Τρίτη 28 Μαΐου 2013

ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ



Κάποτε, σε κάποιο χωροχρονικό συνεχές, ζούσε ένα Ον τόσο ελεύθερο, που μπορούσε να φεύγει και να επιστρέφει όποτε το επιθυμούσε. Ένα Ον με μεγάλη περιέργεια. Ταξίδευε κοντά και μακριά, ψηλά και χαμηλά, αναζητώντας ατέρμονα να δημιουργεί, να γνωρίζει και να βιώνει τα πάντα.

Κάποτε βρέθηκε σ' έναν τόπο και χρόνο που δε θα ξεχνούσε ποτέ. Βρέθηκε μπροστά σ' έναν τοίχο τόσο απέραντο, που δεν μπορούσε να βρει πού άρχιζε ή πού τελείωνε. Εκεί που ετοιμαζόταν να κάνει στροφή και να συνεχίσει την περιπλάνησή του, φώτα στα χρώματα του ουράνιου τόξου άστραψαν μέσα στα μάτια του, που έβλεπαν τα πάντα. Πλησιάζοντας περισσότερο, είδε ότι τα φώτα σχημάτιζαν σύμβολα που δεν κατανοούσε - ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ.

Κάτω από τα εκτυφλωτικά φώτα, μια ανοιχτή πόρτα το προσκαλούσε να μπει. Καθώς ήταν ένα Ον με μεγάλη περιέργεια, πέρασε την πόρτα και βρέθηκε σε μια φωτεινή και ευάερη αίθουσα γεμάτη θαυμαστά πράγματα. Καταρράκτες, δέντρα, πλούσια βλάστηση και πολύχρωμα λουλούδια, ενώ κάθε λογής μορφές ζωής χόρευαν στη μαγευτική μουσική που έβγαινε από τα φώτα του ουράνιου τόξου. Τι θεσπέσιο μέρος! Στην αίθουσα υπήρχαν κι άλλες πόρτες, που οδηγούσαν μέσα από διαδρόμους σε πολλές ακόμη πιο υπέροχες αίθουσες, που επίσης είχαν πόρτες. Υπήρχαν γρίφοι για να απαντηθούν, μυστήρια να λυθούν και μυριάδες ακόμη παιχνίδια!

Τόσα πολλά ήταν τα παιχνίδια και όλα αυτά που μπορούσε να δει και να κάνει, που έχασε τελείως την αίσθηση του χώρου και του χρόνου σ' αυτό το απέραντο, θαυμάσιο μέρος. Δε σκέφτηκε όμως να σημειώσει τη διαδρομή του, καθώς έμπαινε όλο και πιο βαθιά στο Λαβύρινθο.

Κι όσο προχωρούσε, οι αίθουσες και οι διάδρομοι γίνονταν μικρότερες και σκοτεινές. Οι πόρτες ήταν τώρα πολύ περισσότερες από πριν, και μερικές φορές έκλειναν πίσω του μ' ένα θόρυβο εκκωφαντικό, που αντηχούσε στα σκοτεινά βάθη του Λαβύρινθου. Κοιτώντας πίσω του διαπίστωνε ότι οι πόρτες εξαφανίζονταν, όμως δεν ανησυχούσε και σκεφτόταν ότι θα έβρισκε το δρόμο έξω από το Λαβύρινθο - κάποια μέρα.

Σκιές περνούσαν από τα σκοτεινά, υγρά μέρη, όπου αόρατα χέρια το τραβούσαν, το έσπρωχναν, το χτυπούσαν και το τσιμπούσαν. Η ευχαρίστηση μετατράπηκε σε πόνο, και στη μάταιη αναζήτησή του το μόνο που σκεφτόταν πια ήταν η απόδραση. Πώς παγιδεύτηκε σ' αυτό το μέρος; Και πώς θα κατάφερνε να ξεφύγει;

Καθώς προχωρούσε συνάντησε ανθρώπους και τους ρώτησε αν γνώριζαν πώς θα βγει από το Λαβύρινθο. Κι εκείνοι απλώς κοίταζαν με το βλέμμα κενό και ρωτούσαν: "Τι είναι ο Λαβύρινθος;"

Τελικά συνάντησε μια γυναίκα με ένα αναμμένο κερί, που του είπε: "Ακολούθησέ με, έχω βρει τη Φώτιση". Μιας και δεν είχε συναντήσει κανέναν άλλο με Φώτιση, την ακολούθησε ακόμη και στα πιο σκοτεινά τούνελ, αναζητώντας διέξοδο από το Λαβύρινθο. Εξερεύνησαν διαδρόμους στους οποίους δεν είχε βρεθεί ποτέ πριν, μα τελικά το κερί της κάηκε, και το ον απέμεινε πάλι χαμένο στο σκοτάδι.

Αναζήτησε κι άλλους ανθρώπους με Φώτιση και τους ρώτησε πού βρήκαν τα κεριά τους. Κάποιοι είπαν ότι άκουσαν τη φωνή του "Θεού" στο κεφάλι τους, που τους έλεγε "Πηγαίνετε προς το Φως", κι έτσι οδηγήθηκαν στα κεριά. Άλλοι είπαν ότι είδαν κάποιο "Θεό" με τα μάτια τους, έμαθαν τα μυστικά της Φώτισης και έλαβαν τη Φωτιά από τους "Θεούς".

Ακολούθησε πολλούς ανθρώπους με Φώτιση, αλλά κάθε φορά κατέληγε σε αδιέξοδα, στα σκοτεινά βάθη του Λαβύρινθου. Έτσι, έπαψε ν' ακούει τους ανθρώπους με τα κεριά και προσπάθησε να βρει τρόπο να βγει μόνο του.

Σκέφτηκε και σκέφτηκε, και τελικά συνειδητοποίησε ότι το μόνο που χρειαζόταν να κάνει ήταν να θυμηθεί το δρόμο που είχε διανύσει ως εκεί. Αυτό, βέβαια, δεν ήταν καθόλου εύκολο, όμως ήξερε πως έπρεπε να πετύχει. Άρχισε να ανακαλεί τα βήματά του στο σκοτάδι, και όταν ξεχνούσε ποια στροφή είχε πάρει ή ποια πόρτα είχε περάσει, καθόταν με κλειστά μάτια και κοιτούσε τις αναμνήσεις του για να δει το δρόμο που είχε ακολουθήσει.

Ήταν πανευτυχής που είχε βρει τον τρόπο να βγει από το Λαβύρινθο. Σκέφτηκε να το πει στους ανθρώπους με τα κεριά, γιατί κι εκείνοι έψαχναν την έξοδο. Όμως τον απέφευγαν ή τον κορόιδευαν, λέγοντας "Ποιος είσαι εσύ που θα μας δείξεις το δρόμο; Είσαι κι εσύ χαμένος στο Λαβύρινθο, όπως κι εμείς! Οι Θεοί του Φωτός δείχνουν το δρόμο. Δεν είναι παγιδευμένοι όπως εσύ, οπότε θ' ακούσουμε εκείνους, κι όχι εσένα".

Έτσι, συνέχισε μόνος, αφού διαπίστωσε ότι ανάλωνε όλο του το χρόνο προσπαθώντας να πείσει τους ανθρώπους με τα κεριά, αντί να ακολουθεί το σχέδιό του. Κάποιες φορές έπρεπε να βρει πόρτες που είχαν εξαφανιστεί, αλλά με μεγάλη υπομονή ανακάλυψε τα κλειδιά για τις κρυφές πόρτες και συνέχισε το δρόμο του. Κάποιες φορές σκέφτηκε να εγκαταλείψει, επειδή έπρεπε να περάσει από τους διαδρόμους του πόνου, όμως η θέλησή του ήταν ισχυρή και συνέχισε.

Τελικά βρέθηκε έξω από το Λαβύρινθο. Το Ελευθερωμένο Ον χάρηκε την ελευθερία του άπειρου χρόνου και χώρου. Έπειτα όμως άρχισε να σκέφτεται τους ανθρώπους που είχε αφήσει πίσω του, παγιδευμένους στο Λαβύρινθο. Ένιωθε άσχημα γι' αυτούς που ήταν παγιδευμένοι και ήθελε ακόμη να τους βοηθήσει. Ωστόσο, υπήρχε περίπτωση να παγιδευτεί ξανά μέσα στο Λαβύρινθο, αν επέστρεφε εκεί. Θυμόταν επίσης ότι οι άνθρωποι τον κορόιδευαν και άκουγαν μόνο τους Θεούς της Φώτισης. Έτσι, το Ελευθερωμένο Ον σήκωσε τους ώμους και σκέφτηκε "Υποθέτω ότι θα πρέπει να βρουν το δρόμο μόνοι τους".

Τη στιγμή που έκανε να φύγει, είδε ένα άλλο Ελεύθερο Ον να πλησιάζει το Λαβύρινθο. Μεγάλη θλίψη τον πλημμύρισε, γιατί ήξερε ότι κι αυτό το Ελεύθερο Ον θα παγιδευόταν στο Λαβύρινθο. Προσπάθησε να του αλλάξει γνώμη, αλλά μάταια.

Το Ελευθερωμένο Ον ήταν έτοιμο να τα παρατήσει, όταν μια ιδέα έλαμψε ξαφνικά στο νου του. Είχε ακόμη τις σημειώσεις του από τη διαδρομή του έξω από το Λαβύρινθο, κι έτσι τις έδωσε στο Ελεύθερο Ον, λέγοντάς του: "Ορίστε, πάρε μαζί σου αυτό το βιβλίο. Μπορείς να το χρησιμοποιήσεις σε περίπτωση που παγιδευτείς στο Λαβύρινθο. Πριν φύγεις, όμως, δώσε το στους ανθρώπους που αναζητούν τη Φώτιση - γιατί εκείνοι, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους, γνωρίζουν ότι βρίσκονται στο Λαβύρινθο και αναζητούν μια διέξοδο.

"Και όταν δώσω το βιβλίο στους ανθρώπους που αναζητούν τη Φώτιση, τι να τους πω ότι είναι;" ρώτησε το Ελεύθερο Ον.

Το Ελευθερωμένο Ον σκέφτηκε για λίγο και στη συνέχεια απάντησε: "Πες τους ότι είναι Φώτιση από τους Θεούς - αυτό θα το ακούσουν".

Aπόσπασμα από το βιβλίο του Truman Cash

με τίτλο The Eye of Ra