Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014

«Άκου Κοινέ Ανθρωπάκο» Wilhelm Reich

 

Σε φωνάζουν Ανθρωπάκο, Κοινό Άνθρωπο.
Λένε πως χάραξε η εποχή σου, η «Εποχή του Κοινού Ανθρώπου».
Πόσο σε λυπάμαι Κοινέ Ανθρωπάκο

Μα δεν είσαι συ που το λες, ανθρωπάκο. Το λένε εκείνοι, οι αντιπρόεδροι των μεγάλων εθνών, οι εργατοπατέρες, οι μετανιωμένοι γιοι των αστών, οι πολιτικοί και οι φιλόσοφοι. Σου προσφέρουν το μέλλον, μα δε ρωτούν για το παρελθόν σου κι όμως, είσαι κληρονόμος ενός τρομερού παρελθόντος. Τούτη η κληρονομιά καίει στη χούφτα σου σα διαμάντι φλεγόμενο. Εγώ αυτό έχω να σου πω.

Ο γιατρός, ο τσαγκάρης, ο μηχανικός ή ο εκπαιδευτικός, για να προκόψουν στη δουλειά τους και να κερδίσουν το ψωμί τους, πρέπει να γνωρίζουν τις ελλείψεις τους. Εδώ και κάμποσες δεκαετίες παίρνεις παγκοσμίως τα ηνία στα χέρια σου. Το μέλλον της ανθρωπότητας θα εξαρτηθεί από τις σκέψεις και τις πράξεις σου. Όμως, οι δάσκαλοι κι οι αφέντες σου δε σου μιλάνε για τον τρόπο που σκέφτεσαι πραγματικά.

Δε σου λένε ποιος είσαι στα αλήθεια. Κανένας δεν τολμά να σε φέρει αντιμέτωπο με τη μοναδική πραγματικότητα που έχει τη δύναμη να σε καταστήσει κύριο του πεπρωμένου σου. Είσαι «ελεύθερος» από μια άποψη μονάχα: ελεύθερος από την αυτοκριτική, που μπορεί να σε βοηθήσει να κουμαντάρεις τη ζωή σου.

Δε σ’ άκουσα να παραπονιέσαι ποτέ: «Με εκθειάζετε σαν το μελλοντικό αφέντη του εαυτού μου και του κόσμου μου. Αλλά δε μου λέτε πώς γίνεται κανείς αφέντης του εαυτού του. Δε μου λέτε ποια είναι τα λάθη και τα ελαττώματά μου, πού σφάλλω στον τρόπο που σκέφτομαι και πράττω».

Επιτρέπεις στους ισχυρούς να απαιτούν τη δύναμη εν ονόματι «του ανθρωπάκου». Όμως, εσύ ο ίδιος παραμένεις βουβός. Ενισχύεις τους ισχυρούς με περισσότερη δύναμη. Επιλέγεις για εκπροσώπους ανθρώπους αδύναμους και κακοήθεις. Τελικά διαπιστώνεις πάντα, πολύ αργά, πως σ’ έπιασαν κορόιδο.

Σε καταλαβαίνω! κι ετούτο επειδή αντίκρισα αμέτρητες φορές γυμνό το κορμί και την ψυχή σου. Σε είδα δίχως τη μάσκα σου, την κομματική σου ταυτότητα ή την εθνική σου υπερηφάνεια. Γυμνό σα νεογέννητο, γυμνό σα στρατάρχη ξεβράκωτο. Σ’ άκουσα να κλαις και να οδύρεσαι. Μου μίλησες για τα προβλήματά σου, τις αγάπες και τους πόθους σου. Σε ξέρω και σε καταλαβαίνω και θα σου πω τι είσαι, ανθρωπάκο, επειδή πιστεύω πραγματικά στο τρανό σου μέλλον. Μα επειδή το μέλλον σού ανήκει, αναμφίβολα σου ανήκει, ρίξε μια ματιά στον εαυτό σου. Κοίτα τον όπως είναι πραγματικά. Άκου αυτό που κανένας από τους ηγέτες και τους αντιπροσώπους σου δεν τολμά να σου πει:

Είσαι «άνθρωπος μικρός, κοινός». Συλλογίσου τη διπλή έννοια που έχουν τούτες οι λέξεις, «μικρός» και «κοινός»… Μην το βάζεις στα πόδια! Βρες το κουράγιο να αντικρίσεις τον εαυτό σου!

«Με ποιο δικαίωμα μου κάνεις κήρυγμα;» Βλέπω την ερώτηση στο τρομαγμένο βλέμμα σου. Σ’ ακούω να την ξεστομίζεις όλο αυθάδεια. Φοβάσαι να αντικρίσεις τον εαυτό σου, ανθρωπάκο. Φοβάσαι την κριτική, όσο και τη δύναμη που σου υποσχέθηκαν. Αλήθεια, πώς σκέφτεσαι να χρησιμοποιήσεις τη δύναμή σου; Δεν ξέρεις. Φοβάσαι και να σκεφτείς ακόμη πως μπορεί κάποια μέρα να ‘σαι διαφορετικός: ελεύθερος αντί φοβισμένος, ειλικρινής αντί ραδιούργος, να χαίρεσαι τον έρωτα, όχι σαν τον κλέφτη μες στη νύκτα, αλλά ανοικτά, στο φως του ήλιου.

Απεχθάνεσαι τον εαυτό σου, ανθρωπάκο. Αναρωτιέσαι, «Ποιος είμαι εγώ που θα ‘χω άποψη, θα κουμαντάρω τη ζωή μου και θα αποκαλώ ολάκερη την οικουμένη δική μου;» Δίκιο έχεις. Ποιος είσαι εσύ που θα διεκδικήσεις τη ζωή σου; Ε, λοιπόν, θα σου πω ποιος είσαι.

 
Διαφέρεις από τον ισχυρό σε τούτο μόνο, ο ισχυρός υπήρξε κάποτε ένας πολύ μικρός ανθρωπάκος, αλλά ανέπτυξε μια σημαντική ικανότητα. Αναγνώρισε την ποταπότητα και την ανεπάρκεια των σκέψεων και των πράξεών του. Κάτω από την πίεση κάποιου έργου που θεώρησε σημαντικό, έμαθε να διακρίνει ότι η μικρότητα κι η ευτέλειά του απειλούσαν την ευτυχία του. Με άλλα λόγια ο ισχυρός γνωρίζει πότε και σε τι είναι ανθρωπάκος. Ο ανθρωπάκος, όμως, δε γνωρίζει ότι είναι ποταπός και φοβάται να το μάθει.

Κρύβει την ποταπότητα και την ανεπάρκειά του πίσω από αυταπάτες δύναμης και μεγαλείου, τη δύναμη και του μεγαλείου κάποιου άλλου. Είναι περήφανος για τους μεγάλους στρατηγούς του, αλλά όχι για τον εαυτό του. Θαυμάζει την ιδέα που δεν είχε κι όχι εκείνη που είχε. Όσο λιγότερο καταλαβαίνει κάτι, τόσο περισσότερο πιστεύει σ’ αυτό κι όσο καλύτερα αντιλαμβάνεται μια ιδέα, τόσο η πίστη του σ’ αυτήν κλονίζεται.

Ας αρχίσω, όμως, από τον ανθρωπάκο που έχω μέσα μου: Επί είκοσι πέντε χρόνια υπερασπίζομαι, γραπτά και προφορικά, το δικαίωμά σου στην ευτυχία. Κατακρίνω την ανικανότητά σου να καρπώνεσαι εκείνο που σου ανήκει, να διασφαλίζεις όσα κέρδισες με αίμα στο Παρίσι και στη Βιέννη, στον αμερικανικό εμφύλιο και τη ρωσική επανάσταση. Μα το Παρίσι σου κατέληξε στον Πετέν και τον Λαβάλ, η Βιέννη σου στον Χίτλερ, η Ρωσία σου στον Στάλιν και η Αμερική σου κινδυνεύει να καταλήξει στα χέρια της Κου Κλουξ Κλαν!

Καταφέρνεις να κερδίζεις την ελευθερία σου, μα δεν μπορείς να τη διασφαλίσεις για τον εαυτό σου και τους άλλους. Αυτό το γνώριζα από καιρό. Εκείνο, όμως, που δεν καταλάβαινα ήταν γιατί, αφού κατόρθωνες να βγεις παλεύοντας απ’ το βούρκο, βούλιαζες κάθε φορά σ’ ένα χειρότερο. Έπειτα, ψηλαφιστά, παρατηρώντας προσεκτικά γύρω μου, ανακάλυψα σταδιακά ποιο είναι εκείνο που σε κρατά δέσμιο: Είσαι δεσμώτης του εαυτού σου. Ο μόνος υπεύθυνος για τη σκλαβιά σου είσαι εσύ ο ίδιος. Μόνον εσύ και κανένας άλλος, άκου που σου λέω!

Δεν το ‘χεις ξανακούσει αυτό, έτσι; Οι ελευθερωτές σου λένε πως ο Κάιζερ, ο Τσάρος, ο Πάπας Γρηγόριος ο ΚΖ’, ο Μόργκαν, ο Κρουπ κι ο Φορντ, αυτοί είναι οι δυνάστες σου και ποιοι είναι οι ελευθερωτές σου; Ο Μουσολίνι, ο Ναπολέων, ο Χίτλερ και ο Στάλιν. (και η βλακεία έχει όρια … ή μήπως όχι;)

Γι’ αυτό σου λέω: «Εσύ μονάχα μπορείς να γίνεις ελευθερωτής του εαυτού σου!»

Σ’ αυτό το σημείο διστάζω. Ισχυρίζομαι πως αγωνίζομαι για την αλήθεια και την αγνότητα. Όμως, ενώ αποφάσισα να σου πω την αλήθεια για τον εαυτό σου, τώρα διστάζω. Σε φοβάμαι, εσένα και τη στάση σου απέναντι στην αλήθεια. Όταν η αλήθεια σε αφορά, γίνεται επικίνδυνη. Μπορεί να είναι ευεργετική, μα μπορεί επίσης να γίνει λάβαρο στα χέρια της κάθε συμμορίας. Αν δεν ήταν έτσι, δε θα ήσουν στη θέση που βρίσκεσαι σήμερα.

Ο νους μού υπαγορεύει: «Πες την αλήθεια, ανεξάρτητα απ’ το τίμημα». Ο ανθρωπάκος μέσα μου λέει: «Θα ήταν βλακεία να εμπιστευτείς τον εαυτό σου στο έλεος του ανθρωπάκου. Ο ανθρωπάκος δε θέλει να ακούσει την αλήθεια για τον εαυτό του. Δε θέλει να σηκώσει το φορτίο της μεγάλης ευθύνης που τον βαρύνει, είτε του αρέσει, είτε όχι. Θέλει να παραμείνει ανθρωπάκος, ή να γίνει μεγάλος ανθρωπάκος. Θέλει να γίνει πλούσιος, εργατοπατέρας, επικεφαλής του συλλόγου βετεράνων ή πρόεδρος του φιλόπτωχου. Δε θέλει, όμως, να αναλάβει την ευθύνη για τη δουλειά του, για τα αποθέματα τροφίμων, για το οικιστικό, τη συγκοινωνία, την παιδεία, τις επιστημονικές έρευνες, τη διοίκηση ή οτιδήποτε άλλο».

Ο ανθρωπάκος μέσα μου λέει: «Έγινες πια μεγάλος και τρανός, γνωστός σε Γερμανία, Αυστρία, Σκανδιναβία, Αγγλία, Αμερική και Παλαιστίνη. Οι κομμουνιστές σε πολεμούν. Οι «σωτήρες των πολιτιστικών αξιών» σε μισούν. Τα θύματα της συναισθηματικής πανούκλας σε διώκουν. Έχεις γράψει δώδεκα βιβλία και εκατόν πενήντα άρθρα για την αθλιότητα της ζωής, την αθλιότητα του ανθρωπάκου. Το έργο σου διδάσκεται στα πανεπιστήμια και άλλοι μεγάλοι, μοναχικοί άνθρωποι, λένε πως είσαι πολύ μεγάλος άνθρωπος.

Συγκαταλέγεσαι ανάμεσα στους κολοσσούς της επιστήμης. Ανακαλύπτοντας την κοσμική ενέργεια της ζωής και τους νόμους που διέπουν τη ζωντανή ύλη, έκανες τη μεγαλύτερη ανακάλυψη των τελευταίων αιώνων. Βοήθησες να γίνει κατανοητή η φύση του καρκίνου. Είπες την αλήθεια. Γι’ αυτό σε κυνηγούν από χώρα σε χώρα. Τώρα δικαιούσαι να ξεκουραστείς. Απόλαυσε την επιτυχία και τη φήμη σου. Σε λίγα χρόνια το όνομά σου θα ακούγεται παντού. Αρκετά έκανες. Φτάνει πια. Αφοσιώσου πλέον στις μελέτες σου για το λειτουργικό νόμο της φύσης».

Έτσι λέει ο ανθρωπάκος μέσα μου, επειδή σε φοβάται, ανθρωπάκο. Για πολλά χρόνια ήμουν σε στενή επαφή μαζί σου. Μέσα από τις προσωπικές μου εμπειρίες γνώριζα τη ζωή σου και ήθελα να σε βοηθήσω. Διατηρούσα τούτη την επαφή, επειδή έβλεπα ότι σε βοηθούσα πραγματικά κι ότι δεχόσουν πρόθυμα τη βοήθειά μου, συχνά με δάκρυα στα μάτια. Λίγο-λίγο, όμως, άρχισα να καταλαβαίνω ότι ενώ ήσουν πρόθυμος να δεχτείς τη βοήθειά μου, ήσουν ανίκανος να την υπερασπιστείς.

Την υπερασπίστηκα εγώ για σένα και πάλεψα σκληρά για λογαριασμό σου. Μα ήρθαν οι ηγέτες σου και κατέστρεψαν το έργο μου· κι εσύ τους ακολούθησες, δίχως να βγάλεις άχνα. Μετά απ’ αυτό διατήρησα την επαφή μαζί σου, ελπίζοντας να ανακαλύψω τον τρόπο που θα μπορούσε κανείς να σε βοηθήσει χωρίς να καταστραφεί, είτε ως ηγέτης, είτε ως θύμα σου. Ο ανθρωπάκος μέσα μου ήθελε να σε κερδίσει, να σε «σώσει», να τον θωρείς με το ίδιο δέος που αντιμετωπίζεις τα «ανώτερα μαθηματικά», επειδή δεν έχεις ιδέα τι είναι. Όσο λιγότερο καταλαβαίνεις, τόσο περισσότερο δέος νιώθεις.

Ξέρεις τον Χίτλερ καλύτερα από τον Νίτσε, τον Ναπολέοντα καλύτερα από τον Πεσταλότσι. Ο ανθρωπάκος μέσα μου θέλει να σε κερδίσει, όπως σε κερδίζουν συνήθως με τα ταμ-ταμ της ηγεσίας. Όταν ο ανθρωπάκος μέσα μου ονειρεύεται να «σε οδηγήσει στην ελευθερία», σε φοβάμαι. Υπάρχει κίνδυνος να ανακαλύψεις μέσα μου τον εαυτό σου κι εμένα μέσα σου, να τρομάξεις και γυρεύοντας να δολοφονήσεις τον εαυτό σου, να δολοφονήσεις εμένα. Μα δεν είμαι πια πρόθυμος να πεθάνω, υπερασπίζοντας την ελευθερία σου να είσαι σκλάβος του καθενός.

Δεν καταλαβαίνεις τι εννοώ. Αντιλαμβάνομαι ότι η «ελευθερία να είσαι σκλάβος του καθενός» δεν είναι ευκολονόητη ιδέα.

Προκειμένου να ξεφύγεις από την κατάσταση του σκλάβου που είναι αφοσιωμένος σε έναν και μοναδικό αφέντη και να γίνεις σκλάβος του καθενός, πρέπει πρώτα να σκοτώσεις το συγκεκριμένο δυνάστη, τον τσάρο ας πούμε.Δίχως, όμως, επαναστατικά κίνητρα και υψηλά ιδανικά περί ελευθερίας, δεν μπορείς να διαπράξεις έναν τέτοιο πολιτικό φόνο.

Συνεπώς, ιδρύεις ένα επαναστατικό κόμμα κάτω από την ηγεσία ενός πραγματικά μεγάλου ανθρώπου, του Ιησού, ας πούμε, του Μαρξ, του Λίνκολν ή του Λένιν. Τούτος ο πραγματικά μεγάλος άνθρωπος παίρνει πολύ σοβαρά το θέμα της ελευθερίας σου. Αν θέλει να πετύχει πρακτικά αποτελέσματα, είναι υποχρεωμένος να μαζέψει γύρω του ένα σωρό ανθρωπάκια, βοηθούς κι εκτελεστικά όργανα, επειδή δεν μπορεί να φέρει σε πέρας ένα τέτοιο κολοσσιαίο έργο μονάχος.

Αν δε συγκέντρωνε γύρω του μερικά μεγάλα ανθρωπάκια, δε θα τον καταλάβαινες, θα τον αγνοούσες. Περιβάλλεται από μεγάλα ανθρωπάκια για να αποκτήσει δύναμη για χάρη σου, να κατακτήσει μιαν αλήθεια, ή να θεμελιώσει μια νέα, καλύτερη πίστη. Γράφει ευαγγέλια, φτιάχνει νόμους για να διασφαλίσει την ελευθερία σου κι υπολογίζει στη βοήθειά σου και την προθυμία σου να τον συνδράμεις. Σε τραβάει έξω από τον κοινωνικό βούρκο, όπου είχες βουλιάξει.

Προκειμένου, όμως, να κρατήσει ενωμένα όλα τα μεγάλα ανθρωπάκια και να μη χάσει την εμπιστοσύνη σου, ο πραγματικά μεγάλος άνθρωπος αναγκάζεται, λίγο-λίγο, να θυσιάσει τη μεγαλοσύνη που ανέπτυξε με μόχθο, σε βαθιά πνευματική απομόνωση, μακριά από σένα και τη σύγχυση της καθημερινότητάς σου, μα πάντα σε στενή επαφή με τη ζωή σου. Προκειμένου να σε καθοδηγεί, πρέπει να σου επιτρέψει να τον λατρεύεις σαν απρόσιτο θεό.

Δε θα του είχες καμιά εμπιστοσύνη αν παρέμενε ο απλός άνθρωπος που ήταν και πριν, αν συζούσε, για παράδειγμα, με μια γυναίκα, δίχως να έχουν ενωθεί με τα δεσμά του γάμου. Έτσι, εσύ ο ίδιος δημιουργείς τον καινούργιο αφέντη σου. Όμως, εξυψωμένος στο βαθμό του καινούργιου αφέντη, ο μεγάλος άνθρωπος χάνει τη μεγαλοσύνη του, που ήταν συνισταμένη ακεραιότητας, απλότητας, θάρρους και επαφής με την πραγματικότητα της ζωής.

Τα μεγάλα ανθρωπάκια, που αντλούν το κύρος τους από το μεγάλο άνθρωπο, καταλαμβάνουν καίριες θέσεις στην οικονομία, τη διπλωματία, την κυβέρνηση, τις τέχνες και τις επιστήμες. Εσύ παραμένεις εκεί που ήσουν εξαρχής, στο βούρκο! Εξακολουθείς να περιφέρεσαι ρακένδυτος, για χάρη του «μέλλοντος του σοσιαλισμού», ή του «Τρίτου Ράιχ». Εξακολουθείς να ζεις σε λασποκαλύβες, σοβαντισμένες με κοπριά. Είσαι, όμως, περήφανος για το Μέγαρο του Πολιτισμού. Είσαι ικανοποιημένος με την ψευδαίσθηση πως έχεις δύναμη… Μέχρι τον επόμενο πόλεμο και την πτώση των καινούργιων αφεντάδων.

Άλλα ανθρωπάκια σε μακρινές χώρες μελέτησαν διεξοδικά τον πόθο σου να είσαι σκλάβος του καθενός. κι αυτό τους δίδαξε πώς να γίνονται μεγάλα ανθρωπάκια, με τη μικρότερη νοητική προσπάθεια. Τούτα τα μεγάλα ανθρωπάκια δε γεννήθηκαν σε επαύλεις· αναδύθηκαν από τις δικές σου τάξεις. Πείνασαν, όπως κι εσύ. Υπέφεραν, όσο κι εσύ. Ανακάλυψαν έναν ταχύτερο τρόπο να αλλάζουν αφέντες.

Επί εκατοντάδες χρόνια αληθινά μεγάλοι διανοητές έκαναν ανυπολόγιστες θυσίες. Αφιέρωσαν το νου και τη ζωή τους για να σου εξασφαλίσουν την ελευθερία και την ευημερία σου. Ε, λοιπόν, τα ανθρωπάκια που αναδύθηκαν από τους κόλπους σου, ανακάλυψαν πως δε χρειάζεται να καταβάλει κανείς τόσο κόπο και μόχθο. Εκείνο που κατόρθωσαν, μετά από δοκιμασίες και σκληρό πνευματικό αγώνα πολλών χρόνων, οι αληθινά μεγάλοι διανοητές, αυτοί κατάφεραν να το καταστρέψουν σε λιγότερο από πέντε. Μάλιστα, τα ανθρωπάκια από τις τάξεις σου ανακάλυψαν τον τρόπο να επισπεύδουν τη διαδικασία.

Η μέθοδός τους είναι χυδαία και κτηνώδης. Σου λένε απερίφραστα ότι εσύ κι η ζωή σου, τα παιδιά κι η οικογένειά σου δεν αξίζουν πεντάρα· ότι είσαι ένα ηλίθιο ανδράποδο που μπορούν να το κάνουν ό,τι θέλουν. Δε σου υπόσχονται ατομικές, μα εθνικές ελευθερίες. Δε λένε λέξη περί αυτοσεβασμού. Σου λένε μονάχα να σέβεσαι το κράτος. Δε σου υπόσχονται προσωπική μεγαλοσύνη, αλλά εθνικό μεγαλείο.

Εφόσον η «ατομική ελευθερία» και η «ατομική μεγαλοσύνη» δε σημαίνουν για σένα το παραμικρό, ενώ η «εθνική ελευθερία» και τα «εθνικά συμφέροντα» διεγείρουν τις φωνητικές σου χορδές ακριβώς όπως τρέχουν τα σάλια του σκύλου μπροστά στο κόκαλο. Ο ήχος αυτών των λέξεων σε κάνει να ζητωκραυγάζεις. Φυσικά, κανένα από αυτά τα ανθρωπάκια δεν πληρώνει το τίμημα της γνήσιας ελευθερίας που πλήρωσε ο Τζιορντάνο Μπρούνο, ο Ιησούς, ο Καρλ Μαρξ ή ο Λίνκολν.

Δε σ’ αγαπούν, ανθρωπάκο· σε περιφρονούν, επειδή περιφρονείς τον εαυτό σου. Σε ξέρουν απ’ έξω κι ανακατωτά, καλύτερα απ’ ό,τι σε ξέρουν οι Ροκφέλερ και οι Τόρις. Γνωρίζουν τις χειρότερες αδυναμίες σου, όπως θα έπρεπε να τις γνωρίζεις εσύ. Σε θυσίασαν σ’ ένα σύμβολο κι εσύ τους έδωσες τη δύναμη να σ’ εξουσιάζουν. Εσύ ο ίδιος τους αναγόρευσες αφεντικά σου και συνεχίζεις να τους στηρίζεις, παρόλο που πέταξαν τις μάσκες τους. Στο ‘παν κατάμουτρα: «Είσαι και θα είσαι πάντα κατώτερος, ανίκανος να αναλάβεις την παραμικρή ευθύνη» κι εσύ τους αποκαλείς καθοδηγητές και σωτήρες και φωνάζεις «ζήτω, ζήτω».

Σε φοβάμαι, ανθρωπάκο. Σε τρέμω, επειδή από σένα εξαρτάται το μέλλον της ανθρωπότητας. Σε φοβάμαι, επειδή το κυριότερο μέλημά σου στη ζωή είναι να δραπετεύεις από τον εαυτό σου. Είσαι άρρωστος, ανθρωπάκο, άρρωστος βαριά. Δε φταις εσύ γι’ αυτό, μα έχεις υποχρέωση να γιατρευτείς. Θα ‘χες από καιρό αποτινάξει τα δεσμά σου, αν δεν ενθάρρυνες ο ίδιος την καταπίεση και δεν τη στήριζες άμεσα με τις πράξεις σου.

Καμία αστυνομική δύναμη στον κόσμο δε θα ήταν ικανή να σε συντρίψει, αν διέθετες στην καθημερινή σου ζωή έστω και μια στάλα αυτοσεβασμό· αν συνειδητοποιούσες, πραγματικά συνειδητοποιούσες, πως χωρίς εσένα η ζωή δε θα συνέχιζε ούτε μια ώρα. Στο είπε αυτό ο ελευθερωτής σου; Σε αποκάλεσε «Προλετάριο του Κόσμου», αλλά δε σου είπε ότι εσύ, και μόνο εσύ, είσαι υπεύθυνος για τη ζωή σου (κι όχι για την τιμή της πατρίδας σου).

Πρέπει να συνειδητοποιήσεις ότι εσύ αναγορεύεις τα ανθρωπάκια σου καταπιεστές και φοράς το αγκάθινο στεφάνι του μαρτυρίου στους πραγματικά μεγάλους ανθρώπους. Ότι τους σταυρώνεις και τους λιθοβολείς, ή τους αναγκάζεις σε λιμοκτονία. Ότι δεν τους σκέφτεσαι ποτέ, ούτε λογαριάζεις όσα έκαναν για σένα. Ότι δεν έχεις ιδέα σε ποιους χρωστάς όσα απολαμβάνεις στη ζωή…

Μα ποιος νομίζεις ότι είσαι ανθρωπάκο; κοίτα γύρω σου «Πριν σε εμπιστευτώ, θέλω να μάθω τι πρεσβεύεις». Αν σου πω τι πρεσβεύω, θα τρέξεις γραμμή στον εισαγγελέα ή την Επιτροπή Αντιαμερικανικής Δραστηριότητας, στο FBI ή τη GPU, στην αγαπημένη σου παλιοφυλλάδα, την Κου Κλουξ Κλαν ή τους διάφορους ηγέτες του παγκόσμιου προλεταριάτου.

Δεν είμαι λευκός μήτε μαύρος, κόκκινος ή κίτρινος.

Δεν είμαι Χριστιανός, ούτε Εβραίος, Μουσουλμάνος ή Μορμόνος. Δεν είμαι πολύγαμος, μήτε ομοφυλόφιλος ή αναρχικός.

Όταν αγκαλιάζω μια γυναίκα, είναι επειδή την αγαπώ και την ποθώ κι όχι επειδή έχω πιστοποιητικό γάμου ή είμαι σεξουαλικά πεινασμένος.

Δε δέρνω τα παιδιά. Δεν ψαρεύω, δεν κυνηγώ κι ας είμαι καλός σκοπευτής κι ας αγαπώ τη σκοποβολή.

Δεν παίζω μπριτζ και δε δίνω πάρτι για να διαδώσω τις ιδέες μου. Αν οι ιδέες μου ευσταθούν, θα διαδοθούν από μόνες τους.

Δεν υποβάλλω τις εργασίες μου σε καμιά ιατρική αυθεντία, εκτός κι αν τις κατανοεί καλύτερα από μένα. Εγώ αποφασίζω ποιος κατανοεί τις ανακαλύψεις μου και ποιος όχι.

Τηρώ κάθε λογικό νόμο κατά γράμμα, αλλά μάχομαι τους απαρχαιωμένους ή τους εξωφρενικούς.

Μη βιαστείς να καταφύγεις στον εισαγγελέα, ανθρωπάκο! Αν είναι έντιμος άνθρωπος, το ίδιο κάνει κι εκείνος.

Θέλω τα παιδιά και οι νέοι να απολαμβάνουν το σωματικό έρωτα δίχως αναστολές.

Δε θεωρώ ότι για να είναι κανείς θρήσκος, με την καλύτερη, αυθεντικότερη έννοια, πρέπει να καταστρέψει την ερωτική του ζωή και να μουμιοποιηθεί, στην ψυχή και το σώμα.

Γνωρίζω πως εκείνο που αποκαλείς «Θεός» υπάρχει πραγματικά, αλλά όχι με τη μορφή που φαντάζεσαι. Ο Θεός είναι η πρωταρχική κοσμική ενέργεια, ο έρωτας στο κορμί σου, η ακεραιότητα του χαρακτήρα σου και το αίσθημα της φύσης, μέσα σου και γύρω σου.

Αν δοκίμαζε κανείς με οποιοδήποτε πρόσχημα να επέμβει στο έργο μου ως γιατρός ή εκπαιδευτικός, θα τον πετούσα έξω από την πόρτα κι αν με καλούσαν στο δικαστήριο, θα του έθετα μερικές απλές, ξεκάθαρες ερωτήσεις, στις οποίες δε θα μπορούσε να απαντήσει δίχως να ντρέπεται σ’ όλη του τη ζωή.

…κι αυτό γιατί γνωρίζω τι είναι εσωτερικά ο άνθρωπος. Γνωρίζω πως κάθε ανθρώπινο ον, έχει την ιδιαίτερη αξία του. Θέλω, επίσης, να κυβερνάται ο κόσμος με γνώμονα το έργο και όχι τις απόψεις περί έργου. Έχω τις δικές μου απόψεις και μπορώ να διακρίνω το ψέμα από την αλήθεια. Τη χρησιμοποιώ καθημερινά σαν εργαλείο στη δουλειά μου· την καθαρίζω όταν τελειώνω και τη διατηρώ καθαρή.

Σε φοβάμαι, ανθρωπάκο, σε φοβάμαι πολύ. Δεν ήμουν έτσι πάντα. Ήμουν κι εγώ ανθρωπάκος, ανάμεσα σε εκατομμύρια άλλα ανθρωπάκια. Κατόπιν έγινα επιστήμονας και ψυχίατρος. Έμαθα να διακρίνω πόσο άρρωστος είσαι και πόσο επικίνδυνη είναι η αρρώστια σου. Έμαθα να διακρίνω ότι αυτό που σε καθηλώνει -καθημερινά, κάθε ώρα της μέρας, ακόμα και δίχως την ενίσχυση κάποιας εξωτερικής πίεσης- είναι η ψυχική διαταραχή σου κι όχι κάποια ανώτερη δύναμη, έξω από σένα.

Αν ήσουν εσωτερικά ζωντανός και υγιής, θα ‘χες ανατρέψει τους τύραννους, από καιρό. Στο παρελθόν οι δυνάστες σου προέρχονταν από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, μα σήμερα ξεπηδούν από τους κόλπους σου. Είναι κι αυτοί ανθρωπάκια σαν κι εσένα, ανθρωπάκο και πρέπει να είναι στ’ αλήθεια πολύ μικροί και ποταποί για να γνωρίζουν, από πείρα, την αθλιότητά σου και με βάση τούτη τη γνώση να σε καταπιέζουν αποτελεσματικότερα και στυγνότερα από ποτέ.

Δεν έχεις κανένα αισθητήριο για να διακρίνεις τον πραγματικά μεγάλο άνθρωπο. Ο χαρακτήρας του, τα βάσανά του, η λαχτάρα του, η οργή του κι ο αγώνας του για σένα σου είναι άγνωστα. Αγνοείς εντελώς πως υπάρχουν άντρες και γυναίκες που, από φύση τους, είναι ανίκανοι να σε καταπιέσουν και να σε εκμεταλλευτούν· άντρες και γυναίκες που θέλουν να είσαι ελεύθερος, πραγματικά κι αληθινά ελεύθερος. Μα αντιπαθείς τούτους τους άντρες και τις γυναίκες, επειδή είναι έξω από τη φύση σου.

Είναι απλοί και ειλικρινείς. Εκτιμούν την αλήθεια, όσο εκτιμάς εσύ την κομπίνα. Βλέπουν μέσα σου σα να ‘σαι διάφανος, αλλά δε σε περιφρονούν. Θλίβονται για την κατάντια του ανθρώπου. Μα διαισθάνεσαι πως βλέπουν μέσα σου και νιώθεις να απειλείσαι. Αναγνωρίζεις τη μεγαλοσύνη τους, ανθρωπάκο, μόνο όταν πολλά άλλα ανθρωπάκια σού πουν ότι είναι μεγάλοι. Φοβάσαι τους μεγάλους ανθρώπους, την επαφή τους με τη ζωή και την αγάπη τους γι’ αυτή. Όμως ο μεγάλος άνθρωπος σε αγαπά, όπως θα αγαπούσε κάθε ζωντανό πλάσμα. Δε θέλει να υποφέρεις, όπως υποφέρεις χιλιάδες χρόνια τώρα. Δε θέλει να λες ανοησίες, όπως λες εδώ και χιλιάδες χρόνια. Δε θέλει να δουλεύεις σαν μουλάρι, επειδή αγαπά τη ζωή και θέλει να την απαλλάξει από τα βάσανα και τον εξευτελισμό.

Ωθείς τους πραγματικά μεγάλους ανθρώπους να σε περιφρονούν, να αποστρέφουν με θλίψη το κεφάλι στη θέα της μικρότητάς σου, να σε αποφεύγουν και, το χειρότερο, να σε λυπούνται. Κι αν τύχει, ανθρωπάκο, να είσαι ψυχίατρος, ένας Λαμπρόσο για παράδειγμα, χαρακτηρίζεις τον αληθινά μεγάλο άνθρωπο εγκληματία ή εν δυνάμει εγκληματία και τρελό, επειδή ο μεγάλος άνθρωπος, αντίθετα από σένα, δε βάζει στόχο στη ζωή του τα πλούτη, την κοινωνική αποκατάσταση της κόρης του μ’ έναν καλό γάμο, την πολιτική καριέρα ή τους ακαδημαϊκούς τίτλους.

Έτσι, επειδή είναι διαφορετικός από σένα, τον αποκαλείς «μεγαλοφυΐα» ή «παλαβιάρη». Εκείνος από την πλευρά του είναι πρόθυμος να παραδεχτεί πως δεν είναι μεγαλοφυΐα, μα ένα απλό, ζωντανό πλάσμα. Τον χαρακτηρίζεις ακοινώνητο, επειδή προτιμά να μένει μόνος με τις σκέψεις του, παρά να ακούει ανόητες φλυαρίες στις κοινωνικές εκδηλώσεις σου. Τον αποκαλείς τρελό επειδή ξοδεύει τα λεφτά του σε επιστημονικές έρευνες, αντί να τα επενδύει στο χρηματιστήριο, όπως εσύ.

Έχεις το θράσος, ανθρωπάκο, στον αβυσσαλέο εκφυλισμό σου, να αποκαλείς έναν απλό, ειλικρινή άνθρωπο «ανώμαλο». Τον συγκρίνεις με τον εαυτό σου, τον μετράς με τα ευτελή σου κριτήρια και βρίσκεις πως δε φτάνει τις απαιτήσεις της δικής σου ομαλότητας. Δεν μπορείς να δεις, ανθρωπάκο. Αρνείσαι να αναγνωρίσεις ότι εξωθείς αυτόν τον άνθρωπο, που σε αγαπά και θέλει να σε βοηθήσει, μακριά από κάθε μορφή κοινωνικής ζωής, επειδή την έχεις καταντήσει αφόρητη, είτε στο σαλόνι, είτε στην ταβέρνα.

Ποιος τον έκανε αυτό που είναι σήμερα, μετά από βάσανα κι απόγνωση δεκαετιών; Εσύ, με την αναλγησία σου, τη στενοκεφαλιά σου, το διεστραμμένο τρόπο σκέψης και τις «απαράβατες αξίες» σου, που είναι ανίκανες να αντέξουν τις κοινωνικές εξελίξεις μιας δεκαετίας. Σκέψου μόνο όλα εκείνα τα αδιαμφισβήτητα στα οποία ορκιζόσουν τα χρόνια που μεσολάβησαν μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου.

Πες μου ειλικρινά, ανθρωπάκο, πόσα αναθεώρησες από αυτά; Κανένα, ανθρωπάκο. Ο μεγάλος άνθρωπος σκέφτεται προσεκτικά, αλλά όταν αφοσιωθεί σε μια ιδέα, βλέπει πολύ μακριά. κι εσύ, ανθρωπάκο, όταν η ιδέα του αποδεικνύεται σωστή κι αντέχει στο πέρασμα του χρόνου, εκεί που η δική σου είναι ρηχή κι εφήμερη, του φέρεσαι σαν να ‘ναι απόβλητος. Εξωθώντας τον στο περιθώριο, σπέρνεις μέσα του τον τρομερό σπόρο της μοναξιάς.

Όχι το σπόρο που γεννά μεγάλες πράξεις, αλλά το σπόρο του φόβου πως θα τον παρεξηγήσεις και θα τον προσβάλεις. Γιατί είσαι «ο λαός», «η κοινή γνώμη», «η συνείδηση της κοινωνίας». Αναλογίστηκες ποτέ σου, ανθρωπάκο, τη γιγάντια ευθύνη που συνεπάγεται αυτή η ιδιότητά σου; Αναρωτήθηκες ποτέ -πες μου ειλικρινά!- κατά πόσο, από την άποψη της μακροπρόθεσμης κοινωνικής εξέλιξης, της φύσης, ή των μεγάλων επιτεύξεων της ανθρωπότητας, από τη σκοπιά του Ιησού, για παράδειγμα, ο τρόπος σκέψης σου είναι σωστός ή λάθος;

Όχι, δεν αναρωτιέσαι ποτέ αν ο τρόπος σκέψης σου είναι σωστός ή λάθος. Αναρωτιέσαι μονάχα τι θα πει ο γείτονάς σου ή, αν πράττεις το σωστό, πόσα λεφτά θα σου κοστίσει. Αυτά είναι τα μόνα που αναρωτιέσαι, ανθρωπάκο· αυτά και τίποτ’ άλλο!

Μα αφού ώθησες το μεγάλο άνθρωπο στην απομόνωση, ξεχνάς τι του έκανες. Είπες απλά μερικές βλακείες παραπάνω, έκανες μια μπαγαποντιά ακόμα, προκάλεσες κι άλλο βαθύ πόνο. Ξεχνάς! Ο μεγάλος άνθρωπος, όμως, δεν ξεχνά. Δε σχεδιάζει την εκδίκησή του, μα προσπαθεί να καταλάβει γιατί συμπεριφέρεσαι τόσο ελεεινά. Ξέρω ότι κι αυτό είναι έξω από τη φύση σου. Πίστεψέ με, όμως! Όσες φορές κι αν τον πονέσεις, όσες αγιάτρευτες πληγές κι αν του προκαλέσεις, ακόμα κι αν σ’ ένα λεπτό έχεις κιόλας ξεχάσει τη μικρόψυχη κατεργαριά σου, ο μεγάλος άνθρωπος υποφέρει για τις κατεργαριές σου, αντί για σένα.

Όχι επειδή είναι σημαντικές, αλλά ακριβώς επειδή είναι ασήμαντες. Προσπαθεί να καταλάβει τι είναι εκείνο που σε κάνει να πετάς λάσπη στο σύζυγο ή τη σύζυγο που σε απογοήτευσε· να βασανίζεις ένα παιδί επειδή το αντιπαθεί κάποιος κακοήθης γείτονας· να προδίδεις τους φίλους σου, να γελοιοποιείς τους πονόψυχους, ενώ τους εκμεταλλεύεσαι στο έπακρο και να ζαρώνεις κάτω από το μαστίγιο.

Προσπαθεί να καταλάβει τι είναι εκείνο που σε κάνει να παίρνεις ό,τι σου δίνουν, να δίνεις ό,τι απαιτούν από σένα κι όμως να μη δίνεις ποτέ με τη θέλησή σου, ποτέ από αγάπη· τι σε κάνει να κλωτσάς εκείνους που έχουν πέσει ή κοντεύουν να πέσουν, να ψεύδεσαι αντί να λες την αλήθεια και να διώκεις όχι το ψεύδος, μα την αλήθεια. Ανθρωπάκο, είσαι πάντα με το μέρος των διωκτών.

Προκειμένου να κερδίσει την εύνοιά σου, ανθρωπάκο, να κερδίσει την άχρηστη φιλία σου, ένας μεγάλος άνθρωπος πρέπει να προσαρμοστεί στο δικό σου τρόπο ζωής, να λέει εκείνο που θα ‘θελες να ακούσεις, να στολιστεί τις αρετές σου. Μα τότε δε θα ήταν μεγάλος, αληθινός κι απλός. Αν είχε τις δικές σου αρετές, τη γλώσσα και τη φιλία σου, δε θα ‘ταν μεγάλος άνθρωπος. Άλλωστε, το βλέπεις καθαρά ότι οι φίλοι σου, αυτοί που λένε ό,τι θες να ακούσεις, δεν υπήρξαν ποτέ μεγάλοι άνθρωποι.

Όχι πως πιστεύεις ότι ο φίλος σου θα μπορούσε ποτέ να κάνει κάτι μεγάλο.  Περιφρονείς τον εαυτό σου στα κρυφά, ιδιαίτερα όταν επιδεικνύεις την αξιοπρέπειά σου. Κι εφόσον περιφρονείς τον εαυτό σου, είσαι ανίκανος να σεβαστείς το φίλο σου. Δεν μπορείς να πιστέψεις πως οποιοσδήποτε κάθισε στο τραπέζι σου, ή μοιράστηκε το σπίτι σου, είναι ικανός για μεγάλα επιτεύγματα. Αυτός είναι ο λόγος που όλοι οι μεγάλοι άνθρωποι είναι μοναχικοί. Κοντά σου είναι πολύ δύσκολο να στοχάζεται κανείς, ανθρωπάκο. Μπορεί να σε σκέφτεται, ή να σκέφτεται για σένα, μα όχι με σένα· καταπνίγεις κάθε μεγάλη, πρωτότυπη σκέψη.

Αν είσαι μητέρα, όταν το παιδί σου σκέφτεται λες, «Αυτό δεν κάνει για παιδιά». Αν είσαι καθηγητής βιολογίας, λες, «Αυτά δεν αρμόζουν σε σοβαρούς σπουδαστές. Ακούς εκεί! Να αμφισβητείς ότι υπάρχουν μικρόβια στον αέρα;» Αν είσαι δάσκαλος, λες «Τα καλά παιδιά δεν κάνουν αυθάδικες ερωτήσεις» κι αν είσαι σύζυγος, λες, «Ανακάλυψη; Κι επειδή έκανες ανακάλυψη; Δεν κοιτάς τη δουλειά σου λέω ‘γώ, να θρέψεις την οικογένειά σου!» Μα σαν δημοσιευτεί η ίδια ανακάλυψη στις εφημερίδες, ανθρωπάκο, τότε την αποδέχεσαι, είτε την καταλαβαίνεις είτε όχι.

Γι’ αυτό σου λέω, ανθρωπάκο, έχεις χάσει την αίσθηση ό,τι καλύτερου υπάρχει μέσα σου. Την κατέπνιξες κι αν τύχει και βρεις κάτι αξιόλογο στους άλλους, στο παιδί σου, τη γυναίκα σου, τον άντρα σου, τον πατέρα ή τη μητέρα σου, το σκοτώνεις. Είσαι πολύ μικρός, ανθρωπάκο και θες να παραμείνεις μικρός.

Αναρωτιέσαι πώς τα ξέρω όλα αυτά; Θα σου πω: Σε γνωρίζω γιατί μοιράστηκα τις εμπειρίες σου· σε γνωρίζω από τον εαυτό μου. Ως γιατρός σε ελευθέρωσα από τη μικρότητα μέσα σου. Ως εκπαιδευτικός σε οδήγησα συχνά στο δρόμο της ακεραιότητας και της ευθύτητας. Ξέρω με πόση λύσσα αντιστέκεσαι στην ακεραιότητά σου, το θανάσιμο φόβο που σε καταλαμβάνει όταν σου ζητούν να ακολουθήσεις την αληθινή, την πραγματική σου φύση.

Δεν είσαι πάντα μικρός, ανθρωπάκο. Ξέρω πως έχεις και τις «μεγάλες στιγμές» σου, τις «εκρήξεις ενθουσιασμού» και τις «εμπνεύσεις» σου. Όμως, σου λείπει το σθένος να επιτρέψεις στον ενθουσιασμό σου να κορυφωθεί, να αφήσεις την έμπνευσή σου να σε ανυψώσει όλο και ψηλότερα. Φοβάσαι να πετάξεις, φοβάσαι τα ύψη και τα βάθη. Στα ‘πε κι ο Νίτσε, πριν από χρόνια, πολύ καλύτερα από μένα. Ήθελε να σε εξυψώσει σε υπεράνθρωπο, να ξεπεράσεις το επίπεδο του ανθρώπου. Αλλά υπεράνθρωπος έγινε μονάχα ο Φύρερ σου, ο Χίτλερ κι εσύ παρέμεινες αυτός που ήσουν πάντα, υπάνθρωπος.

Θέλω να σε βοηθήσω να πάψεις να είσαι υπάνθρωπος και να γίνεις «ο εαυτός σου». «Ο εαυτός σου», λέω. Όχι η εφημερίδα που διαβάζεις, μήτε η άποψη του μοχθηρού σου γείτονα, αλλά «ο εαυτός σου». Εγώ ξέρω τι είσαι κατά βάθος, ενώ εσύ το αγνοείς. Στο βάθος είσαι ό,τι είναι κι ένα ελάφι, ό,τι είναι κι ο Θεός σου, ο ποιητής σου ή ο φιλόσοφός σου. Εσύ, όμως, νομίζεις πως είσαι μέλος του συλλόγου βετεράνων, του αθλητικού ομίλου σου, ή της Κου Κλουξ Κλαν κι επειδή έτσι νομίζεις, φέρεσαι ανάλογα.

Αυτό σου το ‘χουν ξαναπεί, πριν από πολλά χρόνια, ο Χάινριχ Μαν στη Γερμανία, ο Άπτον Σινκλέρ κι ο Τζον Ντος Πάσος στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μα εσύ δεν έχεις ιδέα ποιος είναι ο Μαν ή ο Σινκλέρ. Ξέρεις μόνο τον πρωταθλητή του μποξ και τον Αλ Καπόνε κι αν είναι να διαλέξεις ανάμεσα σε μια βόλτα μέχρι τη βιβλιοθήκη ή το ματς, σίγουρα θα διαλέξεις το ματς.

Γυρεύεις την ευτυχία δήθεν αλλά θεωρείς τη σιγουριά σημαντικότερη, ακόμα κι αν σου στοιχίζει τα μαλλιοκέφαλά σου ή σου καταστρέφει τη ζωή. Κι εφόσον δεν έμαθες ποτέ ν’ αρπάζεις την ευτυχία, να την απολαμβάνεις και να την προστατεύεις, σου λείπει το σθένος της ακεραιότητας. Να σου πω, ανθρωπάκο, τι σόι άνθρωπος είσαι; Ακούς τις διαφημίσεις στο ραδιόφωνο, διαφημίσεις για καθαρτικά, οδοντόπαστες, βερνίκι παπουτσιών, αποσμητικά και όλα τ’ άλλα. Μα δεν έχεις συναίσθηση της αβυσσαλέας ηλιθιότητας, της αηδιαστικής κακογουστιάς στο τραγούδι της σειρήνας, που είναι επιμελώς μελετημένο να τραβάει την προσοχή σου. Αλήθεια, άκουσες ποτέ με προσοχή τα αστεία που λένε για σένα οι κωμικοί; Για σένα, για κείνους, για ολάκερο τον άθλιο κόσμο σου. Άκου τις διαφημίσεις για τη βελτίωση της λειτουργίας του εντέρου και μάθε ποιος και τι είσαι.

Άκου, ανθρωπάκο! Κάθε μικρόψυχη κατεργαριά σου υπογραμμίζει την αθλιότητα της ανθρώπινης ζωής. Κάθε μικρόψυχη πράξη σου μειώνει την ελπίδα να βελτιώσεις, έστω κι ελάχιστα, τη θέση σου κι αυτό προκαλεί θλίψη, ανθρωπάκο, βαθιά θλίψη που ραγίζει την καρδιά. Για να ξορκίσεις τούτη ακριβώς τη θλίψη, κάνεις ανόητα αστειάκια κι αυτό το αποκαλείς «αίσθηση του χιούμορ».

Ακούς ένα ανέκδοτο για τον εαυτό σου και γελάς μαζί με τους άλλους. Μα δε γελάς γιατί εκτιμάς το αστείο που γίνεται σε βάρος σου. Γελάς με τον ανθρωπάκο, δίχως να υποπτεύεσαι ότι γελάς με τον εαυτό σου, ότι το αστείο γίνεται σε βάρος σου. Κανένα από τα εκατομμύρια ανθρωπάκια δε συνειδητοποιούν πως το αστείο γίνεται σε βάρος τους. Αλήθεια, γιατί γελούν μαζί σου αιώνες τώρα, τόσο ξεκαρδιστικά, τόσο ανοικτά, με τόση κακεντρέχεια; Παρατήρησες πόσο γελοίο παρουσιάζουν τον κοινό άνθρωπο οι ταινίες του κινηματογράφου;

Θα σου πω γιατί γελούν μαζί σου, ανθρωπάκο· επειδή σε παίρνω στα σοβαρά, πολύ στα σοβαρά.

Το σκεπτικό σου πάντα χάνει την ουσία. Μου θυμίζεις δεινό σκοπευτή που σκόπιμα χάνει το κέντρο του στόχου, από καπρίτσιο. Διαφωνείς; Θα σου το αποδείξω.

Αν η σκέψη σου επικεντρωνόταν στην ουσία, θα ‘χες γίνει κύριος της ζωής σου από καιρό. Θα σου δώσω ένα παράδειγμα της σκέψης σου:

«Για όλα φταίνε οι Εβραίοι», λες. «Τι είναι ο Εβραίος;» σε ρωτώ. «Κάποιος που στις φλέβες του κυλάει εβραϊκό αίμα», απαντάς. «Και πώς ξεχωρίζεις το εβραϊκό αίμα από το αίμα των άλλων;» Η ερώτηση σου προκαλεί σύγχυση. Μπερδεύεσαι, κομπιάζεις. Ύστερα λες, «Εννοούσα ότι ανήκει στην εβραϊκή φυλή». «Τι είναι η φυλή;» σε ρωτώ. «Η φυλή; Αυτό είναι προφανές. Όπως υπάρχει γερμανική φυλή, έτσι υπάρχει κι εβραϊκή». «και ποια είναι τα χαρακτηριστικά της εβραϊκής φυλής;» «Ο Εβραίος έχει μαύρα μαλλιά, μακριά, γαμψή μύτη και διαπεραστικό βλέμμα. Οι Εβραίοι είναι άπληστοι και κεφαλαιοκράτες».

«Αν δεις ένα Γάλλο της Μεσογείου ή έναν Ιταλό δίπλα σ’ έναν Εβραίο, θα τον ξεχωρίσεις;» «Ε, όχι, για να είμαι ειλικρινής…» «Τότε, λοιπόν, τι είναι ο Εβραίος; Το αίμα του δε διαφέρει από το αίμα των άλλων. Η εμφάνισή του δε διαφέρει από εκείνη ενός Γάλλου ή ενός Ιταλού και μια και το ‘φερε η συζήτηση, έχεις δει Γερμανοεβραίους;»

«Μοιάζουν με τους Γερμανούς». «Τι είναι ο Γερμανός;» «Ο Γερμανός ανήκει στη βόρεια φυλή των Αρίων». «Οι Ινδοί είναι Άριοι;» «Ναι». «Είναι βόρειοι;» «Όχι». «Είναι ξανθοί;» «Όχι». «Βλέπεις; Δεν ξέρεις καν τι είναι ο Εβραίος και τι ο Γερμανός». «Μα, υπάρχουν Εβραίοι!» «Ασφαλώς και υπάρχουν. Όπως υπάρχουν Χριστιανοί και Μωαμεθανοί». «Σωστά! Να, αυτό εννοούσα, την εβραϊκή θρησκεία». «Ήταν Ολλανδός ο Ρούσβελτ;» «Όχι». «και γιατί ονομάζεις τον Εβραίο απόγονο του Δαβίδ κι όχι τον Ρούσβελτ Ολλανδό;» «Με τον Εβραίο είναι διαφορετικό». «Σε τι διαφέρει;» «Δεν ξέρω».

Τέτοιες κουταμάρες λες, ανθρωπάκο και με τέτοιες κουταμάρες, συγκροτείς ένοπλες συμμορίες που σκοτώνουν εκατομμύρια ανθρώπους επειδή είναι Εβραίοι κι ας μην ξέρεις να μου πεις τι είναι ο Εβραίος.

Να γιατί γελάνε μαζί σου. Να γιατί όποιος θέλει να κάνει κάτι σοβαρό σε αποφεύγει. Να γιατί είσαι χωμένος στο βούρκο μέχρι το λαιμό. Όταν αποκαλείς κάποιον «Εβραίο», αισθάνεσαι ανώτερος. Αισθάνεσαι ανώτερος, επειδή νιώθεις κατώτερος. Νιώθεις κατώτερος, επειδή εκείνο που θέλεις να εξοντώσεις στους ανθρώπους που αποκαλείς Εβραίους, είναι ο ίδιος σου ο εαυτός και τούτο είναι απλά ένα δείγμα του τι είσαι στ’ αλήθεια, ανθρωπάκο.

—————————-

Αναρτήθηκε από Semely Lomax 

Σοφία ΖΕΝ

http://www.terrapapers.com/