Από τους προϊστορικούς χρόνους, μέσα στις εκδηλώσεις της ψυχής του ανθρώπου, μια σταθερή ανάταση τον εμψύχωνε στην αναζήτηση πραγμάτων που δεν ήταν δυνατόν να γίνουν αισθητά στην υλική του αντίληψη.
Από τους προϊστορικούς χρόνους, ο άνθρωπος ερευνά τα μεγάλα προβλήματα της Θεότητας. Η φαντασία του, αχαλίνωτη στο άγνωστο αυτό πεδίο και ελεύθερη από κάθε εμπόδιο, τον έκανε να δημιουργήσει ένα πλήθος θεωρίες, κοσμογονικές και θεογονικές, θεοσοφικές και φιλοσοφικές, χωρίς να έχει κανέναν άλλο έλεγχο, από εκείνον της δικής του σύλληψης.
Κι όμως, παρά την μνημειώδη αυτήν εργασία, ο άνθρωπος δεν μπόρεσε να λύσει ακόμη το μέγα τούτο πρόβλημα, τον αλγεβρικό αυτόν άγνωστο της ανθρώπινης λογικής. Κάθε ένας από τους μεγάλους θεοσόφους, τους μεγάλους μεμυημένους, τους μεγάλους μύστες και τους αιρεσιάρχες, δημιούργησε, ανάλογα με την ευρύτητα της λογικής του, και μια θεωρία, ένα δόγμα ή μια θεοσοφία. Ο κάθε ένας ισχυρίστηκε ότι βρήκε την λύση του «μεγάλου προβλήματος» και τέλος, ο κάθε ένας υποσχέθηκε αιώνια ευτυχία στους οπαδούς και στους μαθητές του, εκείνους που θα ακολουθούσαν την οδό αυτής της υποτιθέμενης αλήθειας.
Παρ’ όλην αυτή την εργασία της ανθρώπινης διανοητικότητας, το «μέγα πρόβλημα» παραμένει πάντοτε βουβό, ανεξιχνίαστο και άγνωστο. Μάταια προσπαθούμε να αντλήσουμε την αλήθεια γι’ αυτό με την ενατένιση των συμβόλων του παρελθόντος, των συμβόλων των χαραγμένων στα μνημεία, λείψανα των αρχαίων χρόνων. Μάταια αναζητούμε την αλήθεια αυτή στις αποκρυφιστικές διδασκαλίες των μεγάλων μυητών. Μάταια αναζητούμε την λύση του μεγάλου προβλήματος στα φιλοσοφικά μνημεία. Μάταια το πνεύμα μας προσπαθεί και εξαντλείται σε πολλαπλές και ευφυείς επινοήσεις για να φτάσει στην λύση του μεγάλου προβλήματος.
Είναι βέβαιο ότι το πρώτο βήμα προς την αλήθεια είναι η θεμελιώδης λογική, που παράγεται από την εμπειρία των ορατών εκδηλώσεων της δημιουργίας. Όλοι, άλλωστε, οι μεμυημένοι φιλόσοφοι και οι μύστες, σ’ αυτήν την λογική –που απορρέει από την φυσική εμπειρία– βάσισαν τα δόγματα και τις θεωρίες τους και «ονειρεύτηκαν» την λύση του μεγάλου προβλήματος. Αλλά και οι μυημένοι, καθώς και οι φιλόσοφοι της σύγχρονης εποχής, από την αρχαία πηγή αντλούν τις αρχές που συγκροτούν τη φιλοσοφία και την θεοσοφία των χρόνων μας και που είναι κι αυτές μια ελπίδα για την λύση του μεγάλου προβλήματος.
Κι όμως. τα απαραβίαστα μυστικά που προβάλλουν μπροστά στην στοχαστική ψυχή μας και στο διαλογιζόμενο πνεύμα μας, δεν πρέπει καθόλου να τα χειριστούμε με βάση τις αρχές που διατυπώθηκαν από τους μεμυημένους της αρχαιότητας κι ούτε πρέπει να τα χειριστούμε με βάση τις ατομικές συλλήψεις των συγχρόνων φιλοσόφων. Αλλά κάθε άνθρωπος που φτάνει στο
Δημήτριος Σεμελάς (1884-1924)
βαθμό της εξελίξεως εκείνον που θα του επιτρέψει τέτοιου είδους έρευνες και μελέτες, οφείλει να αναζητήσει την λύση του «μεγάλου προβλήματος», στηριζόμενος στην δική του λογική, που απορρέει από την προσωπική του εμπειρία.
Αυτή η μέθοδος διανοητικής και φιλοσοφικής εργασίας είναι η μόνη γνήσια που μπορεί να οδηγήσει τον αναζητητή, τον εξερευνητή των άγνωστων κοιλάδων εκείνων των υπερβατικών ποταμών στην ίδια την Πηγή της Αλήθειας και στην λύση του μεγάλου προβλήματος. Για τον λόγο αυτόν προσεγγίζουμε τέτοια θέματα - που κανονικά μόνο λίγοι μπορούν να φτάσουν - από το πιο χαμηλό σημείο, για να ανεβούμε λίγο-λίγο και βαθμιαία και να λύσουμε -όσο αυτό είναι εφικτό στην ανθρώπινη διάνοια- το ανεξιχνίαστο αίνιγμα του μεγάλου προβλήματος. Ο αρχάριος σπουδαστής των φιλοσοφικών μελετών θα μπορέσει εύκολα να μας παρακολουθήσει. κι αν επιμείνει στην προσπάθειά του, θα μπορέσει κάποτε να αντιμετωπίσει τα προβλήματα, που κρατούν άγρυπνη την ανθρωπότητα που ερευνά.
Η εμπειρία, η λογική, η αντικειμενική φύση και οι εκδηλώσεις της, τα αίτια και τα αποτελέσματά τους, είναι οι μοχλοί και οι βάσεις της μελέτης αυτής, στην οποία ο καθένας μπορεί να προσαρμοστεί και να ωφεληθεί.
Α. Τι είναι η εμπειρία; Η εμπειρία είναι το πρώτο στοιχείο της συνείδησης του όντος. ΄Όταν γεννηθεί ένας άνθρωπος κι αφού οι οργανικές του αισθήσεις φτάσουν στην πλήρη τους ανάπτυξη, τις χρησιμοποιεί για να αποκτήσει με αυτές την γνώση, που θα του δώσει την συνείδηση και -επίσης- για να μπορέσει επί τέλους να αποκτήσει την εμπειρία, που θα του δώσει την λογική.
Κάθε πράγμα που βλέπει, γίνεται γι’ αυτόν αντικείμενο της έρευνάς του. Ενεργοποιεί τότε τα αισθητήριά του όργανα και αποκτά γνώση του αντικειμένου αυτού.
Ένα παράδειγμα θα αρκέσει για να δώσει μια καλύτερη επεξήγηση της θεωρίας μας.
Όταν για πρώτη φορά αντικρίζει ο άνθρωπος έναν όγκο μαρμάρου, η λευκότης του προσελκύει το βλέμμα του. Πλησιάζει, το αγγίζει, το ανασηκώνει, υπολογίζει το βάρος του και, μέσα στην μεγάλη του αφέλεια, ίσως να το μυρίσει και να το γευθεί. Μια τόσο «βαθιά» εξέταση αρχίζει, ήδη, να του δίνει την εμπειρία του αντικειμένου το οποίο αντελήφθη.
Β. Τι είναι η λογική (la raison); Η λογική είναι το νοητικό αποτέλεσμα, η πρώτη εντύπωση που απορρέει από την εμπειρία του ανθρώπου. Είναι ένα στάδιο που οδηγεί στην συνείδηση. Για να κατανοήσουμε πληρέστερα το παραπάνω αξίωμα, ας πάρουμε πάλι το πρώτο μας παράδειγμα.
Η όψη του μαρμάρου, η αφή του, η οσμή και η γεύση του, αντανακλώνται μέσα στην διάνοια του ανθρώπου και από μορφές αφηρημένες, οι οποίες συσσωρεύονται [στην διάνοιά του], διαμορφώνουν μέσα του μια αναλογική ταξινόμηση των διαφόρων αυτών εντυπώσεων. Η αναλογική αυτή σημασία ή έννοια, με την μερική ή συνολική της συσσώρευση, σχηματίζει την ανθρώπινη λογική.
Έτσι, αν αργότερα [ο άνθρωπος] βρεθεί μπροστά σε έναν όγκο αλαβάστρου, η προηγούμενη εντύπωση, η προκληθείσα από την θέα του μαρμάρου, θα του δώσει να καταλάβει ότι- εφ’ όσον το αντικείμενο που θίγει την στιγμή εκείνη την φαντασία του είναι ανάλογο με το προηγούμενο, θα πρέπει να είναι λευκό, σκληρό, κρύο, με βάρος ανάλογο με το πρώτο και ίσης αντοχής. Τον ορισμό αυτόν του τον έδωσε η λογική του. Οι αισθήσεις του ήδη θέλουν να ελέγξουν και πάλι το προϊόν αυτό της λογικής. Παίρνει, πράγματι, το κομμάτι του αλαβάστρου, το ανασηκώνει, το αγγίζει, το παρατηρεί προσεκτικά από πολύ κοντά και διαπιστώνει τότε ότι η λογική, αν και πλησίασε την πραγματικότητα, δεν του έδωσε, εν τούτοις, την ακριβή έννοια του αντικειμένου που εξετάζει, διότι [ο άνθρωπος] διαπιστώνει ότι το αλάβαστρο είναι μικρότερης αντοχής από το μάρμαρο, λιγότερο βαρύ και περισσότερο εύθρυπτο. Τα δε μόρια που το αποτελούν είναι μεγαλύτερα και πιο λαμπρά και διάφανα.
Η νέα αυτή εμπειρία ανυψώνει την λογική του σε μια περιοχή περισσότερο τέλεια. Γι’ αυτόν τον λόγο, ο άνθρωπος εκδηλώνει στη δημιουργία μια ορατή ατέλεια -διότι η έλλειψη εμπειρίας τού στερεί μεγάλο μέρος από την τελειότητα της λογικής.
Η εμπειρία είναι η λογική (raison) υλοποιημένη, η δε λογική είναι η εμπειρία πνευματοποιημένη. Η πρώτη εκδηλώνει την σωρεία των αρχών που έχουν συνταχθεί, άγνωστο από ποιον, και οι οποίες φανερώνονται μέσα από την υλική δημιουργία. Η λογική είναι η συσσώρευση των διανοητικών αρχών, οι οποίες είναι ιδιάζουσες για τον καθένα και προέρχονται από την δημιουργία.
Γ. Τι είναι γνώση; Η γνώση είναι η συνεχής αναπαράσταση -μέσα σε εμάς τους ίδιους- της δημιουργίας που μας περιβάλλει. [Η γνώση] είναι το αποτέλεσμα της εμπειρίας και της λογικής. Π.χ. το μάρμαρο και το αλάβαστρο, την πραγματικότητα των οποίων αναζήτησε και στην οποία εμβάθυνε ο απλοϊκός άνθρωπος, μπορεί να αναπαρίστανται μέσα στην πνευματική περιοχή, χωρίς [κατ’ ανάγκην] τα δυο αυτά αντικείμενα να βρίσκονται μπροστά στον άνθρωπο που τα είδε, τα άγγιξε, τα μύρισε και τα γεύθηκε για πρώτη φορά. Και είναι ικανός στο εξής να τα βλέπει, να τα αγγίζει, να τα μυρίζει και να τα δοκιμάζει με μια σειρά ακατάληπτων εσωτερικών λειτουργιών.
Μπορεί πια να έχει μέσα του την πλήρη εικόνα του μαρμάρου και του αλαβάστρου, χωρίς να χρειάζεται πλέον να έχει τα αντικείμενα αυτά μπροστά του ή δίπλα του. Το αποτέλεσμα όλης αυτής της ενέργειας του ανθρώπου είναι η γνώση, η οποία απορρέει απευθείας από την λογική.
Δ. Τι είναι η συνείδηση; Η συνείδηση είναι λειτουργία εσωτερική της διάνοιας του ανθρώπου, η οποία παράγεται από την αναλογία των διαφόρων φύσεων που δημιουργούνται δια της συγκρίσεως των διαφόρων αντικειμένων που υποπίπτουν στις αισθήσεις του ανθρώπου και της αναλογίας παντός ό,τι τον περιβάλλει και σε σύγκριση με τον ίδιο τον εαυτό.
Έτσι η θέα του μαρμάρου και του αλαβάστρου, οι αμοιβαίες τους διαφορές και η διαφορά που υπάρχει μεταξύ αυτών και του ανθρώπου [που τα εξετάζει], δημιουργούν μέσα στον άνθρωπο την συνείδηση ότι το μάρμαρο δεν είναι αλάβαστρο, ότι το αλάβαστρο δεν είναι μάρμαρο και ότι ο ίδιος δεν είναι ούτε μάρμαρο ούτε αλάβαστρο, ότι το μάρμαρο και το αλάβαστρο δεν είναι αυτός ο ίδιος, ότι το μάρμαρο είναι μάρμαρο κι ότι το αλάβαστρο είναι αλάβαστρο, ότι ο εαυτός του είναι ο εαυτός κι ότι, σε κάθε μία από τις τρεις αυτές καταστάσεις, η εμπειρία τού έδωσε τον λόγο για το ότι κάθε μία από αυτές βασίζεται σε διαφορετικές αρχές κι ότι η γνώση τού έδωσε την συνείδηση της διαφοροποίησης αυτής.
Είναι σίγουρο ότι τα τρία αυτά παραδείγματα δεν επαρκούν για να δημιουργήσουν την εμπειρία, την γνώση και την συνείδηση. Αλλά είναι σίγουρο ότι η σωρεία των όσων περιβάλλουν τον άνθρωπο και τα οποία το ένα μετά το άλλο περνούν από τα φίλτρα της έρευνάς του [επαρκούν].
Όλο αυτό το κεφάλαιο συνοψίζεται ως εξής: Η εμπειρία δημιουργεί την λογική (πρώτη κατάσταση της ανθρώπινης εξέλιξης). Η λογική δημιουργεί την γνώση (δεύτερη κατάσταση της ανθρώπινης εξέλιξης). Και η γνώση δημιουργεί μέσα στον άνθρωπο την συνείδηση (τελευταία κατάσταση της ανθρώπινης εξέλιξης). Από ζώο, ο άνθρωπος γίνεται Ον, με ιδιότητες που τον διακρίνουν από τα άλλα ζώα και οι οποίες είναι: δια της Εμπειρίας η Λογική, δια της Λογικής η Γνώση και, με την συσσώρευση των τριών αυτών, η Συνείδηση.
Το «Μέγα Πρόβλημα» πρωτοδημοσιεύθηκε στην εσωτερική επιθεώρηση του Τάγματος του Κρίνου και του Αετού «Η Δύναμη της Αλήθειας», το 1918.
Αναρτήθηκε από Caementarius