαίανδρόν τε και Ίστρον καλλιρέεθρον.
Από το ένα άκρο του κόσμου έως τα ανατολικά της Εδέμ, όπου τα νερά ξαναβρίσκουν την κοίτη τους στα παλαιά ονόματα
Αφισών, Γεών, Τίγρης και Ευφράτης.
#
Ύστερα στους καθρέφτες του ρυακιού η ιτιά λύγισε τη μέση. Και κοκκινίζοντας οι παπαρούνες ανοίξαν το ρούχο τους. Και οι άνεμοι πήραν τις ανεμώνες ψηλά. Όπου σε μοσχοφόρους περίπατους
Έρως ωμάρτησε και Ίμερος έσπετο.
Ακόμη με τη θεληματική κεφαλή τους οι ηλίθιοι συμπάλευαν όρθιοι τις πλάκες του μεσημεριού. Και οι ωραίοι υάκινθοι μάτωσαν την άκρη του δίσκου.
Ενώ αλλού ο καλπασμός του πυρετού άναβε τη ματιά των θηρίων και πράσινο ρίγος ετάραζε τις φλέβες των κήπων. Όπου ναυμαχίες έβλεπες στον ωκεανό των χυμών.
Εν τούτοις στην αγκαλιά του χειμώνα έριχνε ήδη ο ήλιος τον Ελικώνα ολάκερο και αραδαριές τα χρυσάνθεμα. Ζερβά και δεξιά του με τα δύο κορίτσια να στέκονται
Θέμιν αιδοίην ελικοβλέφαρον τ’ Αφροδίτην.
Για να κρατούν πέρα από την κάθυγρη θύελλα το σύδεντρο της ξαστεριάς.
Τότε πήραν να σισυρίζουν ντροπαλά στις πλαγιές τα ρόμπολα και οι φράξοι. Ενώ στα μπράτσα της αύρας ήταν να χαίρεσαι μεγάλη χαρά τους κρόκους και τα μάραθα.
Γιατί, είτε στ’ ασημιά του ο Έσπερος χοροστατούσε στα ελάφια που έρχονταν και στη γούρνα που πρόσμενε, είτε οι ροές προβάτευαν τα κύματα, όταν χτυπούσε το πέλαγο έντεκα το πρωί.
Από μακριά ξαγνάντιζε το πλοίο με το ανθισμένο κατάρτι. Που έφερναν οι σκαρμοί του τη μέθη δεσμωμένη στο σείσμα του χορού
Χρυσοκόμης δε Διώνυσος ξανθήν Αριάδνην
και μαζί της ανάστατα τα άλλα κορίτσια.
Με τους βραχίονες ανοιχτούς στις οάσεις του λίβα. Και την ακοή λειβαδεύοντας όπου ενεδρεύουν οι κάκτοι.
Με το στηθόδεσμο κρεμασμένο στο αγκάθι των άστρων. Και ρυθμικά τα τλακ-τλακ στις ακτές των μηρών.
Ήταν Πάσχα ματιών να κοιτάς τα κορίτσια. Το απόσπερο λοξά να βουλιάζουν στον άνεμο. Τα χαράματα να ξυπνούν στους καινούργιους ροδώνες. Και τη νύχτα να ψαύουν επίμονα τους μικρούς αμφορείς στα νερά.
Την Κυμοθόη, τη Δωτώ, την Πόντοπόρεια,
την Ακταίη, τη Μενίππη, τη Σαώ, την Ευλιμένη.
Τη Λυσιάνασσα, την Ιπποθόη, τη Δωρίδα,
την Ευάρνη, τη Ζεύξώ, τη Δυναμένη, τη Φέρουσα.
Που όλες μαζί, από την πρώτη Αρεθούσα στη δύση και τη στερνή Σαλμακίδα στην ανατολή, πάλευαν στενάζοντας στις νερόβιες σπηλιές. Ν’ ανεβάσουν στο φως το θανάσιμο το κοντάρι του Αχιλλέα.
#
Ύστερα σαν ο θεός ετέλεψε τον κάματο της μέρας και όλο του κόσμου το υποστατικό γιόρταζε οκλαδόν το ιερό του Σάββατο.
Ο Ησίοδος κατέβασε στα χειμαδιά της πολιτείας, καθώς ο βοσκός από το βουνό το κοπάδι του, τα opera et dies των ανθρώπων.
Στην αρχή ειδοποίησε τον ατάσθαλο Πέρση και όλο στην αντίπερα όχθη το άλλο αδελφάτο, να μην εμπιστεύεται τις βασιλικές αλουργίδες.
Και διάβασε στο άγραφο μέλλον τον ασβολερό καιρό της ύβρης, οπόταν η περιττή Ασία δεν θα χωρέσει στην απέριττη Ελλάδα.
Γιατί το μισό φτάνει να ξεπερνάει σε μέγεθος το όλο. Και το σιδερένιο υνί νικάει σε χρεία τον χρυσό της σαρκοφάγου.
Απαράλλαχτα αλλιώς η ταπεινή μολόχα ακαρτερώντας να μαλάξει τον άρρωστο νοηματοδοτεί το προλεταριάτο των φυτών. Και τα ασφοδίλια της λύπης κάνουν ο άδης να μυρίζει κομμάτι περιβόλι.
Νήπιοι, ουδέ ίασιν, όσων πλέον ήμισυ παντός,
ουδ’ όσον εν μαλάχη τε και ασφοδέλω μεγ’ όνειαρ.