(Με σύμφωνη γνώμη από Moonlight)
Αθήνα, 9 Οκτωβρίου,
Έχω μόλις επιστρέψει στο σπίτι. Όλα μου φαίνονται αλλιώτικα απόψε. Βρήκα ότι έψαχνα. Από παλιά. Από πολύ παλιά... Η αναζήτηση μου έφτασε στο τέλος της. Η μήπως στην αρχή της;
Η παιδική μου ηλικία είναι σημαδεμένη από τέσσερεις λέξεις: «Ποιος κρούει τη θυραν ατάκτως;». Τότε ήμουν η εγγονή που πήγαινε το τσάι του παππού στη μεγάλη βιβλιοθήκη του σπιτιού και χτυπούσα την πόρτα του γραφείου του. Χρόνια αργότερα, ήμουν μια γυναίκα που με δεμένα τα μάτια άκουγα την ίδια ερώτηση...
Στο σκοτεινό θάλαμο που οδηγήθηκα, ανακάλυψα ένα έγγραφο που προοριζόταν να το συμπληρώσω ώστε να γίνει η διαθήκη μου. Η διαθήκη μου;! Έπρεπε να πεθάνω λοιπόν; Υπό μια έννοια, μάλλον ναι... Είχε ενδιαφέρον η προοπτική μιας νέας μου ενσάρκωσης.
Στον αμύητο κόσμο είχα προσπαθήσει πολλές φορές να ζήσω μια εμπειρία κάθαρσης. Δε νομίζω ότι καμία
από αυτές είχε αποτέλεσμα. Παράλληλα, προσπάθησα να μελετήσω πολύ. Μελέτησα ζώσες και νεκρές γλώσσες, ασχολήθηκα με τη Φυσική, τη Μεταφυσική, την Ιστορία, την Άλγεβρα, τη Γεωμετρία... Πάντα κάτι μου ξέφευγε. Ένα κομμάτι αθέατης –κι όμως τόσο ορατής τελικά- γνώσης, παρέμενε πάντα προς αναζήτηση. Έλειπε η σειρά. Απουσίαζε η τάξη...
Τώρα, στεκόμουν «σε τάξη» κοιτάζοντας προς την Ανατολή. Είχα πεθάνει; Μάλλον ναι... Εκείνο που ξέρω είναι πως «πέρασαν μέρες πολλές μέσα σε λίγες ώρες». Η μνήμη μου ανακάλεσε σχεδόν όλη μου τη ζωή με λεπτομέρειες που αγνοούσα ότι θυμάμαι...
Πέρασαν πράγματι μέρες πολλές μέσα σε λίγες ώρες...
Βάδισα ατέλειωτα έχοντας την εντύπωση πως συναντώ με τα βήματα μου κάθε εποχή του χρόνου ξεχωριστά. Ανακάλεσα μνήμες πολύ πριν από την εποχή της πρώτης μου συνείδησης και στο νου μου ήρθαν λέξεις ακατάληπτες, φερόμενες από την πρώτη Γλωσσά του Ανθρώπου πάνω στο γη...
Κύριοι, αν είχα πεθάνει, τότε ο Θάνατος είναι θαυμάσιος! Τελικά υπάρχει απάντηση σε όλα μας τα ερωτήματα! Κι είναι ακόμη πιο θαυμάσιος όταν στην άκρη Του, μας περιμένει ΦΩΣ! Εμένα με περίμενε. Αρχικά με την εικόνα φλογισμένων ξιφών...
Κι αν ο Θάνατος είναι κι ένας σπαραγμός, εμένα από τους σπαραγμούς των ποιητών που έχω διαβάσει, ένας μονό μου έρχεται στο νου: «Κάποτε, νιώθω σα να είμαι ανάμεσα σε αυτούς που δε γνώρισα ποτέ». Έτσι ήταν και για μένα. Μέχρι τότε...
Βάδισα στα τυφλά και ψηλαφιστά έχοντας μόνο δυο χέρια αλλότρια μα άξια και στοργικά να με καθοδηγούν. Δεν το φοβήθηκα καθόλου το μονοπάτι εκείνο του Θανάτου.
Ώσπου είδα ΦΩΣ. Ώσπου συνάντησα αυτούς που δεν είχα δει ποτέ ως τότε. Παρόντες και απόντες. Ορατούς και Αοράτους.
Είδα καταπρόσωπο την όψη του εχθρού μου δεν ήταν άλλος από το είδωλο μου που με κοίταξε μέσα από έναν καθρέφτη με ατελείωτη απορία...
Τώρα πια, ελάχιστα μακριά από τον κόσμο των αμύητων, αλλά εντος του κόσμου των μυημένων, ξέρω τι είναι το άτακτο χτύπημα...
Ξέρω τι είναι η διαθήκη
Κι ο θάνατος...
Τώρα ξέρω αυτούς που δεν ήξερα, αυτούς που ήμουν διπλά τους αλλά που δεν τους γνώρισα ποτέ...
Η αρχή της Μαθητείας μου λοιπόν.
Καλώς σας βρήκα Αδελφοί μου...