Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014

Ο μύθος και η ιστορία του Αι Βασίλη

 

Την 1η Ιανουαρίου του 379 μ.Χ. πεθαίνει στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, σε ηλικία μόλις 49 χρόνων, ο Μέγας Βασίλειος. Οι σύγχρονοί του, ενώ ζούσε ακόμη, τον ονόμασαν «Μέγα», τόσο για την πίστη, τη σοφία και τη σωφροσύνη του, όσο και για τη φιλανθρωπία και τη γενναιοδωρία του.

Κατά τη διάρκεια της θητείας του ως Μητροπολίτης Καισάρειας, εκτός από τη δριμεία μάχη του εναντίον του αρειανισμού με λόγους και συγγράμματα, μερίμνησε να χτιστούν παντού νοσοκομεία, φτωχοκομεία, ορφανοτροφεία και γηροκομεία και φρόντιζε πάντα όσους είχαν την ανάγκη του. Καταγόταν από πλούσια οικογένεια, μα πέθανε πάμφτωχος, έχοντας σπαταλήσει όλη την περιουσία του για τη φροντίδα του ποιμνίου του. Η εκκλησία τον ανακήρυξε Άγιο και Μέγα και καθιέρωσε τη γιορτή του την ημέρα του θανάτου του, την 1η Ιανουαρίου και μαζί τη δημιουργία του θρύλου του Αϊ Βασίλη των Ελλήνων.

Ο ΑΙ-ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΩΡΩΝ

Ο χριστουγεννιάτικος Αϊ-Βασίλης αποτελεί σήμερα μια διεθνή λαογραφική μορφή, η οποία διανέμει δώρα σε παιδιά και ενηλίκους, που υπήρξαν «καλοί» κατά τη διάρκεια του έτους. Είναι κυρίαρχο πρόσωπο του εορτασμού των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.

Η γνωστή μορφή με την κόκκινη στολή, τη λευκή γενειάδα, πάντα χαμογελαστός, με το σάκο του γεμάτο δώρα, πάνω σε έλκηθρο που το σέρνουν ζωηρά ελάφια ή τάρανδοι αποτελεί σήμερα σε παγκόσμια κλίμακα τον πλέον αγαπημένο ήρωα των παιδιών τις ημέρες των εορτών, ακόμη και σε χώρες μη χριστιανικές. Ξεκινά κάθε χρόνο από κάποια άγνωστη χώρα του Βορρά για να χαρίσει δώρα και χαρά σ’ όλα τα παιδιά της γης.

Είναι ακριβώς ο ίδιος ο «Father Christmas», ο Πατέρας Χριστούγεννα των Άγγλων, ο «Περ Νοέλ» των Γάλλων, ο «Σίντερ-Κλάας» των Ολλανδών, ο «Βάιναχτσμαν» των Γερμανών, ο «Λαμ-Κουνγκ-Κουνγκ» (= ο Καλός γερο-πατέρας) των Κινέζων, ο «Χοτέισο» των Ιαπώνων.

Η παράδοση αυτή έχει τις ρίζες της στη γιορτή του Χειμερινού Ηλιοστάσιου, που γιόρταζαν, από την προϊστορική ακόμη εποχή, όλοι σχεδόν οι λαοί της Βόρειας και Δυτικής Ευρώπης. Τη μέρα εκείνη οι άρχοντες κάθε τόπου συνήθιζαν να γιορτάζουν μαζί με τους υπηκόους τους στους δρόμους, προσφέροντας δώρα στα μικρά παιδιά, φυτεύοντας και στολίζοντας αειθαλή δένδρα και φτιάχνοντας στεφάνια από τα κλωνάρια τους, σύμβολο αιώνιας ζωής..

Οι αρχαίοι Ρωμαίοι στις 25 Δεκεμβρίου γιόρταζαν τα Μπρουμάλια (η λέξη υποδηλώνει τη μικρότερη ημέρα του χρόνου, dies brevissima > brevma > bruma). Σε αυτά τιμούσαν την «ημέρα της γεννήσεως του αήττητου Ήλιου» (dies natalis invicti Solis), αφού ο Ήλιος από τις ημέρες εκείνες έπαυε να χαμηλώνει την τροχιά του και άρχιζε να επανέρχεται ψηλά στον ουρανό θριαμβευτής, για να ξαναφέρει τη ζέστη και τη ζωή στην παγωμένη φύση. Κάποιους αιώνες αργότερα (επισήμως από τον 6ο μ.Χ. αι.) ο χριστιανισμός υιοθέτησε την ημερομηνία αλλάζοντας το τιμώμενο πρόσωπο στον «Ήλιο της Δικαιοσύνης», κατά το τροπάριο των Χριστουγέννων, τον Ιησού Χριστό.

Στις παραδόσεις όλων των λαών της Ευρώπης υπάρχει παντού κάποιο μυθικό πρόσωπο -νεράιδα, ξωτικό ή θεός- που κάποια συγκεκριμένη μέρα του χρόνου και για κάποιο συγκεκριμένο λόγο μοιράζει δώρα στα μικρά παιδιά. Τέτοιος είναι ο καλοκάγαθος γίγαντας Γκαργκάν στην παράδοση των Κελτών, που κουβαλούσε πάντα ένα τεράστιο καλάθι γεμάτο δώρα, η Λα Μπεφάνα στην Ιταλία, που μοίραζε δώρα στα παιδιά και αποκάλυπτε στις νέες και στους νέους μυστικά σχετικά με το μελλοντικό τους γάμο, σαν τιμωρία που αμέλησε να ακολουθήσει τους τρεις μάγους κατά την επίσκεψή τους στο νεογέννητο Χριστό, αλλά και η γριά Μπαμπούσκα στη ρωσική παράδοση, που καταδικάστηκε να τριγυρνάει την ημέρα των Θεοφανίων και να μοιράζει δώρα στα παιδιά, επειδή έδωσε λάθος κατευθύνσεις για το δρόμο προς τη Βηθλεέμ.

Στην ευρωπαϊκή δύση το πρόσωπο του φορέα δώρων έχει ταυτιστεί με την ιστορία του Αγίου Νικολάου, αρχιεπίσκοπου Μύρων, που φημιζόταν για τη γενναιοδωρία του. Τα δικά του έργα ενέπνευσαν μετά το Μεσαίωνα τη δημιουργία της μυθικής μορφής τουSinterklaas, που τιμάται στην Ολλανδία, στο Βέλγιο και στη Γερμανία. Το 12ο αιώνα Γαλλίδες καλόγριες μοίραζαν δώρα στη μνήμη του Αγίου Νικολάου, την ημέρα της επετείου του θανάτου του (6 Δεκεμβρίου). Αυτή θεωρείται η απαρχή του εθίμου στη δυτική κουλτούρα. Την ίδια εποχή γίνεται ο συγκερασμός του Αγίου με τη πληθωρική σκανδιναβική θεότητα Οντίν, που διέθετε πλούσια γενειάδα και πετούσε καβάλα σε οκτάποδο άλογο.

Το όνομα Santa Claus είναι μία παράφραση του ολλανδικού ονόματος Sinterklaas, που μετέφεραν και εδραίωσαν στο Νέο Κόσμο, στο Νέο Άμστερνταμ (σήμερα Νέα Υόρκη) οι Ολλανδοί μετανάστες. Το Δεκέμβριο του 1773 και ξανά το 1774, εφημερίδα της Νέας Υόρκης αναφέρει ότι ομάδες ολλανδικών οικογενειών συγκεντρώθηκαν για να τιμήσουν την επέτειο του θανάτου του Αγίου Νικολάου. Το 1804 ο John Pintard, μέλος της New YorkHistorical Society, στην ετήσια συγκέντρωση του συλλόγου, μοίρασε ξυλογραφίες με τη μορφή του Αγίου Νικολάου. Το φόντο της εικόνας περιλάμβανε οικείες εικόνες του αγίου και κάλτσες γεμάτες παιχνίδια και φρούτα, κρεμασμένες πάνω από ένα τζάκι. Το 1809 οWashington Irving βοήθησε να ανεβεί η δημοτικότητα του Sinterklaas, όταν στο βιβλίο του The History of New York ανέφερε τον Άγιο Νικόλαο σαν προστάτη άγιο της Νέας Υόρκης.

Το 1822 ο Αμερικανός συγγραφέας Κλέμεντ Μουρ έγραψε το ποίημα «The Night BeforeChristmas» για τις τρεις κόρες του. Εκεί υπάρχει η πρώτη περιγραφή του Santa Claus και της δράσης του στη σημερινή παγκόσμια εκδοχή. Το ποίημα αυτό δημοσιεύθηκε την 23η Δεκεμβρίου 1823 στην εφημερίδα «Sentinel».

Η ιστορία αυτή εικονογραφήθηκε από τον πατέρα του χιουμοριστικού αμερικανικού σχεδίου Τόμας Νάστ, γερμανικής καταγωγής, που δανείστηκε για τη δημιουργία του στοιχεία από την γερμανική λαϊκή παράδοση των Χριστουγέννων, αλλά και την παραδομένη μορφή του πλανόδιου γερμανού εμπόρου. Σύμφωνα με μία άποψη ο Άγιος Βασίλης γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του αμερικανικού Εμφυλίου, όταν ο Νάστ εργαζόταν στο Harpers Weekly, στο μεγαλύτερο περιοδικό της εποχής και του είχε ανατεθεί να απεικονίζει με αλληγορικές εικόνες τα δρώμενα του πολέμου. Μία από αυτές ήταν «Ο Άγιος Βασίλης στο στρατόπεδο», όπου παρουσιάζεται για πρώτη φορά ο Άγιος με τα χαρακτηριστικά ενός ευτραφούς άνδρα, ολοστρόγγυλου και ροδαλού, καλυμμένου από άστρα, ο οποίος μοίραζε δώρα σε ένα στρατόπεδο των Βορείων.

Βασισμένος στην επιτυχία που γνώρισε το έργο του το 1862, ο Νάστ συνέχισε να παράγει σχέδια του Άγιου Βασίλη κάθε Χριστούγεννα κατά την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου. Και η σύλληψή του έγινε αποδεκτή, διότι έδωσε στην παραδοσιακή ασκητική, αυστηρή και αποστεωμένη εικόνα του Father Christmas, του Pelze-Nicol και του Pere Noel, μια άλλη διάσταση που αντικατόπτριζε την αφθονία και την ευμάρεια.

Η παράδοση σύμφωνα με την οποία ο Αϊ-Βασίλης περνά μέσα από καμινάδες για να δώσει δώρα στα παιδιά προέρχεται από το ποίημα του Κλέμεντ Μούρ «Μια επίσκεψη του Αγίου Νικόλα», όπου δανείστηκε την ιδέα της καμινάδας, μαζί με την ιδέα του έλκηθρου και των οκτώ ελαφιών που το σέρνουν, από ένα φινλανδικό παραμύθι.

Ο ΑΙ-ΒΑΣΙΛΗΣ & Η COCA-COLA

Μέχρι τη δεκαετία του 1930 η στολή του Αϊ-Βασίλη είχε τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Το 1931 ο αμερικανός σχεδιαστής Χέιντον Σάντμπλομ, για τις ανάγκες ενός διαφημιστικού τηςCoca-Cola, έβαψε τη στολή του αγίου με το χαρακτηριστικό κόκκινο χρώμα του αναψυκτικού. Για να μη την ξεβάψει από τότε ποτέ!

Ο ΑΙ-ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Στην Ελλάδα και στην ορθόδοξη παράδοση το καλό πνεύμα της Πρωτοχρονιάς ταυτίστηκε εύκολα με το Μέγα Βασίλειο, το μεγάλο ιεράρχη, επίσκοπο Καισαρείας της Καππαδοκίας, κορυφαίου θεολόγου του 4ου αιώνα και ενός από τους Τρεις Ιεράρχες, προστάτες των γραμμάτων και της παιδείας.

Ο Μέγας Βασίλειος ήταν ένας βαθιά μορφωμένος και εξαιρετικά δραστήριος άνθρωπος. Γεννήθηκε το 330 στη Νεοκαισάρεια του Πόντου και από παιδί ακόμα έτυχε βαθιάς, χριστιανικής μόρφωσης. Συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Καισάρεια, στην Κωνσταντινούπολη και αργότερα στην περίφημη Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών, όπου γνωρίστηκε και συνδέθηκε με στενή και ειλικρινή φιλία με το Γρηγόριο, που αργότερα έγινε επίσκοπος στη Ναζιανζό.

Σπούδασε ρητορική, φιλοσοφία, αστρονομία, γεωμετρία, ιατρική, φιλολογία και φυσική στην Αθήνα και περιόδευσε στην Αίγυπτο, στη Μεσοποταμία, στην Παλαιστίνη και στην Κοίλη Συρία, για να γνωρίσει από κοντά τους ασκητές και να σπουδάσει το μοναχισμό, που τον γοήτευε πάντα. Με συντροφιά το φίλο του Γρηγόριο Ναζιανζηνό, συνέταξαν ένα απάνθισμα από τα έργα του Ωριγένη, τη «Φιλοκαλία», και τους μοναχικούς κανόνες που αποτελούν τη βάση του ορθόδοξου μοναχισμού.

Οι ανάγκες της Εκκλησίας, που χειμαζόταν την εποχή εκείνη από την αίρεση του αρειανισμού και η απαίτηση του λαού του τον έκαναν να διακόψει το μοναχικό βίο και να χειροτονηθεί πρεσβύτερος στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Το 370 διαδέχθηκε στον επισκοπικό θρόνο το μητροπολίτη Καισάρειας Ευσέβιο. Χαρακτηριστικό ήταν το θάρρος και η τόλμη του απέναντι στον αρειανό αυτοκράτορα Ουάλη, που θέλησε να τον απειλήσει.

Αφιέρωσε όλη του τη ζωή στην αντιμετώπιση σοβαρών προβλημάτων της εκκλησίας και στη φροντίδα του ποιμνίου του. Οι βαριές όμως εκκλησιαστικές και κοινωνικές φροντίδες αποδείχθηκαν αβάστακτες για τον ασκητικό και ασθενικό ιεράρχη.

Ο Μέγας Βασίλειος πέθανε την 1η Ιανουαρίου του 379 σε ηλικία μόλις 49 χρόνων και πάμφτωχος. Άφησε όμως πίσω του ένα πλούσιο έργο. Εκτός από τα αμέτρητα συγγράμματά του και τη μάχη του εναντίον του αρειανισμού, έγινε γνωστός κυρίως για τη φιλανθρωπία του. Μερίμνησε να χτιστούν νοσοκομεία, φτωχοκομεία, ορφανοτροφεία και γηροκομεία και φρόντιζε πάντα όσους είχαν την ανάγκη του.

Ο Αϊ Βασίλης των Ελλήνων απέχει πολύ από το χοντρούλη και εύθυμο Santa Claus της Βόρειας Ευρώπης. Η παράδοση και οι γραπτές μαρτυρίες τον παρουσιάζουν αδύνατο, μελαχρινό, με μαύρα γένια και γελαστό πάντα. Σύμφωνα με την παράδοση αμέσως μετά τα Χριστούγεννα ξεκινούσε πεζός μ’ ένα ραβδί στο χέρι, απ’ όπου με θαυμαστό τρόπο βλάσταιναν ή ζωντάνευαν κλαδιά και πέρδικες -σύμβολα δώρων- και περνούσε από διάφορους τόπους. Δεν έφερνε στους ανθρώπους δώρα. Τα δώρα του ήταν περισσότερο συμβολικά: η ιερατική ευλογία του και η καλή τύχη.

Από τον Μέγα Βασίλειο ξεκίνησε και η παράδοση της βασιλόπιτας της Πρωτοχρονιάς. Όπως η παράδοση, αναφέρει, την εποχή που ο Μέγας Βασίλειος ήταν Επίσκοπος στην Καισάρεια, ο Έπαρχος της Καππαδοκίας πήγε στην πόλη για να εισπράξει φόρους. Οι κάτοικοι, τρομαγμένοι, ζήτησαν τη βοήθεια του ποιμενάρχη τους. Αυτός τους συμβούλεψε να φέρουν ό,τι πιο πολύτιμο έχουν και, αφού μάζεψαν πολλά δώρα, κοσμήματα και χρυσά νομίσματα, βγήκαν μαζί με το Δεσπότη τους να προϋπαντήσουν τον Έπαρχο.

Η εμφάνιση και η πειθώ του Μεγάλου Βασιλείου καταπράυνε τον Έπαρχο, ο οποίος τελικά δε θέλησε να πάρει τα δώρα. Όταν όμως προσπάθησαν να μοιράσουν πίσω στους πιστούς τα δώρα που ο καθένας είχε φέρει, ο χωρισμός αποδείχτηκε ιδιαίτερα δύσκολος, καθώς πολλοί είχαν προσφέρει όμοια κοσμήματα και όμοια νομίσματα. Τότε ο Μέγας Βασίλειος διέταξε τους πιστούς να φτιάξουν το απόγευμα του Σαββάτου πίτες και να βάλουν μέσα σε κάθε μία από ένα αντικείμενο. Την επομένη τους τις μοίρασε και, σαν από θαύμα, κάθε ένας βρήκε μέσα στην πίτα αυτό που είχε προσφέρει.

Στα ελληνικά δεδομένα η μετατροπή της μορφής του Αγίου Βασιλείου στον βορειοευρωπαίο και βορειοαμερικανό Santa Claus φαίνεται πως πέρασε στην ελληνική κοινωνία, στην αστική κυρίως τάξη, στη δεκαετία 1950-1960 από τους «συγγενείς» μετανάστες, που με τις ευχητήριες κάρτες τους εισήγαγαν και στην Ελλάδα τη νέα μορφή του Αϊ-Βασίλη.

Είτε σαν μεσαιωνικός πεζοπόρος, είτε σαν εύθυμος Santa Claus, ο Άγιος Βασίλειος, ο πρωτοχρονιάτικος δικός μας Αϊ-Βασίλης, έμεινε στην αντίληψη του λαού μας σαν ένας ανθρώπινος άγιος, που ζει και περπατά ανάμεσα μας. Ένας καλοδεχούμενος επισκέπτης, που κάθε πρώτη του χρόνου ξεκινά από την Καισάρεια της Καππαδοκίας και ταξιδεύει στον κόσμο, χαρίζοντας την ευχή του και καλή τύχη.

Κατερίνα Μ. Μάτσου

Αναρτήθηκε από ΧΛΕΤΣΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ