Θάνατος και Θεωρία της Σχετικότητας
Θάνατος. Είναι πλέον εντελώς τετριμμένο να πει κανείς ότι είναι το μόνο βέβαιο στην ζωή μας. Αν όμως αναρωτηθεί κανείς, τι είναι ο θάνατος και πότε συμβαίνει και ποια η σημασία του για ένα όν όπως ο άνθρωπος, τότε ανοίγουν θέματα τα οποία ίσως να μην κλείσουν ποτέ. Και τούτο γιατί προκειμένου να δώσουμε απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα πρέπει πρώτα να απαντήσουμε στα ερωτήματα του τι είναι ζωή, τι είναι ο άνθρωπος, πότε αρχίζει η ζωή και πότε αρχίζει η ζωή του ανθρώπου.
Για το μεγαλύτερο διάστημα ανάπτυξης του ανθρώπινου πολιτισμού, τα ερωτήματα αυτά ήταν αποκλειστικότητα της θρησκείας-θεολογίας και στην συνέχεια της φιλοσοφίας. Μόνο εσχάτως εμφανίστηκε και η επιστήμη ως χώρος από τον οποίο προέρχονται απαντήσεις στα μεγάλα αυτά υπαρξιακά ερωτήματα. Και η επιστήμη εμπλέκεται με δύο τρόπους στον προβληματισμό αυτό. Είτε άμεσα είτε έμμεσα. Σήμερα είναι πλέον ξεκάθαρο ότι το ερώτημα της ζωής και του θανάτου στην γενική του μορφή είναι αντικείμενο της επιστήμης, των βιολογικών επιστημών. Δεν πρόκειται ποτέ να ρωτήσουμε ένα θεολόγο ή φιλόσοφο για να αποφασίσουμε αν ένας έμβιος οργανισμός είναι ζωντανός ή όχι.
Δεν ισχύει το ίδιο όμως όταν εξειδικεύουμε το θέμα και συζητάμε για τον άνθρωπο. Εδώ τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα και ειδικά ερωτήματα έχουν μεγάλη πρακτική και ηθική σημασία, όπως π.χ. ποια στιγμή μπορούμε να θεωρούμε ότι ξεκινά η ζωή ενός ανθρώπου και ποια στιγμή αυτή τελειώνει. Η επιστήμη καθεαυτή δεν μπορεί να δώσει απόλυτες και πλήρεις απαντήσεις και υπάρχει χώρος για φιλοσοφικό ή θεολογικό στοχασμό. Είναι τα λεγόμενα βιοηθικά προβλήματα που σχετίζονται με την γέννηση και τον θάνατο του ανθρωπίνου όντος. Για όλα αυτά πλέον έχουν λεχθεί πολλά και νομίζω ότι οι περισσότεροι κάτι έχουμε ακούσει στην τηλεόραση ή διαβάσει στις εφημερίδες και τα περιοδικά, όταν δεν έχουμε ακούσει ή διαβάσει κάτι πιο ειδικό.
Πολύ λιγότεροι από εμάς έχουμε υπόψη μας μια σειρά άλλων επιστημονικών γνώσεων οι οποίες, αν και δεν αναφέρονται άμεσα στο θέμα της ζωής και του θανάτου, όμως δίνουν στοιχεία στον θεολόγο ή τον φιλόσοφο ή γενικότερα στον σκεπτόμενο άνθρωπο, ικανά να τον επιτρέψουν να διαμορφώσει άποψη και απαντήσεις πάνω στα υπό συζήτηση ερωτήματα. Προσωπικά έχω ήδη ακολουθήσει αυτήν την γραμμή προκειμένου να κρίνω συγκεκριμένες θεολογικές απόψεις αναφορικά με την ζωή και τον θάνατο. Αυτήν την γραμμή θα ήθελα να ακολουθήσω και σήμερα, γενικεύοντας όμως τον προβληματισμό
έξω και πέραν των θεολογικών πλαισίων.
Αρχικά θα κάνω μια παρατήρηση η οποία έχει μια γενικευμένη σημασία και αξία. Κάθε φορά που σκέπτομαι το θέμα του θανάτου, αναλογίζομαι το γεγονός της ύπαρξης της Γης. Η Γη έχει βαρέα στοιχεία και μέταλλα. Αυτό πιστοποιεί το γεγονός ότι για να υπάρξει ο κόσμος μας, ένας άλλος κόσμος που υπήρχε στην κοσμική γειτονιά μας πέθανε. Εμείς υπάρχουμε από τα υλικά του θανάτου του κόσμου αυτού. Αυτό συμβαίνει γιατί τα βαρέα στοιχεία παράγονται κατά την διάρκεια της έκρηξης που συμβαίνει όταν ένας αστέρας πεθαίνει. Από τα κατάλοιπά του σχηματίζεται νέος αστέρας και ενδεχομένως ένα πλανητικό σύστημα. Αυτό εμένα μου φανερώνει τον απίστευτα στενό εναγκαλισμό της ζωής με τον θάνατο, ένα εναγκαλισμό που τελικά κάνει και την ζωή και τον θάνατο ένα μυστήριο μπροστά στο οποίο το ανθρώπινο όν, το μόνο που το βιώνει, αισθάνεται αδύνατο και ανήμπορο.
Στην συνέχεια όμως θα μιλήσω για θέματα που είναι μάλλον απίθανο να τα ακούσατε σε σχέση με το πρόβλημα του θανάτου, αν και τα ίδια χωρίς αμφιβολία σας είναι, τουλάχιστον ως ονόματα, γνωστά. Θα μιλήσω για την σχετικότητα και την κβαντομηχανική και θα αναφερθώ σε γνώσεις που φωτίζουν το πρόβλημα του θανάτου με ένα πολύ ενδιαφέροντα φωτισμό.
Αρχικά θα παρατηρήσω κάτι το είναι πλέον τετριμμένο. Η θεωρία της σχετικότητας είναι μια θεωρία η οποία στον μεγαλύτερό της εύρος είναι πειραματικά επιβεβαιωμένη. Προσφάτως ανακοινώθηκε ότι ένας δορυφόρος που είχε αποσταλεί για τον σκοπό αυτό και συγκέντρωνε δεδομένα για πολλά χρόνια, τελικά η επεξεργασία τους επιβεβαίωσε τον Αϊνστάιν. Βέβαια παραμένουν ανοικτά θέματα, όμως για κάποιες βασικές γνώσεις μπορούμε να αισθανόμαστε ασφαλείς. Και θα συνεχίσω λέγοντας ότι η θεωρία αυτή άλλαξε δραματικά τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Εντούτοις ελάχιστοι ενσωματώνουν αυτήν την αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν τα υπαρξιακά ερωτήματα. Αυτό συμβαίνει γιατί δεν είναι και το πιο εύκολο να συλλάβει κανείς την σχετικότητα, αν δεν είναι εξοικειωμένος με την αφηρημένη μαθηματική ανάλυση.
Όλοι λίγο πολύ έχουμε ακούσει για τον χωροχρόνο και συνήθως τον συνδέουμε με την θεωρία της σχετικότητας και τον Αϊνστάιν. Ο χώρος και ο χρόνος είναι τρόπον τινά συνδεδεμένοι μεταξύ τους και το σύμπαν μας έχει τέσσερις διαστάσεις. Αυτές τις τέσσερις διαστάσεις μας είναι εύκολο να τις διαισθανθούμε γιατί ήδη κάνουμε κάτι ανάλογο όταν μεταβαίνουμε από τις δύο στις τρεις διαστάσεις. Όπως μια δισδιάστατη φούσκα φουσκώνει και γίνεται τρισδιάστατο μπαλόνι, κάπως έτσι μπορούμε να φαντασθούμε τον τετραδιάστατο χωροχρόνο. Δεν θα επιμείνω πολύ σε αυτό γιατί θεωρώ ότι όλοι, λίγο πολύ κάτι έχουμε ακούσει και κάτι καταλαβαίνουμε και αν κάτι μας διαφεύγει δεν έχει πολύ σημασία για την συνέχεια.
Θέλω μόνο να αναφέρω ότι την σύνδεση του χώρου με τον χρόνο πρώτος την έκανε ο Γαλιλαίος, αυτός πρωτομίλησε για τον χωροχρόνο, μόνο που δεν είχε τα κατάλληλα μαθηματικά εργαλεία για να τον περιγράψει. Ο Αϊνστάιν επέκτεινε την έννοια αυτή, στις πραγματικές της, κοσμικές, διαστάσεις. Ονομάζουμε τον χωροχρόνο του Γαλιλαίου σχετικό και τον χωροχρόνο του Αϊνστάιν σχετικιστικό. Το θέμα που θέλω να θίξω άπτεται και του σχετικού και του σχετικιστικού χωροχρόνου και γίνεται πιο εύκολα αντιληπτό στον σχετικό που μας είναι πιο οικείος. Ο σχετικός χωροχρόνος είναι ο χωροχρόνος της καθημερινής μας εμπειρίας και είναι ικανοποιητικά ακριβής όταν αναφερόμαστε σε αυτόν.
Αυτός ο κόσμος είναι η κοσμική γειτονιά μας. Σε αυτήν την διάκριση θέλω να σταθώ για λίγο γιατί είναι καίριας σημασίας. Η λέξη κόσμος αναφέρεται στο συνολικό σύμπαν. Βέβαια όταν πρωτοαπέκτησαν νόημα οι λέξεις κόσμος και σύμπαν, ταυτίζονταν με τον κόσμο της καθημερινότητας των ανθρώπων, τον κόσμο που ενέπιπτε με άμεσο τρόπο στις αισθήσεις τους. Σήμερα όμως γνωρίζουμε ότι αυτός ο κόσμος, το σύμπαν των αρχαίων, είναι ένα ελάχιστο κλάσμα του πραγματικού σύμπαντος. Μέχρις ότου οι παρατηρήσεις από εξελιγμένα επιστημονικά όργανα να την ανατρέψουν, η κυρίαρχη άποψη ήταν ότι αυτό που ισχύει στην κοσμική γειτονιά μας ίσχυε και σε όλο το σύμπαν.
Καθώς λοιπόν ο χωροχρόνος του Γαλιλαίου εξελίχθηκε στον χωροχρόνο του Νεύτωνα, δημιουργήθηκε μια σημαντική απορία. Στον χωροχρόνο του Γαλιλαίου η κίνηση, δηλαδή ο χρόνος εξαρτάται από τον χώρο, και βέβαια σε αυτήν την σχετικότητα τα ρολόγια χτυπούν πάντα ίσα χρονικά διαστήματα. Ο Γαλιλαίος δεν είχε τις προϋποθέσεις για να προβληματισθεί περισσότερο, Ο Νεύτων όμως είχε πρόβλημα και χρειάσθηκε να αναπτύξει την ιδέα του απόλυτου χώρου και του απόλυτου χρόνου.
Το τι σημαίνει αυτό είναι καίριο για το θέμα μας. Σημαίνει ότι η δομή του χωροχρόνου μένει ανεπηρέαστη από τα γεγονότα τα οποία εξελίσσονται μέσα σε αυτόν, καθώς και το αντίστροφο. Και αυτό με την σειρά του σημαίνει ότι οι αποστάσεις, χωρικές και χρονικές, παραμένουν σταθερές και ανεξάρτητες από τα γεγονότα που συμβαίνουν μέσα σε αυτόν. Μπορούμε αρκετά εύκολα να αισθητοποιήσουμε αυτή την δομή του Νευτώνειου χωροχρόνου. Ας φαντασθούμε μια οθόνη στην οποία προβάλλεται μια ταινία. Κάθε σημείο της οθόνης μένει στην θέση του άσχετα με το τι συμβαίνει στην ταινία.
Παρατηρώντας την κοσμική γειτονιά μας, είναι εξαιρετικά δύσκολο να υποψιασθούμε ότι αυτή η αντίληψη είναι λανθασμένη. Όμως η εξέλιξη των επιστημονικών οργάνων μας εφοδίασε με παρατηρήσεις που έρχονται σε απόλυτη αντίθεση με την παραπάνω διαίσθηση αν και αυτή μοιάζει προφανής και αυτονόητη. Πράγματι η μεγάλη ανατροπή που έφερε ο Αϊνστάιν ήταν το ότι απέδειξε, και το πείραμα επιβεβαίωσε, ότι όχι μόνο ο χρόνος εξαρτάται από τον χώρο, αλλά και ότι διαφορετικά ρολόγια που κινούνται με διαφορετικές ταχύτητες μετρούν με διαφορετικό ρυθμό τον χρόνο, άλλα πιο γρήγορα και άλλα πιο αργά. Με άλλα λόγια τα σημεία της οθόνης που λέγαμε πιο πριν κινούνται και αλλάζουν θέση ανάλογα με το έργο που προβάλλεται. Και όχι μόνο αυτό αλλά και το ρολόι του κάθε πρωταγωνιστή σε ένα έργο μετρά τον χρόνο με τον δικό του ρυθμό που είναι ανεξάρτητος από τον ρυθμό του ρολογιού του συμπρωταγωνιστή.
Δεν θα μπω στην διαδικασία να εξηγήσω το πώς συμβαίνουν όλα αυτά, υπάρχει πλήθος εκλαϊκευτικών έργων, θα επικεντρωθώ στο να εξηγήσω τι σημαίνουν όλα αυτά όσον αφορά το θέμα μας. Κατ’ αρχάς θα επισημάνω ότι στον χριστιανισμό κατά ένα ειδικό τρόπο ο χρόνος και ο χώρος νοείται κατά ένα απόλυτο τρόπο. Όλοι θα έχουμε ακούσει ότι ο Χριστός έγινε άνθρωπος και έπαθε για την σωτηρία του κόσμου, εννοώντας ότι σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή και ένα συγκεκριμένο γεωγραφικό σημείο η θεότητα εισήλθε στον κόσμο. Με βάση τα ανωτέρω οι χριστιανοί θεολόγοι θα πρέπει να αναπροσαρμόσουν την θεολογία τους, με βάση το γεγονός ότι η ενσάρκωση είναι ένα στενά τοπικό γεγονός που δεν αφορά τον κόσμο.
Μιλούμε λοιπόν για την στιγμή του θανάτου μας, σε αντιδιαστολή με την στιγμή της γέννησής μας. Στην κοσμική γειτονιά μας, πράγματι υπάρχουν δύο τέτοιες στιγμές, σαφώς ορισμένες τις οποίες εμείς βιώνουμε ως σαφή ψυχολογικά γεγονότα. Αρκεί όμως αυτό το βίωμα να ορίσει με σαφήνεια τα πράγματα; Εμφανώς όχι, γιατί σε κοσμικό επίπεδο οι χωροχρονικές στιγμές της γέννησης και του θανάτου μας δεν είναι ορισμένες με ένα απόλυτο τρόπο. Στην πραγματικότητα για άπειρες περιοχές του σύμπαντος δεν έχουμε γεννηθεί ούτε έχουμε πεθάνει και για εξίσου άπειρες άλλες περιοχές έχουμε γεννηθεί και πεθάνει προ πολλού! Όπως ακριβώς ο Χριστός ακόμα δεν έχει ακόμα σαρκωθεί, για αχανείς εκτάσεις του σύμπαντος!
Ποια είναι όμως η σημασία του γεγονότος ότι για την συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων του σύμπαντος, ας υποθέσουμε ότι υπάρχουν μια και αυτό μας βοηθά να καταλάβουμε καλύτερα το θέμα, ενώ αν δεν υπάρχουν, δεν αλλάζει κάτι, εγώ είτε δεν έχω γεννηθεί ακόμα είτε έχω πεθάνει προ πολλού; Για μένα προσωπικά, ως βίωμα, ως τέλος της αυτοσυνειδησίας μου, απολύτως τίποτα. Όμως επειδή είμαι νοήμων ον, σκέπτομαι και ξέρω ότι θα πεθάνω, θέλω να καταλάβω τι είναι αυτός ο θάνατος και αν υπάρχει αυτό που λέμε μετά θάνατον ζωή. Σε αυτά τα ερωτήματα οι προηγηθείσες παρατηρήσεις βοηθούν να προχωρήσω την κατανόηση σημαντικά. Το να καταλαβαίνω ότι για άλλους ήδη έχω πεθάνει και για άλλους ούτε που έχω γεννηθεί, αν μη τι άλλο σημαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά στους συλλογισμούς μου.
Θυμηθείτε ότι υπάρχουμε από υλικά που δημιουργήθηκαν πριν από δισεκατομμύρια χρόνια και μετά τον θάνατό μας τα υλικά από τα οποία συγκροτούμαστε θα συνεχίσουν να υπάρχουν για τεράστιο χρονικό διάστημα. Ανάλογα ισχύουν και για την ενέργεια που αντιστοιχεί σε εμάς. Αυτό που χάνεται κατά τον θάνατό μας είναι η δομή μας. Όμως υπάρχει ένα κρίσιμο ερώτημα. Από οντολογική άποψη ποιο άραγε είναι το πρωτεύον στοιχείο που προσδιορίζει την ύπαρξή μας; Μπορεί άραγε να είναι η χωροχρονική δομή που επιβιώνει στην κοσμική γειτονιά μας για κάποιες δεκαετίες;
Ας σκεφτούμε το περίφημο νοητικό πείραμα των διδύμων αδελφών που ξεκινούν το κοσμικό τους ταξίδι με διαφορετικές ταχύτητες, ο ένας με ταχύτητα συγκρίσιμη με αυτήν του φωτός και ο άλλος μια συνηθισμένη ταχύτητα. Για αυτόν που κινείται γρήγορα το ρολόι κτυπά εξαιρετικά αργά, οπότε αν κάποτε επιστρέψει στον κόσμο του αδελφού του, αυτόν που εγκατέλειψε για να κάνει το κοσμικό του ταξίδι, θα διαπιστώσει ότι ο αδελφός του έχει πεθάνει εδώ και εκατοντάδες χρόνια. Δηλαδή αν μπορούσαμε να δούμε παράλληλα την ζωή των δύο αδελφών, ο κινούμενος αργά έζησε ένα ελάχιστο κλάσμα της ζωής του γρήγορα κινούμενου αδελφού. Ο καθένας όμως βίωσε την ζωή του σαν να έζησε τα ίδια χρόνια με τον αδελφό του. Ποια από τις δύο διάρκειες της ζωής τους είναι η αληθινή; Αυτή που μετράει ο ίδιος ή αυτή που μετράει ο δίδυμος αδελφός; Στην κοσμική τους γειτονιά, τα πράγματα είναι καθαρά, σε κοσμικό όμως επίπεδο δεν υπάρχει μια απόλυτη αλήθεια. Ας επισημάνω ότι δεν μιλώ για υπερφυσικά πράγματα ούτε αναζητώ την θεολογική αλήθεια, αλλά την φυσική αλήθεια για το πότε πεθαίνω και η απάντηση είναι ότι σε κοσμικό επίπεδο, που είναι θα έλεγα ότι είναι το αντικειμενικά φυσικό, δεν υπάρχει ξεκάθαρη απάντηση. Και όλα αυτά γιατί δεν υπάρχει απόλυτος χωροχρόνος.
Οι γνώστες της σχετικότητας θα πουν, ναι έτσι είναι γιατί η θεωρία της σχετικότητας δεν είναι μια πλήρης θεωρία. Πράγματι μπορεί η θεωρία της σχετικότητας να μας περιγράφει με ακρίβεια την κίνηση των μακροσκοπικών οντοτήτων, δεν μπορεί όμως να κάνει το ίδιο με τις οντότητες που θεωρούμε ότι θεμελιώνουν οντολογικά τον κόσμο μας. Το έργο αυτό το καλύπτει η άλλη μεγάλη επιστημονική θεωρία, αυτΝή της κβαντομηχανικής. Μόνο και αυτή πάσχει από ανάλογο πρόβλημα. Περιγράφει με ακρίβεια και επιτυχία την εξέλιξη των οντοτήτων που θεωρούνται τα θεμέλια του κόσμου μας, δηλαδή τα φωτόνια, τα ηλεκτρόνια και τα άλλα σωματίδια του μικρόκοσμου, αλλά δεν τα καταφέρνει καθόλου καλά με τις οντότητες του κόσμου της καθημερινότητάς μας, και μάλιστα μοιάζει ασύμβατη με την θεωρία της σχετικότητας.
Πέραν αυτού του προβλήματος η κβαντομηχανική αντιμετωπίζει και μια σειρά από άλλα θέματα. Με απλά λόγια αυτά που διατείνεται ότι ισχύουν στον κόσμο του πολύ μικρού, μοιάζουν να είναι αδύνατα. Οι οντότητες που μελετά η κβαντομηχανική μοιάζουν να επεκτείνονται σε ολόκληρο το σύμπαν ή να καλύπτουν όλο το παρελθόν και ολόκληρο το μέλλον, δηλαδή να καλύπτουν ολόκληρο τον χώρο και ολόκληρο τον χρόνο. Αυτός είναι ένας από τους πολλούς τρόπους έκφρασης του λεγόμενου ερμηνευτικού προβλήματος της κβαντομηχανικής. Αυτή η κατάσταση προφανώς δεν ικανοποιεί τους επιστήμονες και επομένως καταβάλουν συστηματικές προσπάθειες για την αντιμετώπιση αυτού του αδιεξόδου στην περιγραφή του φυσικού κόσμου.
Μέχρι στιγμής έθεσα ορισμένα ερωτήματα και περιέγραψα μια κατάσταση. Τώρα θα προτείνω διαδρομή απάντησης των ερωτημάτων αυτών που ξεκινά από την διδακτορική μου εργασία η οποία ήταν μια απάντηση στο ερμηνευτικό πρόβλημα της κβαντομηχανικής με την χρήση της εννοίας του «λόγου», όπως αυτή διαμορφώθηκε στην αρχαιότητα και τον πρώιμο μεσαίωνα στην ελληνική φιλοσοφική παράδοση. Όπως ήδη είχα πει τότε, η διατριβή ήταν ένα βήμα στην διατύπωση μιας ενιαίας περιγραφής του φυσικού κόσμου από την οποία δεν θα απουσιάζει ο κόσμος του ανθρώπινου πνεύματος. Σήμερα θα παρουσιάσω πολύ συνοπτικά το επόμενο βήμα, το οποίο επεξεργάζομαι τώρα, και που τις γενικές του γραμμές μπορώ να σας παρουσιάσω.
Βασική θέση της Υπόθεσης των Λογικών Κβάντων («ΥΛΚ») είναι ότι, μιλώντας για τον μικρόκοσμο, μια κβαντική οντότητα είναι ένας λόγος. Η πλέον κοντινή περιγραφή του λόγου είναι ότι πρόκειται για μια “πληροφορία” που δεν έχει εκφραστεί. Που “υπάρχει” σε ένα άλλο χώρο, τον λογικό χώρο. Αυτή η κατά βάση απλή ιδέα μπορεί να εκφραστεί με μαθηματικά τα οποία έχουν αναπτυχθεί για την κβαντική θεωρία πεδίου. Πρόκειται για την θεωρία δεσμών ινών, η οποία με μια αντιστροφή του χώρου βάσης μπορεί να δώσει μια συνεκτική αναπαράσταση και περιγραφή του φυσικού κόσμου, σύμφωνα με την ΥΛΚ. Στην περίπτωση αυτήν δεν χρειάζεται να εισάγει κανείς αυθαίρετες υποθέσεις πέραν των όσων εισάγονται σε όλες τις ανάλογες θεωρίες. Οι υποθέσεις αυτές θεωρώ ότι είναι αποτέλεσμα των περιορισμών του ανθρώπινου εγκεφάλου. Έτσι αναδεικνύεται και μια συγγένεια του λόγου με το κβαντικό πεδίο, κάτι που όμως χρειάζεται περισσότερη μελέτη.
Στην αναπαράσταση αυτή το θεμέλιο δεν είναι ο χωροχρόνος αλλά ο λογικός χώρος του οποίου οι βασικές ιδιότητες είναι ότι δεν είναι ούτε χώρος ούτε χρόνος. Η πλήρης παρουσίαση αυτών των ιδεών δεν μπορεί να γίνει εδώ, όμως μπορώ να προχωρήσω στο δια ταύτα, επισημαίνοντας ότι επί της ουσίας αυτό που ισχυρίζομαι δεν είναι κάτι το μοναδικό, υπάρχουν πολλές άλλες ανάλογες ερμηνείες και ανάλογες αναπαραστάσεις του φυσικού κόσμου. Αυτή η αναπαράσταση μπορεί να αισθητοποιηθεί σχετικά εύκολα, θεωρώντας ότι ο κόσμος που βλέπουμε είναι κάτι σαν μια τετραδιάστατη προβολή μιας “πληροφορίας” η οποία είναι αποθηκευμένη σε κάποιο κατάλληλο αποθηκευτικό μέσο. Κάτι ανάλογο με την προβολή μιας ψηφιακής κινηματογραφικής ταινίας στην οθόνη ενός υπολογιστή.
Αυτό που ενδιαφέρει για το θέμα του θανάτου είναι το γεγονός ότι αυτή η “πληροφορία” βρίσκεται εκτός του χωροχρόνου και είναι η φυσική βάση, το οντολογικό θεμέλιο του σύμπαντος, άρα και των ανθρώπων. Αμέσως γίνεται αντιληπτό ότι ο θάνατος χάνει τον απόλυτό του χαρακτήρα, αποκτά αποκλειστικά τοπικό χαρακτήρα, γιατί σε κάθε περίπτωση ο λόγος μου υπήρχε πριν από μένα και συνεχίζει να υπάρχει και μετά από εμένα. Πλην όμως ο λόγος μου δεν είμαι εγώ. Αν αφήσει κανείς την φαντασία του να καλπάζει μπορεί να θέσει ερωτήματα του τύπου, ο λόγος μου έχει αυτοσυνειδησία και άλλα τέτοια.
Θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ότι τουλάχιστον για την ΥΛΚ ο λόγος είναι ένα φυσικό μέγεθος και όχι μια υπερφυσική οντότητα και επομένως τέτοιου είδους ερωτήματα δεν έχουν νόημα. Παρόλα αυτά όμως υπάρχει ιδιαίτερο υπαρξιακό ενδιαφέρον στην περιγραφή που έκανα. Όπως είπα μπορεί κανείς να βρει και άλλες ανάλογες περιγραφές. Η περιγραφή με βάση τον λόγο έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί αναδεικνύει με φυσικό θα έλεγα τρόπο την δυνατότητα του ανθρώπινου εγκεφάλου να διαισθάνεται τον λογικό χώρο. Αυτό, αν και χρήζει περισσότερης διερεύνησης, μπορεί να αποτελέσει ισχυρό ερμηνευτικό εργαλείο για την μελέτη της ανθρώπινης πνευματικότητας από φυσικής πλευράς.
Θα μπορούσα να ισχυρισθώ ότι η ανθρώπινη ύπαρξη αισθάνεται, κάτω από ειδικές συνθήκες το αιώνιό της οντολογικό υπόβαθρο και αυτό το βαθύ ειδικό, δηλαδή μυστικό αίσθημα το εκλογικεύει με τις διάφορες μυθικές διηγήσεις για την προΰπαρξη των ψυχών, και την μεταθάνατον ζωή. Χωρίς αμφιβολία η εικόνα που περίγραψα με βάση την ΥΛΚ δεν μπορεί να δικαιώσει καμιά από αυτές, μπορεί όμως να ερμηνεύσει την επιμονή των ανθρώπων να μιλούν για το πνεύμα, την ψυχή και την αθανασία. Στην πραγματικότητα δεν μας απαντά άμεσα στο ερώτημα αν υπάρχει ζωή μετά τον θάνατον γιατί ναι μεν μας ξεκαθαρίζει ότι η ζωή μας σταματά με τον θάνατο, όμως ως υπάρξεις δεν έχουμε αποκλειστικά τοπικό χαρακτήρα. Η φυσική μας ρίζα βρίσκεται στον λογικό χώρο.
Στην πραγματικότητα αυτή η ιδιότυπη μελέτη θανάτου που παρουσίασα εδώ έχει συγκλονιστικές συνέπειες όσον αφορά την ζωή μας. Όλα κρύβονται σε αυτό που μόλις είπα. Δεν είμαστε υπάρξεις που έχουν τοπικό χαρακτήρα. Και είναι θέμα άσκησης του εγκεφάλου μας, δηλαδή της προσωπικότητάς μας το να επιδιώξουμε την ανάπτυξη της αυτοσυνειδησίας μας έξω από την κοσμική μας γειτονιά, με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει.
Και έχω την υποψία ή αν θέλετε την αίσθηση ότι αυτό μπορεί να σημαίνει πολλά. Ο άνθρωπος είναι ένα εξαιρετικά πολύπλοκο σύστημα και ως τέτοιο ενέχει απρόβλεπτες δυναμικές δυνατότητες. Σπάνιοι άνθρωποι έχουν, φυσικώ τω τρόπω, υπερφυσικές δυνατότητες, κάτι που είναι άμεσα ψηλαφητό τόσο στην θρησκεία, όσο και στην τέχνη. Και αντιστρόφως, η θρησκεία και η τέχνη παρέχουν άφθονο εμπειρικό υλικό για την μελέτη, την ανάπτυξη και την εξειδίκευση μιας πλήρους φυσικής θεωρίας για τον κόσμο.
Ελπίζω να μην σας κούρασα υπερβολικά.
Βιβλιογραφία
- Εισαγωγή στην φιλοσοφία της επιστήμης, Salmon, Earman, Glymour, κ.ά.
- Φιλοσοφικές έννοιες στην Φυσική, James Cushing
- Αναζητώντας την πραγματικότητα, Roger Penrose
- How is quantum field theory possible, Sunny Y. Auyang
Απομαγνητοφώνηση της παρουσίασης του Γεώργιου Αρσένιου Μέσκου (εκπαιδευτικού, μηχανολόγου μηχανικού, διδάκτορος θεολογίας) στην εκδήλωση με θέμα «Λόγος περί θανάτου: Θρησκεία, Τέχνη και Επιστήμη μπροστά στο μεγάλο ερώτημα του θανάτου», της Εταιρείας Μελέτης των Σχέσεων Επιστήμης και Θρησκείας (ΕΜΕΣΕΘ) της 31ης Μαΐου 2011
aspas.gr