Όταν πρωτόγινε ο κόσμος, ήταν πολύ διαφορετικός απ’ ότι είναι σήμερα. Οι άνθρωποι του καιρού υστερούντο μόνο ένα πράγμα. Τη φωτιά, Ήταν μεγάλη η στέρηση εκείνη. Η φωτιά δεν υπήρχε ούτε για καλό ούτε για κακό σκοπό. Ευρισκόμενος ο κόσμος μέσα στην αγωνία , την δυσκολία και τη στέρηση του αγαθού εκείνου, εμφανίσθηκε ένα πρόσωπο ο Προμηθέας που θέλησε να βοηθήσει το άνθρωπο. Με το δικό του τρόπο έκλεψε από τους θεούς τη φωτιά και τη μετέδωσε στο κόσμο. Τότε ο Δίας, ο πρώτος των θεών οργίσθηκε και αποφάσισε να τιμωρήσει το Προμηθέα και τους ανθρώπους. Φώναξε λοιπόν το γιο του τον Ήφαιστο και του είπε:
Ο Ήφαιστος κλείστηκε σε μια σπηλιά, κάπου στα βουνά της Λήμνου. Για πολλές μέρες δεν ξεμύτισε στον έξω κόσμο. Δούλευε ασταμάτητα, σφυρηλατώντας και δίνοντας σχήμα στο χαλκό. Τον έλιωνε σε πυρωμένους φούρνους και τον μελετούσε με το δύσκολο μάτι του μεγάλου καλλιτέχνη. Αλλά δεν έμενε ευχαριστημένος από τη δουλειά του και κάθε τόσο την ξαναχάλαγε και τη σμίλευε πάλι από την αρχή, γιατί ήθελε να φτιάξει κάτι τέλειο.
Μια μέρα οι θεοί έπαψαν ν’ ακούνε το σφυρί του να βροντάει πάνω στο αμόνι. Λίγο αργότερα ο ‘Ήφαιστος βγήκε από τη σπηλιά του, κρατώντας στα χέρια του με μεγάλη προσοχή ένα άγαλμα. Το άγαλμα αυτό ήταν τυλιγμένα σ’ ένα πανί.
Το έστησε μπροστά στο Δία και το ξεσκέπασε. ‘Ήταν το άγαλμα μιας μικρής κοπέλας, ‘Όταν, το αντίκρισε ο βασιλιάς των Θεών έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα. Δεν χώραγε αμφιβολία πώς ο ‘Ήφαιστος ήταν καταπληκτικός καλλιτέχνης!
Αλλά δεν έφτανε η ομορφιά της κοπέλας για το Δία. Φώναξε τους θεούς και τις θεές και τους πρόσταξε να κάνουν όλοι από ένα δώρο στην κοπέλα, ένα δώρο που θα έκαναν σ’ ένα αγαπημένο τους πρόσωπο.
Και τότε η Αθηνά της χάρισε μυαλό και η Αφροδίτη χάρη. Η Ήρα της χάρισε αξιοπρέπεια και ευγένεια στην εμφάνιση, η Άρτεμη δύναμη και ευλυγισία. Και όλοι οι άλλοι θεοί από ένα πολύτιμο δώρο.
Αφού μίλησε ο καθένας με τη σειρά του, ο Ζευς άγγιξε το χέρι της χάλκινης κοπέλας και της χάρισε το πολυτιμότερο αγαθό στον κόσμο τη ζωή. Μετά της έδωσε τ’ όνομα Πανδώρα. Στη συνέχεια την εμπιστεύτηκε στον Ερμή και την έστειλε κάτω στη γη.
Ο Ερμής την πήγε κατ ευθείαν στον Προμηθέα, αδελφό του Άτλαντα, που ήταν ο πιο δυνατός απ’ όλους τους ανθρώπους και προστάτης τους. Ο Προμηθέας που ήταν προνοητικός δίχως να τη δει αρνήθηκε να τη δεχτεί. Τότε ο Ερμής πήγε την Πανδώρα στον Επιμηθέα, τον αδερφό του Προμηθέα.
- Ο Ζευς, του είπε, που είναι πατέρας όλων των θεών και των ανθρώπων, σου στέλνει αυτή την όμορφη κοπέλα, για να σου δείξει πόσο μεγάλη αγάπη τρέφει σε σένα και σ’ όλους τους ανθρώπους.
Ο Επιμηθέας κοίταξε την Πανδώρα και θαμπώθηκε από την ομορφιά της. Άπλωσε το χέρι του για να την αγγίξει, αλλά εκείνη τη στιγμή κάποιος παρουσιάστηκε στο κατώφλι του σπιτιού του.
- Αδερφέ μου σε κοροϊδεύουν. Ο Ζευς δεν αγαπάει πια τους ανθρώπους. Το δώρο αυτό δεν το στέλνει για καλό. Θα φέρει μεγάλη δυστυχία σ’ όποιον το δεχτεί!
Ο Ερμής, που ήταν γιος της Μαίας θυγατέρας του Άτλαντα, γύρισε θυμωμένος να δει ποιος ήταν ο ασεβής που μιλούσε με τόση αυθάδεια. Βλέποντας όμως τον Προμηθέα στα κατώφλι της πόρτας, έσκυψε το κεφάλι και δε μίλησε.
Ο Επιμηθέας κοίταξε πάλι την Πανδώρα. ‘Ήταν καταπληκτικά όμορφη. ‘Ήταν επίσης τόσο γλυκιά και φαινόταν τόσα αθώα, που δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα του έφερνε ποτέ κακό. Τον κοίταξε και κείνη και μετά του χαμογέλασε και του άπλωσε το χέρι.
Εκείνο το χαμόγελο ήταν τόσο γλυκό, σαγηνευτικό και τρυφερό που έκανε τον Επιμηθέα να ξεχάσει τον αδερφό του και τις συμβουλές του. Τράβηξε την κοπέλα κοντά του και δήλωσε:
- Θα μείνεις εδώ! Θα γίνεις δική μου για πάντα!
Ο Ερμής στράφηκε να δει την αντίδραση του Προμηθέα, αλλά εκείνος είχε φύγει, θυμωμένος. Αναστέναξε λοιπόν με ανακούφιση και έδωσε στον Επιμηθέα ένα μεγάλο ξύλινα κουτί.
- Αυτό είναι δώρο από το Δία, του είπε ακουμπώντας το κουτί σε μια άκρη. Μα η προσταγή του είναι να μην τα ανοίξει κανένας, δίχως την άδειά του.
Και λέγοντας αυτά άνοιξε τα φτερά του και πέταξε στον Όλυμπο.
Ο Επιμηθέας και η Πανδώρα άρχισαν να ζουν μαζί ευτυχισμένοι όσο κανένα άλλα ζευγάρι. Μερικές φορές ο Επιμηθέας θυμόταν τα λόγια του αδερφού του και κοίταζε την Πανδώρα με απορία. Τί κακό θα μπορούσε να του φέρει;
Η Πανδώρα από τη δική της πλευρά ήταν πάντοτε καλή, γλυκιά και όμορφη. ‘Έτσι, σιγά-σιγά, ο Επιμηθέας ησύχασε και ξέχασε την προφητεία του αδερφού του. Μια μέρα που η Πανδώρα είχε μείνει ολομόναχη στο σπίτι, τα μάτια της έπεσαν στο ξύλινο κουτί που ήταν ακουμπισμένο σε μια άκρη, το κουτί που είχε αφήσει ο Ερμής.
- Μα τι μπορεί να έχει μέσα, αναρωτιόταν κάθε τόσα και το ξανακοίταζε.
Σε μια στιγμή, γονάτισε μπροστά και βάλθηκε να εξετάζει τα παράξενα σκαλίσματα που κοσμούσαν το σκέπασμά του.
— Ποιος ξέρει τι είναι κρυμμένο εδώ μέσα! έλεγε και ξανάλεγε και δος του ξεθάρρευε και χάιδευε το ξύλο.
Τα δάχτυλά της άγγιξαν την κλειδαριά. Το κουτί δεν ήταν κλειδωμένο.
—Τι εύκολα που θ’ άνοιγε, μονολόγησε η Πανδώρα. Μα γιατί πρέπει να μένει κλειστό; Ας ρίξω μια ματιά, μόνο στα γρήγορα.
Το χέρι της έπαιζε με το σκέπασμα.
- Άμα τ’ ανοίξω ποιας θα με δει;
Και ανασήκωσε λίγο το σκέπασμα.
Αλλά ξαφνικά, πριν προλάβει να κάνει άλλη κίνηση, πριν προλάβει να τ’ αφήσει να πέσει στη θέση του, κάτι τρομερό, κάτι που έμοιαζε με μαύρα σύννεφο, πετάχτηκε μέσα από το κουτί και απλώθηκε παντού γύρω της.
Το σπίτι γέμισε δυστυχία, αρρώστιες, θλίψη, κακίες, και μετά όταν ξεχείλισε, όλα αυτά τα κακά άρχισαν να βγαίνουν έξω και ν’ απλώνονται σ όλον τον κόσμο.
Η Πανδώρα έβγαλε μια τρομαγμένη κραυγή και άφησε τα σκέπασμα να πέσει στην θέση του. Μα ήταν πολύ αργά. Η ζημιά είχε γίνει. Το δώρο που είχε στείλει ο Δίας είχε εκτελέσει την αποστολή του.
Τα λουλούδια και τα φυτά άρχισαν να μαραίνονται, οι άνθρωποι να γερνούν και ν’ αρρωσταίνουν. Ο ήλιος κρύφτηκε και άρχισε να φυσάει παγωμένος άνεμος.
Η Πανδώρα σκέπασε με φρίκη το πρόσωπό της και αναλύθηκε σε λυγμούς. Το καπάκι ξανάκλεισε. Εκεί που έκλαιγε άκουσε ξαφνικά μέσα από το κουτί ένα ελαφρό θρόισμα, σαν μια ανάσα.
Η ελπίδα ήταν! Έμεινε μέσα στο κουτί..