Δ. ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ
(Ανέκδοτο κείμενο για την ποίηση του Ελύτη)
Η συλλογή Έξη και μία τύψεις για τον ουρανό είναι το Σάββατο των Σαββάτων της ποίησης του Οδυσσέα Ελύτη.
Ολόκληρη βέβαια η ποίηση του Ελύτη είναι ένα σύνολο αναγκαίο και οργανικό. Το κάθε ποίημα και η κάθε συλλογή προβάλλει το δίκαιο της ισοτιμίας σε σχέση με τα επίλοιπα.
Όπως ακριβώς και τα μέλη του σώματος στον παλαιό μύθο του Μενίνιου Αγρίππα έγειραν εκείνο το δικαίωμα της από την πηγή ισαξιότητας που τελικά στάθηκε αρκετό να καταστείλει την ανταρσία ενάντια στην κοιλιά.
Ωστόσο ο Σαίξπηρ που ξαναδούλεψε το μύθο του Αγρίππα στον Κοριολανό του ετόλμησε – και μεγαλοφυΐα τελικά σημαίνει τόλμη – για δύο από τα μέλη του σώματος μια εκλεκτή διάκριση: το παλάτι της καρδιάς και ο θρόνος του νου είπε.
Οι έξη και μία, λοιπόν, είναι η κορυφή της ποίησης του Ελύτη. Mutatis mutandis είναι ό,τι είναι ο Βασίλης Αρβανίτης εκείνου του Μυριβήλη που έχει πίσω του τη Ζωή εν τάφω. Mutatis mutandis είναι ό.τι είναι το Όνειρο στο κύμα του θαλασσινού και του ΄θαλασσάχραντου΄ Παπαδιαμάντη. Mutatis mutandis είναι ό,τι είναι Εν τω μηνί Αθύρ ανάμεσα στους υπόλοιπους τάφους του καβαφικού Κεραμεικού. Και τέλος, μέσα σε αναλογίες πάντα, είναι ό,τι είναι τα Ψαρά και η Φραγκίσκα Φραίζερ του Σολωμού, πριν ή μετά τις Οκτάβες του Λάμπρου, τα σπασμένα ανάγλυφα του Κρητικού, και τον Πειρασμό του Γ΄ Σχεδιασματος.
Ο Ελύτης με τις Έξη και μία άγγιξε, τόσο σύντομα όσο σύντομα μπορεί να ΄ναι εφτά σύντομα ποιήματα, όχι απλώς το καλλιτεχνικό, αλλά ευρύτερα το υπαρκτικό του όριο.
Όπως το ερωτευμένο κορίτσι ή εκείνος ο τρελός των μύθων που ακούμε να λένε πως για μια στιγμή άγγιξαν στον ουρανό ένα άστρο.
Αυτή την κρίση αντικειμένου για την κορυφή του ελυτικού αετώματος για να την πω δραματικά, θα την περιγράψω με τον ακόλουθο τρόπο.
Εάν δοκίμαζε να υπερβεί το αισθητικό άκρο - άκρο με την έννοια του οχυρού, Ακρόπολη δηλαδή – που κατάκτησε με τις Έξη και μία, το αποτέλεσμα θα ΄ταν είτε να τρελαθεί, την ποιητική τρέλα που το αρχέτυπό της μας έδωκε ο Χαίλντερλιν, είτε να συντριφτεί, την ποιητική συντριβή που το αρχέτυπό της μας έδωκε ο Σολωμός. Άλλος πόρος δεν υπήρχε. Γιατί;
Ο Ελύτης ανήκει στο μέταλλο των ποιητών που εξελίσσονται μέσα στο χρόνο. Δεν είναι ο εξ υπαρχής ή ο από ένα έστω σημείο και μετά συντελεσμένος – ο τύπος του Κορνάρου λ.χ., του Κάλβου, του από το 1896 και μετά Καβάφη ή του μετά τα μυθιστορήματα Παπαδιαμάντη - αλλά κατά την πορεία συντελούμενος. Απόδειξη:
Εάν ο ακροατής δεν εγνώριζε ποιος έγραψε τους Προσανατολισμούς, το Άσμα ηρωικό, το Άξιον εστί, το Φωτόδεντρο, τη Μαρία Νεφέλη, το Σηματολόγιο, θα ξεγελιόταν ότι είναι έργα διαφορετικών ποιητών. Τόσος είναι ο βαθμός ετερότητας των ιδιοσυγκρασιών της μορφής του.
Κάτω από αυτή την ερμηνευτική οπτική οι Έξη και μια είναι το τέλος του Ελύτη με τη διπλή σημασία που έχει η λέξη στην ελληνική γλώσσα. Της παύλας, δηλαδή, αλλά και του σκοπού.
Πώς εξηγείται τότε ότι μετά τις Έξη και μία μας έδωκε τόσα έργα; Απάντηση:
Κανένα βουνό δεν μετριέται από τον ορειβάτη κάθετα. Αν είναι ν΄ ανεβείς στην κορφή του Ταΰγετου, ύψος δύο χιλιάδες τετρακόσια εφτά, θα ανεβείς περικοπά. Και περικοπά θα ξανακατεβείς. Δεν είναι ανάγκη, αλλά ούτε δύνεσαι, να κάμεις βουτιά δύο χιλιάδες τετρακόσια εφτά μέτρα για να ξαναβρεθείς στη βάση. Και με τα έξι χιλιάδες διακόσια πόδια πάνω από τη θάλασσα, που έλεγε ο Νίτσε, δεν εννοούσε τη σκάλα του Ιακώβ.
Στην εικόνα τούτη το Άξιον εστί είναι η αμέσως προηγούμενη και το Φωτόδεντρο η αμέσως επόμενη κορυφή της καλλιτεχνικής του οροσειράς.
Και με την έννοια αυτή οι Έξη και μία, εάν δεν είναι το μεσοστράτι της ζωής, ορισμένως είναι το μεσοστράτι του έργου του ποιητή. Και τι σημαίνει μεσοστράτι μας το εξήγησε μια για πάντα ο Δάντης.
Τις Έξη και μία η προηγούμενη ενεργητική πορεία του Ελύτη σθεναρά τις ετοίμασε. Η επόμενη χαρούμενα τις επιδεικνύει.
Έτσι λοιπόν με τις Έξη και μία ό,τι ο ποιητής έφερνε μέσα του σαν δυνατότητα μεταμορφώθηκε στην έξω του πραγματικότητα. Η δύναμη του είδους του έγινε ενέργεια. Μια στιγμή νήφουσας μανίας και θεοζαλιάς άρκεσε για να ξεφύγει του ποιητή και να μας το μολογήσει.
Λοιπόν αυτός που γύρευα ε ί μ α ι.
Το νήμα της πρότασης αυτής, θα μας έλεγε ο Σαίξπηρ, η δική μου γλώσσα θα την διατύπωνε έτσι
Το μέλλον μου ζω μέσα στο παρόν μου.
Η δύναμή του, λοιπόν, έγινε ενέργεια καθαρή με αποτέλεσμα ποσοτικά μετρήσιμο:
Μια σταγόνα καθαρού νερού, σθεναρή πάνω απ΄τα βά-
ραθρα την είπανε Αρετή.
Ή αλλοιώτικα, αλλά πάντοτε αριστοτελικά, η δύναμη του είδους του έγινε εντελέχεια. Η καλλιτεχνική του πράξη περιβλήθηκε το «εντελώς έχειν».
Προκειμένου για την εντελέχεια ο ίδιος ο Αριστοτέλης χρησιμοποίησε το παράδειγμα της πέτρας που στα χέρια του γλύπτη γίνεται άγαλμα.
Ιδού λοιπόν, ο Μοσχοφόρος στις Εφτά μέρες για την Αιωνιότητα. Και η Κόρη του Ευθυδίκου στην Καταγωγή του τοπίου.
Στο εξής, μετά δηλαδή τον Ελύτη, μπαίνοντας κανείς στο Μουσείο της Ακρόπολης δεν μπορεί να στέκεται μπροστά στο Μοσχοφόρο και στην Κόρη του Ευθυδίκου και να συλλογίζεται τον πλάστη τους, χωρίς να συλλογίζεται ταυτόχρονα το μικρόν Ανάλογον του Ελύτη, σαν ερμηνευτικό παρακόλουθο ή καινούργια γέννηση.
Ο Ελύτης μ΄ αυτές τις δύο αρχαϊκές μορφές έδεσε, όπως έδεσε ο Πολυλάς με το έργο του Σολωμού. Όπως ο Κουμπερτέν και ο Σλήμαν έδεσαν με την Ολυμπία και τις Μυκήνες. Όπως έδεσε το κλέφτικο Τραγούδι με το Λεπενιώτη και το Σκαλτσοδήμο. Όπως, τέλος, έδεσε ο Γλέζος και ο Σάντας με τη σημαία της Ακρόπολης.
Γι’ αυτό δεν χρειάζεται στη βάση των δύο αγαλμάτων να γράψουμε το όνομα του Ελύτη. Θα ΄ταν βαρβαρικό και σόλοικο να δοκιμάσει κάποιος να σωματώσει μια σελίδα του Μακρυγιάννη μέσα στο αρχαίο κείμενο του Θουκυδίδη.
Όμοια βρίσκω βαρβαρική και σόλοικη τη χάλκινη πλακέτα που εκαρφώσανε στην Ακρόπολη, λίγα μονάχα μέτρα από το Μοσχοφόρο και την Κόρη του Ευθυδίκου, με τα ονόματα των ηρώων Γλέζου και Σάντα. Ω! εμείς οι νεοέλληνες. Οι νεόκοποι, οι νεολόγοι και οι νεόπλουτοι.