«'Eνιωσε φοβερούς πόνους στα χέρια, στα πόδια και στην καρδιά του·
ξεθάμπωσαν τα μάτια του, είδε το αγκάθινο στεφάνι, τα αίματα, το σταυρό, και μέσα στο σκοτεινιασμένον ήλιο δύο χρυσοί χαλκάδες στραφτάλισαν και δύο σειρές κοφτερά κάτασπρα δόντια· δροσερό περιπαιχτικό γέλιο ακούστηκε, χαλκάδες και δόντια αφανίστηκαν απόμεινε ο Iησούς κρεμασμένος στον αγέρα, μόνος.
Τίναξε το κεφάλι κι ολομεμιάς θυμήθηκε πού βρίσκουνταν, ποιός ήταν και γιατί πονούσε.
Άγρια αδάμαστη χαρά τον συνεπήρε, όχι, όχι δεν ήταν άναντρος, λιποτάχτης, προδότης, όχι, όχι ήταν καρφωμένος στον σταυρό, τίμια στάθηκε ως το τέλος, κράτησε το λόγο του, μια αστραπή, τη στιγμή που φώναξε "Ηλί !Ηλί !"και λιποθύμησε, τον άρπαξε ο Πειρασμός και τον πλάνεσε, ψέματα οι χαρές, οι παντρειές, τα παιδιά.
Ψέματα τα χούφταλα, ξευτιλισμένα γεροντάκια, που τον φώναζαν άναντρο, λιποτάχτη, προδότη.
Όλα, όλα φαντάσματα του Πονηρού!
Ζουν και βασιλεύουν οι Μαθητές του, πήραν τις στεριές και τις θάλασσες και διαλαλούν το Καλό Μαντάτο.
Τα πάντα έγιναν όπως πρέπει,δόξα σοι ο Θεός!
Έσυρε φωνή θριαμβευτικιά:
-Τετέλεσται !
κι ήταν σα να λεγε: Όλα αρχίζουν.
Ο Τελευταιος πειρασμός
Ν.Καζαντζάκης