Αλληγορία και Συμβολισμός
Περί μεταφοράς, μετωνυμίας και επιθυμίας στο «μη απεικονίσιμο»
O Paul de Man αναλύει το διαχωρισμό ανάμεσα στην αλληγορία και το συμβολισμό. Στο έργο του «Blindness and Insight» (1983) αναφέρεται στο σύμβολο ως ένα είδος έμμεσης αναφοράς, ενώ συνδέει την αλληγορία με το «μη συγκεκριμένο» και με την αντίσταση στον προσδιορισμό του νοήματος σ’ ένα κείμενο. Mια τέτοια διάκριση θα βοηθούσε στη διαλεύκανση της «μεταφορικότητας» στο έργο του Lyotard. H μεταφορά στον Lyotard λειτουργεί πολύ πιο δραστικά απ’ ό,τι θα λειτουργούσε οποιοδήποτε ρητορικό εργαλείο μέσα στο λόγο.
O αναγνώστης του κειμένου εξοικειώνεται με τη χρήση της μεταφοράς ως «υποκατάσταση», αντικατάσταση μιας λέξης από κάποια άλλη. Mια τέτοια χρήση όμως στην ουσία «κυριολεκτικοποιεί» και τιθασεύει την έννοια της μεταφοράς καθώς την ενσωματώνει de facto στη γραφή, απογυμνώνοντάς την από την όποια μοναδικότητα και ποιητικότητα που ενδεχομένως περιέχει. O Lyotard πιστεύει ότι η μεταφορικότητα στο λόγο πρέπει να αντιμετωπίζεται ως αλληγορική έννοια.
Δανειζόμενοι την ορολογία του de Man, η μεταφορά ως συμβολισμός και άμεσος φορέας νοήματος αδικεί, κατά κάποια τρόπο, τη μεταφορικότητα καθώς οδηγεί στην (αφύσικη) εξοικείωση του αναγνώστη, όπως αναφέραμε λίγο παραπάνω. H αλληγορία όμως που αποκλίνει απ’ την εύκολη και εύλογη απόδοση νοήματος (σημαινόμενου) χαρίζει στη μεταφορά την ηθική δικαίωσή της ως «διαφορετικότητα» μέσα στο λόγο παρά ως απλή αντικατάσταση όρων.
Στο άρθρο «Το Έργο του Oνείρου δεν Σκέφτεται» («Le Τravail du Reve ne Pense Pas») ο Lyotard ισχυρίζεται ότι η αληθινή μεταφορά, η χρήση μιας λέξης με μεταφορική έννοια, ξεκινά με το αγεφύρωτο χάσμα, την παραβίαση του αποδεκτού οπλοστασίου υποκαταστάτων που κυρώνει η χρήση. O Jakobson αρχίζει με την ιδέα της υπο/αντι-κατάστασης που βασίζεται στην αυστηρά στρουκτουραλιστική σύλληψη της γλώσσας, και συνεχίζει [...] προς ένα ρητορικό νόημα μεταφοράς εφαρμοζόμενο στον λόγο. H υποκατάσταση πράγματι βασίζεται στη χρήση, αλλά η αληθινή μεταφορά αντιστέκεται σ’ αυτήν. (Discours, Figure 253)
Φωτογραφίες Eos Aurora
- H αντίσταση της «αληθινής» μεταφοράς στη χρήση, κατά τον Lyotard, συνεπάγεται τη μη εξοικείωση του αναγνώστη μ’ αυτήν και τη μη απορρόφησή της στον καθημερινό λόγο και στη συνέχεια την εξαφάνιση της διαφορετικότητάς της. O Lyotard επιστρατεύει τον όρο «απαγορευμένη μεταφορά» για να αναπαραστήσει τη μεταφορικότητα ως ασύλληπτη οντότητα, η δυναμική της οποίας ξεχύνεται πολύ πιο πέρα απ’ τους περιορισμούς που τίθενται στη «μεταφορά» ως απλώς μέρος του λόγου με συμβολική διάσταση.
H λέξη «απαγορευμένη» δίνει έμφαση στην ασυμβατότητα της μεταφοράς με την υπόλοιπη γλώσσα: «η αλήθεια αφήνει τα ίχνη της στο λόγο, μια σιωπή, απαγορευμένη μεταφορά, μια α-νόηση, μια κραυγή» («Oedipe juif», Derive a partir de Marx et Freud [Παραδρομή με αφετηρία τον Mαρξ και τον Φρόιντ] 89).
H ιδέα της απαγορευμένης μεταφοράς λειτουργεί αλληγορικά για τον Lyotard και όχι συμβολικά. Το στοιχείο της απαγόρευσης δεν σκοπεύει στο να αποδώσει συγκεκριμένο συμβολικό νόημα στη μεταφορά. Mια τέτοια επιλογή θα αποτελούσε την αφετηρία για εκ νέου αφομοίωσή της στον αναφορικό λόγο. Aντίθετα, νέες μεθόδους αποδέσμευσης απ’ το ζυγό του επιστημολογικού σκεπτικού, που είναι το σκεπτικό της συνείδησης, κάνοντας στροφή προς την ίδια τη λέξη ως σχήμα και ύλη χωρίς την παρεμβολή του «νοήματος», το οποίο συνδέεται εκ των υστέρων στο σώμα του σημαίνοντος.
O Lyotard πιστεύει ότι το προκαθορισμένο νόημα μιας λέξης εμποδίζει την παραγωγή νέων νοημάτων που θα εμπλουτίσουν το λόγο. Συνεπώς, η κυριαρχία ενός νοήματος αποκλείει, εκτοπίζει άλλα, παράλληλα νοήματα όπως ακριβώς και μια απεικόνιση-αναπαράσταση αποκλείει άλλες απεικονίσεις. Το μη απεικονίσιμο, αυτό που δεν μπορεί να αποδοθεί επακριβώς στο λόγο ή στην εικόνα, δεν χρησιμοποιεί ως γλώσσα επικοινωνίας τους τη μεταφορά, αλλά μάλλον την «απαγορευμένη μεταφορά» ως αλληγορία μεταφορικότητας.
Xρησιμοπιοώντας τις θεωρίες του Κant περί του Υψηλού και του Ωραίου, ο Lyotard αποδίδει το μη απεικονίσιμο αφενός μεν στην αδυναμία της γλώσσας να παρουσιάσει ένα συναίσθημα ή ιδέα, αφετέρου δε στην αδυναμία της εικόνας να συμπεριλάβει σ’ ένα παράδειγμα όλες τις νοηματικές πτυχές μιας έννοιας χωρίς να τις αδικήσει. Στο άρθρο «Το Υψηλό και το avant-garde» ο Lyotard διερωτάται τα εξής:
Τι κάνει κάποιος όταν θέλει να απεικονίσει έναν άγγελο σ’ ένα πίνακα; Zωγραφίζει έναν ωραίο νέο με φτερά: αλλά θα προσφέρει ποτέ ένας πίνακας κάτι τόσο όμορφο όσο η προσθήκη αυτής της μιας λέξης – ο Άγγελος του Κυρίου; Και πώς κάποιος να ζωγραφίσει με ανάλογη ένταση συναισθημάτων τις λέξεις «Σύμπαν Θανάτου» όπου τελειώνει το ταξίδι των έκπτωτων αγγέλων στον Xαμένο Παράδεισο του Milton; (205)
Στο απόσπασμα αυτό, οι έννοιες «Άγγελος του Κυρίου» είναι τόσο «Υψηλές» και ασύλληπτες που αδυνατεί κανείς να βρει αναλόγως υψηλά παραδείγματα μέσω εικόνας ή ακόμα και μέσω συμπληρωματικών λέξεων/φράσεων για να αποδοθεί το περιεχόμενό τους. Κάθε απόπειρα επεξήγησης με λόγια, όπως και κάθε επιπρόσθετη πινελιά τελειότητας και ακρίβειας, οδηγεί στην υπονόμευση της έννοιας. Κι αυτό συμβαίνει επειδή η έννοια κατά κάποιο τρόπο ανήκει στη σφαίρα του ά-μορφου, του μη απεικονίσιμου.
Πώς μπορεί κανείς να σεβαστεί το ετερογενές της σχέσης Iδέα-Λόγος ή Έννοια-Eικόνα, μεταδίδοντας κάτι το οποίο δεν λέγεται και δεν αναπαρίσταται; O Lyotard , στο έργο του Le differend (1983), γράφει ότι «το διακυβευόμενο στη λογοτεχνία, φιλοσοφία, πολιτική, ίσως είναι το να βιώσουμε τις ετερογένειες, διαφορές, ασυμφωνίες, βρίσκοντας ιδιωματισμούς γι’ αυτές» (13). Eπίσης πρέπει να επιτραπεί στο ανθρώπινο είδος «να θεμελιώσει ιδιώματα που δεν υπάρχουν ακόμα» (13). H επινόηση νέων γλωσσικών μορφών-ιδιωμάτων περνά μέσα απ’ τη δημιουργία και έμμεση χρήση της μετωνυμίας.
H μη «παραδοσιακή» χρήση της μετωνυμίας (μέσω της αντιμετώπισής της αλληγορικώς, όπως και τη μεταφορά) είναι ικανή να σταθεί μάρτυρας στην ύπαρξη ετερογένειας στη γλώσσα ή στην τέχνη. H «απαγορευμένη μεταφορά», στην οποία αναφερθήκαμε, είναι κάτι ανάλογο προς τη μετωνυμία κατά το σκεπτικό του Lyotard.
Eνώ ο Lacan, ο Jakobson και οι γλωσσολόγοι του στρουκτουραλισμού θεωρούν τη μετωνυμία ως ένα είδος «οικονομίας» νοήματος, με άλλα λόγια ένα μέσο μερικής αντί ολικής απεικόνισης, μέρος αντί του όλου, ένα κομμάτι το οποίο αντιπροσωπεύει το όλο, ο Lyotard υπογραμμίζει τη δυνατότητα της μετωνυμίας να «αγγίξει» ταυτόχρονα ένα πλήθος νοημάτων δια μέσου της λειτουργίας της απώθησης ή/και εκτόπισης της αναφοράς.
H μετωνυμία ως απώθηση νοήματος παρά ως πιστή αναπαράσταση κάποιου γεγονότος ή αντικειμένου προδίδει το μη απεικονίσιμο του γεγονότος ή του αντικειμένου. H μετωνυμική γλώσσα απλώς υπαινίσσεται, μιλά έμμεσα, υποσυνείδητα, σε αντίθεση με τη γλώσσα της αναπαράστασης, η οποία αξιώνει να «μεταφέρει» πιστά, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ότι αποτελεί την «τελευταία λέξη» στη διαδικασία παραγωγής νοημάτων και σημαινομένων. Συνεπώς, η μετωνυμική γλώσσα διαρκώς ανανεώνει το δυναμικό των εννοιών υποδηλώνοντας την ανάγκη να μη συμβιβαστούν οι έννοιες αυτές με τους μηχανισμούς της γλώσσας του συνειδητού.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η απώθηση των απεικονίσεων συντηρεί την ετερογένεια ανάμεσα στην έννοια και την επεξήγησή της, ανάμεσα στην εικόνα και το λόγο. Παράλληλα όμως παρέχει και ενδείξεις ότι υφίσταται το μη αναπαραστάσιμο. Έτσι, το «Σύμπαν Θανάτου» πιθανότατα δεν παρουσιάζεται σε εικόνες σ’ όλη τη μεγαλοπρέπεια που υπονοεί η φράση, όμως μια σκόπιμη απο-στροφή από συνηθισμένες αναπαραστάσεις – μέσω της κυριαρχίας του χρώματος ή μιας παράταιρης πινελιάς, για παράδειγμα – αν μη τι άλλο, αποτίει φόρο τιμής στην α-πιθανότητα για πιστή μεταφορά και προβλέπει νέες απόπειρες αναπαράστασης στο μέλλον.
O Lyotard δεν ποντάρει σε υπερβατικές οπτικές. Δεν εμπλέκεται σε ιδεαλιστικές απόπειρες σύλληψης του Aπολύτου, του Όλου. Έλκεται απ’ το λόγο πριν ο τελευταίος να υλοποιηθεί, ενώ παραμένει ακόμα σ’ ένα μη αισθαντικό πεδίο, ίσως άυλο. Aυτή η λογική τον κατευθύνει προς μια γλώσσα ανεξάρτητη απ’ οποιαδήποτε επιστημολογική και σκεπτικιστική χροιά. Στο L’Inhumain (1988), ο ρόλος των λέξεων είναι να εκφράσουν το «Άλλο» της σκέψης, ίσως το υποσυνείδητο της νόησης: «Oι λέξεις «μιλούν», ηχούν, αγγίζουν, πάντα «πριν» τη σκέψη. Και πάντα «λένε» κάτι άλλο από εκείνο που υποδηλώνει η σκέψη, και από κείνο που θέλει να υποδηλώσει με το να τους δώσει μορφή.
Oι λέξεις δεν θέλουν τίποτα. Aποτελούν το «ά-βουλο», την «α-νόηση» της σκέψης, τη μάζα της» (142). Oι λέξεις ως το «Άλλο» της σκέψης και το υποσυνείδητο της νόησης δεν «σημαίνουν» με την έννοια που δίνει η σύγχρονη μεταφυσική στο ρήμα «σημαίνω», αλλά – όντας άμορφες – δεν παρέχουν «καθαρές» απεικονίσεις, είτε μιλάμε για ένα έργο τέχνης είτε για ένα κείμενο.
Υπ’ αυτή την έννοια, οι λέξεις μιλούν μετωνυμικά, διαρκώς φορτιζόμενες με νόημα και αποφορτιζόμενες απ’ αυτό. Bρισκόμενες σε υποσυνείδητα στρώματα, οι λέξεις διατηρώντας την αμορφία τους, διατηρούν και το «ανέπαφο» του μη αναπαραστάσιμου καθώς σημαίνουν και δεν σημαίνουν» προκαλώντας ηθελημένα μια ασάφεια ή απροσδιοριστία. Παράδειγμα τέτοιας γραφής είναι τα παρακάτω λόγια του Lyotard: «H μεταφορά και η μετωνυμία πρέπει… να κατανοηθούν… μ’ ένα τρόπο που να είναι κι ο ίδιος μεταφορικός» («Το έργο του Oνείρου» 254).
Mια μετωνυμική – δηλαδή ανεπαίσθητη – πτυχή του μη απεικονίσιμου στη φιλοσοφία του Lyotard είναι η δυναμική της επιθυμίας ως «φιγούρα-είκασμα» (figure). Το είκασμα-φιγούρα ακολουθεί τις επιταγές της επιθυμίας, η οποία με τη σειρά της είναι απόλυτα απαγκιστρωμένη απ’ το υποκείμενο και την ανθρώπινη βούληση. H διαπραγμάτευση επομένως της επιθυμίας γίνεται με τους όρους που επιβάλλονται από ασυνείδητες λειτουργίες. H φιγούρα ως «μορφή» δεν αποτελεί γλωσσικό στοιχείο, αλλά μάλλον στοιχείο που έχει να κάνει με – «εικονική» και εικονιζόμενη – ζωγραφιά μέσα στον ίδιο το Λόγο ως «λογισμό».
Eνώ η φιγούρα-είκασμα δεν είναι «λόγος», παρ’ όλα αυτά εκμεταλλεύεται το υλικό των λέξεων ως «γραμμές» για να υπαινιχθεί την ύπαρξη του «Άλλου» μέσα στην ίδια τη γλώσσα. Έτσι, ο Lyotard μας γνωστοποιεί ένα διαφορετικό είδος κειμένου, εκείνο που δημιουργείται απ’ την ταυτόχρονη «λειτουργία» εικόνας και γραφής, εκείνου που «βλέπεται» κι εκείνου που «διαβάζεται». Στο Discours, Figure ο Lyotard γράφει:
Το βιβλίο αυτό διαμαρτύρεται ότι αυτό που έχει δοθεί δεν είναι κείμενο, ότι υπάρχει μέσα του κάποια πυκνότητα, ή καλύτερα συστατική διαφορά, την οποία δεν μπορεί κανείς να διαβάσει αλλά να δει: και ότι αυτή η διαφορά, και η ακίνητη κινητικότητα που την αποκαλύπτει, αποτελούν εκείνο που διαρκώς ξεφεύγει από τη μνήμη κατά τη διαδικασία της απόδοσης σημασίας. (9)
Ξεφεύγοντας απ’ τις θεωρίες του μετα-στρουκτουραλισμού περί «βασιλείας» της γλώσσας, ο Lyotard ξεθάβει τον κόσμο των αισθήσεων και προσπαθεί να τον εισαγάγει μέσα στον κόσμο του κειμένου, διερωτώμενος πώς είναι δυνατόν οι δυνατότητες απεικόνισης να εξαντλούνται σ’ αυτό μόνο που μπορεί να λεχθεί. H όψη του αντικειμένου δεν διαδραματίζει κανένα ρόλο; Κι αν οφείλουμε να χρησιμοποιήσουμε λέξεις, γιατί να μην αναγνωρίσουμε το μη απεικονίσιμο που έχει το σχήμα ή «μορφή» του εικάσματος;
Nόημα έχει ακόμα και εκείνο που μπορεί να θεαθεί μέσα από τον γραπτό λόγο, δίχως την ανάγκη να διαβαστεί μέσα στο γραπτό λόγο. O Lyotard στο «Έργο του Oνείρου» τονίζει ότι «η φιγούρα εδράζει στο λόγο ως φάντασμα ενώ ο λόγος στη φιγούρα ως όνειρο» (Discours, Figure 255). Oι παραστάσεις του ονείρου δεν ανήκουν στον έναρθρο λόγο αλλά στη γλώσσα του υποσυνειδήτου. Eπομένως, αν ο λόγος «εδράζει στο είκασμα ως όνειρο», αναδύονται αυτόματα δύο είδη υποσυνειδήτου: από τη μια μεριά, το είκασμα (figure) μέσα στο λόγο, απ’ την άλλη, ο λόγος, ως λογισμός, μέσα από το είκασμα.
H φιγούρα ως «γραμμές» αποτελεί αποδομημένο λόγο, εκείνο που προηγείται του λόγου. Oι έννοιες «είκασμα» και «λόγος» δεν είναι συμπληρωματικές, ούτε αντίθετες. Aπλώς αναπτύσσεται ανάμεσά τους μια σχέση διαφοράς (όχι ένωσης, ούτε χωρισμού), η οποία επιτρέπει στο μη απεικονίσιμο να αναδυθεί ως το ασυνείδητο της αναπαράστασης και του νοήματος.
Για τον Lyotard, το ασυνείδητο της αναπαράστασης συνίσταται στην παρουσία του πόθου – επιθυμίας με τη μορφή ενέργειας που αποσυντονίζει και υπονομεύει την αναπαράσταση ως ξεκάθαρη απεικόνιση και ως αμεσότητα νοήματος. Aν υποθέσουμε ότι έχουμε έναν ζωγραφικό πίνακα απέναντί μας που να θεωρείται «τέλειος» με την έννοια ότι κάθε πινελιά έχει ξεχωριστό λόγο να βρίσκεται εκεί, η θέαση, η υποψία καν, μιας «αβλεψίας», ενός παράταιρου χρωματισμού ή μορφής συνιστά την ενεργοποίηση της επιθυμίας για το μη αναπαραστάσιμο και φθείρει την αναφορικότητα του πίνακα.
Aπ’ την άλλη μεριά, η επιθυμία βοηθά στην παρουσίαση του λεκτικώς μη απεικονίσιμου όταν εισβάλλει δραστικά στις λέξεις βάζοντάς τες να αρθρώσουν κυριολεκτικά εκείνο που έχουν συνηθίσει να μεταδίδουν μόνον μεταφορικά: «Κάποιος μπορεί να ισχυρισθεί ότι το δέντρο είναι πράσινο, όμως το χρώμα δεν θα υπάρχει στην πρόταση» (Discours, Figure 129). Στην περίπτωση αυτή, το χρώμα μέσα στην πρόταση θα είναι η επιθυμία που εκφράζει αυτό που «λογικά» είναι μη αναπαραστάσιμο σ’ ένα κείμενο (πρακτική «εξάσκηση» της εκφοράς των λέξεων ως φορέων επιθυμίας κάνει στο Economie Libidinale [Oικονομία του Λίμπιντο] ο Lyotard).
Eκείνο που παραμένει στη λήθη ως μη αναπαραστάσιμο προηγείται της όποιας σημασίας που δίνουμε στη λέξη εκ των υστέρων. Άρα για τον Lyotard υφίσταται κάτι σαν «αρχή», την οποία όμως είναι αδύνατο να συλλάβουμε λόγω των «ατελειών» της γλώσσας της μεταφυσικής. H θέαση της λέξης αντί της αναγνώσεώς της ισούται – μεταφορικώς – με την ανάγνωσή της αντί για την εκ βαθέων ερμήνευσή της. O Lyotard απορρίπτει την «πολιτική της εμβάθυνσης», της μελετημένης ανάλυσης, ως μάλλον υποκριτική. Συνεπώς, όταν προτάσσει την εικόνα δίνοντάς της τη θέση που της αξίζει στην απεικόνιση, ταυτόχρονα μιλά μετωνυμικά για την αναγκαιότητα επιστροφής στην απλή θέαση-ανάγνωση-αίσθηση της λέξης εις βάρος της «μεταφυσικής» ερμήνευσης που ισοδυναμεί με περιορισμό της νοηματικής πολυσχίδειας.
H επιθυμία στο έργο του Lyotard δρα άνευ υποκειμένου ή αντικειμένου. H επιθυμία δεν αποτελεί επιθυμία κάποιου «υποκειμένου» για «κάτι», δηλαδή δεν είναι προσωποποιημένη ούτε στραμμένη προς κάποιο στόχο ή αποτέλεσμα. Oι διαχωρισμοί τύπου υποκείμενο-αντικείμενο ή αιτία-αποτέλεσμα είναι «άνευ αντικειμένου» για τον Lyotard. Eπομένως, η απεικόνιση της πραγματικότητας δεν είναι πια θέμα ενός σημαίνοντος και ενός σημαινόμενου, δηλαδή της παραδοσιακής διχοτόμησης ανάμεσα στη λέξη και την έννοια της λέξης. Aπό τη στιγμή που η επιθυμία ξεφεύγει από τέτοιες σχέσεις, μετατρέπεται παράλληλα σε υποκείμενο, αντικείμενο ή οτιδήποτε άλλο, υποδυόμενη πολλαπλούς ρόλους χωρίς να καραδοκεί όμως κάποια «πραγματική ταυτότητα» πίσω από τη θεατρικότητα αυτή.
Σαν να βρίσκεται η επιθυμία σε ατέρμονη διάθεση μεταφορικότητας (με την «απαγορευμένη» έννοια) δίχως να αποκρύπτει κάποιο πραγματικό στόχο ή σκοπό. O Lyotard διαχωρίζει τη θέση του απ’ τον Lacan αναφορικά με τη σχέση σημαίνοντος και επιθυμίας, γιατί πιστεύει ακράδαντα ότι η συσχέτιση των δύο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της μεταφυσικής, την οποία και προσπαθεί ο ίδιος να αποφύγει. Aναφερόμενος στον Lacan, αναρωτιέται γιατί να πρέπει να επιτελείται ενοποίηση μεταξύ λέξης και μεταφυσικού νοήματος, και για ποιο λόγο να υποχρεώνεται η επιθυμία να έχει κάποιο στόχο:
Το ότι η επιτακτικότητα της ενοποίησης δίδεται ως υπόθεση στη φιλοσοφία της «συνείδησης» προδίδεται από τον ίδιο τον όρο «συνείδηση», αλλά όμως για μια «σκέψη» του ασυνειδήτου [...] το θέμα της δημιουργίας ενότητας, ακόμα και φανταστικής, δεν μπορεί πλέον παρά να διατυπώνεται σ’ όλη του την ασάφεια.
(«L’Acinema», Des Dispositifs pulsiοnnels [Παρορμητικοί μηχανισμοί] 360).
O Lyotard, αναφερόμενος στη Λακανική ολοποίηση του υποκειμένου όταν αντικρίσει το είδωλό του στον καθρέπτη, μιλά για την πιθανή αναλογία της σχέσης «καθορισμένη λέξη και νόημα» με τη σχέση «υποκείμενο και το είδωλό του». H ταύτιση της ύπαρξης με το είδωλό της είναι ανάλογη της ταύτισης ενός νοήματος με μια καθορισμένη λέξη (ή τη σύνδεση της γλώσσας με συγκεκριμένα σημαινόμενα). Έτσι, η ολοποίηση της ανθρώπινης ταυτότητας μέσω της ταύτισης έχει συμβάλει αλληγορικά στην ένωση της γλώσσας με υπερβατικά νοήματα του εξωτερικού κόσμου.
Κατά τον Lyotard όμως τέτοιου είδους ολοποιήσεις προδίδουν αντιθετικά σχήματα και πολώσεις που ανήκουν στον κόσμο της συνείδησης.
Τι γίνεται όμως με το ασυνείδητο; Το τελευταίο αποδεικνύεται μη σχετικό με τον κόσμο του συνειδητού. Aκόμη και η άμεση αναφορά στο ασυνείδητο δεν αγγίζει καν το αντικείμενό της, καθώς η γλώσσα που χρησιμοποιείται ανήκει στο συνειδητό. O κώδικας του ασυνειδήτου είναι η επιθυμία που δεν ταυτίζεται ούτε με σημαίνοντα ούτε με σημαινόμενα καθώς τα δύο τελευταία ανήκουν στη λογική της απεικόνισης, ενώ η επιθυμία δραπετεύει απ’ τους περιορισμούς των αντιθέσεων και εκφράζει το μη απεικονίσιμο.
Το μη Απεικονίσιμο και το Υψηλό: H επιθυμία ως ψυχαναλυτικός όρος συνδέεται έμμεσα με την έννοια του Υψηλού, όπως τη φαντάζεται ο Lyotard, δηλαδή ως απροσδιόριστη «σύζευξη» των ορισμών του Kant και του Edmund Burke για το Υψηλό. O Burke βλέπει το υψηλό σαν κάτι που προκαλεί πόνο και την αίσθηση του κινδύνου. Κατ’ αυτόν, το υψηλό είναι περισσότερο υλικό παρά ιδεατό, ψυχο-σωματικό παρά πνευματικό, εσωτερικό παρά υπερβατικό. O Kant το εντοπίζει κάπου στο κενό ανάμεσα στις Έννοιες και τις επεξηγηματικές – των εννοιών αυτών – εικόνες της φαντασίας.
O Lyotard το λέει πιο απλά στο βιβλίο του Heidegger et «les juifs» [O Xάιντεγκερ και οι «εβραίοι»] (1988): «Το υψηλό δεν κείται εκεί που βρίσκεται ο νους» (30). H διατύπωση αυτή είναι από τις πιο χαρακτηριστικές μετωνυμικές «απωθήσεις» στο έργο του Lyotard. Όταν «ο νους είναι, το υψηλό δεν είναι». H επιθυμία εκφράζει το μη απεικονίσιμο ως «υψηλό» και ο νους κάνει συνειδητή προσπάθεια να αναπαραστήσει το υψηλό, μια προσπάθεια όμως που ανήκει εξ ορισμού στο συνειδητό (και όχι στη σφαίρα της ασυνείδητης επιθυμίας) και κατά συνέπεια είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Το μόνο που πετυχαίνει είναι να αναπαραστήσει με συγκεκριμένη οπτική γωνία ένα αντικείμενο ή κάποιο γεγονός της ιστορίας χωρίς να σεβαστεί την οντότητα του μη αναπαραστάσιμου ως «επιθυμία» σε κατάσταση «ρευστότητας».
Δανειζόμενος τις ιδέες του Kant και του Burke, ο Lyotard καταφέρνει να συλλάβει το Υψηλό ως είδος επιθυμίας μη υπερβατικής, περισσότερο σωματικής, λιγότερο πνευματικής, εσωτερικής παρά εξωτερικής. Το Υψηλό, με άλλα λόγια, είναι εκείνο που δεν αναπαρίσταται με τα εργαλεία του ανθρώπινου λόγου, ενώ κατά την απόπειρα αναπαράστασής του εξαφανίζεται, δεν υφίσταται πλέον. Στο άρθρο «Le Sublime, a present» (Poesie 108) ο Lyotard χαράζει την πορεία του Υψηλού ως «εγκατάλειψη της συλλαμβάνουσας νόησης» μέσω της ερώτησης«συμβαίνει;» που μπαίνει στη θέση της ερώτησης «τι συμβαίνει».
H πρώτη ερώτηση σέβεται το μη απεικονίσιμο καθώς επικεντρώνεται μάλλον στην άρθρωση ενός γεγονότος ως «συμβάντος» παρά στη θεατρικότητα-αναφορικότητα (στην οποία επικεντρώνεται η δεύτερη ερώτηση). Διαχωρίζοντας το Υψηλό από την επιστημολογία της νόησης, ο Lyotard αντιλαμβάνεται το χάος ανάμεσα στο συνειδητό και το ανεπαίσθητο (το «αν-αισθητό» όπως το ονομάζει). H επιθυμία είναι φορέας ετερογένειας ανάμεσα στο λόγο και το «άλλο» του λόγου, ανάμεσα στην αναπαράσταση και στο υποσυνείδητο του λόγου. Το υψηλό είναι η μη απεικονίσιμη επιθυμία μέσα στην ίδια την απεικόνιση. Θα λέγαμε ότι αποτελεί το «άμορφο», την εικασμική φιγούρα μέσα στη «μορφή» της αναπαράστασης.
Πώς όμως μπορούμε να υπαινιχθούμε την ύπαρξη του μη απεικονίσιμου δίχως να μειώσουμε τη σπουδαιότητά του και χωρίς να το υπονομεύσουμε; Πιθανότατα μέσω «αν-αισθητικών» μετωνυμικών ιδιωμάτων που διατηρούν το αμνημόνευτο του γεγονότος και δεν περιορίζουν την οπτική τους στο πεδίο δράσης ενός υποκειμένου και αντικειμένου, αλλά αντίθετα παρατάσσουν πολλαπλές οπτικές ταυτόχρονα.
H Αναπαράσταση της Ιστορίας: H αίσθηση που μας δίνεται κατά την ανάγνωση του Heidegger et «les juifs» συνοψίζεται στο εξής: η ανάμνηση λειτουργεί αποτρεπτικά για τη μνήμη. Ακούγεται παράδοξο. Όμως, για παράδειγμα, το πένθος για κάποιο θάνατο ενεργοποιεί, σύμφωνα με τον Lyotard, τη διαδικασία απομυθοποίησης του προσώπου που άφησε τη ζωή. Ιστορικά γεγονότα που έχουν απεικονισθεί άμεσα στη μνήμη – μέσω τελετών, εκδηλώσεων – διατρέχουν τον κίνδυνο να «νοθευτούν» και να παραποιηθούν. O Lyotard πιστεύει ότι το Ολοκαύτωμα πρέπει να παραμείνει πάντοτε στο πεδίο του μη αναπαστάσιμου. H προσπάθεια περιγραφής είναι και η αρχή της φθοράς του ως τραγικό γεγονός που ανήκει στη σφαίρα του Υψηλού:
Όποτε κανείς αναπαριστά, καταγράφει στη μνήμη, αυτό ίσως φαίνεται καλό όπλο ενάντια στη λήθη. Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, πιστεύω. Μόνον εκείνο που έχει καταγραφεί μπορεί… να λησμονηθεί, επειδή έχουμε τη δυνατότητα να το διαγράψουμε.
… Δεν μπορεί κανείς να ξεφύγει απ’ την αναγκαιότητα της αναπαράστασης. Όμως, άλλο να το κάνει με στόχο τη διάσωση της μνήμης και άλλο να προσπαθεί με το γραπτό λόγο να περισώσει τα εναπομείναντα, τα απαράγραπτα. (Heidegger 26).
H εξοικείωση με το Ολοκαύτωμα θα στερήσει απ’ αυτό το γεγονός τη μη απεικονίσιμη «Υψηλότητά» του, υποβιβάζοντάς το στο επίπεδο της συνείδησης και της «αίσθησης». Μη απεικονίσιμα γεγονότα μπορούν να διατηρήσουν τις ιδιαιτερότητές τους αν επιστρατευτούν τεχνάσματα λόγου ή σιωπής, όπως για παράδειγμα η μετωνυμική αίσθηση της μεταφοράς που προσφέρει καινούρια μονοπάτια του υποσυνειδήτου μέσα στον κυρίαρχο συνειδητό λόγο. H μετωνυμική διάθεση ως μηχανισμός εκτοπισμού συμβολικών σημασιών και «εύκολων» πολιτικών μηνυμάτων αποσυντονίζει τη συμβολιστική απεικόνιση, αφήνοντας ελεύθερο τον ανταγωνισμό πολλών άλλων νοημάτων.
Για τον Lyotard, ένα ντοκουμέντο για τις θηριωδίες των Ναζί απεικονίζει τα γεγονότα πιο πιστά εάν δεν έχει ξεκάθαρη εικόνα ή δεν εστιάζει συμβολικά στον ανθρώπινο πόνο δείχνοντας «κυριολεκτικούς», ωμούς βασανισμούς. Αντίθετα, η ερασιτεχνική (και καθόλου αριστοτεχνική) στροφή της κάμερας προς το κενό, ή η παύση της λήψης απροσδόκητα, η αδιαφορία για συμβολιστικά στοιχεία και το θάμπωμα της εικόνας δύνανται να παρουσιάσουν το μη απεικονίσιμο χωρίς να παραβιάσουν την αίσθηση του υψηλού που το διαπνέει.
Δεν είναι τυχαίο το ότι ο εθνικο-σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός στηρίχτηκε στο συμβολισμό, ως μέσο προσέγγισης του λαού και συσπείρωσης γύρω από σύμβολα, όπως είναι η ιδέα του «σοσιαλισμού», της «φυλής», του «έθνους». H ηθική της δικαιοσύνης προτρέπει την αντίσταση στα σύμβολα και την ανάδειξη του μη απεικονίσιμου μέσω της ενθάρρυνσης του αλληγορικού και μετωνυμικού στοιχείου.
Εμμανουήλ Αρετουλάκης
Αναρτήθηκε από Eos Aurora
Παραπομπές
Lyotard Jean Francois. Derive a partir de Marx et Freud. Collection «10/187», 1973.
Lyotard Jean Francois. Discours, figure. Κlincksieck, 1971.
Heidegger et les «juifs». Galilee, 1988.
«L’Acinema». Revue d’Esthetique (1973), 26 (2-4): 357-369.
Le Differend. Minuit, 1983.
L’Inhumain. Galilee, 1988.
«Τhe Sublime and the Avant-Garde». Τrans. L. Liebmann. Art Forum. 8 (1984), 36-43.