Eκείνος, ο οποίος μια γενεά αργότερα από τους Μιλησίους συνέλαβε και διετύπωσε ριζικώς την έννοια του γίγνεσθαι, είναι ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος (544‐480 π.Χ.). Κατά τον Ηράκλειτο δεν υπάρχει ό,τι ακριβώς ζητούσαν οι Μιλήσιοι φιλόσοφοι, δηλαδή το καθαρό υλικό υπόβαθρο των όντων, το μεταφυσικό Είναι των πραγμάτων, γι’ αυτό όλα, όχι μόνον τα κατά μέρος πράγματα, αλλά και το σύμπαν είναι σε αέναη κίνηση και ροή. Τίποτε δεν είναι σταθερό. Για τα πράγματα δεν μπορούμε να ειπούμε ότι είναι αλλά μόνον ότι γίνονται. Ό,τι υπάρχει είναι η κίνηση, το γίγνεσθαι. Γίγνεσθαι και απογίγνεσθαι, αιώνια μεταβολή, αυτό είναι η ουσία του κόσμου. Τίποτε το σταθερό και στατικό δεν υπάρχει.
«Λέγει που Ηράκλειτος ότι πάντα χωρεί και ουδέν μένει, και ποταμού ροή απεικάζων τα όντα λέγει, ως δις εις τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης» (Πλάτωνος «Κρατύλος», 408Α). Το απόλυτο είναι λοιπόν τώρα το γίγνεσθαι. Κατά τους Μιλησίους το απόλυτο ήταν το είναι, και το γίγνεσθαι ήταν το σχετικό. Τα συγκεκριμένα όντα, τα πράγματα δεν είναι αλλά το ένα αναλύεται και αναλίσκεται εις το άλλο. Τα πράγματα δεν υφίστανται καθ’ εαυτά, αλλά είναι αεί εν κινήσει. Με την κίνηση και φαίνονται και παύουν να φαίνονται, και είναι και δεν είναι, μεταβαίνουν συνεχώς από τη μια μορφή στην άλλη, αίρονται διαρκώς το ένα από το άλλο. Αν λοιπόν η πρώτη έννοια της ελληνικής φιλοσοφίας ήταν το είναι, η δεύτερη είναι το γίγνεσθαι. Και όπως το είναι από τους Μιλησίους, έτσι και το γίγνεσθαι τώρα από τον Ηράκλειτο ταυτίζεται με τη θεότητα. Με το γίγνεσθαι το είναι γίνεται μη είναι και το μη είναι γίνεται είναι. Το είναι και το μη είναι γίνονται τώρα οι δύο τρόποι, με τους οποίους αντιλαμβανόμαστε το γίγνεσθαι. Με τη μετάβαση από το ένα σημείο του χρόνου εις το άλλο έχομε το είναι και το μη είναι.
Για τούτο μόνον η μετάβαση, η μεταβολή υπάρχει. Η λογική αφαίρεση, την οποία κάνει τώρα λοιπόν ο νους του Ηρακλείτου, είναι ολωσδιόλου διαφορετική από την αφαίρεση που έκαμαν οι Μιλήσιοι φιλόσοφοι.
Εκείνοι με τη νοητική αφαίρεση έφθασαν στην έννοια του Είναι, στη σταθερή αρχή των όντων, παραμέρισαν τα δεδομένα των αισθήσεων, για να συλλάβουν με το νου τους το μεταφυσικό Είναι των όντων. Ο Ηράκλειτος απομονώνει με το νου του την μεταβλητότητα, παραμερίζει τα καθ’ έκαστον όντα και κρατάει μόνον το γίγνεσθαι. Η μεταφυσική αρχή των Μιλησίων ήταν στατική, ενώ η αρχή του Ηρακλείτου είναι δυναμική. Πρέπει να ομολογηθεί ότι η έννοια του γίγνεσθαι είναι δυσκολώτερα συλληπτή από την έννοια του είναι. Εξ άλλου, δίχως την έννοια του είναι, όπως την διετύπωσαν οι Μιλήσιοι, δεν θα ήταν δυνατόν ο Ηράκλειτος να προχωρήσει στην έννοια του γίγνεσθαι. Όμως, όσο μεγάλη και αν είναι η νοητική αφαίρεση του Ηρακλείτου, περιορίζεται και αυτή από την αντίθετη δύναμη, την αντιληπτική δύναμη των αισθήσεων. Η δράση είναι η αίσθηση εκείνη, με την οποίαν αντιλαμβανόμεθα την κίνηση, και το πυρ είναι γι’ αυτόν το αισθητό αντικείμενο που συμβολίζει κατ’ εξοχήν την κίνηση. Ο κόσμος χαρακτηρίζεται από τον Ηράκλειτο ως αείζωον πυρ. Το πυρ όμως του Ηρακλείτου ως αρχή των όντων δεν σημαίνει τόσο μια ύλη, η οποία μεταμορφώνεται, όσο την αιώνια μεταβλητότητα των όντων, το αιώνιο γίγνεσθαι και απογίγνεσθαι των πραγμάτων.
Η αέναη όμως αυτή αλλαγή των όντων γίνεται κατά τον Ηράκλειτο σύμφωνα με ορισμένα εσωτερικά μέτρα, σύμφωνα με μια εσωτερική τάξη. Η εσωτερική αυτή τάξη και νομοτέλεια του γίγνεσθαι αποτελεί το μόνο σταθερό. Ο Ηράκλειτος ονομάζει την εσωτερική αυτή τάξη του γίγνεσθαι ειμαρμένη, δίκη ή λόγον, δηλαδή την χαρακτηρίζει με κριτήρια φυσικά, ηθικά και λογικά. Τούτο σημαίνει ότι το πνεύμα δεν έχει ακόμη διαχωρίσει αυστηρώς τους βασικούς του τρόπους του σκέπτεσθαι και γι’ αυτό τους χρησιμοποιεί εναλλάξ, για να χαρακτηρίσει όμως πάντοτε το ίδιο πράγμα, την εσωτερική τάξη του γίγνεσθαι. Η έννοια, την οποίαν εισάγει ο Ηράκλειτος με το γίγνεσθαι και την οποίαν διατυπώνει με όλη τη δυνατή αυστηρότητα, είναι η έννοια της εσωτερικής τάξεως του κόσμου. Με δύο βασικούς τρόπους προσδιορίζει ο Ηράκλειτος την εσωτερική αυτή τάξη του κόσμου, με την αρμονία των αντιθέσεων και με την ανακύκληση της αλλαγής, του γίγνεσθαι. Το γεγονός ότι όλα μεταβάλλονται παρώθησε τον Ηράκλειτο να ισχυρισθεί ότι το κάθε τι μεταπίπτει πάντοτε εις το αντίθετό του. Την αιώνια ροή των πραγμάτων ο Ηράκλειτος την χαρακτηρίζει ως ανειρήνευτη πάλη των αντιθέσεων. Έτσι είναι κατ’ αυτόν ο πόλεμος πατήρ των πάντων. Ό,τι προς στιγμήν φαίνεται ότι υπάρχει, τούτο είναι αποτέλεσμα της πάλης αντιθέτων δυνάμεων και κινήσεων. Μέσα σ’ αυτήν την ατελεύτητη μεταβολή των πραγμάτων δεν υπάρχει τίποτε το συγκεκριμένο, το ειδικό, υπάρχει μόνον η τάξη, με την οποίαν γίνεται η ανακύκληση των αντιθέτων κινήσεων.
Την εσωτερική τάξη του κόσμου ο Ηράκλειτος την ονομάζει, όπως είδαμε και Λόγον. Το σχετικό απόσπασμα του Ηρακλείτου λέγει: «του δε λόγου τούδ’ εόντος αεί αξύνετοι γίνονται άνθρωποι και πρόσθεν ή ακούσαι και ακούσαντες το πρώτον γινομένων γαρ πάντων κατά τον λόγον τόνδε απείροισιν εοίκασι, πειρώμενοι και επέων και έργων τοιουτέων∙ οκείων εγώ διηγεύμαι κατά φύσιν διαιρέων έκαστον και φράζων όκως έχει. Τους δε άλλους ανθρώπους λανθάνει οκόσα εγερθέντες ποιούσιν όκωσπερ οκόσα εύδοντες επιλανθάνονται». Δηλαδή «ενώ ο Λόγος αυτός υπάρχει πάντοτε, οι άνθρωποι είναι ανίκανοι να τον εννοήσουν και προτού τον ακούσουν και αφού τον πρωτακούσουν. Γιατί, αν και γίνονται όλα σύμφωνα με αυτόν τον λόγον, οι άνθρωποι μοιάζουν με ανίδεους και καταπιάνονται και με λόγια και με έργα, όπως αυτά που θα εκθέσω και θα διαιρέσω το καθένα κατά τη φύση του και θα εξηγήσω πώς έχει. Στους άλλους όμως ανθρώπους δεν είναι συνειδητά όσα κάνουν εν εγρηγόρσει, όπως ακριβώς λησμονούν και όσα κάνουν στον ύπνο τους». Ο αφορισμός αυτός του Ηρακλείτου είναι το αρχαιότερο φιλοσοφικό κείμενο, όπου πρώτη φορά χρησιμοποιείται η έννοια του Λόγου.
Αν αναλογισθούμε πόσο πολυσήμαντη έγινε η έννοια αυτή του Λόγου κατά την περαιτέρω πορεία της ελληνικής φιλοσοφίας, αλλά και μέσα στον Χριστιανισμό, τότε κατανοούμε ότι με τον Ηράκλειτο ανοίγει η πύλη του πνεύματος, το οποίον θα χωρίσει ες αεί την Ελλάδα και την Ευρώπη από την Ασία. Ο Λόγος χωρίζει τη φιλοσοφία και την άλλη επιστήμη από τον μύθο και μ’ αυτό την Ελλάδα από την Ασία, η οποία έμεινε πάντα τυλιγμένη στον πέπλο του μύθου. Η Ασία δεν εδημιούργησε ούτε επιστήμη ούτε φιλοσοφία. Ο Λόγος έγινε η λέξη της καρδιάς των Ελλήνων, όπως αργότερα η λέξη res έγινε η λέξη της καρδιάς των Ρωμαίων. Ο λόγος αυτός ο αιώνιος, σύμφωνα με τον οποίον γίνονται όλα, σχετίζεται από τον Ηράκλειτο με τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι είναι το σταθερό υποκείμενο και στις τρεις προτάσεις, που απαρτίζουν το ανωτέρω απόσπασμα. Από το ένα μέρος λοιπόν είναι ο λόγος ο αιώνιος, ο οποίος ρυθμίζει το γίγνεσθαι των όντων, και από το άλλο μέρος ο άνθρωπος με τη νόησή του, ο οποίος πρέπει να γνωρίσει αυτόν τον αντικειμενικό, μεταφυσικό λόγο του κόσμου. Κατά τον Ηράκλειτο υπάρχει μια διαλεκτική λογική μέσα στον αντικειμενικό κόσμο. Αυτήν ακριβώς καλείται ο άνθρωπος να την καταλάβει με τον νου του.
Ο νους του ανθρώπου έχει συγγένεια με τον λόγο του κόσμου. Ο νους έχει την δύναμη αφ’ εαυτού του να καταλάβει τον λόγο του κόσμου, την εσωτερική τάξη και αναγκαιότητα των όντων. Οι άνθρωποι όμως δεν μεταχειρίζονται τη δύναμη του νου τους για να κατανοήσουν τον λόγο του κόσμου. Γι’ αυτό δεν τον καταλαβαίνουν αυτοί προτού τον ακούσουν, ενώ θα έπρεπε και μόνοι τους να τον ανακαλύψουν, ούτε αφού τον ακούσουν από τον φιλόσοφο, ο οποίος τους τον αποκαλύπτει τώρα. Οι άνθρωποι καταγίνονται με έπεα, δηλαδή με λόγια, τα οποία είναι το αντίθετο του λόγου. Αλλά και μέσα στα καθημερινά τους έπεα και έργα δεν καταλαβαίνουν τι κάνουν και τι λένε, γιατί ο νους, ο ένας λόγος μέσα τους, δεν έχει ακόμα τεθεί σε κίνηση. Ο φιλόσοφος όμως μπορεί να κατανοήσει και τα έπεα και τα έργα των ανθρώπων, διότι αυτός έχει το αντικειμενικό κριτήριο και τούτο είναι ο λόγος. Με τη γνώση αυτή του λόγου ο φιλόσοφος ερμηνεύει τι νόημα έχουν τα έπεα και τα έργα των ανθρώπων και ορίζει το κάθε τι κατά την ουσία του. Επειδή ο λόγος δεν ενεργεί μέσα τους, δεν εννοούν ούτε τι νόημα έχουν τα έργα και τα έπεά τους, τα λησμονούν όπως ακριβώς λησμονούν και τα όνειρά τους. Από το ένα μέρος είναι ο φιλόσοφος με τον λόγο, ο οποίος φωτίζει τη ζωή και τον κόσμο, από το άλλο μέρος είναι οι καθεύδοντες άνθρωποι μέσα στην τριβή και την τύρβη της ζωής.
Ο Ηράκλειτος δεν αναπτύσσει συστηματικώς την ουσία του λόγου, εξαγγέλλει όμως τον λόγον με ένα μεγάλο πάθος αυτοσυνειδησίας. Οι διατυπώσεις του είναι μονολιθικές και καλύπτονται πάντοτε από μία αινιγματική και παράδοξη μορφή. Το απόλυτον είναι εδώ ο λόγος, τον οποίον θεάζεται ο νους του φιλοσόφου. Και η θέα αυτή του απολύτου απομονώνει το φιλόσοφο από την κοινή ζωή. Εξ άλλου επειδή ο λόγος είναι ένας και κοινός, ο φιλόσοφος αγωνίζεται να υπερνικήσει τη μόνωσή του και να τον μεταδώσει σε όλους. Έτσι καλεί τους ανθρώπους να έλθουν σε εγρήγορση και να καταλάβουν τι κάνουν στην καθημερινή τους ζωή. Η ζωή αυτή δεν έχει αυτοσυνειδησία, είναι κατ’ ουσίαν ένας ύπνος, δηλαδή ανελεύθερη. Το πραγματικό του Είναι ο άνθρωπος ημπορεί να το εύρει μόνον όταν κατανοήσει τον ένα και κοινό λόγο, ο οποίος τα διέπει όλα. «Όμως, αν και ο λόγος είναι κοινός, οι πολλοί άνθρωποι ζουν ωσάν να είχε ο καθένας δική του σκέψη». Τούτο είναι το παράπονο του φιλοσόφου.
Η απόσταση που χωρίζει τον Ηράκλειτο από τους Μιλησίους φιλοσόφους είναι ολοφάνερη. Με τον Ηράκλειτο η φιλοσοφία έκανε ένα τεράστιο βήμα προς τα εμπρός. Ο ίδιος ο φιλόσοφος έχει έντονα τη συνείδηση της διαφοράς του από τους Μιλησίους, αλλά και από τον Πυθαγόρα, του οποίου την πολυμάθεια χαρακτηρίζει ως κακοτεχνία, ως απατηλό τέχνασμα. Ο Ηράκλειτος ζητεί τη μία και καθολική γνώση, θέλει να καταλάβει τι συνέχει τον κόσμο ως προς την ενότητα και εσωτερικότητά του, και ταυτοχρόνως ποιο είναι το νόημα της ζωής του ανθρώπου. Είναι ο πρώτος μεγάλος μεταφυσικός. Για τούτο και η επίδρασή του και κατά την αρχαιότητα και κατά τη νεώτερη εποχή υπήρξε πολύ μεγάλη.
Ιωάννου N. Θεοδωρακόπουλου, Εισαγωγή στη Φιλοσοφία