{Ανέκδοτο (ημιτελές) κείμενο του Δ. Λιαντίνη με αφορμή τους «Αργοναύτες» του Σεφέρη}.
Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη.
Όταν διαβάζοντας τους Αργοναύτες αναθάρρησα πως ένοιωσα το ποίημα – νομίζω πως η μελέτη ενός ποιήματος βαστά χρόνια∙ λέγοντας ότι κατανοώ ένα ποίημα εννοώ ότι παρακολουθώ μέσα μου μια διαδικασία αναγνώρισης και φωτισμού που μοιάζει με τη λειτουργία της βλάστησης του φυτού – η τελική ιδέα μου ήταν ότι έχω μπροστά μου ένα σύμβολο θετικό.
Την πιο αινιγματική, που στο τέλος γίνεται και η λυτρωτική, στιγμή του ποιήματος την έβλεπα στην τελευταία λέξη: Δικαιοσύνη.
Έβρισκα ότι μόνο σε μια περίπτωση δε χάνει το σύμβολο το θετικό του χαρακτήρα: Όταν στη Δικαιοσύνη δώσει κανείς νόημα οντολογικό.
Έβρισκα ακόμη ότι δίνοντας οποιοδήποτε άλλο νόημα στη Δικαιοσύνη, ηθικό λ.χ. ή θρησκευτικό, όχι μόνο το σύμβολο των Αργοναυτών έχανε τη θετική του χροιά, αλλά και ολόκληρο το ποίημα βούλιαζε στο βυθό της σύγχυσης του Ποσειδώνα.
Λέγοντας οντολογική Δικαιοσύνη εννοώ την υπέρτατη αρχή των όντων που τα κοσμοποιεί (κάτι σαν το μυστήριο της Υπέρτατης Αρχής των Φιλικών, αν κοιτάξουμε σε ανθρώπινους καθρέφτες).
Είναι η εποπτεία των πραγμάτων, που ρίχνει το ρυθμό τους στην τροχιά του αιώνιου.
Ένα είδος φρουράς της κοσμικής τάξης, που ίδρυσε, τελεσιουργεί, εφορεύει και εγγυάται το ανυπερκέραστο της οικονομίας της.
Η οντολογική δικαιοσύνη είναι ο λόγος της σχέσης των πραγμάτων που τα ζωντανεύει και τα αθανατίζει.
Στη γλώσσα του Αναξίμανδρου είναι το διδόναι δίκην και τίσιν (Fr. 1) και στο νου του Ηράκλειτου είναι η περίπολος των Ερινύων, που κάθε στιγμή βεβαιώνουν την πειθαρχία των στρατιών του κόσμου (Fr. 94).
(Και τα δύο αποσπάσματα ο Σεφέρης τα γνώριζε όπως ο τσοπάνης τα κριάρια του).
Στη σχέση της με τον άνθρωπο η οντολογική δικαιοσύνη παίρνει μια απίστευτη σκληρότητα.
Γιατί τον λογαριάζει, όπως ακριβώς λογαριάζει και το δέντρο, τον άνεμο, την ταυτότητα του Απρίλη ή ένα αστέρι.
Αυτό σημαίνει ότι έτσι πρέπει να συμπεριφέρεται και ο άνθρωπος απέναντι στη φύση, για να’ ναι κοσμικά δίκαιος. Και τέτοιοι είναι οι Αργοναύτες του ποιήματος.
Στην αρχή δυνάμει:
Είχανε το φέρσιμο των δέντρων και των κυμάτων
που δέχουνται τον άνεμο και τη βροχή
δέχουνται τη νύχτα και τον ήλιο
χωρίς ν’ αλλάζουν μέσα στην αλλαγή.
Και στο τέλος ενεργεία:
Οι ψυχές τους έγιναν ένα με τα κουπιά και τους σκαρμούς
με το σοβαρό πρόσωπο της πλώρης
με τα’ αυλάκι του τιμονιού
με το νερό που έσπαζε τη μορφή τους.
#
Όταν είδα πως ερμήνευε τους Αργοναύτες ο Σεφέρης στο Γράμμα για την Κίχλη ένοιωσα σφοδρή αμηχανία.
Σα να μου την άστραψε κατακούτελα κάποιος με τη σφεντόνα του Δαβίδ.
Δε φελά να διαβάζει κανείς τους ανθρώπους και τα δέντρα συλλογιζόμουνα. Για πολύ καιρό βρισκόμουνα σε μεγάλη αντιδικία με τον εαυτό μου.
Ύστερα ξαναβρήκα την ισορροπία μου. Αλλά το τίμημα ήταν βαρύ. Όσο και το βάρος του Σεφέρη πάνω μου, εφόσον προσανατολίστηκα στη θέση ότι η ερμηνεία που ο ίδιος έκαμε στο ποίημά του ήταν λαθεμένη.
#
Αφού ο ποιητής παραβάλλει τους Αργοναύτες με τον Ελπήνορα και τα νήπια συντρόφια του Οδυσσέα, που σφάξανε στο νησί τα γελάδια του Ήλιου, είναι φυσικό στη λέξη Δικαιοσύνη να δίνει όχι οντολογική, αλλά μια τρεχάμενη ηθική χρήση.
Οι Αργοναύτες δεν είναι Ελπήνορες. Αν ανάμεσά τους υπάρχουν ήρωες όπως ο Κάλαἳς και ο Ζήτις, που μας είναι άγνωστοι ή ελάχιστα γνωστοί, με τη λέξη Αργοναύτες βασικά εννοούμε ονόματα όπως ο Ιάσονας, οι Διόσκουροι, ο Ηρακλής.
Αν παραβάλλουμε τους Αργοναύτες με τον Ελπήνορα – αυτόν το μέσο ανθρώπινο τύπο που είναι τόσο συμπαθής – τότε νομίζω ότι καταργείται η απόσταση και ανάμεσα στον Ελπήνορα και τον Οδυσσέα.
#
Οι Αργοναύτες, όπως μας τους κληροδότησε η μυθολογία και όπως τους ψιλοδούλεψε αργότερα η κλασική και η ευρωπαϊκή παράδοση και τέχνη, είναι το σύμβολο του ανθρώπου που χωρίς να υπερβεί τα φυσικά του όρια εντατικοποιεί ως το έπακρο όλη την καταβολική σύσταση του κορμιού και του μυαλού του: τη γνώση, τη βούληση και την πράξη.
Μέσα από αυτό το αρχαϊκό καλούπι της μυθολογίας ο Όμηρος θα πλάσει ένα κλασικό άγαλμα: τον Οδυσσέα.
Η αναλογία – διαφορές και ομοιότητες - ανάμεσα στους Αργοναύτες και στον Οδυσσέα είναι όμοια με τη σχέση ανάμεσα στον Κούρο των Μεσογείων και στον Διαδούμενο του Πολύκλειτου.
#
Παραθέτω δύο δείγματα καλλιτεχνικής ανανέωσης αυτού του αρχετυπικού συμβόλου της μυθολογίας μας, για να υποστηρίξω πως οι Αργοναύτες δεν πέσανε ποτέ από τ’ αψηλά οροπέδια της ανθρώπινης πρωτοπορίας (τόλμη, κίνδυνος, γνώση, τρόμος, και περηφάνια, ηρωική ενατένιση της ανίκητης μοίρας που τελικά συντρίβει την ανθρώπινη φύση) στους στεκάμενους κάμπους της ψόφιας ανθρώπινης ηθικής (Ελπήνορες όπως όλοι μας σχεδόν, και τόσοι συμπαθείς στη μετριότητἀ μας). Το ένα από το Nietzsche:
Και εμείς όντας τόσο καιρό σε τέτοιο δρόμο, εμείς
οι Αργοναύτες του ιδεώδους, πιο τολμηροί ίσως απ’ όσο
είναι φρόνιμο. Και ναυαγοί συχνά και στης ζημιάς τους
βράχους ξεβρασμένοι, αλλά, καθώς είπα πιο υγιείς και
εύρωστοι απ’ όσο θέλουν να μας επιτρέπουν, επικίνδυνα
υγιείς, από ξαρχής και πάντα υγιείς – θέλουμε να
πιστεύουμε ότι για πληρωμή του τρόπου μας αυτού,
έχουμε μπρος στα μάτια μας μια γης, που δεν την
ανακάλυψαν ακόμη, που κανείς δεν έφτασε να ιδεί
τα σύνορά της, ένα κόσμο τόσο βαθύπλουτο σε
ομορφιά, σε αλλοκοτιά, σε αστάθεια, σε τρόμο
και θεἳκότητα, ώστε η γνωστική απληστία και η
δίψα μας για κατοχή να χάνουν τον εαυτό τους
- αχ που πια με τίποτα να μη μπορεί να χορτασθούμε!...
Πως θα γινότανε μετά από τέτοια θέαση και τέτοια
Άγρια πείνα για είδηση και συνείδηση να μας είναι
ακόμη αρκετός ο παρόντας άνθρωπος;
Το άλλο από το Σικελιανό:
Άγιο τιμόνι από το δρυ κομμένο της Δωδώνης
Που ως σκεις την μαύρην άβυσσο, πίσω σου καίει φωτιά,
Μεγάλη πύρινη αυλακιά, για πού κατευοδώνεις
Το αρμένισμά μας σήμερα, στην άναστρη νυχτιά;
Βγήκε το σκότος, δύναμη στα στήθια μας ν’ απλώσει,
- το νιώθουμε όσο γίνεται – τριγύρα μας βαθύ, -
- κι όλος μαζώχτει ο ουρανός στα πέλαγα να κλώσει
- το δρόμο, που έτσι ξέγνοιαστα στα φρένα μας ανθεί.