Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2013

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΤΕΚΤΟΝΙΣΜΟΥ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΝΤΡΟΠΙΑ

Αναδημοσίευση Τεκτονικής ομηλίας από http://mason100.blogspot.gr

 

Φίλτατε Αδ.: Σεβάσμιε,

Αδδ.: μου της Ανατ.: και των Στηλών

Η ομιλία της εσπέρας που έχω την τιμή και τo προνόμιο να σας παρουσιάσω, θα πραγματευθεί την έννοια της Εντροπίας, όπως αυτή εκλαμβάνεται με κοινωνικούς και όχι με ψυχρούς φυσικομαθηματικούς ή αστρονομικούς όρους, και το ρόλο του Ελευθεροτεκτονισμού στον περιορισμό της.

Όμως, πριν τολμήσω να επιχειρήσω οποιοσδήποτε παραλληλισμό, θα ήταν καλό να σας δώσω μια περιληπτική εικόνα αυτών που οι επιστήμονες ονομάζουν Απροσδιοριστία και «3ο Νόμο της Θερμοδυναμικής».

Έχει πλέον εξακριβωθεί, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι αυτό που ονομάζουμε Ύλη δεν είναι τίποτα άλλο από οργανωμένα πακέτα ενεργείας, οι ιδιότητες των οποίων καθορίστηκαν στα πρώτα δισεκατομμυριοστά του δευτερολέπτου μετά την κοσμογονική Μεγάλη Έκρηξη που δημιούργησε το δικό μας Σύμπαν.

Δεν είναι ο σκοπός της παρούσας ομιλίας να εξετάσει τι συνέβη πριν από τη μεγάλη αυτή έκρηξη, σεβόμενη τις αντιλήψεις και τα πιστεύω του κάθε αδελφού μας, όσον αφορά το Γενεσιουργό Αίτιο.

Παρόλα αυτά, δεν μπορώ παρά να τονίσω το γεγονός ότι ακόμη και σήμερα αγνοούμε πολλές από τις ιδιότητες της Ύλης, προσδίδοντας σε αυτές ένα παράγοντα απροσδιοριστίας, όσον αφορά τη συμπεριφορά του κάθε σωματιδίου της.

Στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν οι μεγάλες επιστημονικές ανακαλύψεις δημιουργούσαν μια αίσθηση αισιοδοξίας στην Ανθρωπότητα, σχετικά με το μέλλον και τις δυνατότητες της Επιστήμης, υπήρξαν φυσικοί που ισχυρίστηκαν ότι δεν είναι μακριά η στιγμή που θα καταφέρναμε να προβλέπουμε τη συμπεριφορά όλου του Σύμπαντος στο διηνεκές.

Όμως, η θεωρία της απροσδιοριστίας του Heisenberg, καθώς και η αναπτυσσόμενη Κβαντική Φυσική, μας προσγείωσε γρήγορα στην πραγματικότητα, αποδεικνύοντας ότι τα σωματίδια της ύλης δεν συμπεριφέρονται πάντα κατά κάποιο απόλυτα προβλέψιμο τρόπο και όσο περισσότερη ενέργεια σπαταλάμε για να προσδιορίσουμε τη φύση τους, τόσο η φύση τους αυτή μεταβάλλεται.

Εκτός από την φυσική αυτή απροσδιοριστία των σωματιδίων, υπάρχει πανταχού παρών ο πανίσχυρος 3ος Νόμος της Θερμοδυναμικής, ο οποίος μας λέει ότι η Τάξη του Σύμπαντος μειώνεται συνεχώς από την αρχική εκείνη στιγμή της δημιουργίας του. Έτσι, η περιεχόμενη ενέργεια του Σύμπαντος μπορεί μεν να διατηρείται αλώβητη, αλλά διασκορπίζεται με τέτοιο τρόπο που μεγάλες ποσότητες από την ενέργεια αυτή δεν μπορούν πια να ανακτηθούν. Η αύξηση της Εντροπίας προσδιορίζει και το λεγόμενο «βέλος του Χρόνου», απαγορεύοντας σε οποιοδήποτε υλικό σώμα να κινηθεί προς το παρελθόν, σε μια κατάσταση δηλαδή μεγαλύτερης ενεργειακής συγκρότησης.

Τυπικό παράδειγμα είναι ένα σπίρτο που θα ανάψουμε. Η ενέργεια που θα παράγει καιόμενο θα διασκορπιστεί κατά τρόπο που δεν θα μπορέσει ποτέ να ανακτηθεί ώστε να ξαναδημιουργήσουμε ένα ακέραιο σπίρτο. Για το λόγο αυτό, η Γη μας χρειάζεται τον Ζωοδότη Ήλιο, προκειμένου να ανακτήσει τα αποθέματα που χρειάζονται για να διατηρηθεί η ζωή επάνω στον πλανήτη μας.

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι το μέλλον του Σύμπαντος, αδελφοί μου, είναι προδιαγεγραμμένο, ακόμη και αν ο Άνθρωπος δεν θα υπάρχει ως οντότητα μέχρι τότε. Τα αστέρια θα καταναλώσουν όλο το συντήξιμο υλικό τους, η ενέργεια που παράγουν θα διασκορπιστεί μέσα σε ένα διαρκώς διαστελλόμενο χωροχρονικό συνεχές και θα επέλθει το Σκότος, μέχρι ίσως την επόμενη φορά που θα ακουστεί (μεταφορικά) η βιβλική φράση “Γενηθήτω Φως”.

Μπορεί όλα τα παραπάνω να δημιουργήσουν την απορία σε κάποιους αδ.: σχετικά με τη χρησιμότητα αυτών των μηχανισμών στην κατανόηση των κοινωνικών δομών της Ανθρωπότητας. Όμως, θα πρέπει να απομακρυνθούμε από την ανθρωποκεντρική μας θεώρηση και να δούμε την Κοινωνία μας ως ένα ακόμα μηχανισμό που διέπεται από τους αιώνιους νόμους του Σύμπαντος.

Ο ένδ.: αδ.: Θ.Τ. συνηθίζει στις ομιλίες του να αποκαλεί το φαινόμενο της ζωής ως μία “αυθάδεια” απέναντι στους φυσικούς νόμους, δεδομένου ότι η ζωή είναι μια οργάνωση της ύλης και της ενέργειας, αντίθετη με την αποδιοργάνωση που επιτάσσει ο 3ος Νόμος της Θερμοδυναμικής. Πραγματικά, εάν εξετάσουμε τοπικά το παραπάνω φαινόμενο, δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε. Όμως, ας σκεφθούμε για λίγο ποιες είναι οι συνέπειες της ύπαρξης της Ζωής επάνω στη Γη;

Η αλόγιστη κατανάλωση ενέργειας που δεν μπορεί να ανασυνταχθεί και να ανανεωθεί, η επίδραση της ζωής στο φυσικό περιβάλλον και η συνεχής διάβρωση των οικοσυστημάτων από τις πράξεις όχι μόνο του ανθρώπου, αλλά όλων των έμβιων οργανισμών, μας αποδεικνύει ότι στην ουσία η Ζωή μακροσκοπικά, είναι ένας ακόμα μηχανισμός αύξησης της ολικής αταξίας (δηλαδή της Εντροπίας) μέσα στο Σύμπαν.

Είναι λυπηρό να το σκεφθεί κάποιος, αλλά μια αποστειρωμένη Γη, χωρίς ζώντες οργανισμούς στην επιφάνειά της θα ήταν ένα πολύ σταθερότερο σύστημα με μικρότερους ρυθμούς αταξίας και ενεργειακών μετασχηματισμών.

Θα ήταν αφελές λοιπόν να πιστεύει κανείς ότι αυτή η αταξία δεν είναι χαρακτηριστικό της Κοινωνίας μας, η οποία διαμορφώνεται από μία συνεχή διαμάχη μεταξύ των δημιουργικών και ανώτερων χαρακτηριστικών του ανθρώπινου Πνεύματος, από τη μία πλευρά, και των πρωτόγονων ενστίκτων, των προκαταλήψεων και των αναγκών, από την άλλη.

Το ανθρώπινο πνεύμα, στις καλύτερες εκφάνσεις του προσπαθεί διαρκώς να δημιουργήσει, να φέρει το Κάλλος, τη Σοφία, την Ειρήνη τη Δικαιοσύνη και την Αγάπη στις ανθρώπινες κοινωνίες. Να φέρει το Φως μέσα στο σκοτάδι της άγνοιας. Να δημιουργήσει Τάξη, μέσα από το Χάος.

Στην προσπάθειά του αυτή ο Άνθρωπος αντιμετωπίζει την εκδήλωση του διαβρωτικού 3ου Νόμου, υπό την έννοια ότι η δημιουργία μιας ιδέας ή ενός πνευματικού πονήματος, απαιτεί πολύ περισσότερη πνευματική ενέργεια από όση απαιτεί η ίδια η αμφισβήτησή τους.

Οι ανθρώπινες προκαταλήψεις, φόβοι, ανάγκες και απληστία βρίσκονται πάντα στην πρώτη γραμμή του αντίπαλου στρατοπέδου, εκμεταλλευόμενες τα κατώτερα ανθρώπινα ένστικτα, εγείροντας διχόνοιες, μίση και έριδες και στην πορεία αυξάνοντας την κοινωνική εντροπία, ενεργώντας αποδομητικά σε κάθε δημιουργική προσπάθεια του Ανθρώπινου γένους. Είναι δε σε όλους μας αντιληπτό ότι η καταστροφική δράση αυτών των ελαττωμάτων απαιτεί πολύ λιγότερη ενέργεια, απ’όση η αντίστοιχη δημιουργική προσπάθεια.

Πόσο πιο απλό, αδελφοί μου, θα ήταν να διαχωριζόταν η Κοινωνία μας σε μαύρο και λευκό; Να μπορούμε να διακρίνουμε τη φαυλότητα στους συνανθρώπους μας με την ίδια ευκολία που μπορούμε να χαρακτηρίσουμε κάποιον ψηλό ή κοντό, παχύ ή αδύνατο, νεαρό ή ηλικιωμένο; Σε μια τέτοια περίπτωση θα είχαμε τη δυνατότητα να απομονώσουμε τους φορείς της κοινωνικής εντροπίας και να ζήσουμε σε μία ουτοπική Κοινωνία.

Όμως, τις περισσότερες φορές τόσο οι υψηλές πνευματικές ποιότητες, όσο και τα κατώτερα ένστικτα και συμπεριφορές συνυπάρχουν αδιαίρετα μέσα στον καθένα μας, με αποτέλεσμα ο Ορθός Δρόμος που προσπαθούμε να ακολουθήσουμε, να αποκτά αυτόματα μια εγγενή απροσδιοριστία στον εντοπισμό του. Και όσο αφήνουμε τη σκέψη μας να αναλώνεται στη διαμάχη μεταξύ των δύο αυτών άκρων, τόσο μεγαλύτερη πνευματική ενέργεια καταναλώνουμε στην προσπάθειά μας να διακρίνουμε τον Ορθό Λόγο και τόσο ευκολότερα αυτός μας διαφεύγει.

Μέσα στους αιώνες, εκατοντάδες θρησκευτικές και κοινωνικές ιδεολογίες και πρακτικές προσπάθησαν να χαράξουν έτοιμους «χάρτες» και βιβλία οδηγιών που θα πρέπει να διέπουν το βίο των ακολούθων τους. Βλέπετε, ο μέσος συνάνθρωπός μας είναι έτοιμος να ασπαστεί ακραίες και παράλογες θέσεις, αρκεί κάποιος “καθοδηγητής” να τον πείσει ότι ο Βίος του δεν είναι ένα χαοτικό τοπίο, γεμάτο ερωτηματικά και ανασφάλειες, αλλά μια ρυμοτομημένη περιοχή που μπορεί να βρει τα πάντα ακολουθώντας κάποιες συγκεκριμένες εντολές.

Ποιος από εμάς δεν θα ήθελε να διαθέτει ένα βιβλίο οδηγιών για τη ζωή του; Πόσο πιο εύκολη δεν θα ήταν η πορεία του βίου μας, αν είχαμε τις συνταγές και τη μεθοδολογία για την εύρεση της Αληθείας, για την επίτευξη της Γαλήνης, για την εκπόρθηση του Παραδείσου; Ποιος στα σωστά του μυαλά θα προτιμούσε ένα χαοτικό τοπίο, γεμάτο εμπόδια, Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες, που θα πρέπει με κόπο να ανοίξει περάσματα και μονοπάτια, χωρίς καν να γνωρίζει που οδηγούν;

Το Χάος και η Αταξία μας τρομάζει όλους, Αδελφοί μου. Είναι ο Εχθρός, είναι αυτό που ρίχνει λάδια στην κλειστή στροφή μέσα στο δάσος, αυτό που φράζει μια μικρή αρτηρία στην καρδιά μας ή το κεφάλι μας, το γυμνό καλώδιο, το φίδι μέσα στο χορτάρι, οτιδήποτε μπορεί να αλλάξει μια καλοκουρδισμένη και τακτική ζωή μέσα σε δευτερόλεπτα και να μας αφήσει να μαζεύουμε τα κομμάτια.

Ο φοβισμένος συνάνθρωπός μας είναι έτοιμος να ασπαστεί οποιαδήποτε πολιτική ή θρησκευτική κοσμοθεωρία που θα του υποσχεθεί να αναιρέσει αυτό το Χάος από τη ζωή του και να το αντικαταστήσει με απλές εξισώσεις, τις οποίες μπορεί να διαχειριστεί αποτελεσματικά. Έτσι, επαφίεται στη θαυματουργή δράση μιας εικόνας ή ενός λειψάνου με τον ίδιο τρόπο που οι αρχαίοι Έλληνες προσέφεραν θυσίες και άκουγαν με ευλάβεια τους χρησμούς του μαντείου, σε μια προσπάθεια να εξευμενίσουν τις ανώτερες δυνάμεις και να επιτύχουν έτσι μια ομαλή και καθοδηγούμενη πορεία μέσα από τους σκοπέλους της ζωής.

Ο Τεκτονισμός, από την άλλη πλευρά, πρεσβεύει ότι η Γνώση, τόσο του εαυτού μας, όσο και του περιβάλλοντός μας, αποτελεί αποτελεσματικότερο εργαλείο στην προσπάθειά μας να αντιπαρέλθουμε τα εμπόδια που θα ορθωθούν μπροστά μας. Δεν προσπαθεί να ανοίξει όλες τις θύρες με ένα μόνο κλειδί, που του δίνει κάποιο θρησκευτικό ή πολιτικό Δόγμα, γιατί μια τέτοια πρακτική ουσιαστικά αυξάνει την Εντροπία μέσα στην Κοινωνία και καταλήγει σε διχόνοια, μισαλλοδοξία και πόλεμο.

Η Ιστορία μας έχει αποδείξει περίτρανα τα αποτελέσματα μιας τέτοιας τακτικής, με εκατοντάδες εκατομμύρια νεκρούς να κείτονται στη σκόνη του Χρόνου, θύματα του ενός ή του άλλου «χάρτη» της πορείας που κάποια αυθεντία όρισε για τους ακολούθους της.

Ο Τέκτονας αποδέχεται το χαοτικό τοπίο που τον περιβάλλει και προσπαθεί δια του Ορθού Λόγου και της αυτογνωσίας να προσδιορίσει τόσο τη θέση του μέσα σε αυτό το τοπίο, όσο και την πορεία του προς την εύρεση της Αληθείας. Γνωρίζει δε εκ των προτέρων ότι πιθανότατα δεν θα φθάσει ποτέ στην Πηγή, αλλά στην πορεία του βίου του θα έχει ανακαλύψει πολλές αλήθειες για τον εαυτό του και την Κοινωνία, αλήθειες που θα τον κάνουν σοφότερο στις σχέσεις του με τους συνανθρώπους του και εντιμότερο στη σχέση του με τον εαυτό του.

Αναγνωρίζει ο συνειδητοποιημένος Τέκτων, ότι το Χάος και η Εντροπία ξεκινούν από μέσα του και διαχέονται στην Κοινωνία, συνεπώς το πρώτο καθήκον του είναι να δαμάσει όλους αυτούς τους παράγοντες που αυξάνουν την απροσδιοριστία των πράξεών του, δηλαδή τα κατώτερα ένστικτα και τα πάθη του. Έτσι, αντιλαμβάνεται ότι θα πρέπει διαρκώς να επανεξετάζει και να αμφισβητεί τα ίδια του τα «πιστεύω», με την ταπεινότητα και έλλειψη απολυτότητας που πρέπει να διακατέχει κάθε άνθρωπο, στην αναζήτησή του για την Αλήθεια.

Είτε το αντιλαμβανόμαστε καθημερινά, είτε όχι, ως Τέκτονες έχουμε ταχθεί ιεροφάντες στο Ναό του Ορθού Λόγου, αδελφοί μου. Προσπαθούμε να ενεργοποιήσουμε μέσα μας τις εγγενείς ικανότητες που έχει κάθε άνθρωπος να αναγνωρίζει το Αληθές μέσω της Λογικής, του διαλόγου και της κατανόησης. Τις εγγενείς αυτές ικανότητες που δυστυχώς τείνουμε ως Κοινωνία να θάψουμε κάτω από διαδοχικά στρώματα προκατάληψης, φόβου και μισαλλοδοξίας.

Η κατάβαση στα τρίσβαθα της ψυχής μας που ο Ελευθεροτεκτονισμός μας καλεί να τολμήσουμε, σκοπό έχει να μας βοηθήσει να ανακαλύψουμε τα αποθέματα αυτά, να μάθουμε να ενεργούμε σε ένα επίπεδο που δεν θα προσθέσει περισσότερη αταξία στην Κοινωνία μας, αλλά θα την γιατρεύει σιγά-σιγά, μέσω του Παραδείγματος που θα της προσφέρουμε.

Δεν θα μπορούσαμε φυσικά να αντιστρέψουμε όλη τη φθορά που προκαλεί ο πανδαμάτωρ Χρόνος στον κόσμο γύρω μας. Όμως, μέσα από την επαναλαμβανόμενη άχρονη διαδικασία των εργασιών μας και με αρωγό το Τεκτονικό Εγρηγορός του οποίου όλοι είμαστε κοινωνοί, ίσως μάθουμε να προκαλούμε μικρές και στοχευμένες αλλαγές που θα βελτιώσουν την Κοινωνία, χωρίς οι ενέργειές μας αυτές να προκαλέσουν περισσότερη αταξία μέσα σε αυτή.

Και τότε θα έχουν επαληθευτεί οι στίχοι του μεγάλου μας ποιητή, Γιάννη Ρίτσου:

«Και να αδερφέ μου
που μάθαμε να κουβεντιάζουμε
ήσυχα, ήσυχα κι απλά.
Καταλαβαινόμαστε τώρα
δε χρειάζονται περισσότερα.
Κι αύριο, λέω, θα γίνουμε
ακόμα πιο απλοί.
Θα βρούμε αυτά τα λόγια
που παίρνουνε το ίδιο βάρος
σ’ όλες τις καρδιές,
σ’ όλα τα χείλη,
έτσι να λέμε πια
τα σύκα, σύκα
και τη σκάφη, σκάφη.
Κι έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι
και να λένε:
"Τέτοια ποιήματα
σου φτιάχνω εκατό την ώρα".
Αυτό θέλουμε κι εμείς.
Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε
για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου,
απ’ τον κόσμο.
Εμείς τραγουδάμε
για να σμίξουμε τον κόσμο.»

Είπον, αδ.: μου…