Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

“Το Θεμελιώδες Δικαίωμα στην Ανιθαγένεια”

 

Η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών στις 10 Δεκεμβρίου του 1948 και αποτελεί ένα ορόσημο της ανθρώπινης ιστορίας αναφορικά με τον καθορισμό και την θεσμοθέτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτή η Οικουμενική Διακήρυξη αποτέλεσε την βάση για την μετέπειτα δημιουργία ορισμένων διεθνών συμβάσεων που είχαν σαν στόχο την νομοθετική κατοχύρωση και προστασία των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών. Στο άρθρο 15 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το δικαίωμα στην ιθαγένεια αναγνωρίστηκε απ’ την διεθνή κοινότητα ως θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα. Ιθαγένεια είναι ο νομικός δεσμός που συνδέει το άτομο με το Κράτος στο οποίο ανήκει και δεν αποτελεί απαραίτητα απόδειξη της εθνικής καταγωγής του ατόμου.

Οι διεθνείς πολιτικοί θεσμοί αναγνώρισαν το συγκεκριμένο δικαίωμα ως μείζον θέμα και η ιθαγένεια εκλήφθηκε ως η βάση όλων των υπολοίπων δικαιωμάτων του ανθρώπου. Αποτέλεσμα αυτής της θεώρησης

ήταν να δημιουργηθούν μετέπειτα, ειδικές διεθνείς συμβάσεις που να ρυθμίζουν το θέμα της ιθαγένειας και οι ανιθαγενείς αντιμετωπίστηκαν ως θύματα. Το καθεστώς ανιθαγένειας αντιμετωπίστηκε ως μείζον πρόβλημα της διεθνούς κοινότητας και με το σκεπτικό ότι κανένας άνθρωπος δεν πρέπει να είναι ανιθαγενής, οι διεθνείς συμβάσεις είχαν σαν στόχο να εξαλείψουν το πρόβλημα της ανιθαγένειας απ’ το διεθνές πολιτικό σκηνικό. Ο ζήλος της διεθνούς πολιτικής κοινότητας για να λύσει ειδικά αυτό το θέμα, ήταν τέτοιος που η ανιθαγένεια καταστήθηκε απαγορευτική ακόμη και ως συνειδητή επιλογή του ατόμου, θαρρείς και η ιθαγένεια θα αποτελούσε πανάκεια για όλα τα ανθρώπινα προβλήματα. Αποφασίστηκε λοιπόν ότι ο άνθρωπος πρέπει να έχει οπωσδήποτε μια (τουλάχιστον) ιθαγένεια, να ανήκει δηλαδή οπωσδήποτε σε ένα (τουλάχιστον) κράτος.

Το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο λογίζει τον άνθρωπο ως ον προικισμένο με λογική και συνείδηση, και του αναγνωρίζει ως εγγενείς, θεμελιώδεις και αναπαλλοτρίωτες ανθρώπινες ελευθερίες, την ελευθερία σκέψης, συνείδησης και έκφρασης. Εν αντιθέσει με τον ορισμό του καθήκοντος, ο ορισμός του δικαιώματος έγκειται στην ελεύθερη βούληση και στην εκουσιότητα, και δίνει την ευχέρεια στον δικαιούχο, να αποποιηθεί με συνειδητή επιλογή την πραγματοποίηση του δικαιώματος του. Ο άνθρωπος με ελεύθερη βούληση και συνείδηση, δικαιούται να αποποιηθεί την πραγμάτωση ενός ή περισσοτέρων δικαιωμάτων του. Συμπερασματικά λοιπόν, δεν νοούνται υποχρεωτικά ή ακούσια δικαιώματα. Κάθε υποχρεωτική δράση του ανθρώπου αποκαλείτε καθήκον. Επί της ουσίας λοιπόν το δικαίωμα της ιθαγένειας δεν μπορεί να είναι υποχρεωτικό για τον άνθρωπο, ειδάλλως δεν αποτελεί δικαίωμα αλλά καθήκον. Το δικαίωμα του ανθρώπου στην ιθαγένεια, πρέπει να προϋποθέτει και την συνειδητή επιλογή του στην ανιθαγένεια. Το δικαίωμα του ανθρώπου να έχει πατρίδα πρέπει να συνεπάγεται και με το δικαίωμα να θεωρεί ως πατρίδα του ολόκληρη την Γη.

Στην συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, η ιθαγένεια ως νομική πράξη δημοσίου δικαίου, επιβάλλεται στον άνθρωπο σε ηλικία στην οποία δεν είναι δικαιοπρακτικά ώριμος και χωρίς την συνειδητή βούληση και επίγνωση των πράξεων του. Έχοντας αυτό υπόψιν, αποτελεί κατάφορη παραβίαση των θεμελιωδών ελευθεριών συνείδησης και αυτοδιάθεσης του ανθρώπου, η άρνηση αναγνώρισης του δικαιώματος του, να προσβάλει μια νομική συνθήκη που του επιβλήθηκε εν αγνοία του, χωρίς παράλληλα να αποδεχτεί αναγκαστικά κάποια άλλη νομική συνθήκη που τον θέτει επίσης εντός ανεπιθύμητων γι’ αυτόν πλαισίων.

Και ενώ η υπόσταση του κράτους ως νομικού προσώπου πηγάζει από την ανθρώπινη βούληση, εντούτοις η φυσική υπόσταση του ανθρώπου ως ζωντανής ψυχής δεν πηγάζει από την βούληση του κράτους. Ο άνθρωπος αποτελεί αυθύπαρκτο ον, ενώ το κράτος όχι. Το κράτος είναι αυτό που χρειάζεται για την υπόσταση του την ανθρώπινη βούληση και όχι ο άνθρωπος την κρατική βούληση για την δική του υπόσταση. Άρα η έννοια του κράτους δεν είναι εγγενές χαρακτηριστικό της ανθρώπινης υπόστασης, εν αντιθέσει με την υπόσταση του κράτους που έχει ως εγγενές χαρακτηριστικό της τον άνθρωπο. Με αυτήν την κατανόηση το δικαίωμα στην ιθαγένεια αποτελεί περισσότερο μια θεμελιώδης αξίωση των κρατών, παρά μια θεμελιώδης αξίωση των ανθρώπων. Ιθαγένεια είναι περισσότερο η θεμελιώδης αξίωση των κρατών να έχουν υπηκόους, παρά η θεμελιώδης αξίωση των ανθρώπων να ανήκουν σε κάποιο κράτος.

Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ο άνθρωπος δεν έχει ανάγκη την κοινωνία μέσα στην οποία ολοκληρώνεται και αναπτύσσει την προσωπικότητα του ή ότι δεν έχει καθήκοντα απέναντι της. Όμως οι ανθρώπινες κοινωνίες πάνω απ’ όλα, οφείλουν να αντικατοπτρίζουν τις εγγενείς ανθρώπινες ιδιότητες και να προασπίζουν τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα εκδηλώνοντας έμπρακτα το πνεύμα αδελφοσύνης, χωρίς καμία απολύτως εθνικιστική, φυλετική, θρησκευτική, ιδεολογική, κοινωνική ή οποιαδήποτε άλλη διάκριση. Γιαυτό και μια ελεύθερη ανθρώπινη κοινωνία δεν μπορεί να περιορίζεται από τα αυστηρά εθνικιστικά, δογματικά, ταξικά και νομικά κριτήρια ενός κράτους. Λογικά λοιπόν, όπως διαχωρίζεται η υπόσταση του κράτους ως νομικού προσώπου από την υπόσταση των φυσικών προσώπων που ασκούν την εξουσία του κράτους και αναγνωρίζεται η αυτοτέλεια τους, έτσι θα πρέπει να διαχωρίζεται και η υπόσταση του κράτους από τα υποκείμενα πάνω στα οποία εφαρμόζεται η εξουσία του δηλαδή τους πολίτες και να αναγνωρίζεται σε αυτούς η αυτονομία τους ως οντότητες.

Η συνειδητή αποποίηση του δικαιώματος ιθαγένειας και κατά συνέπεια η εκούσια αποδοχή από μέρους του ατόμου της ανιθαγένειας με ότι αυτή συνεπάγεται, αποτελεί εξ’ ορισμού Πολιτική Πράξη και βασίζεται σε μια σειρά λογικών συλλογισμών. Σύμφωνα με το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο, «Η λαϊκή θέληση είναι το θεμέλιο της κρατικής εξουσίας«. Το άτομο ως φορέας αυτής της θέλησης πρέπει να δύναται να εκφράσει και να πραγματώσει αυτήν την θέληση ακόμη και αν αποτελεί την απόλυτη μειοψηφία ως μονάδα. Επίσης σύμφωνα πάλι με το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο, «Όλοι οι λαοί έχουν το δικαίωμα της αυτοδιαθέσεως. Σύμφωνα με το δικαίωμα αυτό καθορίζουν ελεύθερα το πολιτικό καθεστώς τους…» Το άτομο ως φορέας και πάλι του δικαιώματος της αυτοδιαθέσεως, πρέπει να μπορεί να εκφράσει και να πραγματώσει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, ακόμη και σε ατομικό επίπεδο ως απόλυτη μειοψηφία, σεβόμενος πάντα τα αντίστοιχα δικαιώματα της πλειοψηφίας.

Αν τώρα λάβουμε υπόψιν ότι παγκόσμια υπάρχει ένας αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων που ξεπέρασαν τα περιοριστικά δόγματα και τα διαχωριστικά σύνορα, που στα πρόσωπα των συνανθρώπων τους αναγνωρίζουν μια φυλή και μια τάξη (την Ανθρώπινη) και που αισθάνονται ως Πολίτες Ολόκληρου του Κόσμου, μπορούμε να πούμε ότι αυτοί οι άνθρωποι αποτελούν έναν παγκόσμιο λαό με δική του θέληση. Αυτός ο λαός λοιπόν δικαιούται και πρέπει να εκφράσει την θέληση του και να πραγματώσει το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του καθορίζοντας το πολιτικό καθεστώς που τον εκφράζει.

Η αποδοχή μιας ιθαγένειας από μέρους ενός ανθρώπου προϋποθέτει αυτομάτως ότι το άτομο εκφράζει πίστη και απόλυτη υποταγή στο κράτος του οποίου την ιθαγένεια αποδέχεται ή λαμβάνει. Η δήλωση πίστης και υποταγής σε ένα κράτος προϋποθέτει ότι η συνείδηση του ατόμου καθοδηγείται από τα εθνικιστικά ιδεώδη του συγκεκριμένου κράτους. Σημαίνει επίσης την απόλυτη αποδοχή από μέρους του ατόμου του συνταγματικού και νομοθετικού πλαισίου του κράτους της ιθαγένειας του. Επίσης η δήλωση πίστης και υποταγής από μέρους του ατόμου σε ένα κράτος, σημαίνει ενδεχομένως ότι σε κάποια δεδομένη χρονική στιγμή θα είναι υποχρεωμένος να συμμετάσχει –ακολουθώντας το κράτος του οποίου είναι μέλος– σε κάποια εθνικιστική πολεμική σύρραξη με κάποιο αντιμαχόμενο κράτος, πράγμα το οποίο ένας άνθρωπος εθνικιστικά ουδέτερος δεν θα αποδεχτεί να πράξει.

Οπότε ένας άνθρωπος που δεν αναγνωρίζει στον εαυτό του καμία εθνικιστική συνείδηση και επιπλέον διαφωνεί με βασικές συνταγματικές και νομοθετικές διατάξεις ενός κράτους, δεν μπορεί να δηλώσει πίστη και απόλυτη υποταγή σε αυτό. Κατά συνέπεια η δήλωση άρνησης πίστης και απόλυτης υποταγής στο κράτος, καθιστά το άτομο έκπτωτο της ιθαγένειας του κράτους και η άρνηση πίστης και απόλυτης υποταγής σε οποιοδήποτε άλλο κράτος καθιστά το άτομο ως de facto ανιθαγενή. Η αναγκαστική επιβολή κάποιας ιθαγένειας σε έναν συνειδητό και αυτόβουλο άνθρωπο, που αισθάνεται ότι δεν οφείλει πίστη και απόλυτη υποταγή σε κανένα κράτος, αποτελεί παραβίαση του δικαιώματος ελευθερίας συνείδησης και αυτοδιάθεσης του ανθρώπου. Ο άνθρωπος πρέπει δικαιωματικά να μπορεί να επιλέξει την Ανιθαγένεια ως μέγιστη έκφραση της πολίτικής του αυτοδιάθεσης αλλά και της εθνικής, θρησκευτικής και ταξικής του ουδετερότητας.

Επίσης αναφορικά με ένα άλλο θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα, αυτό της αναγνώρισης της νομικής προσωπικότητας του κάθε ανθρώπου όπου και αν βρίσκεται, η αξίωση σεβασμού γιαυτό το δικαίωμα δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή μη ιθαγένειας, δηλαδή από την ύπαρξη ή μη, δεσμευτικής έννομης σχέσης του ατόμου με κάποιο κράτος. Το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο βασιζόμενο σε διεθνείς συμβάσεις, αναγνωρίζει τα Ανθρώπινα Δικαιώματα καθ’ ολοκληρία, τόσο σε ανθρώπους με ιθαγένεια όσο και σε ανιθαγενείς. Οπότε η νομική υπόσταση του ατόμου δεν μπορεί να εξαρτάται από το ιθαγενειακό του καθεστώς. Η Ανιθαγένεια ενός ανθρώπου δεν σημαίνει βέβαια ότι αυτός ο άνθρωπος βρίσκεται υπεράνω του νόμου ή ότι δεν είναι υπόλογος πουθενά για τυχόν πράξεις του που παραβιάζουν το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο. Η έννομη σχέση ενός ανιθαγενή ανθρώπου με τα διάφορα κράτη μπορεί και πρέπει να καθορίζεται και να ρυθμίζεται στα πλαίσια του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου, το οποίο αποτελεί την καλύτερη βάση για οποιεσδήποτε πιθανές νομικές διαφορές ανακύψουν, ανάμεσα στην νομική προσωπικότητα ενός κράτους και στην νομική προσωπικότητα ενός ανιθαγενή. Για την διευκόλυνση της συνδιαλλαγής των κρατών της διεθνούς κοινότητας με τους ανιθαγενείς θα είναι πολύ χρήσιμη η θέσπιση και η αναγνώριση εκ μέρους των κρατών μέσω του διεθνούς δικαίου, του θεσμού του Διεθνούς Πολίτη – Κοσμοπολίτη, για όσους τον επιθυμούν.

Σύμφωνα με το Άρθρο 28 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων: «Καθένας έχει το δικαίωμα σε μια κοινωνική και διεθνή τάξη, μέσα στην οποία τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που προκηρύσσει η παρούσα Διακήρυξη να μπορούν να πραγματώνονται σε όλη τους την έκταση«. Η διεθνής θεσμική καθεστηκυία τάξη των κρατών, στο σύνολο της απέτυχε να δημιουργήσει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες να πραγματώνονται σε όλη τους την έκταση οι ανθρώπινες ελευθερίες και τα δικαιώματα, με πλήρη ισότητα για όλους τους ανθρώπους. Η αποδοχή οποιασδήποτε κρατικής ιθαγένειας αποτελεί παράλληλα και μια σιωπηρή αποδοχή από μέρους του ατόμου, μιας υποκριτικής, αποτυχημένης και κατακερματισμένης διεθνούς τάξης πραγμάτων, που σπαράσσεται από ανήθικες πολεμικές συρράξεις, από κατάφορες παραβιάσεις θεμελιωδών ελευθεριών και από παράλογες κοινωνικές ανισότητες και που είναι σίγουρο ότι πρέπει να αναθεωρηθεί και να αλλάξει, καθώς απειλεί πλέον και την ίδια την ύπαρξη του ανθρωπίνου γένους.

Η Ανιθαγένεια ως συνειδητή επιλογή του ατόμου, αποτελεί μια ύστατη μορφή πολιτικής καταγγελίας εναντίον ενός διεφθαρμένου παγκόσμιου οικονομικό-πολιτικού κατεστημένου, αλλά και μια ουσιαστική πολιτική πράξη για την επίτευξη μιας πιο ειρηνικής, δίκαιης και ευημερούσας παγκόσμιας κοινωνίας, που θα βασίζει την λειτουργία της σε αληθινή Δημοκρατία και όχι σε κατ’ επίφαση «δημοκρατία». Αυτού του είδους η αλλαγή μπορεί πλέον να προκληθεί μόνο από συνειδητοποιημένες ανθρώπινες μονάδες οι οποίες δεν αποτελούν μέλος καμίας άβουλης ανθρώπινης μάζας που γίνεται έρμαιο της προπαγάνδας των εκάστοτε κέντρων εξουσίας. Η αλλαγή θα επιτελεστεί από ανθρώπους που θα εφαρμόσουν στην πράξη την ρήση το Μαχάτμα Γκάντι: «Πρέπει να είσαι η αλλαγή που εύχεσαι να δεις στον κόσμο«.

Michael Design”