Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2018

“ΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΑΓΑΠΗ” Ομιλια στη Στ.. Διονυσιος Ρωμας


Σωτηρης Νικολακοπουλος

 tektonikh agaphΌτι θα καταθέσω απόψε, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μόνο η μελέτη και η ζωή κοντά επτά χρόνων που είμαι μαζί σας. Επτά χρόνων γεμάτων με σχεδόν καθημερινή παρουσία στους χώρους του ιδρύματος  Είδα πολλά, κατάλαβα πολλά. Πιστεύω πως είμαι και τυχερός και άτυχος συνάμα. Γνώρισα όλους σχεδόν τους αδελφούς μου και με πολλούς από αυτούς συνεργάστηκα. Πίστεψα και πιστεύω στην ιδέα του τεκτονισμού και πάντα θα πιστεύω στην ιδέα αυτή, συνεχώς ψάχνοντας, άσχετα με τα πρόσωπα που θα την εκπροσωπούν. Πιστεύω λοιπόν ότι είμαστε όλοι εμείς εδώ όχι για να περάσουμε μεταξύ μας ευχάριστα ή να γνωριστούμε με άλλους ανθρώπους σκεπτόμενοι ότι θα μας φανούν χρήσιμοι ή ακόμα να φύγουμε από το σπίτι μας και τόσα άλλα. Αλλά κατά την άποψη μου ερχόμαστε εδώ για να συμμετάσχουμε, για να βοηθήσουμε, για να κουραστούμε, για να εργαστούμε σοβαρά και αποφασιστικά στο έργο της καλυτέρευσης του εαυτού μας, όπως λένε και τα τυπικά μας.  Γιατί αυτό είναι το πρώτο και το κύριο έργο του τέκτονα μαζί με την αγάπη, την πίστη, την αφοσίωση. Και αυτές είναι ακριβώς οι παραδόσεις και οι αρχές του τάγματός μας. Αυτός είναι ο τεκτονισμός στην πράξη. Ορμώμενος από τις παραπάνω αξίες θα προσπαθήσω στα επόμενα, 25 λεπτά να σας αναπτύξω το κομμάτι που αφορά την αγάπη όπως ακριβώς το βλέπω ή συζήτησα με αδελφούς και όπως το κατάλαβα διαβιβάζοντας αρκετά γύρω από το θέμα.

Την αγάπη που για πολλούς τέκτονες είναι ίσως το πρώτο συνθετικό της διαδρομής για την αναγνώριση της αλήθειας. Το θέμα μου θα έπρεπε να έχει ως τίτλο «Ποια είναι η αγάπη που πιστεύει ο Τεκτονισμός». Και τούτο, διότι ο Τεκτονισμός εφόσον δεν είναι, ούτε θρησκεία, ούτε φιλοσοφικό σύστημα, δεν καθιερώνει κάποιο είδος αγάπης με στηρίγματα θρησκευτικά ή φιλοσοφικά.

Το τυπικό μας, αν ερευνηθεί κατά βάθος, θίγει και το θέμα της αγάπης και το τοποθετεί στην πρέπουσα θέση. Εις την αμύητο κοινωνία, πολλά λέγονται, πολλά γίνονται πιστευτά και πολλά καταμαρτυρούνται εις βάρος των τεκτόνων, επειδή θεωρούν ότι αυτοί έχουν αναπτύξει μεταξύ τους δεσμούς και ότι πιστεύουν εις μίαν αγάπη που υποστηρίζει και λύνει τα μεταξύ των προβλήματα.

Πολλοί που έκρουσαν την θύρα του Τεκτονισμού και ζήτησαν να εισέλθουν εις αυτόν, είχαν πιστέψει λίγο ή πολύ εις την δοξασία αυτήν. Και όταν εισήλθαν διαπίστωσαν, ότι η τεκτονική αγάπη ευρίσκεται σε υψίπεδα δυσθεόρατα και όχι μόνο δεν ικανοποιεί ιδιοτελείς σκοπούς, αλλά απεναντίας απαιτεί θυσίες προς τους συνανθρώπους μας. Οι θυσίες των τεκτόνων ξεκινούν από τους αδελφούς τους βέβαια, γιατί αν δεν αγαπάς και δεν προσφέρεσαι για τον αδελφό σου, πως θα αγαπήσεις και θα ενδιαφερθείς για τους απανταχού της γης ανθρώπους; Και όχι μόνον για αυτούς, αλλά και για το εν γενεί φυσικό σου περιβάλλον, προς το οποίον, όπως θα δούμε στη συνέχεια, απευθύνεται όλο το φάσμα της πραγματικής αγάπης.

Ψάχνω να βρω και να δώσω έναν ορισμό για την αγάπη και δεν βρίσκω. Το μόνο που κατόρθωσα είναι να βρω μια σκοπιά από την οποία να μπορώ να διακρίνω με κάποιες ακτίνες ασθενικές έστω, αλλά που μου δείχνουν το δρόμο.

Αγάπη πρέπει είναι παν ό’τι δεν εμποδίζει και δεν δυσκολεύει την ισορροπία και την αρμονία, από το άτομο έως το άπειρο. Λένε ότι όταν βρεις την πλήρη ισορροπία και την πλήρη αρμονία θα βρεις την πλήρη αλήθεια. Αφού πλήρης αλήθεια είναι μόνον ο δημιουργός του Σύμπαντος πώς θα βρούμε την πλήρη ισορροπία και την αρμονία;

Οι σοφοί λένε ότι η αλήθεια είναι στη μέση, δηλαδή εκεί που ενώνεται η θέσης με την αντίθεση.

Ο Α΄Επόπτης ερωτώμενος από τον Αδ. Σεβάσμιον δια ποίον λόγο προσερχόμεθα εις την Στοάν, απαντά «εισερχόμεθα δια ν’ αναζητήσωμεν το φως». Και όταν ερωτάται και πάλιν ποίον είναι αυτό το φως απαντά : «Είναι το αιώνιων φως, το περιέχον το παν προς το οποίον το παν τείνει. Το φως, το αφυπνίζον τας ανθρωπίνους διανοίας. Το φως της αγάπης, το οποίον ενώνει και συντονίζει πάσαν πλάσιν».

Με άλλα λόγια αυτό το φως που ενώνει και συντονίζει πάσαν την πλάσιν βγαίνει από την αγάπη.

Η αγάπη είναι στην κορυφή. Η αγάπη είναι η Αρχή.

Δεν πηγάζει η αγάπη από το φως, αλλά το φως από την αγάπη.

Όταν το ανέσπερο φως που έχουμε ο καθένας μέσα μας δεν μας φωτίζει για να οδηγηθούμε στην αρμονία και οι γνώσεις που αποκτάμε στη ζωή δεν συνθέτουν τη γνώση που μας οδηγεί στην ισορροπία, τότε το φως αυτό χάνει την θεϊκή του προέλευση.

Δεν είναι φως της αγάπης. Δεν είναι φως Θεϊκό.

Η αγάπη που πιστεύει ο Τεκτονισμός δεν πρέπει να είναι κάποια συναισθηματική και μόνον παρόρμηση και εκδήλωση.

Δεν θα πρέπει να είναι κάποια ροπή συμπάθειας του ανθρώπου προς το αρεστόν.

Δεν πρέπει να τείνει εις την ικανοποίηση και μόνον του αχόρταγου ενστίκτου της αυτοσυντηρήσεως.

Η αγάπη που δεν έχει τον ορθόν λόγο μέσα της, αλλά υπακούει τυφλά εις το συναίσθημα είναι παραφροσύνη. Η αγάπη είναι περισσότερο διανόηση.

Η αγάπη που δεν απλώνει τα χέρια της ν’ αγκαλιάσει την απεραντοσύνη και δεν βοηθάει την εγκαθίδρυση μιας πανανθρώπινης αρμονίας και ισορροπίας δεν είναι αγάπη, αλλά συμφέρον, είναι υπολογισμός, είναι ιδιοτέλεια.

Δεν πρέπει ο τέκτων να υπολογίζει αν θα υποστεί δοκιμασίες και θυσίες προκειμένου να εκδηλώσει την ροπή του προς την ισορροπία.

Κατά την Τεκτονική μύηση ακούγεται από το στόμα του Σεβάσμιου: «Κύριε, είθε να θερμάνουν την καρδιάν σας εν τη προς τον πλησίον αγάπη. Είθε εις το μέλλον η Αγάπη να πρωτοστάτη παντός λόγου και παντός έργου ημών».

Η τεκτονική μεθόδευση δια την ανεύρεση της αλήθειας έχω την γνώμη ότι ξεκινάει από την αρχή «του ενός όντος» του ενιαίου και αδιαιρέτου του Σύμπαντος. Αυτήν την έννοια έχει η προσπάθειά μας δια την ερμόνισή μας προς τον παγκόσμιο ρυθμόν, όπως αναφέρει το τυπικό μας. Όταν λέμε ότι η αγάπη έχει παγκοσμιότητα θα πρέπει να εκτείνεται προς όλα τα γύρω μας έμψυχα και άψυχα.

Η αγάπη δεν είναι προνόμιο μόνο των ανθρώπων. Είναι διάχυτη και αφορά όλα τα γύρω μας τον ήλιο, τον αέρα, τα’ αστέρια, τα δένδρα, τα λουλούδια, τα πουλιά, τα φυτά, τη γη και κάθε τι που μας περιβάλλει. Μας υπηρετούν μας αγκαλιάζουν μας φιλούν. Ας τα αγκαλιάσουμε και ας τα φιλήσουμε και εμείς. Δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτά.

Η σημερινή αδιαφορία μας προς το περιβάλλον και η περιφρόνησή μας προς αυτό, μας οδηγεί εις την αυτοκαταστροφή, διότι παραβιάζουμε αυτήν την αγάπη, παραβιάζοντας έτσι τον παγκόσμιο ρυθμό.

Την αγάπη την έχουμε μέσα μας, την έχουμε δεχθεί με το ανέσπερο φως της δημιουργίας. Από τη στιγμή όμως που μας δόθηκε ως δημιούργημα, γίναμε και μεις δημιουργοί, πρέπει να την καλλιεργήσουμε να την μεγαλώνουμε και να την εκπέμπουμε σαν μικροί Θεοί. Όλα αυτά που ανάφερα αποτελούν την θεωρητική ενατένηση της αγάπης από τεκτονικής σκοπιάς.

Φίλτατε αδελφέ Σεβάσμιε ας μου επιτρέψετε στο σημείο αυτό να αναφερθώ ποίο διεξοδικά στην θεωρία της αγάπης.

Κάθε θεωρία της αγάπης θα έπρεπε να αρχίζει με τη θεωρία του ανθρώπου, της ανθρώπινης ύπαρξης. Όπου συναντάμε την αγάπη στα ζώα, ή μάλλον το αντίστοιχο της αγάπης, πρόκειται κυρίως για εκδηλώσεις της λειτουργίας των ενστίκτων τους. Αντίθετα στον άνθρωπο μόνο υπολείμματα αυτού του ενστικτωδικού μηχανισμού εξακολουθούν να λειτουργούν. Το βασικό για τον άνθρωπο είναι ότι έχει ξεφύγει από το ζωικό βασίλειο, από την σκλαβιά των ενστίκτων, ότι έχει ξεπεράσει την φύση – αν και ποτέ δεν την εγκαταλείπει. Είναι ένα κομμάτι της φύσης.

Ο άνθρωπος μπορεί να πάει μπροστά, αναπτύσσοντας το λογικό του, ανακαλύπτοντας μια καινούρια αρμονία. Όταν γεννιέται ο άνθρωπος εγκαταλείπει μια κατάσταση συγκεκριμένη που αντιπροσωπεύει ο κόσμος των ενστίκτων, και βρίσκεται σε μια κατάσταση ακαθόριστη, αβέβαιη και ανοιχτή. Σιγουριά υπάρχει μόνο όσον αφορά το παρελθόν, και για το μέλλον μόνο όσον αφορά τον θάνατο.

Ο άνθρωπος είναι προικισμένος με το λογικό. Είναι ζωή που έχει συνείδηση του εαυτού της. Ο άνθρωπος έχει συνείδηση του εαυτού του, του συνάνθρωπού του, του παρελθόντος του και των δυνατοτήτων του μέλλοντός του. Αυτή η επίγνωση του εαυτού του σαν μιας ξεχωριστής οντότητας, η επίγνωση του περιορισμένου, σύντομου χρόνου ζωής του και επιπλέον του γεγονότος ότι χωρίς την θέλησή του γεννήθηκε και ενάντια στην θέλησή του θα πεθάνει και θα πεθάνει, πριν ή μετά από αυτούς που αγαπά, η επίγνωση ότι είναι μόνος και ξεχωρισμένος από άλλους, αδύνατος μπροστά στις δυνάμεις της φύσης και της κοινωνίας, όλ’ αυτά κάνουν την ατομική ξεκομμένη του ύπαρξη μια αβάσταχτη φυλακή. Και ίσως να τρελαινόταν αν δεν κατάφερνε να ελευθερωθεί από την φυλακή αυτή, να ξεφύγει από την μόνωση και να ενωθεί κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο με του άλλους ανθρώπους, με τον έξω κόσμο.

Η εμπειρία της μοναξιάς προκαλεί αγωνία και είναι πράγματι, η ύπαρξη, η πηγή κάθε αγωνίας. Το να είμαι μόνος, σημαίνει ότι είμαι ξένος, κομμένος από του άλλους, χωρίς καμιά ικανότητα να χρησιμοποιήσω τις ανθρώπινες δυνάμεις μου.

Γι’ αυτό, το να είμαι μόνος σημαίνει ότι είμαι αβοήθητος, ανίκανος να επικοινωνήσω ενεργητικά με τον κόσμο, τα πράγματα και τους ανθρώπους. Σημαίνει ότι ο κόσμος μπορεί να στραφεί εναντίον μου χωρίς εγώ να μπορώ ν΄αντιδράσω. Έτσι λοιπόν, το ξεχωριστό της ύπαρξής μας είναι πηγή βαθιάς αγωνίας. Και πέρα απ’ αυτό, προκαλεί το συναίσθημα της ντροπής και ακόμα της ενοχής.

Άρα η επίγνωση του ανθρώπινου ξεχωρισμού χωρίς την επανένωση δια της αγάπης είναι η πηγή του συναισθήματος της ντροπής. Είναι ταυτόχρονα και η πηγή της αγωνίας και του συναισθήματος της ενοχής ή κατά άλλους του εγωισμού.

Εδώ αξίζει να σημειώσουμε, πως η έννοια της αγάπης πρωτοεμφανίστηκε μετά την χριστιανική εποχή, γιατί οι αρχαίοι γι’ αυτή την έννοια είχαν την λέξη «έρως», «φιλία», «στοργή». Οι πρώτοι λοιπόν χριστιανοί χρησιμοποίησαν την λέξη αγάπη, καθόσον αυτή περιείχετο στην διδασκαλία του Χριστού, ο οποίος θεωρείται και ο ενσαρκωτής της αγάπης.

Ο άνθρωπος – σε όλες τις εποχές και σ’ όλους τους πολιτισμούς – προσπαθεί να λύσει αυτό το μοναδικό και ίδιο πάντα πρόβλημα: Το πώς να ξεπεράσει το χωρισμό του, πώς να πετύχει την ένωση, πώς να υπερβεί τα όρια της ατομικής του ζωής και να φτάσει στην ενότητα. Το πρόβλημα είναι το ίδιο και για τον πρωτόγονο άνθρωπο που ζει στις σπηλιές και για τον σύγχρονο άνθρωπο. Το πρόβλημα είναι το ίδιο γιατί πηγάζει από το ίδιο έδαφος: την ανθρώπινη κατάσταση, τις συνθήκες της ανθρώπινης ύπαρξης. Εκείνο που αλλάζει είναι η απάντηση. Η απάντηση αυτή μπορεί να είναι η λατρεία των ζώων, ανθρωποθυσία, απόλαυση της χλιδής, ασκητική αυταπάρνηση, έντονη εργασία, καλλιτεχνική δημιουργία, αγάπη για τον θεό και αγάπη για τον άνθρωπο.

Αν και υπάρχουν πολλές απαντήσεις ωστόσο δεν είναι και αναρίθμητες. Οι απαντήσεις αυτές πάλι εξαρτιούνται, ως ένα σημείο, από τον βαθμό εξατομίκευσης στον οποίο έχει φτάσει το συγκεκριμένο άτομο. Στο νήπιο, το εγώ βρίσκεται σε υποτυπώδη μορφή. Νιώθει ακόμα ένα με την μητέρα του, και δεν έχει το συναίσθημα του χωρισμού όσο η μητέρα του βρίσκεται κοντά του. Η αίσθηση της μοναξιάς ξεπερνιέται με τη σωματική παρουσία της μητέρας. Αλλά όσο το παιδί μεγαλώνει, και στον βαθμό που αναπτύσσει το αίσθημα της ατομικότητας και του χωρισμού, η σωματική παρουσία της μητέρας δεν είναι πια αρκετή και τότε γεννιέται η ανάγκη να υπερνικήσει το χωρισμό με άλλους τρόπους και άλλα μέσα.

Παρόμοια και η ανθρωπότητα στη νηπιακή της ηλικία νιώθει ακόμα ένα με την φύση. Το χώμα, τα ζώα, τα φυτά είναι ακόμα ο κόσμος του ανθρώπου. Ταυτίζει τον εαυτό του με τα ζώα και αυτό το εκφράζει με το να φορά μάσκες ζώων, με το να λατρεύει τα ζώα ή ζώα Θεούς. Όσο όμως η ανθρώπινη φυλή ελευθερώνεται από αυτούς τους πρωταρχικούς δεσμούς, τόσο περισσότερο ξεχωρίζει από το ζωικό βασίλειο, αλλά και τόσο πιο έντονη γίνεται η ανάγκη να βρει καινούριους τρόπους για να ξεφύγει από το χωρισμό.

Σε μία πρωτόγονη κοινωνία η ομάδα είναι μικρή. Αποτελείται από κείνους που έχουν το ίδιο αίμα και μοιράζονται την ίδια γη. Με την αδιάκοπη εξέλιξη του πολιτισμού, η ομάδα μεγαλώνει. Γίνεται κοινότητα της πόλης, ο πληθυσμός ενός μεγάλου κράτους, τα μέλη μιας εκκλησίας.

Αλλά και στον σύγχρονο Τεκτονισμό η ένωση με την ομάδα είναι ο κύριος τρόπος για το ξεπέρασμα του χωρισμού. Είναι μία ένωση όπου το ατομικό εγώ εξαφανίζεται σε μεγάλο βαθμό κι όπου ο σκοπός των αδελφών είναι να ανήκουν στο σύνολο, στο Τάγμα.

Η συνένωση με τη συμμόρφωση δεν είναι έντονη ούτε βίαιη, είναι ήρεμη.

Εκτός όμως από τη συμμόρφωση σαν τρόπο για την ανακούφιση της αγωνίας που πηγάζει από το χωρισμό, πρέπει να εξετάσουμε κι έναν άλλο παράγοντα της σύγχρονης ζωής. Το ρόλο που παίζουν η ρουτίνα της εργασίας και η ρουτίνα της διασκέδασης. Ο άνθρωπος γίνεται το ωράριο εργασίας του, ένα εξάρτημα του εργατικού δυναμικού ή του γραφειοκρατικού μηχανισμού των υπαλλήλων και των διευθυντών. Όλοι τους εκτελούν καθήκοντα προκαθορισμένα από τη συνολική δομή του οργανισμού, με προκαθορισμένη ταχύτητα και προκαθορισμένο τρόπο. Ακόμα και τα συναισθήματα έχουν προδιαγραφεί: Χαρούμενη διάθεση, ανεκτικότητα, αξιοπιστία, φιλοδοξία και ικανότητα να συνεργάζεσαι με όλους χωρίς προστριβές.

Η συνένωση λοιπόν που επιτυγχάνεται με τη δημιουργική εργασία δεν είναι διαπροσωπική. Η συνένωση που προκαλείται είναι παροδική. Η συνένωση που πραγματοποιείται με τη συμμόρφωση είναι μόνο ψευδοσυνένωση. Αυτές είναι μόνο μερικές, λειψές απαντήσεις στο πρόβλημα της ύπαρξης. Η ακέραιη απάντηση βρίσκεται στην πραγματοποίηση της διαπροσωπικής συνένωσης, στη συγχώνευση μ’ ένα άλλο πρόσωπο, στην αγάπη.

Ο εισερχόμενος εις τον Τεκτονισμών ξεκινά την γνωστική του προσπάθεια σαν ακατέργαστος λίθος και διανύει τον δρόμο της αρετής μέχρις ότου κυβισθεί. Τον δρόμο αυτό της αρετής τον αρχίζει κανείς γυμνός και τυφλός αλλά με ελεύθερη βούληση. Ο δρόμος αυτός της αρετής εικονίζεται στις τρεις οδοιπορίες του βαθμού του Μαθητού, με τις οποίες αρχίζουμε μια προσπάθεια αυτογνωσιακή αλλά και έναν αγώνα να νικήσουμε τον εαυτό μας και τα πάθη μας, να κινητοποιήσουμε την ευαισθησία μας, ώστε να μπορέσουμε να προσπελάσουμε στον κόσμο των ηθικών αξιών που υπάρχει θαμμένος μέσα μας.

Στο εργαστήριο του βαθμού του Μαθητού, οι τρεις στύλοι της «Σοφίας», της «Ισχύος» και του «Κάλλους» συμβολίζουν τον Ναό της αρετής, τις οποίες όταν τις ουσιώσουμε μέσα μας, θα έχουμε ολοκληρώσει το δρόμο της αρετής, θα έχουμε γίνει κατ’ ουσία Τέκτονες, θα έχουμε λυτρωθεί από τα πάθη μας και θα έχουμε πλημμυρίσει από αγάπη για τον συνάνθρωπο.

Αυτός ο πόθος για αγάπη είναι η πιο ισχυρή ορμή μέσα στον άνθρωπο, είναι το πιο θεμελιακό πάθος, είναι η δύναμη που κρατά ενωμένη την ανθρώπινη φυλή, το γένος, την οικογένεια, την κοινωνία. Η αποτυχία να την πραγματοποιήσει κανείς οδηγεί στην τρέλα ή στην καταστροφή. Χωρίς αγάπη η ανθρωπότητα δε θα μπορούσε να υπάρξει ούτε μία μέρα. Κι ωστόσο, να ονομάσουμε την πραγματοποίηση της διαπροσωπικής συνένωσης «αγάπη», θα βρεθούμε σε δύσκολη θέση. Η συνένωση μπορεί να επιτευχθεί με διαφορετικούς τρόπους – και οι διαφορές δεν είναι λιγότερο σημαντικές απ’ ότι τα κοινά σημεία στις διάφορες μορφές της αγάπης. Θα έπρεπε να τις ονομάσουμε όλες αυτές αγάπη; Ή θα έπρεπε να φυλάξουμε τον όρο «αγάπη» μόνο για μια ιδιαίτερη μορφή συνένωσης, εκείνη που αποτέλεσε την ιδανική αρετή σ’ όλες τις μεγάλες ανθρωπιστικές θρησκείες και φιλοσοφικά συστήματα στις τέσσερις τελευταίες χιλιάδες χρόνια της δυτικής και της ανατολικής ιστορίας;

Όπως πάντα όταν παρουσιάζονται εννοιολογικές δυσκολίες, έτσι κι εδώ η απάντηση δε μπορεί παρά να είναι αυθαίρετη. Εκείνο που έχει σημασία είναι να ξέρουμε για ποιο είδος συνένωσης μιλάμε όταν αναφέρουμε τη λέξη αγάπη. Αντιλαμβανόμαστε την αγάπη σαν ώριμη, ακέρια λύση στο πρόβλημα της ανθρώπινης ύπαρξης, ή μιλάμε για ορισμένες ανώριμες μορφές αγάπης που μπορούμε να ονομάσουμε συμβιωτικές ενώσεις; Θα ονομάζω αγάπη μόνο την πρώτη. Θ’ αρχίσω όμως με την τελευταία. Η συμβιωτική ένωση έχει το βιολογικό της πρότυπο στη σχέση μεταξύ εγκύου μητέρας και εμβρύου. Είναι δύο κι ωστόσο ένα. Ζουν μαζί, χρειάζεται ο ένας τον άλλο. Το έμβρυο είναι μέρος, κομμάτι της μητέρας, κι ότι χρειάζεται το παίρνει απ’ αυτήν. Η μητέρα είναι ο κόσμος του όλος. Το τρέφει, το προστατεύει, αλλά και η δική της ζωή δυναμώνει από την ύπαρξη του.

Η συμβιωτική ένωση είναι υποταγή. Το άτομο ξεφεύγει από το ανυπόφορο συναίσθημα της απομόνωσης και του χωρισμού με το να γίνει μέρος και αντικείμενο ενός άλλου προσώπου που το κατευθύνει, το καθοδηγεί, το προστατεύει, που είναι η ζωή του, το οξυγόνο του, θα λέγαμε. Εξάλλου, η δύναμη εκείνου στον οποίο υποτάσσεται κανείς διογκώνεται. Αυτός είναι το πάν. Εγώ δεν είμαι τίποτα, παρά μόνο εφόσον είμαι κομμάτι του. Σαν μέρος του, μετέχω στο μεγαλείο του, στη δύναμη, στη σιγουριά. Το άτομο δεν έχει ανάγκη να πάρει αποφάσεις, να αναλάβει κινδύνους. Δεν είναι ποτέ μόνο, αλλά και δεν είναι ποτέ ανεξάρτητο. Δεν έχει ολοκληρωθεί. Δεν έχει ακόμα τέλεια γεννηθεί.

Σε αντίθεση με τη συμβιωτική ένωση, η ώριμη αγάπη είναι ένωση με τον όρο της διατήρησης, της ακεραιότητας, της ατομικότητας. Η αγάπη είναι ενεργητική δύναμη μέσα στον άνθρωπο. Είναι μια δύναμη που γκρεμίζει τους τοίχους που χωρίζουν τον άνθρωπο από το συνάνθρωπο και τον ενώνει με τους άλλους (μήπως αυτός δεν είναι ο Τεκτονισμός στην πράξη). Η αγάπη του δίνει τη δύναμη να ξεπεράσει το συναίσθημα της απομόνωσης και του χωρισμού, κι ωστόσο του επιτρέπει να είναι ο εαυτός του, να διατηρεί την ακεραιότητά του. Στην αγάπη συμβαίνει τούτο το παράδοξο: οι δύο γίνονται ένας κι ωστόσο παραμένουν δύο.

Αν πούμε πως η αγάπη είναι μια δραστηριότητα, θα αντιμετωπίσουμε μια δυσκολία που πηγάζει από τη διφορούμενη σημασία του όρου «δραστηριότητα». Με τον όρο αυτό, στην σύγχρονη σημασία του, εννοούμε μια δράση που φέρνει κάποια μετατροπή σε μια υπάρχουσα κατάσταση με μέσο την κατανάλωση ενέργειας. Ώστε ένας άνθρωπος θεωρείται δραστήριος αν κάνει επιχειρήσεις, αν σπουδάζει και ότι άλλο. Κοινό χαρακτηριστικό σ’ όλες αυτές τις δραστηριότητες είναι ότι κατευθύνονται προς την επίτευξη ενός εξωτερικού στόχου. Εκείνο που δε λαμβάνει υπόψη είναι το εσωτερικό κίνητρο της δραστηριότητας. Ας πάρουμε για παράδειγμα τον άνθρωπο που αγκιστρώνεται στην αδιάκοπη εργασία από ένα συναίσθημα βαθιάς ανασφάλειας και μοναξιάς. Η κάποιον άλλο που σπρώχνεται από την φιλοδοξία ή την απληστία για χρήματα. Σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις το άτομο είναι σκλάβος σ’ ένα πάθος και η ενεργητικότητά του είναι στην πραγματικότητα «παθητικότητα», γιατί συνέρχεται σ’ αυτήν. Δεν είναι ο ενεργών, αλλά ο πάσχων.

Αντίθετα, ένας άνθρωπος που κάθεται ήσυχος και διαλογίζεται, χωρίς συγκεκριμένο σκοπό ή στόχο παρά μόνο για να νιώσει τον εαυτό του και την ενότητά του με τον κόσμο, θεωρείται ότι είναι «παθητικός», γιατί δεν «κάνει» τίποτα. Στην πραγματικότητα, αυτή η στάση της συγκέντρωσης και του διαλογισμού είναι η πιο υψηλή δράση που υπάρχει, μια δράση της ψυχής, η οποία είναι δυνατή μόνο υπό τον όρο της εσωτερικής ελευθερίας και ανεξαρτησίας. Μια αντίληψη της δραστηριότητας, αναφέρεται στη χρησιμοποίηση ενέργειας για την επίτευξη εξωτερικών σκοπών. Η άλλη αντίληψη αναφέρεται στην χρησιμοποίηση των εσωτερικών δυνάμεων του ανθρώπου, ανεξάρτητα από το αν θα επέλθει κάποια εξωτερική μετατροπή. Η δεύτερη αυτή αντίληψη της δραστηριότητας έχει διατυπωθεί καθαρότατα από τον Αδελφό Γιάννη Σκούτα σε άρθρο του στον Πυθαγόρα. Ξεχωρίζει τα αισθήματα σε παθητικά και ενεργητικά, σε «δράσεις» και σε «πάθη». Στην άσκηση ενός ενεργητικού αισθήματος, ο άνθρωπος είναι ελεύθερος, είναι κύριος του αισθήματός του. Στην άσκηση ενός παθητικού αισθήματος, ο άνθρωπος σύρεται, είναι όργανο κινήτρων για τα οποία και ο ίδιος δεν έχει επίγνωση. Έτσι ο αδελφός Σκούτας συνεχίζει και φτάνει στο συμπέρασμα πως αρετή και δύναμη είναι ένα και το αυτό. Φθόνος, ζήλια, φιλοδοξία, κάθε λογής απληστία είναι πάθη. Η αγάπη είναι δράση, είναι άσκηση μιας ανθρώπινης δύναμης που μπορεί να εκδηλωθεί μόνο ελεύθερα και ποτέ σαν αποτέλεσμα εξαναγκασμού.

Η αγάπη είναι δράση και όχι παθητικό αίσθημα. Είναι κάτι στο οποίο συμμετέχεις ελεύθερα αντί να παρασύρεται.

Με τον πιο γενικό τρόπο, ενεργητικός χαρακτήρας της αγάπης μπορεί να καθοριστεί αν πούμε ότι η αγάπη πρωταρχικά σημαίνει δόσιμο και όχι πάρσιμο.

Τι σημαίνει ‘όμως δόσιμο; Όσο κι αν φαίνεται απλή η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, ωστόσο είναι γεμάτη από αμφισβητήσεις και περιπλοκές. Η πιο διαδομένη παρεξήγηση είναι εκείνη σύμφωνα με την οποία υποτίθεται ότι δόσιμο σημαίνει χάσιμο, παραχώρηση, να στερείσαι κάτι, να θυσιάζεις κάτι.

Για το δημιουργικό χαρακτήρα, το δόσιμο έχει μια ολότελα διαφορετική σημασία. Το να δίνεις είναι πιο υψηλή έκφραση του δυναμισμού. Στην ίδια την πράξη του δοσίματος νιώθω την δύναμή μου, τον πλούτο, την ικανότητά μου. Αυτό το αίσθημα της πλουτισμένης ζωτικότητας και του δυναμισμού με γεμίζει χαρά. Νιώθω τον εαυτό μου να πλημμυρίζει, να χαρίζει, ολοζώντανος. Και γι’ αυτό χαρούμενος. Το να δίνω μου φέρνει μεγαλύτερη χαρά από το να παίρνω, όχι γιατί είναι αποστέρησή μου αλλά γιατί στην πράξη της προσφοράς εκφράζεται η ζωντάνια της ζωής.

Στην σφαίρα των υλικών πραγμάτων το να δίνεις σημαίνει να είσαι πλούσιος. Πλούσιος δεν είναι εκείνος που έχει πολλά αλλά εκείνος που δίνει πολλά

Ωστόσο η πιο σημαντική περιοχή της προσφοράς δε βρίσκεται στα υλικά πράγματα αλλά στον ιδιαίτερο ανθρώπινο κόσμο. Τι δίνει αλήθεια ένας άνθρωπος στο συνάνθρωπό του; Δίνει από τον εαυτό του, από το πιο πολύτιμο που έχει, δίνει από την ζωή του. Αυτό δε σημαίνει αναγκαστικά ότι θυσιάζει τη ζωή του γι τον άλλο, αλλά ότι του δίνει από εκείνο που είναι ζωντανό μέσα του. Του δίνει από την χαρά του, από το ενδιαφέρον, τη γνώση, το χιούμορ, τη θλίψη του –απ’ όλες τις εκφράσεις και εκδηλώσεις της ζωής που κρύβει μέσα του. Και καθώς δίνει μ’ αυτό τον τρόπο , εμπλουτίζει το συνάνθρωπο, δυναμώνει το αίσθημα της ζωντάνιας του με το να δυναμώνει τη δική του αίσθηση ζωντάνιας. Δε δίνει με το σκοπό να πάρε. Η προσφορά είναι από μόνη της μια εξαίσια χαρά. Στην πράξη της προσφοράς κάτι νέο γεννιέται και τα δύο πρόσωπα νιώθουν ευγνωμοσύνη για τη ζωή που γεννήθηκε και για τους δύο τους. Ιδιαίτερα σε σχέση με την αγάπη, αυτό σημαίνει: Αγάπη είναι μια δύναμη που δημιουργεί αγάπη. Η αδυναμία να δημιουργήσεις αγάπη είναι ανικανότητα.  Αλλ’ όχι μόνο στην αγάπη το να δίνεις σημαίνει και να παίρνεις. Και ο δάσκαλος διδάσκεται από τους μαθητές του – με τον όρο ότι δεν μεταχειρίζονται ο ένας τον άλλο σαν αντικείμενα, αλλά συνδέονται ανάμεσά τους πηγαία και δημιουργικά κατά τον, στην Αιώνια Ανατολή, αδελφό μας Αντώνη Παπαδάτο.

Δεν χρειάζεται ίσως να τονίσουμε ιδιαίτερα το ότι η ικανότητα να αγαπάς σαν μια πράξη προσφοράς εξαρτιέται από την ανάπτυξη του χαρακτήρα ενός ατόμου. Προϋποθέτει να έχει φτάσει κανείς σ’ ένα προσανατολισμό, σε μια αντίληψη ζωής ξεκάθαρα δημιουργική. Σ’ αυτή την αντίληψη, το άτομο έχει ξεπεράσει την εξάρτηση, τη ναρκισσική παντοδυναμία, την επιθυμία να εκμεταλλεύεται άλλους ή να συσσωρεύει, κι έχει αποκτήσει σταθερή πίστη στις δικές του ανθρώπινες δυνάμεις, και το θάρρος να στηρίζεται σ’ αυτές τις δυνάμεις για την πραγμάτωση των σκοπών του. Στο βαθμό που αυτές οι ιδιότητες λείπουν, φοβάται να δώσει τον εαυτό του και επομένως ν’ αγαπήσει.

Αλλά πέρ’ από το στοιχείο της προσφοράς, ενεργητικός χαρακτήρας της αγάπης γίνεται φανερός στο ότι πάντα περιέχει ορισμένα βασικά στοιχεία που είναι κοινά σε όλες τις μορφές τις αγάπης. Αυτά τα στοιχεία είναι φροντίδα, ευθύνη, σεβασμός και γνώση.

Ότι η αγάπη περιέχει τη φροντίδα, είναι ολοφάνερο στην αγάπη μιας μητέρας για το παιδί της. Καμιά διαβεβαίωση για την αγάπη της δε θα μας φαινόταν ειλικρινής αν τη βλέπαμε να μη δείχνει φροντίδα για το μωρό. Δεν είναι διαφορετικά τα πράγματα όταν πρόκειται για την αγάπη προς τα ζώα ή τα λουλούδια. Αν μια γυναίκα μας έλεγε ότι αγαπά τα λουλούδια και βλέπαμε ότι ξεχνούσε να τα ποτίσει, ασφαλώς δε θα πιστεύαμε στην «αγάπη» της για τα λουλούδια. Αγάπη είναι το ενεργητικό ενδιαφέρον για τη ζωή και την ανάπτυξη αυτού που αγαπούμε (Αντώνης Παπαδάτος γυρίζοντας από την Ζάκυνθο). Όπου αυτό το ενεργητικό ενδιαφέρον λείπει, δεν υπάρχει αγάπη.

Αλλά η φροντίδα και το ενδιαφέρον συνοδεύονται και από μια άλλη ιδιότητα της αγάπης: την ευθύνη (Κατά τον αδελφό Γεώργιο Μακρυνιώτη). Σήμερα ευθύνη συχνά υποδηλώνει ένα καθήκον, κάτι που επιβάλλεται σ’ ένα άτομο απ’ έξω. Αλλά ευθύνη, στην αληθινή έννοια, είναι μια ολοκληρωτικά θεληματική, αυτόβουλη πράξη. Είναι η ανταπόκριση μου στις ανάγκες, φανερές ή κρυφές, ενός άλλου ανθρώπου.

Να είσαι «υπεύθυνος» σημαίνει να είσαι έτοιμος και ικανός να ανταποκριθείς συνεχίζει ο αδελφός Μακρυνιώτης. Ο άνθρωπος που αγαπά ανταποκρίνεται. Η ζωή του αδερφού του δεν είναι μόνο ζήτημα του αδερφού του αλλά και δικό του. Νιώθει υπεύθυνος για τους συνανθρώπους του, όπως νιώθει υπεύθυνος και για τον εαυτό του.

Η ευθύνη θα μπορούσε εύκολα να ξεσπάσει στην κυριαρχία και την κατοχή, αν δεν υπήρχε ένα τρίτο στατιστικό της αγάπης, ο σεβασμός (Αντώνης Παπαδάτος). Ο σεβασμός δεν είναι φόβος ή δέος, αλλά σημαίνει την ικανότητα να βλέπεις ένα άτομο όπως είναι και να έχεις επίγνωση της μοναδικής προσωπικότητάς του. Σεβασμός σημαίνει φροντίδα για να μεγαλώσει και να αναπτυχθεί το άλλο άτομο όπως είναι. Ο σεβασμός λοιπόν προϋποθέτει την απουσία της εκμετάλλευσης. Θέλω το πρόσωπο που αγαπώ να αναπτυχθεί και να εξελιχθεί για το δικό του καλό και με τον δικό του τρόπο και όχι με το σκοπό να με υπηρετήσει. Αν αγαπώ τον άλλο, τότε νιώθω ένα μαζί του, αλλά μαζί του όπως αυτός είναι, όχι όπως εγώ θα είχα ανάγκη να είναι, σαν αντικείμενο για την εξυπηρέτησή μου. Είναι φανερό ότι ο σεβασμός είναι δυνατός μόνο αν εγώ έχω φτάσει στην ανεξαρτησία αν εγώ μπορώ να σταθώ και να βαδίσω χωρίς να έχω ανάγκη από δεκανίκια, χωρίς να είμαι υποχρεωμένος να κυριαρχώ ή να εκμεταλλεύομαι κάποιον άλλο. Ο σεβασμός υπάρχει μόνο πάνω στην βάση της ελευθερίας. Δεν είναι όμως δυνατό να σέβεσαι ένα πρόσωπο αν δεν το γνωρίζεις. Η φροντίδα και η ευθύνη θα ήταν τυφλές αν δεν τις οδηγούσε η γνώση. Η γνώση θα ήταν κούφια αν δεν την παρακινούσε το ενδιαφέρον. Υπάρχουν πολλά επίπεδα, πολλά στρώματα γνώσης. Η γνώση είναι μια πλευρά της αγάπης δε σταματά στην περιφέρεια αλλά προχωρεί στον πυρήνα. Είναι δυνατή μόνο αν μπορώ να ξεπεράσω το ενδιαφέρον για τον εαυτό μου και να δω το άλλο άτομο με τα δικά μου κριτήρια. Μπορεί να καταλάβω π.χ ότι κάποιος είναι θυμωμένος, ακόμα κι αν δεν το δείχνει φανερά. Μπορώ όμως ίσως και να τον ξέρω ακόμα βαθύτερα. Τότε ξέρω ότι είναι ανήσυχος και στεναχωρημένος. Πως νιώθει μόνος, πως νιώθει ένοχος. Τότε καταλαβαίνω ότι ο θυμός του είναι μια εκδήλωση από κάτι βαθύτερο και τον βλέπω σαν άνθρωπο που αγωνιά και βασανίζεται, σαν άνθρωπο που υποφέρει μάλλον παρά σαν έναν οργισμένο. Μετά τα στοιχεία που πιο πάνω ανέπτυξα δηλ. την φροντίδα την ευθύνη τον σεβασμό και την γνώση θα ήθελα να σας πω Αδελφέ Σεβάσμιε πως το φάσμα της αγάπης δεν σταματάει εδώ. Θα μπορούσα να σας αναπτύξω και τα ποιο κάτω, σας τα αναφέρω όμως επιγραμματικά:

Χρηστότητα

Γενναιοψυχία

Ταπεινοφροσύνη

Κοσμιότης

Αφιλοκέρδεια

Πραότης

Αθωότητα

Ειλικρίνεια και ισχύς 

Ο αδελφός Αετός Τζιφάκης στο τεύχος 62-63 του περιοδικού μας Πυθαγόρα και στο άρθρο του «Πότε ένας άνδρας είναι Τέκτονας» στην παράγραφο 5 λέει: «όταν αγαπά τα λουλούδια, αισθάνεται τις συγκινήσεις ενός ξεχασμένου αστείου, όταν αγαπά που ακούει το γέλιο ενός παιδιού» και στην παράγραφο 11 λέει: «όταν γνωρίζει πώς να προσεύχεται, πώς να αγαπά και πώς να ελπίζει»

Η λαχτάρα να γνωρίσουμε τους εαυτούς μας και τον συνάνθρωπό μας εκφράστηκε στο δελφικό ρητό: «Γνώθι σαυτόν» που δεν είναι ακριβώς γνώση ούτε έχει οποιαδήποτε άλλη έννοια, αλλά είναι η επίγνωση του βάθους του ανθρώπου την οποία όταν καταφέρουμε και την κάνουμε πραγματικότητα θα μας κάνει ανθρώπους ποιο εξανθρωπισμένους – όπως λέει και ο αδελφός Ευάγγελος Συνοδινός στο άρθρο «ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΑ ΑΛΗΘΕΙΑ στο τεύχος 62-63 του Πυθαγόρα. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να αναπτύξω και την πρακτική της αγάπης αλλά λόγω του ότι σας έχω κουράσει ίσως σε μία άλλη ομιλία μου να σας αναφερθώ διεξοδικά στο θέμα της πράξης της αγάπης.

Τελειώνοντας, θα ήθελα να διατυπώσω τη γνώμη μου για το πώς πρέπει ο Τέκνων να δέχεται και να δίνει την αγάπη: Σαν μια εκδήλωση που πηγάζει από μέσα του όχι μόνο από τον συναισθηματικό του κόσμο αλλά, περισσότερο από το νοητικό του κόσμο (Αντώνης Παπαδάτος). Η όποια εκδήλωση θα πρέπει να αποβλέπει στο να μη απομακρυνόμαστε πολύ από την αρμονία, ασχέτως αν δεν μπορούμε στον κόσμο αυτό να την αποκτήσουμε απόλυτα.

Να νοιώθουμε το φάσμα της αγάπης ν’ απλώνεται στην απεραντοσύνη, η οποία μας αγκαλιάζει σαν κάτι δικό της και την αγκαλιάζουμε σαν αδιάσπαστο με αυτή μέρος της.

Ίσως έτσι κάποια ακτίνα φωτός μας ανοίξει το δρόμο να δούμε καθαρότερα, και εφ’ όσον αυτό το αγκάλιασμα είναι αμοιβαίο και η απεραντοσύνη έχει αιωνιότητα, δεν μπορεί παρά εμείς να μη τελειώνουμε την πορεία μας εδώ. Αυτή η πορεία θα πρέπει να συνεχίζεται όπως λέει και το Καταστατικό μας, που αποδέχεται την αθανασία της ψυχής.

Ο άνθρωπος όταν παύσει να ασχολείται μόνο με τον εαυτό του και αρχίσει με αγάπη να ασχολείται με την έρευνα του σύμπαντος τότε τοποθετείται έξω από τον εαυτό του και παρά την υλική μικρότητά του παίρνει τεράστιες διαστάσεις. Τότε νοιώθει ότι φθάνει στην ύπαρξη, να συμπορεύεται με την παγκοσμιότητα, την ίδια την Αιωνιότητα.

            Είπον Αδελφέ Σεβάσμιε.