Εισαγωγικά
Τα Ιόνια είναι αναμφίβολα η κοιτίδα του ελλαδικού Τεκτονισμού. Η περιοχή είχε την τύχη να μην βρεθεί υπό τον Οθωμανικό ζυγό και ταυτόχρονα η κατοχή της από ευρωπαϊκές δυνάμεις, με μόνη εξαίρεση την περίοδο της ρωσικής κατοχής, συνέδεσε τα νησιά με τα τεκταινόμενα στην Κεντρική Ευρώπη τη σημαντική περίοδο του διαφωτισμού. Έτσι ήταν φυσικό να μεταλαμπαδευθεί και στα Ιόνια ο Τεκτονισμός σχετικά σύντομα μετά την εμφάνισή του στην Ηπειρωτική Ευρώπη. Όταν δε στις αρχές του 19ου αιώνα συστάθηκε το ελεύθερο ελληνικό κράτος ήταν εύλογο ότι η πρωτοβουλία για την εγκαθίδρυση του Τεκτονισμού θα προερχόταν από τέκτονες οι οποίοι είτε είχαν δει το τεκτονικό φως στα Ιόνια, είτε κατάγονταν από τα Ιόνια και είχαν γνωρίσει τον Τεκτονισμό κατά τη διάρκεια των σπουδών τους, ή της εργασίας τους, στη Γαλλία ή την Ιταλία.
Είναι λοιπόν αυτονόητο ότι όποιος επιθυμεί να ασχοληθεί με την ιστορία του ελληνικού Τεκτονισμού, έστω και περιστασιακά, είναι υποχρεωμένος να κάνει αναφορά στην πορεία του θεσμού στα Ιόνια. Έτσι έχουν δημοσιευθεί δεκάδες εργασίες και έχουν ανακοινωθεί σε στοές εκατοντάδες ομιλίες οι οποίες παρουσιάζουν σχετικές πληροφορίες.
Δυστυχώς σχεδόν όλες οι εργασίες πάσχουν ιστορικά για διάφορους λόγους. Ο βασικότερος οφείλεται στην έλλειψη αξιόπιστων ιστορικών αρχείων. Τα περισσότερα αρχεία του τέλους του 18ου αιώνα και των αρχών του 19ου έχουν χαθεί είτε λόγω των αναστατώσεων στην περιοχή από τις διάφορες κατοχές, τη διάθεση προστασίας των μυστικών και των εξελίξεων μετά την έναρξη της Επανάστασης. Πολλά αρχεία χάθηκαν επίσης από φυσικές καταστροφές, όπως η σεισμοπυρκαγιά του 1953. Άλλα αρχεία έχουν μεν διασωθεί αλλά δεν είναι προσβάσιμα στους ερευνητές. Δεύτερος λόγος είναι ότι και από τα διασωζόμενα αρχεία και τεκμήρια πολλά παραμένουν ανεκμετάλλευτα γιατί είναι γραμμένα σε ιδιωματικά ιταλικά και γαλλικά της εποχής που απαιτούν ειδικές γνώσεις εκ μέρους των ερευνητών. Τέλος φαίνεται ότι υπάρχει διάχυτη μια ερευνητική ραθυμία ενισχυμένη από υπερβολική εμπιστοσύνη στα κείμενα προηγούμενων ερευνητών. Έτσι είναι συνηθέστατο φαινόμενο η αναπαραγωγή διαφόρων κειμένων διαιωνίζοντας αναπόδεικτες, εξόφθαλμα ανακριβείς πληροφορίες αγνοώντας μεταγενέστερες τροποποιητικές πληροφορίες. Εδώ θα πρέπει να επισημανθεί ότι ακόμα και αυθεντικά κείμενα μιας περιόδου δεν πρέπει να γίνονται άκριτα και αδιασταύρωτα δεκτά ως αυθεντικά. Για παράδειγμα συναντάμε πολλά κείμενα των αρχών του 19ου αιώνα όπου ονόματα εμφανίζονται με διαφορετική ορθογραφία ώστε να γεννάται αμφιβολία σε ποιό ή ποιά άτομα αναφέρονται, ή και περιπτώσεις όπου το ίδιο γεγονός παρουσιάζεται διαφορετικά, ακόμα και από το ίδιο άτομο, σε διάφορες χρονικές στιγμές.
Στην περίπτωση της ιστορίας του Τεκτονισμού στα Ιόνια διαθέτουμε, ευτυχώς, αρκετά διασωθέντα πρωτότυπα έγγραφα στα γαλλικά και αγγλικά αρχεία και ελάχιστα στα ιταλικά αρχεία. Ελπίζω ότι στο μέλλον ικανότεροι από μένα θα ερευνήσουν όλα τα αρχεία ώστε κάποια στιγμή να έχουμε σαφέστερη εικόνα της ιστορίας μας. Το παρόν κείμενο βασίζεται κυρίως σε πρωτότυπα έγγραφα τα οποία εντόπισα στα γαλλικά και αγγλικά αρχεία και σε κριτική μελέτη όλων σχεδόν των προηγούμενων εργασιών που έχουν δημοσιευθεί στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες.
Η εισαγωγή του τεκτονισμού
Η απαρχή του Τεκτονισμού στα Ιόνια έχει τοποθετηθεί από διάφορους είτε στο 1714 είτε στο 1740. Η πρώτη ημερομηνία είναι καταφανώς παράλογη. Βεβαίως στην Αγγλία λειτουργούσαν εκείνη την εποχή στοές και ορισμένοι ιστορικοί έχουν υποστηρίξει ότι υπήρχαν στοές και στη Γαλλία ή τη Γερμανία, Όμως η απαρχή του Τεκτονισμού, όπως τον γνωρίζουμε σήμερα σαν συγκροτημένη οργάνωση, χρονολογείται από τον Ιούνιο του 1717 με την ίδρυση της Μεγάλης Στοάς του Λονδίνου στο πασίγνωστο, πλέον, Πανδοχείο της Χήνας και της Σχάρας. Οι δε πρώτες συγκροτημένες στοές στην Κεντρική Ευρώπη χρονολογούνται γύρω στο 1730. Η δεύτερη ημερομηνία θα μπορούσε να είναι ακριβής, αλλά δυστυχώς ως σήμερα δεν έχουν εντοπιστεί σχετικά τεκμήρια. Φαίνεται ότι στην ημερομηνία αυτή αναφέρθηκε πρώτος ο Αντώνιος Δάνδολος, κάποια στιγμή μετά το 1843, και εκείνος έκανε και την αναφορά ότι Σεβάσμιος ήταν ο Προβλεπτής της Ενετικής Πολιτείας. Ακόμα και αν αυτή η πληροφορία είναι ακριβής, αυτή θα αναφέρεται σε άτακτη στοά μιά που δεν εμφανίζεται στα αρχεία είτε του γαλλικού είτε του ιταλικού Τεκτονισμού.
Η πρώτη κανονική στοά στα Ιόνια εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα το 1781. Αρχική πηγή ήταν έκθεση του Διονυσίου Ρώμα προς τη Μεγάλη Ανατολή της Γαλλία το 1811. Το κείμενο του Ρώμα ανακοινώθηκε για πρώτη φορά από το Ντίνο Κονόμο το 1971. Μεταγενέστερα εντοπίστηκε στα γαλλικά αρχεία το κείμενο της έγκρισης ίδρυσης της στοάς με το όνομα Beneficenza (Αγαθοεργία) από τη Μεγάλη Μητρική Στοά της Βερόνας-Πάντοβα με ημερομηνία 30 Αυγούστου 1781, καθώς και διάφορα κείμενα από την τελετή εγκατάστασης η οποία έγινε στις 13 Ιουνίου 1782. Από την προσεκτική ανάγνωση των σχετικών στοιχείων συνάγεται ότι η στοά αυτή λειτουργούσε προηγουμένως άτακτα και για αδιευκρίνιστο χρονικό διάστημα, τουλάχιστον από το 1771. Δεν μπορεί να αποκλειστεί, αλλά ούτε και να τεκμηριωθεί, ότι η Beneficenza ήταν η στοά στην οποία αναφερόταν ο Δάνδολος ως λειτουργούσα από το 1740.
Η Beneficenza φαίνεται ότι εργάστηκε ως την περίοδο της Ενετικής Κατοχής οπότε αναγκάστηκε να διακόψει. Με την επιστροφή των Γάλλων στην Κέρκυρα τον Οκτώβριο του 1787 η στοά επαναλειτουργεί και διακόπτει ξανά με την έναρξη της Ρωσικής Κατοχής από το Φεβρουάριο 1799 ως τον Αύγουστο 1807. Οι Γαλλοι επανέρχονται στα Ιόνια το 1807 και αναβιώνει και ο τεκτονισμός. Φαίνεται ότι τότε αναβιώνει η Beneficenza με την γαλλική πλέον επωνυμία Bienfaisance και παράλληλα λειτουργεί και στοά με την επωνυμία Φιλογένεια η οποία αναφέρεται σε έγγραφα είτε με τη γαλλική είτε με την ιταλική μορφή του ονόματος ως Philogenie ή Filogenia. Σύμφωνα με άλλη έκθεση του Ρώμα, στις 17 Νοεμβρίου 1843 προς τη Μεγάλη Ανατολή της Γαλλίας, ο ίδιος συμμετείχε στην αφύπνιση της Beneficenza το 1806, δηλαδή πριν την άφιξη των γάλλων στην Κέρκυρα. Στη συνέχεια της έκθεσης ο Ρώμας αναφέρει ότι ορισμένοι αδελφοί απεχώρησαν και ίδρυσαν τη Φιλογένεια.
Στις 28 Μαρτίου 1809 πραγματοποιείται ιδρυτική συνεδρίαση πολλών γάλλων τεκτόνων και λίγων ελλήνων, στην Κέρκυρα και υποβάλλεται αίτηση ίδρυσης νέας στοάς με την επωνυμία St. Napoleon η οποία εγκαθιδρύεται στις 9 Μαΐου 1812 με αριθμό 1300 υπό την Μεγάλη Ανατολή της Γαλλίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι στην αρχική συνεδρίαση εμφανίζεται ως προσωρινός Σεβάσμιος ο Francois Marie Marguerit. Στη σύνθεση της υπό ίδρυση στοάς εμφανίζεται ως απλό μέλος ο Διονύσιος Ρώμας ο οποίος όμως υπογράφει το πρακτικό ως Ρήτωρ, προφανώς γιατί απουσίαζε ο καθοριζόμενος στον κατάλογο μελών ως Ρήτωρ Francois Brisse. Στο πρακτικό εγκατάστασης της στοάς στις 9 Απριλίου 1812 εμφανίζεται ως Σεβάσμιος ο Claude Germain Louis de Villiers ενώ ο Ρώμας καθώς και ο Mathieu Lesseps εμφανίζονται ως απλά μέλη. Είναι ενδιαφέρον ότι στις 24 Ιουνίου, δηλαδή 45 ημέρες μετά, συντάσσεται άλλος πίνακας μελών με αναφερόμενο ως Σεβάσμιο τον Corantin Urbain de Leissegues και τον Claude Germain Louis de Villiers ως Τέως Σεβάσμιο. Είναι προφανές ότι στο ενδιάμεσο διάστημα ο δεύτερος αναχώρησε από το νησί. Στους τρεις αυτούς καταλόγους αναφέρεται ως απλό μέλος ο Ferdinand Galle και αυτό διαψεύδει όσες αναφορές έχουν δημοσιευθεί που τον φέρουν ως τον πρώτο Σεβάσμιο αυτής της στοάς. Τα στοιχεία αυτά ανατρέπουν την αναφερόμενη άποψη ότι η Φιλογένεια μετασχηματίστηκε σε St. Napoleon.
Κάποια στιγμή το 1810 πραγματοποιείται η ανεπίσημη συνένωση της Philogenie με τη Bienfaisance αν όχι με την προτροπή, οπωσδήποτε με τη συμμετοχή, του Διονυσίου Ρώμα και με την επωνυμία Bienfaisance et Philogenie Reunis. Κατέχω από τα γαλλικά αρχεία αντίγραφο των πρακτικών της στοάς με ημερομηνία 6 Ιουνίου 1810. Όταν ο Ρώμας βρίσκεται στο Παρίσι τον Οκτώβριο του 1811 ζητά από τη Μεγάλη Ανατολή της Γαλλίας έγκριση λειτουργίας της συνενωμένης στοάς και η οποία παρέχεται αναδρομικά με ημερομηνία 24 Νοεμβρίου 1810. Μάλιστα ο Ρώμας επισημαίνει στο υπόμνημά του την ιδιαίτερη σημασία της λέξης Φιλογένεια (Φίλος του Γένους) χρησιμοποιώντας την ελληνική λέξη στην έκθεση-αίτηση. Για κατανόηση των όσων συνέβαιναν εκείνη την εποχή είναι απαραίτητη μια συνοπτική περιγραφή του τρόπου που λειτουργούσαν στην Hπειρωτική Eυρώπη οι στοές και οι Mεγάλες Στοές (ή Aνατολές) και ιδιαίτερα η Mεγάλη Aνατολή της Γαλλίας.
Στα τέλη του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου οι Mεγάλες Aνατολές δεν είχαν τις εξουσίες που έχουν σήμερα. Πολλές στοές ζητούσαν και έπαιρναν ιδρυτικά διπλώματα από τη Mεγάλη Aνατολή αλλά πολλές άλλες αδιαφορούσαν και λειτουργούσαν αυτοδύναμα. Σε πολλές περιπτώσεις τα διπλώματα χορηγούντο αναδρομικά, ή και μετά τη…διάλυση των στοών. H Mεγάλη Aνατολή ως τις αρχές του 19ου αιώνα δεν διατηρούσε καν αρχείο των στοών στις οποίες είχε χορηγήσει διπλώματα. Oι ιδρυόμενες στοές αφενός επέλεγαν τι τυπικά θα εφαρμόσουν και σε πολλές περιπτώσεις άρχιζαν να ιδρύουν άλλες στοές στην περιοχή τους μετατρεπόμενες, σύμφωνα με την ορολογία, σε Mητρικές Στοές (Meres Loges). Aυτές οι μητρικές στοές άλλοτε ενημέρωναν τη Mεγάλη Aνατολή και άλλοτε όχι, για τις ιδρυόμενες στοές στις οποίες χορηγούσαν διπλώματα με το όνομα της μητρικής στοάς στην επικεφαλίδα. Tέτοια διπλώματα είναι ήδη γνωστά στα Iόνια.
Tα ιδρυτικά διπλώματα σε πολλές περιπτώσεις χορηγούντο σε κάποιο άτομο και κατά κάποιο τρόπο αποτελούσαν προσωπικό περιουσιακό στοιχείο και ανανεωνόντουσαν μετά το θάνατο του αρχικού αποδέκτη.
Σε αυτό το κλίμα ο Pώμας με το που έλαβε την άδεια της ίδρυσης της Bienfaisance et Philogenie από τη Mεγάλη Aνατολή της Γαλλίας την μετέτρεψε από την αρχή αρχικά σε Mere Loge δηλαδή με δικαίωμα ίδρυσης στοών στην Kέρκυρα, και στη συνέχεια σε Mere Loge Provinciale, με δικαίωμα ίδρυσης στοών στα Eπτάνησα αλλά και σε άλλες περιοχές.
Aπό μια άποψη, με τα σημερινά κριτήρια, η Bienfaisance et Philogenie θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν ‘Mεγάλη Στοά’ εφόσον, ξανά με τα σημερινά κριτήρια, είχε το δικαίωμα -και το ασκούσε- να ιδρύει νέες στοές. Aυτό, όμως, δεν ίσχυε με τα δεδομένα εκείνης της εποχής και γιαυτό από το 1811 ως το 1815 εχρησιμοποιούντο κατά περίπτωση οι τίτλοι Mere Loge, Mere Loge Provinciale, Grand Loge Mere Provincial και Radunanza Generale e Centrale Massonica della Grecia, σύμφωνα με την ιταλική ορολογία.
Αυτή ήταν η κατάσταση ως τις 26 Ιουνίου 1814 οπότε άρχισε η περίοδος της αγγλικής ‘προστασίας’ των Ιονίων. Ταυτόχρονα στις 14 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς ιδρύθηκε η Φιλική Εταιρεία και δρομολογήθηκαν τα γεγονότα που οδήγησαν στην Επανάσταση. Αυτά καθόρισαν τη δομή αλλά και τους στόχους του Επτανησιακού τεκτονισμού για τα επόμενα χρόνια ως την Ανεξαρτησία. Στο πλαίσιο του πολιτικού εθνικοαπελευθερωτικού προσανατολισμού του επτανησιακού τεκτονισμού φαίνεται ότι ο Ρώμας έκρινε ότι θα ήταν προσφορότερη η αποσύνδεση από το γαλλικό τεκτονισμό και η σύναψη σχέσεων με τον αγγλικό.
© Ανδρέας Χρ. Ριζόπουλος