Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2018

«ΔΙΚΑΣΤΟΥ ΑΠΟΛΟΓΙΑ»

ΕΓΩ, Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ,

ΣΗΜΕΡΑ ΑΠΟΛΟΓΟΥΜΑΙ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ Υ*****ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΑΣ…

clip_image002Πρωτοέμαθα τους νόμους και το δίκαιο στα σχολεία των ανθρώπων. Παιδί, έφηβος, ενήλικας, νομικός, κριτής διδάχτηκα τα πρέπει τούτου του κόσμου.

Κι έπειτα μετά από πολλά χρόνια, μέσα σε έναν Σκοτεινό Θάλαμο, μου ζήτησαν να ξαναγίνω παιδί και να μάθω τον κόσμο από την αρχή. Μου είπαν ότι η Ηθική είναι o αναλλοίωτος παγκόσμιος Νόμος, που διέπει όλα τα λογικά κι ελεύθερα όντα κι ότι αν αναζητώ την Αλήθεια κι υπηρετώ τη Δικαιοσύνη, θα κερδίσω στη ζωή μου γαλήνη κι αρμονία.

Στο επόμενο βήμα μου, σαν άρχισα να μελετώ τις Επιστήμες, διδάχτηκα το έλεος, την ανοχή και την επιείκεια προς τον κρινόμενο. Μου χάρισαν προς τούτο το περίζωμα του σκεπτόμενου ανθρώπου, για να καλύπτω τα λάθη του συνανθρώπου κι αδελφού μου και με περίσσεια ενσυναίσθηση να τον οδηγώ αθόρυβα και πάλι στην οδό της Αρετής.

Όταν ενηλικιώθηκα, με δίδαξαν ότι η Δικαιοσύνη - ως ύψιστη Αρετή -επιβάλλει τον σεβασμό προς τα ανθρώπινα δικαιώματα, αποδίδει στον καθένα ό,τι του αξίζει και κρίνει τις ανθρώπινες πράξεις με τα σταθμά της αγαθότητας, της τιμής, του ανθρωπισμού και της ηθικής. Κι έτσι με οριοθέτησαν και μου χάραξαν μια ευθεία γραμμή, για να περπατώ πάνω της χωρίς να αποκλίνω προς τις ατραπούς της κακίας, της αυθαιρεσίας και των ασυνείδητων πράξεων.

coscienza-influenza synididiΣτην πορεία αυτή δυο φάροι σκορπούσαν διάπλατα το φως τους, ως οδηγοί κι οδοδείκτες εσωτερικοί: ο Φυσικός Νόμος κι η Συνείδηση. Κανένας ανθρώπινος Νόμος (μου είπαν) δεν είναι δίκαιος, αν δεν έχει ως βάση τον Φυσικό Νόμο, που εναρμονίζεται απόλυτα προς τον Ορθό Λόγο. Και καμιά απόφαση δικαστή (αθωωτική ή καταδικαστική) δεν είναι δίκαιη, αν δεν έχει ως κριτήριο την καθαρή, ελεύθερη κι ανεπηρέαστη (από πρωτόγονα ορμέμφυτα) ανθρώπινη συνείδηση.

Στον δρόμο μου είδα, έπαθα κι έμαθα πολλά.

Είδα την Αγαθότητα και την Ηθική να πέφτουν στο σκότος, να σκοτώνονται. Είδα αχρείους ανθρώπους να υπονομεύουν τη Δικαιοσύνη και να μην σέβονται τους Νόμους. Είδα τον Ορθό Λόγο να φονεύεται και να επικρατεί η φαυλότητα.

Στην αρχή σιώπησα και θρήνησα αθόρυβα για τον θάνατο της Αρετής. Αισθάνθηκα να χάνω το κουράγιο μου και να απογοητεύομαι από την κακία που απλωνόταν γύρω μου. Όμως το αίσθημα του Δικαίου δεν σίγησε ποτέ μέσα μου.

Σύντομα ανασύνταξα τις δυνάμεις μου κι ορκίστηκα να αποκαταστήσω την ηθική τάξη και να τιμωρήσω το άδικο. Η οργή μου όμως έγινε κακός σύμβουλος. Μετατράπηκε σε πάθος κι έχασα το μέτρο. Το αίμα, που έτρεξε από την αποτρόπαιη πράξη, τύφλωσε τη συνείδησή μου, που άρχισε να ουρλιάζει ξέφρενα και να ζητά εκδίκηση.

Παγιδεύτηκα σε έναν αέναο κύκλο κακού, έχασα την αρμονία της ψυχής μου κι αυτοδίκησα. Και τότε ήρθε η ώρα να διδαχτώ κάτι ακόμη: πως μόνο η δίκαιη τιμωρία που επιβάλλει κάθε δίκαιη δίκη, είναι αυτή που κάνει το Σύμπαν να γαληνεύει.

dikaiosiniΟ δρόμος μου προς την αναζήτηση της Δικαιοσύνης πέρασε από πολλά ακόμη μονοπάτια, όταν ξεκίνησα Ιππότης Σταυροφόρος να αποκαταστήσω την πληγωμένη θεία πλευρά του ανθρώπου. Εκεί είδα τον θάνατο να σπάει κάθε λογικό όριο του δικαίου και την αδικία να κατακερματίζει σε χίλια κομμάτια τα εργαλεία της Αγάπης. Ο Ορθός Λόγος και πάλι έγινε ο στόχος ασυνείδητων ανθρώπων. Μου υπέδειξαν λοιπόν ως κακό τον διαφορετικό αδελφό. Μου ψιθύρισαν ότι ο αγώνας μου ήταν προς αποκατάσταση της Δικαιοσύνης. Αναζήτησα την πατρίδα του Δικαίου κι Αγαθού. Αλλά επέβαλα δια της βίας το δικό μου Δίκαιο. Μάχαιρα έλαβα, αλλά και μάχαιρα έδωκα. Πάλεψα ως αμείλικτος κριτής του διαφορετικού, για να επιβάλω μόνο τον δικό μου Θεό ως απόλυτον εκφραστή του Δικαίου. Παραλογίστηκα και τα εργαλεία μου της Δικαιοσύνης γέμισαν αίμα. Και τότε ήρθε η ώρα μιας νέας διδασκαλίας: η Δικαιοσύνη σέβεται και αγαπά την Ελευθερία του ανθρώπου κι αναγνωρίζει τα δικαιώματα του κρινόμενου. Όλοι είμαστε εν δυνάμει θύματα κι εν δυνάμει δράστες. Όλοι μπορεί να ματώσουμε το Ρόδο της Αγάπης και να σταυρώσουμε τον συνάνθρωπο με πράξεις άδικες. Όποιος, λοιπόν, κατερχόμενος στο βάθος της συνειδήσεως, θεωρεί εαυτόν αναμάρτητο, ας ρίξει πρώτος τον λίθο.

Βαρύ φορτίο η Συνείδηση κατά την Κρίση. Και βαριά η Ψυχή που κάνοντας εντέλει τον απολογισμό της στα Αιθέρια Πεδία, αναγνωρίζει ότι έπραξε τα φαύλα, ενώ παράλληλα έκρινε τον συνάνθρωπο ως Παντοδύναμος Κριτής/Θεός χωρίς να κρίνει πρώτα τον ίδιο της τον εαυτό.

Κι αναλογίστηκα: τι έκανα εγώ ο αλαζονικός μικρός άνθρωπος; Πώς τόλμησα να λησμονήσω ότι μόνο η Θεία Δικαιοσύνη έχει την αρμοδιότητα να κρίνει απόλυτα και να αποδώσει στον καθένα μας τον επίγειο Παράδεισο της γαλήνης και της καθαρότητας της ψυχής ή την επίγεια Κόλαση του ταραγμένου βίου και της ηθικής κατάπτωσης;

Αγωνίστηκα λοιπόν να υπηρετήσω τις μεγάλες διδασκαλίες που έλαβα. Είχα ιδανικά, αναζήτησα την Αλήθεια, ήμουν αγαθός, ήμουν εργάτης της Αρετής και της Αγάπης, αλλά το έργο μου δεν αναγνωρίστηκε. Με ζήλεψαν, με συκοφάντησαν, με καταδίωξαν, με πρόδωσαν και με οδήγησαν στην αγχόνη του ανθρώπινου φθόνου. Θέλησαν να με εξαφανίσουν και να αμαυρώσουν την αποστολή μου. Αλλά ο φοίνικας αναγεννάται πάντα από τις στάχτες του και η Ανώτατη Δικαιοσύνη αποκαθιστά το όνομα των αγαθών και αποδίδει στους φαύλους την τιμωρία ζωής, που τους αξίζει.

Κι έτσι επέζησα, για να εκτελέσω την αποστολή που η βέβηλη κοινωνία μού ανέθεσε: να καθίσω στον Θρόνο του κριτή μέσα στα Δικαστήρια των ανθρώπων. Μου ζήτησαν να υπηρετήσω τον Νόμο. Μα οι άνθρωποι δεν το κατάλαβαν και νόμιζαν ότι υπηρετούσα πάντα τη Δικαιοσύνη.

Εγώ όμως είδα Νόμους παράλογους και Νόμους που υπηρετούσαν το συμφέρον του ισχυρού, Νόμους γερασμένους, ελλιπείς, δυσνόητους. Είδα την πραγματική Δικαιοσύνη να χάνεται κάτω από τόνους εγγράφων και μέσα σε ένα δαίδαλο νομικών όρων έξυπνα διατυπωμένων, για να αφήνουν εντέχνως κάποιο περιθώριο διαφυγής. Είδα την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης να βάλλεται πανταχώθεν. Μα δεν μπορούσα να κάνω τίποτα πέρα από το προσωπικό μου καθήκον. Αυτό που διδάχτηκα στην πορεία από τον Σκοτεινό Θάλαμο προς το Φως της Αλήθειας. Γιατί όσο κι αν αμφισβητούσα τα όσα έβλεπα, δεσμευόμουν. Σκληρός ο Νόμος, αλλά Νόμος.

Κάποιοι με κατηγόρησαν για απραξία απέναντι σε πράξεις που έπρεπε να τιμωρηθούν. Είχα ορκιστεί όμως να υπακούω και να εφαρμόζω τους Νόμους της Πολιτείας και δεν μπορούσα να αυθαιρετώ. Προβληματίστηκα, αμφιταλαντεύτηκα, μετάνιωσα, έκλαψα κρυφά. Σήκωσα το βάρος της εξουσίας. Και για αυτό αμφισβητήθηκα, στοχοποιήθηκα, δοκιμάστηκα κι ένιωσα τη μοναξιά του αγαθού μέσα στο βέβηλο πλήθος.

Μπρος μου έφεραν ανθρώπους που είχαν δοκιμαστεί ανελέητα κι είχαν φτάσει στα όριά τους, που είχαν μετατραπεί σε εξιλαστήρια θύματα άλλων, ή που είχαν προσπαθήσει να λυτρώσουν ή να λυτρωθούν μέσα από κολάσιμες πράξεις. Κι άκουγα βαθιά μέσα μου την ετυμηγορία του Φυσικού Νόμου να τους απλώνει το χέρι της συγχώρεσης, εκεί που ο Θετός Νόμος τους τιμωρούσε.

Είδα την αγανάκτηση του θύματος και τα δακρυσμένα μάτια τού αδικημένου, μα τα χέρια μου υπήρξαν περιπτώσεις που ήταν δεμένα, γιατί οι νομοθέτες έκριναν διαφορετικά και μου είχαν στερήσει τα εργαλεία του Κανόνα και του Γνώμονα, ώστε να αποκαταστήσω τη διατάραξη της ηθικής τάξης.

dikaios;ynhΤο Νήμα της Στάθμης μου μου έδειχνε τον δρόμο, όμως ο βαρύς Διαβήτης του Νομοθέτη ανέκοπτε την πορεία μου και δεν διέγραφε τέλειο κύκλο. Κι έπρεπε να συμμορφωθώ και να σκύψω το κεφάλι, γιατί οι μεγάλοι διαβήτες, που επέβλεπαν τα πάντα, είχαν δοθεί σε λάθος χέρια. Και δεν μπορούσα να το φωνάξω, γιατί είμαι άνθρωπος που φοβάται τη δύναμη της εξουσίας και προσπαθεί να επιβιώσει σε έναν κόσμο, που δυστυχώς δεν διδάχτηκε να λειτουργεί τα κάτω όπως τα άνω.

Αισθάνθηκα ντροπή (ως λειτουργός της Θέμιδας) που στις μισές χώρες του Πλανήτη άνθρωποι, οι οποίοι θέλησαν να εκφράσουν ελεύθερα τις ιδέες τους, φυλακίστηκαν συχνά μετά από δίκες, που μόνο ως αίσχος της ανθρωπότητας μπορούν να χαρακτηριστούν. Κι αισθάνθηκα συνένοχος που στο 1/3 των εθνών της Γης άνδρες, γυναίκες, ακόμη και παιδιά, βασανίζονται στο όνομα κάποιας Δικαιοσύνης, που άνθρωποι οργάνωσαν κι εφαρμόζουν. Ό,τι όμως ο Νόμος προστάζει, η ανθρώπινη Δικαιοσύνη απλά το εκτελεί. Άλλωστε ο Αριστοτέλης στη διδασκαλία του περί Δικαιοσύνης τονίζει πως «οι μη κολάζοντες τους κακούς, βούλονται αδικείσθαι τους αγαθούς». Αλλά ποιος είναι τελικά ο θύτης και ποιο το θύμα; Ποιος ο κακός και ποιος ο αγαθός;

Μου ζήτησαν κάποτε να δικάσω πρόσωπα σπουδαία, που άλλοι τα λάτρεψαν κι άλλοι τα μίσησαν. Πρόσωπα που έμειναν στα χείλη και στις καρδιές εκατομμυρίων ανθρώπων ως Μεγάλοι Διδάσκαλοι της Ανθρωπότητας. Έσπερναν όμως «καινά δαιμόνια» και παραβίαζαν τα κελεύσματα των Νόμων. Κι όταν ο Νόμος παραβιάζεται, η τιμωρία επιπίπτει.

Κι οποία ειρωνεία! Εγώ ο ανάξιος κλήθηκα μες στους αιώνες να κρίνω έναν Χριστό κι έναν Σωκράτη. Να οδηγήσω στη θυσία του Σταυρού και του κώνειου. Να γίνω η σπάθη επί της κεφαλής δικαίων και φωτισμένων. Κι ένιψα τας χείρας μου, για να ξεπλύνω το τίμημα της ευθύνης και τα δεσμά των τύψεων. Το νερό όμως δεν στάθηκε ικανό να ξεπλύνει τον ρίπο του λάθους και την κατακραυγή της Ιστορίας.

Και πάνω από όλα….. μου έδωσαν την πλάνα εξουσία να αποφασίζω για τις τύχες των ανθρώπων, να αλλάζω τις ζωές τους, να γίνομαι ένας μικρός Θεός καθισμένος στο βάθρο του Κριτή. Τόσος πόνος, αλλά και μένος, τόσα λάθη, αλλά κι αδιέξοδα, τόση αγανάκτηση, αλλά και διαφθορά, τόση μοναξιά, αλλά και κακία……. Πώς να την αντέξει ο νους μου, πώς να τη συναισθανθεί η ψυχή μου; Πώς να κρίνω χωρίς να μπορώ να μπω στη θέση τού άλλου; Πώς να αποφασίσω για κάτι που δεν έχω νιώσει; Πώς να καταδικάσω κάτι αποτρόπαιο, που είχα την τύχη να μην βιώσω ποτέ; Πώς να μείνω αδέκαστος χωρίς να επηρεαστώ από προσωπικά βιώματα και απόψεις; Πού να ακουμπήσω τη δική μου ψυχή, που βασανίζεται από την ευθύνη του κριτή και τιμωρού;

Σήμερα λοιπόν ζητώ με τη σειρά μου, α**.΄. Αξιότιμοι Δικαστές, να κριθώ από το υπ**** τούτο Δικαστήριό σας. Επιθυμώ να σας ακουμπήσω τη βασανισμένη μου ψυχή και να ζητήσω τη λύτρωσή της μέσα από την όποια τιμωρία, που θα αποφασίσετε Εσείς, οι γνώστες εκείνου του Δικαίου που γεφυρώνει την επίγεια με την επουράνια Δικαιοσύνη. Εσείς, οι κάτοχοι εκείνης της Απείρου Δυνάμεως, που ξέρει να εναρμονίζει τον χρόνο και τον χώρο σε μια τέλεια ενότητα και να χαρίζει Σοφία, για να κρίνετε με Δικαιοσύνη, και Σύνεση, για να κρίνετε με Ευσπλαχνία. Εσείς ας γίνετε οι Κριτές ενός ανθρώπου/Δικαστού, που ζητά εναγωνίως την κάθαρση.

Γιατί μόνο αν είσαι Σοφός, γνωρίζεις το όντως Δίκαιο. Αλλά και για να αισθάνεσαι την υποχρέωση να είσαι Δίκαιος, πάλι πρέπει να είσαι Σοφός. Προϋπόθεση της Δικαιοσύνης είναι η Σοφία. Υπερτέρα της Δικαιοσύνης η Σοφία ως Υπέρτατη Εξουσία κι Αρετή. Όταν η Σοφία δεν εγκρίνει, τίποτα δεν μπορεί να αποκτήσει την πραγματική του ουσία και να γίνει παραδεκτό.

Για τούτο προσπάθησα ειλικρινά κι εγώ να ενεργήσω ως Σοφός και να ενώσω την Ισχύ της Εξουσίας με το Κάλλος της Ανθρωπιάς. Προσπάθησα να κρατώ τη ζυγαριά της Θέμιδος ισορροπημένη με τη Σφύρα στη μια πλευρά και την Καρδιά στην άλλη. Τα υλικά όμως με μπέρδευαν. Ξύλο για τη Σφύρα, συναίσθημα για την Καρδιά. Το συναίσθημα μπορεί να μετρηθεί με το κιλό όπως το ξύλο; Το βάρος τού πλούτου μιας Καρδιάς μπορεί να συγκριθεί με το βάρος της εξουσίας μιας Σφύρας;

Κι έπειτα θυμήθηκα ότι η Επιστήμη των Νόμων και του Δικαίου αναπαύεται υπό τη σκιά της Ακακίας. Για αυτό ζήτησα να μου σμιλέψουν μια Σφύρα από Ακακία και πάλεψα να γεφυρώσω το χάσμα μεταξύ των δύο άκρων. Ξύλο ιερό σαν την αποστολή του σοφού Κριτή, ξύλο ανάλαφρο σαν τη συνείδηση του ελεήμονα Κριτή! Και προσπάθησα να κρατήσω σταθερά τούτη τη Σφύρα, για να ηχεί αρμονικά στον Παγκόσμιο Ρυθμό της Συμπαντικής Δικαιοσύνης.

Δεν ξέρω αν τα κατάφερα. Για αυτό απολογούμαι ενώπιόν σας.

Μου είπαν ότι θα με κρίνει η Ιστορία κι ο Υπέρτατος Κριτής μου στις Κοιλάδες της Αιωνίου Ανατολής. Μα πριν από αυτό οφείλω να απολογηθώ σε Εσάς και σε όλους εκείνους που έκρινα ως άνθρωπος.

dikaiosinhΑπό Εσάς, λοιπόν, ζητώ συγγνώμη, που τόλμησα να κρίνω τα σφάλματα των α*** μου.

Συγγνώμη για τη σκληρότητα που μοίρασα. Συγγνώμη αν υπερέβαλα. Συγγνώμη για όσες λάθος αποφάσεις τόλμησα να λάβω ως αλάνθαστος τιμητής. Συγγνώμη αν έκρινα ως Δικαστής, αλλά λησμόνησα να κρίνω ως Άνθρωπος. Συγγνώμη αν ξέχασα ότι είμαι ο υπηρέτης της Δικαιοσύνης και όχι η ενσάρκωση του Δικαίου.

Κι απολογούμαι που παρέλειψα να φροντίσω τη διδαχή της Αρετής μέσα από τον σωφρονισμό κι έμεινα μόνο στην επιβολή της στείρας τιμωρίας. Που παρέλειψα να χτίσω για το μέλλον κι έμεινα στο περιορισμένο παρόν καταδικάζοντας όποιο σκοτεινό παρελθόν. Που έγινα τιμωρός κι όχι οδηγός παραστρατημένων ψυχών.

Απολογούμαι αν με τις πράξεις μου έδειξα να λησμονώ ότι πάνω από τον Άρειο Πάγο των ανθρώπων υπάρχει το Ανώτατο Δικαστήριο των Ουρανών, όπου το δεδικασμένο κάθε κρίσης και τιμωρίας λαμβάνει τις αληθινές του διαστάσεις.

Απολογούμαι αν λησμόνησα ότι μόνο η Θεϊκή Δικαιοσύνη είναι το έσχατο πεπρωμένο της ανθρώπινης μοίρας! Είναι η έκφραση Αγάπης του ΜΑΤΣ προς τους ανθρώπους, που μπορεί να οδηγεί το νήμα της ανθρώπινης ζωής από το έρεβος στο Φως κι από τη σκοτεινή αλυσίδα της βίας στην αγλαή ισορροπία του κόσμου, ακόμη κι αν αυτό περάσει μέσα από αβάσταχτο πόνο! Γιατί όπως ο Αισχύλος δίδαξε στο έργο του «Αγαμέμνων»: «η Δικαιοσύνη σε αυτούς που έχουν πραγματικά πονέσει προσφέρει βέβαιη την επίγνωση»!

Maria Sundαy Poulou