Μετά το τέλος του Α΄ παγκοσμίου πολέμου σημειώθηκε μια ζωηρή πολιτική κίνηση για την δημιουργία ευρύτερων υπερεθνικών οργανισμών που θα οδηγούσαν τους λαούς σε στενότερη συνεννόηση και συνεργασία, αλλά κυρίως θα απομάκρυναν την πιθανότητα νέων πολέμων, μέσω μιας διακρατικής διαιτησίας. Ένας τέτοιος οργανισμός υπήρξε η Κοινωνία των Εθνών (πρόδρομος του ΟΗΕ), υπό την σκέπη των νικητών του Α΄ παγκοσμίου πολέμου (ΗΠΑ, Αγγλίας, Γαλλίας). Στην Βαλκανική αναπτύχθηκε μια αντίστοιχη πρωτοβουλία στα τέλη της δεκαετίας του 1930 για την δημιουργία μιας Βαλκανικής ομοσπονδίας όλων των Εθνών της Χερσονήσου συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας. Οι πρώτες επίσημες συζητήσεις έγιναν στις αρχές Οκτωβρίου 1929 στην Αθήνα και στους Δελφούς όπου συνήλθε το 27ο παγκόσμιο Συνέδριο της Ειρήνης.
Η κάθε Βαλκανική χώρα προσήλθε στην συζήτηση με διαφορετική προσέγγιση, που αποτελούσε κάτοπτρο των εθνικών επιδιώξεων της. Η Γιουγκοσλαβία επιθυμούσε μια Βαλκανική συνεννόηση στον οικονομικό τομέα με υπερεθνικό χαρακτήρα, εποφθαλμιόντας μια εμπορική έξοδο στο Αιγαίο μέσω της Θεσσαλονίκης που αποτέλεσε βασική της επιδίωξη στην εξεταζόμενη περίοδο (ας θυμηθούμε και την υπογραφή της σχετικής συμφωνίας με την δικτατορία του Παγκάλου που αρνήθηκε να επικυρώσει μετά ο Βενιζέλος). Η Ρουμανία έδινε μεγαλύτερη σημασία σε μια πολιτιστική προσέγγιση των λαών της Βαλκανικής. Η Βουλγαρία είχε ως βασική της θέση ότι η νέα ομοσπονδία όφειλε να έχει ως βασική της προτεραιότητα τον σεβασμό των Βουλγαρικών μειονοτήτων στην Δοβρουτσά και στην Δυτική Θράκη. Η Ελληνική πλευρά είχε ως πρωτεργάτη και οραματιστή τον τέκτονα Αλέξανδρο Παπαναστασίου, ο οποίος υποστήριζε μια ομοσπονδία ανεξάρτητων εθνοτήτων που θα παγίωνε την ειρήνη μεταξύ τους και θα συστηματοποιούσε την συνεργασία τους σε όλα τα επίπεδα (οικονομικό, πολιτιστικό κτλ).
Επειδή οι εκπρόσωποι της Βουλγαρίας έθεταν ως όρο για την συμμετοχή τους σε μελλοντική διάσκεψη τον σεβασμό των μειονοτήτων, υποκρύπτοντας μια ενδόμυχη βλέψη στην Μακεδονία, ο Παπαναστασίου δέχθηκε στην πρώτη συνδιάσκεψη να συζητηθεί το θέμα κατ΄αρχήν. Ο Βενιζέλος στάθηκε επιφυλακτικός έναντι της ιδέας, υπογραμμίζοντας πάντως ότι ανεξάρτητες προσωπικότητες θα μπορούσαν να ανοίξουν τον δρόμο για μια Βαλκανική συνεννόηση.
Ακολούθησε η συνδιάσκεψη των Αθηνών (Οκτώβριος 1930), της Κωνσταντινούπολης (Οκτώβριος 1931) και του Βουκουρεστίου (Οκτώβριος 1932). Τα αποτελέσματα σε αυτές τις συνδιασκέψεις υπήρξαν πενιχρά έως ασήμαντα λόγω κυρίως των διαφορετικών επιδιώξεων των εκπροσώπων των συμμετεχόντων. Ήταν φανερό πως τουλάχιστον η Βουλγαρία συμμετείχε καθαρά για να πετύχει μια αναθεώρηση του εδαφικού status qvo των Βαλκανίων ώστε να εξασφαλίσει μια έξοδο στο Αιγαίο, αλλά και οι υπόλοιποι εκπρόσωποι απλώς προσπαθούσαν να προωθήσουν τις επιδιώξεις των κυβερνήσεων τους οι οποίες άλλωστε είχαν εμπλακεί στην επιλογή τους ως εκπρόσωποι στις συνδιασκέψεις αυτές. Στις συνδιασκέψεις οργανώθηκαν επιτροπές για να εξετάσουν τις Βαλκανικές διακρατικές σχέσεις ανά κατηγορία, αλλά τα πορίσματα των
εργασιών αφ΄ενός ήταν γενικόλογα και αποτελούσαν την συνισταμένη διαφορετικών απόψεων, αφ΄ετέρου δεν μπορούσαν να δεσμεύσουν τις κυβερνήσεις τους. Επίσης είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και στα ζητήματα που υπήρξε ομοφωνία (ταχυδρομική ένωση, νομική ισότητα των δύο φύλων, δικαίωμα της έγγαμης γυναίκας να διαλέξει την εθνικότητα της, ίδρυση Βαλκανικού αγροτικού επιμελητηρίου) δεν υπογράφτηκε καμία συμφωνία και δεν εφαρμόστηκε απολύτως τίποτε γιατί οι συμμετέχοντες δεν μπορούσαν να δεσμεύσουν της κυβερνήσεις τους καθώς ο χαρακτήρας των συνδιασκέψεων ήταν ανεπίσημος.
Ο ηγέτης και βασικός εμψυχωτής της όλης δραστηριότητας από Ελληνικής πλευράς ήταν αναμφίβολα ο Παπαναστασίου, ο οποίος πίστευε στην Διεθνή αλληλεγγύη, αλλά και στην δυνατότητα υπερεθνικών οργανισμών να αυξήσουν την διακρατική συνεννόηση. Από την άλλη, σημαντικός υποκινητής της δραστηριότητας για μια παμβαλκανική ένωση των λαών ήταν και ο Ελληνικός τεκτονισμός, που έτσι και αλλιώς υποστήριζε πάντοτε ιδέες υπερεθνικής συνεργασίας ήδη από την εποχή του Ρήγα Φεραίου, αλλά και αργότερα με ιδέες για μια Ελληνοτουρκική συνεργασία στην βάση μιας πιθανής πολιτικής ενότητας στην βάση της αναγνώρισης των πολιτικών δικαιωμάτων των μειονοτήτων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Σύμφωνα με τον ερευνητή του Ελληνικού τεκτονισμού κ. Ιωάννη Λουκά, ο Ελληνικός τεκτονισμός στην συγκυρία του 1930 εκπροσωπούσε κυρίως την εμπορική αστική και μεγαλοαστική τάξη που προσπαθούσε να βρει διέξοδο δραστηριότητας στα Βαλκάνια, αλλά και μια έμμεση επιστροφή στα Μικρασιατικά παράλια και στην Κωνσταντινούπολη, όπου τα Ελληνικά κεφαλαιουχικά συμφέροντα είχαν καταρρακωθεί. Οι σχετικές διεργασίες είχαν ξεκινήσει στην "στοά της Μεγάλης Ανατολής" το 1929 πριν την συνδιάσκεψη της ειρήνης, με συμμετοχή Γιουγκοσλάβων και Ευρωπαίων πολιτικών προσώπων, όπως ο Γ. Παγιάλοβιτς μεγάλος διδάσκαλος αλλά και ο αντιπρόεδρος της γερουσίας του Βελγίου Λαφονταίν Μεγάλος Διδάσκαλος της Μεγάλης Ανατολής" του Βελγίου.Οι επαφές αυτές έγιναν στην Αθήνα και στην Θεσσαλονίκη και οργανώθηκαν από τον Παπαναστασίου.
Ο ίδιος ο Παπαναστασίου υπήρξε υψηλόβαθμος αξιωματούχος της "Μεγάλης Στοάς της Ελλάδας", καθώς εκτός ότι ήταν Αγγλόφιλος, πίστευε ότι η μασονία ήταν όχημα εκδημοκρατισμού των λαών, όπως επίσης εκτιμούσε στον τεκτονισμό την οικουμενική του διάσταση. Όταν ανέλαβε για ένα πολύ μικρό διάστημα Πρωθυπουργός το 1932 προσπάθησε να καταστήσει την ερχόμενη Βαλκανική συνδιάσκεψη τεκτονική υπόθεση καθώς πίστευε ότι αυτό θα βοηθούσε στην ευόδωση τους. Στις 5 Μαΐου 1932 σε μια υψηλού επιπέδου τεκτονική συνδιάσκεψη με την παρουσία μελών των Αθηναϊκών τεκτονικών στοών "Υψηλάντης", "Ακρόπολις" και "Κοραής" με θέμα τις ενέργειες του Ελληνικού τεκτονισμού για την προώθηση της ειρήνης και της συνεργασίας στα Βαλκάνια, Ο Παπαναστασίου ήταν ο βασικός ομιλητής και αφού ανέπτυξε τις θέσεις του για το είδος της Βαλκανικής συνεργασίας που θα εξασφάλιζε την ειρήνη στην περιοχή, χαρακτήρισε την ποθούμενη Παμβαλκανική Ένωση ως την νέα μεγάλη Ιδέα του Ελληνισμού την οποία οφείλει να στηρίξει πάσι δυνάμει ο Ελληνικός τεκτονισμός.
Η τέταρτη συνδιάσκεψη έγινε στην Θεσσαλονίκη το 1933 και είχε ως βασικό αντικείμενο την συζήτηση για μια τελωνειακή ένωση των Βαλκανικών χωρών και μια σύμβαση για μια τοπική οικονομική συνεννόηση. Παρά τις στομφώδεις δηλώσεις του Παπαναστασίου στο τέλος των εργασιών της συνδιάσκεψης για "πολιτική προσέγγιση που επιτεύχθηκε" και για "βήματα εμπρός", τίποτε ουσιαστικό δεν είχε προκύψει καθώς οι όποιες συμφωνίες αγνοούνταν από τις κυβερνήσεις των Βαλκανικών Χωρών
Τελικώς όλη η προσπάθεια των συνδιασκέψεων αξιοποιήθηκε μερικώς από τέσσερα μόνο Βαλκανικά κράτη με την υπογραφή ενός Βαλκανικού Συμφώνου στις 8 Φεβρουαρίου 1934 στην Αθήνα. Το Βαλκανικό σύμφωνο αφορούσε κυρίως την προσπάθεια των κρατών που ευνοούσαν την διατήρηση του υφιστάμενου εδαφικού διακανονισμού (Ελλάδα, Τουρκία, Ρουμανία, Γιουγκοσλαβία), απείχε η Βουλγαρία, αλλά και η Αλβανία που είχε ενταχθεί καθαρά στην σφαίρα επιρροής της Ιταλίας. Το πρώτο άρθρο του συμφώνου προέβλεπε την διασφάλιση των συνόρων μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών και το δεύτερο προέβλεπε μια σειρά από "χαλαρές" υποχρεώσεις των μερών για την αποφυγή πολεμικής εμπλοκής στα Βαλκάνια. Είναι φανερό πως οι συνδιασκέψεις που είχαν προηγηθεί δεν είχαν συνεισφέρει ούτε στο ελάχιστο στην διαμόρφωση του Συμφώνου που αποτελούσε απλώς μια αμυντική κίνηση των ενδιαφερόμενων μερών έναντι πιθανών πολεμικών εξελίξεων που δεν έμοιαζαν τόσο μακρινές.
Το σύμφωνο υπογράφτηκε από Ελληνικής πλευράς από τον Πρωθυπουργό Παναγή Τσαλδάρη, αλλά από την πρώτη στιγμή βρήκε πολλούς αντιπάλους εντός και εκτός Ελλάδας. Στο εξωτερικό, η Ιταλία και η Γερμανία ως αναθεωρητικές δυνάμεις κατήγγειλαν την συμφωνία, ενώ και η Αγγλία εξέφρασε επιφυλάξεις καθώς το σύμφωνο προφανώς υποβάθμιζε την Κ.Τ.Ε. που ήδη είχε χάσει πολύ έδαφος στις διπλωματικές και πολιτικές εξελίξεις της εποχής. Η υποδοχή του Συμφώνου στην Ελλάδα ήταν ιδιαίτερα αρνητική από τον Βενιζέλο και την αξιωματική αντιπολίτευση, καθώς υπήρχε η υποψία ότι η αμυντική αυτή συμφωνία αφορούσε και χώρες εκτός Βαλκανίων όπως την Μουσολινική Ιταλία που την εποχή εκείνη πρόβαλλε ως υπερδύναμη της περιοχής. Ταυτόχρονα η άποψη των "Φιλελευθέρων" βάραινε καθώς είχαν την δυνατότητα να ματαιώσουν την κύρωση της σύμβασης, καθώς διέθεταν πλειοψηφία στην Γερουσία. Ακολούθησε η δήλωση του υπουργού Εξωτερικών Μάξιμου, ο οποίος δήλωσε ότι το αμυντικό σύμφωνο αφορούσε μόνο τις Βαλκανικές χώρες, ενώ και ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών δήλωσε ότι το σύμφωνο δεν δέσμευε την Τουρκία σε περίπτωση Ρουμανο-Τουρκικού πολέμου. Αυτές οι δηλώσεις μείωσαν αμέσως την ισχύ του συμφώνου, ενώ και η πτώση του Ρουμάνου πρωθυπουργού Τιτουλέσκου οπαδού της Βαλκανικής συνεννόησης μείωσαν ακόμη περισσότερο τις προσδοκίες από το Σύμφωνο.
Ι. Β. Δ.